Δευτέρα 30 Απριλίου 2007

Ο καιρός της επιστροφής

i

Ίσως ήρθε η ώρα να ζητήσω συγνώμη
γιατί κάποτε έκλεψα
το ρούχο της χαραυγής
να σκεπάσω το βρόμικο κορμί μου.
Τιμωρήθηκα γι’ αυτό.
Έζησα χρόνια βουτηγμένος
στη λάσπη
παγωμένος απ’ τις βροχές
της ψυχής μου.
Έζησα
κυνηγημένος και σιωπηλός
γιατί είχα φωνάξει
ή τουλάχιστον πίστεψα έτσι
αλλά ήχος κανένας δεν βγήκε
κι αντίλαλος πάλι κανείς.

Έτσι τώρα ξυπνώ
με δάκρυα τα πρωινά
αναζητώντας ένα σώμα
ξένο για ζεστασιά.


ii

Επέλεξα τη σιωπή
να μην ηχώ σε δρόμους σκοτεινούς
να μην παραμιλώ
τ’ όνομά σου να μη φωνάζω.
Επέλεξα τη σιωπή
μήπως κερδίσω κάποτε
την βασιλεία των ουρανών.


iii

Με πίστεψα καλότυχο κάποτε
έγειρα στην άκρη του γκρεμού
ένα λουλούδι να κόψω να προσφέρω
έκλεισα τα μάτια τραβώντας το
έχασα το φως μου
έφτασα τυφλός στο προσκεφάλι σου
άπλωσα τα χέρια να στο προσφέρω
έχασα τα χέρια μου
δεν έγραψα άλλο τίποτα πια
μου έμεινε η ικανότητα να μιλάω
έκανα μια καληνύχτα να σου πω
μα δε βγήκε παρά ένας λυγμός.


iv

Σ’ ένα σταθμό ό,τι ζήσαμε
σκέψεις ιδρωμένες
κούρασαν την ψυχή
κι έφυγα μαζί σου
με εισιτήριο δανικό
γιατί, ξέχασες, είπες
πως θα ερχόμουν κι εγώ μαζί..


v

Χρόνια που πέρασα στην νεκρική ησυχία
και χάθηκαν
χρόνια που στάθηκα στην άκρη του γκρεμού
κι έμαθα τον ήχο του κύματος επάνω στον βράχο
μετρώντας την απόσταση για τον βυθό.
Χρόνια που άφησα στη λύπη να χαθούν
και τώρα επιστρέφουν
πιο λυπημένα
κι άηχα
να συλλέξουν ό,τι σκόρπισε ο άνεμος
κι όσα η ζωή δεν κράτησε.


vi

Η απέραντη θάλασσα στην τρομαχτική μου σιωπή
απέναντι
και γυμνή
σαν την αλήθεια των ματιών σου
κι εν’ αντίο τελευταίο
που ‘φερε τούτο το μεγάλο ταξίδι.


vii

Πέρασα χρόνια πολλά να σ’ αγαπώ
κι άλλα τόσα να σε προσμένω
έγινες σύννεφο στα μάτια
κι όλο βρέχει στα όνειρά μου
και σε προσμένω
όπως το πουλί την άνοιξη
για να πετάξω.


viii

Ο καιρός της επιστροφής, δε θα ‘ρθει ποτέ.
Σφράγισε τις πόρτες η ερημιά.
Μπαγιάτεψε ο αέρας.
Μούχλιασε.
Φίλησε ο καιρός μάτια που κλείσαν
κι άφησε ένα τριαντάφυλλο,
μαραμένο σχεδόν
πάνω στο σκουριασμένο μάρμαρο.


ix

Για ν’ ανταμώσεις την ερημιά
ντύνεσαι πόρνη και βγαίνεις στον δρόμο
ξεπουλιέσαι
κι επιστρέφεις λυπημένη στο πατρικό σου σπίτι
έτοιμη
ν’ αποδεχθείς τον πρωινό σου θάνατο.


x

Έτσι που άλλαξες τ’ όνομά σου
με τι όνομα να σε γυρέψω
που χάθηκες,
κι έσβησες πίσω σου τα πάντα;


xi

Προχώρησες στην άδεια μου ζωή
με βήματα που έβαλα στα πόδια σου
κ’ ύστερα ξεστράτισες.


Απόπλους Τεύχος 35 - 36. Σάμος, Φεβρουάριος 2006
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Δεν υπάρχουν σχόλια: