Κυριακή 29 Απριλίου 2007

Μια μικρή ιστορία

Χτύπησε το τηλέφωνο πριν λίγο, ο ήχος του αδιάφορος, η φωνή σου πάλι καθόλου.
Με πήραν τα δάκρυα, δεν το κατάλαβες, όπως ποτέ σου δεν κατάλαβες τι περνούσα.
Έπρεπε πάντα να σου λέω εγώ “πονάω” ή ”πνίγομαι” και πάλι δυσκολευόσουν, σε ζόριζαν οι απαντήσεις στα γιατί σου.
Κατάφερες και μ’ έκλεισες σ’ ένα μικρό κομμάτι πλαστικού, μ’ έκανες μπρελόκ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου, να το ανοίγεις και να φεύγεις, και σκέψου, έλεγες “εσένα καρδιά μου, μήτε ολάκερη η γη μπορεί να σε κλείσει!”.
Θυμάσαι;
Ερχόμουν στο καταφύγιο σου.
Σ’ Αθηναϊκό προάστιο, δύο μικροί χώροι, ο ένας κουζίνα, ο άλλος... γραφείο, δωμάτιο, αποθήκη αναμνήσεων.
Τα χώρεσες όλα στο τέσσερα επί τρισήμιση του.
Κι ένιωθα άνετα, δεν ασφυκτιούσα κι ας του έλειπε η θέα.
Ήταν ο δικός σου χώρος, ο γεμάτος από εσένα, πλημμυρισμένος, τόσο πολύ που ένιωθα να κολυμπώ μέσα στα στήθη σου.
Ποτέ δε μ’ έπνιξε, μήτε η ανάμνηση του με πνίγει.
Δεν ήθελες να βγαίνεις, μήτε να βγαίνουμε, είχες μια παράξενη εμμονή με τον χώρο, σαν να τον λάτρευες και δεν επιθυμούσες κάτι πέρα από αυτόν.
Ερχόσουν, κούρνιαζες στην αγκαλιά μου, κι αν κοιμόμουν ακόμα τα μεσημέρια, έβγαζες αθόρυβα απ’ την ντουλάπα το πάπλωμα, με σκέπαζες κι έπαιρνες τη θέση σου μέσα της.
Κ’ ίσως να ήταν η μόνη τρυφερή στιγμή σου απέναντι μου.
Έτρεμες καθώς σ’ αγκάλιαζα, όπως κάθε άλλη σου στιγμή, κι έπειτα γαλήνευες.
Ένιωθα τα όνειρα σου να κυλούν στις φλέβες, με το αίμα ένα, με την ανάγκη, με την αγάπη μου ένα, με την πνοή μου κ’ ίσως μόνο τότε είχα πραγματικά κάτι από εσένα.
Άνοιγα τα μάτια, ίσα να σε δω, τη βεβαίωση να έχω πως δεν είσαι της φαντασίας μου, και τα ξαναέκλεινα, γνώριζα πως θα είναι για λίγο, κι αφηνόμουν, είχα κι εγώ ταραγμένη ψυχή κι ας μην έτρεμα, γαλήνευα, αφηνόμουν και γαλήνευα.

Κι επέστρεψα πολλές φορές στην πόλη ετούτη.
Μ’ ακούς, λέω επέστρεψα, μ’ έκανες να νιώθω σπίτι μου τούτη την πόλη.
Δε σ’ αναζήτησα, μήτε κι απ’ τα μέρη που διάβαινες για την δουλειά σου πέρασα ποτέ ξανά.
Κι ας το επιθυμούσα, κι ας ποθούσα τόσο πολύ να σε δω.
Τούτη η ανάγκη μ’ έκανε να ονειρεύομαι πάλι.

Κάποτε κοιτάζω το ρολόι.
Έχω την αίσθηση πως αν δεν τρέξω θα χάσω το τρένο που εκεί θα με φέρει.
Λίγες ώρες μόνο μακριά κι όμως αιώνια.
Πασχίζω ακόμα να γεφυρώσω τα κενά που άνοιξες μέσα μου, να επαναφέρω τις ισορροπίες.
Ο έρωτας μου για εσένα δεν ήταν παρά η μετάβαση σου στη σωτηρία.
Σου επέτρεψα να φρενάρεις τη ζωή μου και δε μου το συγχωρώ.
Έχω μόνο μία σου φωτογραφία, κ’ ίσως καμία εσύ, δε θυμούμαι.
Ήμασταν ένα καράβι που έμοιαζε να βουλιάζει μεσοπέλαγα και βουλιάζαμε, μόνο που λάτρεψα το βούλιαγμα αυτό γιατί πια δε βάδιζα στην ερημιά.
Ακόμα σου γράφω πιστεύοντας πως θα γυρίσεις.
Και σου διαβάζω τα χαρούμενα στις τηλεφωνικές μας συνομιλίες, βαστώ τα λυπημένα για ώρες άλλες.
Τότε συνειδητοποιώ πως είναι αδύνατο να γυρίσεις κάπου που ποτέ δεν υπήρξες...

1 σχόλιο:

tsalimi είπε...

Καλώς ήλθες στα blogs.
Η γραφή ανακουφίζει από μόνη της, αλλά η ανάγκη να μοιραστούμε τα γραπτά μας μπορεί και να λυτρώσει, κατά κάποια έννοια