Δευτέρα 30 Απριλίου 2007

Η παραβολή του ασώτου


i

Μου κλέβεις τον ήλιο
δίχως φως πορεύομαι τις νύχτες
σκοντάφτω στους ήχους
στης σιωπής τα περβάζια
στις ρυτίδες της μοναξιάς
που κρύβω στα μάτια
Μου κλέβεις τον ήλιο
δε βλέπω να ζωγραφίσω τη μορφή σου
βάζω στα μάτια σου των αγγέλων το χρώμα
στα μαλλιά σου, της ανατολής
Σκύβω να σ’ αγγίξω
μα έτσι που πορεύομαι δίχως φως
πέφτω στης ψυχής σου τις θάλασσες.

Λίγο να ναυαγήσω!
Μου επιτρέπεις;


ii

Δίχως συντροφιά κοιμούμαι
όταν φυσάει το αποκλείω κι αυτό.
Μου ‘χες πει πως φοβάσαι
Κι άρχισα να ζω με τον δικό σου φόβο.


iii

Στις άκρες των νυχιών σου να φτάσω
πληγές ν’ ανοίγω στο σώμα σου
το αίμα σου να νιώθω στο κορμί μου

Να που ο έρωτας λοιπόν
μ’ έκανε να δείχνω αιμοδιψής


iv

Έχω εν’ άγγιγμα να δώσω
και που δεν ξέρω.

Λίγο να στρέψεις το κεφάλι σου
ν’ αγγίξω τούτα τα χείλη!


v

Διαβάζω για εσένα στου ήλιου το κοίταγμα
λέξεις που χώρεσαν το φως.
Ας είχα λίγο σκοτάδι
στα δωμάτια που επιστρέφεις τα βράδια
τουλάχιστον να σε κοιτάζω στα μάτια.


vi

Άλλαξαν πορεία τα χνάρια μας
έγιναν βότσαλα παρασυρμένα από το κύμα.
Η άγρια θάλασσα.

Της ψυχής τα φεγγάρια μου λιγόστεψαν.
Κι όταν κοιτώ το γαλάζιο τ’ ουρανού
μοιάζει με σπασμένο παιδικό παιγνίδι.


vii

Ύστερα θυμήθηκα την παραβολή του ασώτου.
Έφυγα.

Επιστρέφοντας βρήκα την πόρτα κλειδωμένη.


viii

Φόρεσες και το ένδυμα της αποστασίας
έκοψες κοντά αγορίστικα τα μαλλιά σου
θέλησες ν’ αλλάξεις
κι έγινε ο κόσμος σου όλος
μια προδοσία.

Ό,τι αγάπησα σ’ εσένα άλλαξες
Και τίποτα πια δεν αντέχω.


ix

Ύστερα, ο κόσμος μου ολόκληρος
έγινε ένα φλεγόμενο πουλί.
Από δωμάτιο σε δωμάτιο
πήρε φωτιά η ψυχή μου.


x

Το άρωμα σου
περνάει στις μέρες του μικρού μου καλοκαιριού.

Σε σκέφτομαι διαρκώς.
Σα να περνάς από τον βραδινό μου ύπνο,
σα να ήσουν από πάντα η μικρή μου αγαπημένη.
Έχω την αίσθηση σου στο σώμα μου.

Τα χνάρια του έρωτά σου.

Και να που τώρα θέλω λίγο ακόμα από εσένα,
να πιω από του στήθους σου τις πηγές,
απ’ τις θάλασσες των χειλιών σου,
ν’ αγγίξω τον ιδρώτα του κορμιού σου.

Θα σ’ επιθυμώ όλο τούτο το καλοκαίρι.


xi

Σε νοσταλγώ με το πάθος, απόψε,
του μελλοθανάτου
μ’ ένα λουλούδι στο χέρι
με τη γεύση του ονόματός σου στα χείλη
για καλημέρα.


xii

Έχω μια οφειλή στον θάνατο.
Για τούτο σκοτώνω κάθε βράδυ.

Για τούτο σκοτώνομαι.

Απόπλους Τεύχος 33 – 34. Σάμος, Χειμώνας – Άνοιξη 2005
.
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Δεν υπάρχουν σχόλια: