Ανάβλυζε άρωμα, γεννούσε μια αίσθηση πρωτόγνωρη.
Βούτηξες το δάχτυλο στο χρώμα, θαρρείς παιδί μικρό.
Ζωγράφισες έναν ήλιο πάνω στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, «παλιό» το είχαμε ονομάσει γιατί χτίστηκε με την απελευθέρωση του ’12, άλλον έναν πάνω απ’ το παλιό ψυχιατρείο, ζωγράφισες έναν σε κάθε αλάνα που έπαιξες κρυφτό, σκοινάκι και λάστιχο, μπίλιες εγώ, κρυφτό και κάποτε πόλεμο.
Τώρα πολυκατοικίες υψώνονται στις αναμνήσεις μας αγκυλώνοντας τις εικόνες.
Όμως ανέβηκαν ψηλά οι ήλιοι σου, έγινε ένας ήλιος μεγάλος ουρανός.
Έκοβες κάθε τόσο ένα μικρό κομμάτι ηλιοουρανό, βουτούσες τα πινέλα σου και μ’ εκείνα τα δέντρα, κιτρίνιζες τα φύλλα, έδωσες πρόσωπο στο Φθινόπωρο του καμβά σου.
Κι ακόμα τώρα, με παστέλ και ξύλινα χρωματιστά μολύβια λίγες λίγες γεννάς τις εικόνες τις ψυχής σου.
Τρέξαμε στις ίδιες γειτονιές, κι ας τίποτε δεν έριξε τα βήματα του ενός επάνω στον άλλο.
Κυριακή, πρωί παράσταση στο MAXIM.
Πρωινές ακόμα οι προβολές, το εισιτήριο το πρόλαβα στο κατοστάρικο.
Υπήρχε και μία ταβέρνα «Θερμοπύλες» του μπάρμπα Γιάννη, απέναντι από το πάρκο του Φωκά στη Θερμοπυλών, ο κινηματογράφος ακριβώς από κάτω στην Κρήτης, Σούπερ Μάρκετ λίγο μετά, τώρα δε γνωρίζω.
Κι ο ήλιος σου χώρισε στα δύο.
Το ‘να κομμάτι Ναταλία τ’ ονόμασες, Αλέξανδρο τ’ άλλο.
Δύο ήλιοι μικροί μα συνάμα μεγάλοι κι αφού πια δύο έγιναν και δεν μπορούσαν ηλιοουρανός να ‘ναι, ηλιοθάλασσες έγιναν…
Κι εσύ, βούτηξες στα χρώματα σου, ζωγράφισες καράβι τρικάταρτο με πανιά ανοιχτά, να ταξιδεύεις.
Το ‘ριξες στη θάλασσα, την ηλιοθάλασσα σου, κι έτσι καθώς ταξίδευες νύχτωνε και καθρεφτίζονταν το φεγγάρι στα μάτια σου.
Πανσέληνο ήταν, το ερωτεύθηκες.
Του μίλησες, κι εκείνο κούρνιασε στην αγκαλιά σου.
Με το φεγγάρι αγκαλιά από τότε κι ένα κόκκινο φιλί στο στόμα αντί αέρα στα πανιά πάει μακριά το καράβι, κι από λιμάνια κι από υφάλους.
Αναρωτιέμαι πόσους άραγε, έχει ο καθ’ ένας, κόσμους να ταξιδεύει…