Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Το κλειδί

Αργά το βράδυ, κατηφορίζουν οι ώρες βαριές έναν δρόμο μεγάλο, φθάνοντας έτσι στο δευτερόλεπτο που συναντιούνται να αλλάξουν οι δύο χρόνοι, και υποκλίνονται.
Ξοπίσω τρέχουν άνθρωποι ντυμένοι στα κόκκινα, στα μαύρα – τάχα να προϋπαντήσουν ή κάτι να προλάβουν; -

Είχα στην τσέπη ένα κλειδί, από εκείνα τα μεγάλα των τρένων, το έβαλα στο πάτωμα κι έστρεψα την πορεία του προς το εσωτερικό του δωματίου, λίγο μετά φάνηκε ο νέος χρόνος ντυμένος κατάλληλα για τούτη την ιδιαίτερη συνάντηση που για μια μοναδική φορά έπρεπε κάπου να πάει.

Στον ουρανό, άρχισαν κόκκινα μπαλόνια να ξεπροβάλλουν δίνοντας έτσι μια αίσθηση γιορτινή και πιο κάτω, πάνω στον πέτρινο τοίχο, μια παρέα παιδιών ετοίμαζε, έχοντας ένα αθώο χαμόγελο στα χείλη ζωγραφισμένο, τις σφεντόνες τους.



Χρόνια πολλά, καλή χρονιά να έχετε όλοι.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

Κόκκινο μπαλόνι

Θυμούμαι τις γιορτινές ημέρες τέλη εβδομήντα αρχές ογδόντα.
Βόλτα και φωτογραφίες στην μεγάλη φάτνη έξω από το Γ! Σώμα Στρατού.
Πολύχρωμα στολίδια στο δέντρο, κάτι παράξενο σαν λόγχη στην κορυφή, αγάπη και χαμόγελα.

- Μαμά, πότε θα στολίσουμε το δέντρο;
- Μαμά, θα έρθει Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά ο Άγιος Βασίλης;
- Μαμά, να του ζητήσω δώρο ή εκείνος γνωρίζει τι θα πρέπει να φέρει;

Κ’ ίσως να ήταν το μόνο παραμύθι που μας είπανε και πιστέψαμε δίχως σκέψη, θέλεις το συμφέρων, θέλεις η παιδική ανάγκη για κάτι διαφορετικό…

- Μαμά, στο σχολείο μας είπανε δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, κι αν είναι αλήθεια τότε τα δώρα ποιος τα φέρνει;

Από τότε οι γιορτινές μέρες άλλαξαν δρομολόγιο, περνούσαν από του Λαμπρόπουλου και του Κλαουδάτου.
Ένα πέρασμα από το Καπάνι για καραμέλες και γλειφιτζούρια, κίτρινα και πορτοκαλί κατά προτίμηση.
Τα δώρα τυλιγμένα κάτω από το δέντρο – και τώρα ακόμα – και η αγωνία για την ώρα του σχισίματος του χάρτινου πολύχρωμου περιτυλίγματος για να σκορπίσουν τα κομμάτια των παιγνιδιών στο χαλί του σαλονιού και να ξεκινήσει το παιγνίδι…

Βγήκα στην αγορά τις τελευταίες ημέρες.
Φώτα πολύχρωμα στα καταστήματα και στους δρόμους εκείνα τα, ένα με την πόλη πια, επαναλαμβανόμενα φώτα.
Αριστοτέλους, έξω από του Ιανού, ένα συγκρότημα από τις Άνδεις παίζει παραδοσιακά τραγούδια κι πουλά τα cd του.
Αριστοτέλους με Εγνατίας δύο ευρώ το σακουλάκι με τα κάστανα, επτά τον αριθμό, και παίρνω ένα καθώς κατηφορίζω.
Κόσμος σταματημένος έξω από βιτρίνες κι ένα κρύο διαπεραστικό σε κάνει να σφίγγεις δυνατότερα το χέρι του άλλου ή το χέρι σου μέσα στην τσέπη.
Η πόλη σκαμμένη στους κεντρικούς της δρόμους και η κίνηση αφόρητη.
Η Ελλάδα ανθεί αντικρίζοντας τα σκυθρωπά πρόσωπα των ανθρώπων στις ουρές των αυτοκινήτων και στις γεμάτες βιτρίνες των άδειων καταστημάτων.

- Θεέ μου, με πόση υπομονή έπλασες τούτο τον τόπο;

Με τον καιρό δυσκολεύουν οι επιλογές, σχεδόν ανύπαρκτες οι υλικές ανάγκες.
Λέω υλικές γιατί η ουσία βρίσκεται εκεί έξω, στο κρύο, στην απροσδόκητη ανάγκη να σφίξεις το χέρι που κρατούσες.
Τα ουσιαστικά πράγματα δεν αγοράζονται μα το σημαντικότερο δεν εξαγοράζονται.
Για τούτο λέω να μείνω στο σπίτι.
Για τούτο λέω να δώσω μεγαλύτερη αγάπη στους δικούς μου ανθρώπους.
Να προετοιμαστώ και για τον ερχομό του ανεψιού, Φλεβάρη θα έρθει – πρώτα ο Θεός – μα για τα όμορφα προετοιμάζεσαι καιρό πριν.

Κρέμασα ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι στο μπαλκόνι, στην αλλαγή του χρόνου θα το αφήσω να πετάξει ψηλά.
Είναι για τα όνειρα, πρέπει να φθάνουν ή έστω να τα θυμίζεις κάποτε στον Θεό.

Εύχομαι να έχετε ανθρώπους με αγάπη αληθινή πλάι σας σε τούτες και κάθε επόμενες γιορτές.
Εύχομαι ακόμα να βρίσκετε την δύναμη να κοιτάτε ψηλά ακόμα κι όταν νιώθετε ντροπή ή φόβο, πάντα υπάρχει ένα αστέρι ψηλά που προσμένει να το κοιτάξετε για να πέσει και να ευχηθείτε κι αν πάλι δεν πιστεύετε στις ευχές των αστεριών υπάρχει ο Θεός κι Εκείνος είτε πιστεύετε είτε όχι κάνει πάντα το θαύμα του.
Αν κάτι δεν σας αρέσει στα δώρα που λάβατε σκεφτείτε μονάχα ότι προσφέρθηκαν όπως και τα δικά σου, με αγάπη.
Εύχομαι υγεία και ευτυχία σε όλους εσάς και σ’ εκείνους που αγαπάτε.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Σπαράζω στην απουσία σου


Παιδί μου!

Πήρες το τρένο να ταξιδέψεις,
σ’ έβγαλε στην αγκαλιά Του,
παιγνίδια βρήκες που δεν είχες,
ξεχάσθηκες παίζοντας.

Μοίρασες τις αποστάσεις
πότε στον Παράδεισο μένεις τα βράδια
πότε στην επιθυμία μου.

Έκοψα ένα κυκλάμινο να σου χαρίσω
κυκλάμινο ήσουν
άνθισες κι έτσι ανθισμένο σε βρήκε ο Βοριάς
δυνατός
και σ’ έκοψε.

Ανεβαίνω κοντά Του κάθε που ξημερώνει
Του φιλώ τα χέρια, Του φιλώ τα πόδια
μα μένεις εκεί κι ούτε που θέλεις να μ’ αγκαλιάσεις.

Χάνομαι στο σκοτάδι της απουσίας σου κατεβαίνοντας
γέρνω στο χώμα κλαίγοντας την άδική σου μοίρα
μα τίποτε δεν αλλάζει
κι αν είχα μια ελπίδα
πνίγηκε απ’ τα δάκρυα των ματιών μου.

Σωρεύονται μέσα μου οι φωνές των ανθρώπων
σε καλούμε πίσω.
Δεν ακούς, όλο και περισσότερο σιωπείς, και κρύβεσαι
τ’ αλώνια τ’ ουρανού μονάχα γεύονται το τρέξιμό σου.

Σπαράζω στη απουσία σου!

Άγγελέ μου!
Τι σου ‘ταξε ο θάνατος να σε κερδίσει;
Για ποια ακρογιάλια σου μίλησε κι άπλωσες το χέρι να σε πάρει;

Άλλο δεν έχω ν’ αγαπήσω
κι άλλο δεν βρίσκω προσκεφάλι να γύρω απ’ το δικό σου
που το ‘κλεισε η πέτρα.

Δε θα μάθεις ποτέ πόσο ψηλά πετούν τα πουλιά
μήτε θα δεις τη θάλασσα να γκρεμίζει τους χωμάτινους πύργους σου
μήτε θ’ ανθίσει το χαμόγελό σου στα χείλη
μήτε το δικό μου χαμόγελο θ’ αντικρίσεις
τη φωνή μου δε θ’ ακούσεις
δε θα κρυφθείς ποτέ πια στην αγκαλιά μου…

Σπαράζω στην απουσία σου!

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

Παραμονές Χριστουγέννων

Παραμονές Χριστουγέννων, κι έχει απομείνει το χιόνι σιωπηλό στις παγωμένες αποστάσεις του μυαλού μου.
Άφησα στον κήπο ένα τσουβάλι ρούχα παλιά στρατιωτικά, ένα ζευγάρι άρβυλα γυαλισμένα, μια ταυτότητα αναγνώρισης πτώματος*.

Θυμούμαι τους χιονισμένους χειμώνες στον Χορτιάτη, εκείνους της Κομοτηνής, της Σάμου…
Πάλεψα χρόνια με τα κύματα κι έμεινα ζωντανός, όχι μ’ εκείνα της θάλασσας μα με της ψυχής τα κύματα, εκείνα που μια φίλη έλεγε πως δεν σε πνίγουν αν δεν το επιθυμήσεις.
Έχω καλά φυλαγμένες φωτογραφίες και μνήμες, συναισθήματα, χρώματα και ήχους.
Σε άσπρο μαύρο τα πρόσωπα, με χρώμα τα κύματα, τα δέντρα, τα βουνά, τα σπίτια.

Χώρεσα της ψυχής μου τα όνειρα, τι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις σε μια βαλίτσα και τα ταξίδεψα, για να επιστρέψω.
Πάντα επιστρέφεις, ακόμα κι όταν έχεις πιστέψει πως δεν υπάρχουν λόγοι για να το κάνεις.
Φύτεψα κι έναν βασιλικό, πλατύφυλλο, να θυμούμαι, να ελπίζω.

Μέρες που έρχονται, λέω να σηκώσω στον ουρανό μου ένα μεγάλο όμορφο φεγγάρι, χειμωνιάτικο, ντυμένο με το μάλλινο πανωφόρι και τα ζεστά του παπούτσια.
Στα χέρια θα έχει κρατημένο ένα μικρό, τοσοδούλικο χαμογελάκι ποτισμένο ελπίδα.
Κι ας έρχονται μέρες πιο λυπημένες, πιο παγωμένες.

Θ’ αφήσω πλάι στο τζάκι μια εικόνα παλιά να παίζει.
Εξάλλου, τούτες οι μέρες βοηθούν στην αναμόχλευση της μνήμης.


* Ταυτότητα Αναγνώρισης Πτώματος ή ΤΑΠ ονομάζεται η μεταλλική ταυτότητα που φέρουν στον λαιμό τους οι στρατευμένοι.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Κατοικώ στις κόγχες των ματιών σου

Κατοικώ στις κόγχες των ματιών σου
κατοικώ σε εκτάσεις υγρές.

Κ’ ίσως τα τόσα όνειρα
να λύγισαν από την λύπη
από του χρόνου τ’ αντάμωμα με τον άνεμο.

Μίλησα κάποτε για του σεισμούς
που έριξαν κάτω την ζωή μας
και την ρήμαξαν.

Σ’ ένα πέλαγο ρυτιδωμένο
χτίζουμε τώρα τις ζωές μας
και συθέμελα τις τρώει.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Τόσους μήνες πρόσμενα

Τόσους μήνες πρόσμενα
στο μήνα της γεννήσεως να έρθει το θείο βρέφος.
Καθόμουν δίπλα στο τζάκι διαβάζοντας
πότε μια παιδική ιστορία, πότε κάποιο ποίημα.
Κι ακολουθώντας τα βήματα των ηρώων
άλλοτε των παραμυθιών κι άλλοτε των ποιημάτων
έχασα τον δρόμο για το βρέφος.
Λάθος έφταναν οι εποχές στην προσμονή μου
βρέθηκα στα καλοκαίρια να ταξιδεύω
κάνοντας πανί στον άνεμο
τόσους χειμώνες περασμένους.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

«…εγώ το φιλί θέλησα»

Ύστερα το φιλί έγινε κύκνος λευκός
χάθηκε μέσα στη λίμνη.
Το παιδί κοίταξε τον κύκνο
«μα, πως…» είπε με απορία
«…εγώ το φιλί θέλησα» κι άρχισε να κλαίει.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Διαμάντια πεταμένα στο χώμα

Εντελώς τυχαία καμιά φορά, συναντάς στον δρόμο σου κάτι διαμάντια πεταμένα που είναι στο χώμα.
Απλώνεις τα χέρια, τα κρατάς για λίγο κι έπειτα, δοκιμάζοντας έτσι την δύναμη σου, δίνεις μια δυνατή κι ακριβώς την στιγμή που σπάζει ο καρπός ελευθερώνεις τα δάχτυλα κι εκείνα χάνονται μακριά, αν πάλι είναι τυχερά χάνονται στα βαθιά νερά της θάλασσας και γαληνεύουν.
Αν πάλι ο τυχερός του παιγνιδιού έχει το δικό σου όνομα, έτσι καθώς τα παίρνεις, τα φυλάς στις χούφτες καλά και στην πρώτη που βρίσκεις στον δρόμο σου βρύση τα ξεπλένεις, τα σκουπίζεις με την μπλούζα και τα κρύβεις στην τσέπη την εσωτερική του σακακιού σου.
Εκείνα αρχίζουν και ζεσταίνουν σιγά σιγά.

Έχεις ποτέ σου νιώσει μια τέτοια ζέστη;

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Μάτια πανσέληνα

Έχω τα χέρια μου ζεστά για τις νύχτες σου
μάτια δακρυσμένα για τα στεγνά σου βράδια
κι έχεις τα μάτια τα πανσέληνα
για τα πιο όμορφα όνειρά μου.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

Τρένα που διαρκώς ταξιδεύουν…

Δρασκελώ στη βραδινή υγρασία.
Πάει να χιονίσει μα βρέχει, όλα τριγύρω αναποφάσιστα.
Ήχοι δραπετεύουν απ’ την αγκαλιά του ραδιοφώνου, μοιάζουν τραγούδια.
Θεέ μου, που με φθάνουν πάλι;

Έριξα στην πλάτη την τσάντα που κουβαλάει τις αναμνήσεις τόσων χρόνων ταξιδιού, μόνο που χαράζοντας διαδρομή είπα «όπου με βγάλει τούτη τη φορά».

Καρλόβασι 2003.
Πρέπει όλα να ξεκίνησαν από εδώ.
Οι εικόνες που ομόρφυναν, οι σκέψεις που άλλαξαν, η ψυχή που δυνάμωσε.

Ηράκλειο 2004.
Πρόσωπα από χρόνια λατρεμένα.
Γάμος.
Στην ξεφάντωση, χορός ερωτικός, σούστα.
Βήματα που δεν αξιώθηκα ποτέ.
Άραγε αγάπησα ποτέ πραγματικά;

Θεσσαλονίκη 2000.
Πρέπει να φύγω.
Πουθενά θαλπωρή, τρυφερότητα ανύπαρκτη κι αυτή.
Πασχίζω να κρατηθώ.

2006 επιστρέφω.
Έχω στα χέρια την ψυχή μου πουλί μικρό, δε ξέρει ακόμα να πετά.

«…έχασα καιρό να σ’ αναζητώ άμοιρη ψυχή μου…»
Κι ακόμα ταξιδεύω…

Αλήθεια τι ώρα σαλπάρει το καραβάκι για Κουσάντασι;
Λέω να ταξιδέψω τούτη τη φορά για το “νησί των πουλιών” …

2007 …λίγο πριν τελειώσει…
Θάλασσες που δε βγάζουν πουθενά πια.
Τρένα που διαρκώς ταξιδεύουν…

Τελικά, που βγάζουν οι διαδρομές;

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Αμίλητες νύχτες

Πλησιάζουν αμίλητες οι νύχτες.
Πότε απλώνουν ένα πέπλο και σκεπάζουν τα πάντα
πότε φωτίζουν από ένα ελάχιστο άστρο τις πτυχές τους,
αρχίζουν να διαγράφουν εικόνες, αρώματα, αγγίγματα.

Οι κινήσεις φυλαγμένες σ’ ένα μεγάλο βάζο σιωπής.

Διακρίνω στον απέναντι τοίχο το πρόσωπο μου.

Θαρρείς αδημονεί.
Θαρρείς κάθε τι προηγούμενο έχει σκοτώσει και περιμένει…

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

Μετά πάλι κουρασμένη

Μετά πάλι κουρασμένη θα καθίσεις
στον καναπέ του μικρού σαλονιού
τα μάτια θα δακρύσουν από κάποιο ερεθισμό ή αλλεργία
θα κρατήσεις στα χέρια ένα περιοδικό
και θα με κοιτάξεις
όπως σε κοίταζα τόση ώρα
αφομοιώνοντας την κάθε σου κίνηση.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

Μια ανάσα γη γυρεύω

Μια ανάσα γη γυρεύω
ν’ απιθώσω ένα βήμα στέριο,
να μην αγκυλώνεται
ακόμα και το πέρασμα της παλάμης
πάνω απ’ το πρόσωπο.


Κλείνω τα μάτια μα πονάω
η κίνηση του στήθους απ’ την ανάσα με πονάει.


Κλείνω τα μάτια
και κάθε ξημέρωμα
ίχνη αιμάτινα ανακαλύπτω
από τα πόδια του κρεβατιού
ως το παράθυρο και πίσω.


Στέρεψε και τ’ οξυγόνο εδώ
μόνο η ανάσα μου απομένει
αρνημένη κι αυτή
από χιλιάδες αποστάσεις.



Το παραπάνω αναρτήθηκε ως σχόλιο στο ποίημα της κ. Κατερίνας Καριζώνη «Γράμμα στη μητέρα».

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2007

Ασπρόμαυρες κινήσεις

Οι κινήσεις σου ασπρόμαυρες
θυμίζουν ταινία παλιά
και κάποτε γελώ μαζί σου
όχι από κακία ή αστεϊσμό
αλλά για σου κλέψω
ένα χαμόγελο ή ένα μορφασμό.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Το σώμα της ψυχής μου

Τώρα που έχει πια νυχτώσει
ένα φως τρεμοπαίζει
κάνοντας τις σκιές να χορεύουν.
Μέσα στην κίνηση του χορού
δύο άγγελοι κατέβασαν για λίγο τον ουρανό
το σώμα της ψυχής μου να πάρουν ψηλά.
Πάνω στα ίχνη τους
μια παρένθεση έκλεισε στα φυλακισμένα της όρια
το γιατί και το πώς.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

Κανείς δεν θ’ ακούσει το σάλπισμα

Είναι άγνωστο κ’ ίσως ολότελα γνωστό μου
τούτο το σάλπισμα που φθάνει βαδίζοντας πάνω στις στέγες.

Τα σπίτια μας είναι έρημα από χρόνια
κανείς δεν θ’ ακούσει το τρίξιμο στα κεραμίδια της στέγης
κανείς δεν θ’ ακούσει το σάλπισμα
κανείς δεν θα δηλώσει παρών

ένα θυρόφυλλο μονάχα θα χτυπήσει από τον άνεμο
κ’ ίσως τούτο να ‘ναι κατά βάθος μια απάντηση.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Κοινοκτημοσύνες

Στις κοινοκτημοσύνες
κανείς δεν μοιράζεται την μοναξιά…

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Έρχονται βράδια

Έρχονται βράδια, πίσω απ’ τα έπιπλα παραφυλάει μια ερημική σκιά.
Σαν κλείνεις το φως ανταμώνει με το σκοτάδι που αφήνει η ψυχή καθώς φεύγει.
Θ’ απλώσεις τα χέρια σε λίγο, για λίγο.
Ψηλαφείς άραγε το ανάγλυφο των δακρύων στο περιθώριο των ματιών;
Έχει την αίσθηση από το άγγιγμα του βράχου στο δυνατό πέρασμα του ανέμου, αν τύχει να τ’ αγγίξεις θα το καταλάβεις.
Θα πεισμώσεις.
Πεισμώνουν τα χτυπήματα δεν σκοτώνουν.
Πίσω από την πόρτα παραφυλάει ένα μαύρο πουλί.
Ξεχωρίζω τα μάτια του.
Έχει τα χείλη σου, μα η φωνή του είναι πέτρινη.
Σπάζει τις γυάλινες υποσχέσεις που έχτιζαν γέφυρες να περάσεις.
Πίσω απ’ την πόρτα ένα φανάρι απλώνει σκοτάδι κι απορροφά τα ίχνη των βημάτων.
Θα χαθείς.
Χάνεσαι επαναληπτικά.
Μεταμοσχεύεις στα στήθη μου τον χτύπο της πόρτας που κλείνει, στα δάχτυλα μου σφηνώνεις το πόμολο.
Κανείς δεν ανοίγει τις σκονισμένες πόρτες.
Κανείς δεν απλώνει τα χέρια σε κουρτίνες αραχνιασμένες.

Πίσω απ’ την πόρτα και πίσω απ’ τους ανθρώπους, ένα μαύρο πουλί κατατρώει τα ψίχουλα που αφήνουν τα παιδιά να επιστρέψουν στο όνειρο και πια ζουν έξω από αυτό.

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

Τα σταυροδρόμια της ψυχής

Έχεις ποτέ αντικρίσει μια ψυχή σε σταυροδρόμι;
Μοιάζει φιλί αφημένο στον άνεμο.
Μοιάζει μ’ άνεμο που ματώνει στον κοφτερό βράχο.

Έχεις ακούσει ψυχή ν’ ανασαίνει σε σταυροδρόμι;
Βουή όχλου που κατεβαίνει οργισμένος σε διαδήλωση.
Κλάμα παιδιού που χτύπησε
και δεν βρίσκει ένα χάδι να του πάρει τον πόνο.

Φύλαξε ένα κλαράκι γιασεμιού
από το πέρασμα μου και συνέχισε.

Μην πεις πως λυπάσαι.
Όλα ξεχνιούνται κάποτε.
Τα χνάρια, τα λόγια, τα όνειρα μας.

Λοιπόν ...

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Γράμμα στον πατέρα

Δεν πρόσμενα ποτέ να ΄ρθείς για να ζητήσω κάτι.
Ήθελα απλά να σε βλέπω, κι εσένα και τη μητέρα.
Μου λείπατε από παλιά, όχι πως το θέλατε, απλά έτσι έπρεπε.
Τώρα σα να πήρα να εξοικειώνομαι με τούτη την απουσία, ίσως γιατί έφυγα εγώ.
Με κούρασαν πολύ οι αποχαιρετισμοί.
Είναι όμως και φορές που θέλεις να έχεις κάποιον να αποχαιρετήσεις ή να σ’ αποχαιρετήσει.
Σε θυμούμαι να επιστρέφεις από την δουλειά.
Κουρασμένος πάντοτε.
Λίγο θλιμμένος στην αρχή, στα πρώτα μου χρόνια, ήταν και ο εποχές δύσκολες.
Αργότερα, με μια όμορφη ικανοποίηση στα μάτια.
Την ικανοποίηση τούτη τη θυμούμαι και σ’ άλλες στιγμές.
Όταν τελείωνες κάτι που έφτιαχνες, πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο.
Δεν παίξαμε ποτέ μας μπάλα, μήτε ψαρέψαμε, φτιάξαμε όμως και φτιάξαμε πολλά και στην Χαλκιδική κι αλλού, κι ας έχω χρόνια να επιστρέψω εκεί.
Όταν σιωπώ είναι για να κρατώ μέσα μου τις εικόνες.
Φοβούμαι τη στιγμή που θα μείνει δίχως εικόνες η ψυχή μου.
Φοβούμαι…

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Άλλαξαν τα χρόνια μας

στην Βαλάνη

.

Άλλαξαν τα χρόνια μας.

Ένα μικρό κουβάρι κρατώ στα χέρια να πλέξω μάλλινα ρούχα για τα παιδιά. Ξυπνώ, και με φωνάζουν μάνα. Δεν ένιωσα ομορφότερα ποτέ.

Πέρασα από ‘να κατάστημα προχθές, αγόρασα δύο μικρά ζευγάρια παπούτσια. Αχ! Να τα ‘βλεπες, η μισή μου παλάμη ήταν.

Τ’ ακούμπησα στο προσκέφαλό τους. Πήραν μια χαρά σαν τα είδαν. Τέτοιες χαρές με κάνουν ευτυχισμένη. Ξυπνάω τα πρωινά κι έχω την έγνοια τους. Στο δωμάτιο τρέχω, είναι πράγματι αληθινά όλα τούτα που νιώθω.

Οι μικροί μου άγγελοι κοιμούνται ακόμα, πάει καιρός που έπαψαν να ξυπνούν στο μεσονύχτι αναζητώντας την άκρη του στήθους μου να ξεδιψάσουν την ανάγκη τους.

Χαμογελούν.

Κλέβω λίγη από τούτη την ομορφιά.

Η ψυχή τους, ψυχή μου, μοιάζει πραγματικά με των αγγέλων. Παίρνουν το χρώμα των αστεριών τα μάτια τους.
Καμιά φορά, όταν κάνει η απελπισία να μ’ αγκαλιάσει,
θυμούμαι τα μάτια αυτά.

Κρατιέμαι δυνατά από ένα τους δάκρυ και συνεχίζω.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Το παζάρι

Με πίστη πόση αγοράζω τη ζωή από τις λαϊκές
από πάγκους άδειους, σκουριασμένους.
.
Τι κι αν ταξίδεψα στου κόσμου την άκρη
πάντοτε ίδιο θα είναι το παζάρι.
.
απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Αμπάρι μνήμης

Μ’ έκλεισε σ’ ένα αμπάρι η μνήμη
πιάνω απ’ τα χέρια τις εικόνες και τα χρόνια μου
μοιάζουν μ’ εκείνα τα παιδιά
που παίζουνε πόλεμο φτιάχνοντας όπλα από ξύλο.

Τα χέρια μου
άρχισαν να σκαλίζουν στην σκόνη των επίπλων
ονόματα πλοίων και προορισμών
το όνομά σου σε παραλλαγές διάφορες.

Που ξεμείναμε δεν κατάλαβα
και τώρα μας γυρεύω σ’ αναμνήσεις…



Το παραπάνω είναι εμπνευσμένο από το ποίημα της κ. Κατερίνας Καριζώνη
«Tα μοχθηρά βαπόρια» όπου και αναρτήθηκε ως σχόλιο.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

Αντί επετείου…

Κάποτε το Ρωμιάκι* είπε «Ο Δράκος είναι εκεί και θα ‘ναι κι αύριο και μεθαύριο. Ξερογλείφεται τον βλέπετε; Είδε πως σκότωσαν την παρέα του Καραγκιόζη και περιμένει να τους φάει…»

Είπα και παλαιότερα, οι μαχαλάδες βρίσκονται ακόμα σε πόλεμο.

Τις νύχτες, πολυβολούν τα σπίτια μας μυστικοί στρατιώτες.
Ένα χέρι ξεριζώνει εικόνες χαρούμενες απ’ τα στήθη μας.
Τις βλέπουμε κρεμασμένες πρωτοσέλιδα εφημερίδων στα περίπτερα.
Μας κοιτάζουν ύποπτα οι περαστικοί, κοιτάζουμε κι εμείς με την σειρά μας.
Κάνεις ν’ αγγίξεις και τράβιουνται τα χέρια, σφίγγουν τα μάτια.
«Μην πονέσω πάλι…»

Τα σκυλιά θα ξεσκίζουν πάντα την ζωή μας όσο λυμένα θα τ’ αφήνουμε.

Όταν κλείνω τα μάτια, είναι για να ονειρεύομαι.
Είναι που δεν μπορώ ζήσω δίχως όνειρα…




*Ρόλος που ενσάρκωσε η αλησμόνητη Τζένη Καρέζη στην θεατρική παράσταση του Ιάκωβου Καμπανέλη «Το μεγάλο μας Τσίρκο»

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

Πόσοι ξεχύθηκαν μ’ ένα ταμπούρλο στα χέρια

Βγαίνουν λειψές στο μέτρημα οι μέρες
κι εσύ ζητάς εκείνο το τραγούδι που έλεγε
για το τράμ το τελευταίο…

Πες μου λοιπόν
πόσοι ξεχύθηκαν μ’ ένα ταμπούρλο στα χέρια
να το χτυπούν στις γειτονιές;

Φοβούνται σήμερα τα παιδιά μην τα μαλώσεις.
Να κλαίνε δεν τους αρέσει, λένε
εγώ λέω, τα δάκρυα δεν αντέχουν να βλέπουν….

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Η λασπουριά της ψυχής

Όλα τριγύρω είχαν ποτίσει από την απογευματινή βροχή.
Βράδιαζε ολοένα, ο χωμάτινος δρόμος είχε πια γίνει βούρκος από τα βήματα των περαστικών.
Κοίταξε τα παπούτσια του, είχαν βαρύνει από την λάσπη.
Προχώρησε, αδιάφορος πια για το αγκάλιασμα της βροχής που πήρε πάλι ν’ αρχίζει.

Είδε ένα καφενείο στην γωνία, στάθηκε λίγο απ’ έξω όσο να καθαρίσει τα παπούτσια στο συρμάτινο πατάκι από την λάσπη.
Άνοιξε και μπήκε.
Δύο μεσοκαιρίτικες φιγούρες σκυθρωπές απ’ την χωμάτινη ζωή τους, έριχναν κάστανα στην πλάκα του βαρελιού που έγινε σόμπα για τις ανάγκες του χειμώνα.
Είχε πάρει ο χώρος άρωμα απ’ την ψημένη σάρκα του καρπού.
Στους τοίχους φωτογραφίες σε άσπρο μαύρο, μια λύρα πολίτικη σε μια γωνιά, παραδίπλα ένα σάζι.
Κάθισε κάτου από ένα πρόσωπο γερασμένο.
Το κοίταξε στα μάτια.

«Ο πατέρας» ακούσθηκε μια φωνή αργή πλάι στο στραμμένο του πρόσωπο.
«Στην Ανδριανούπολη» συνέχισε η φωνή «ήμασταν αλλιώς, ήμασταν καλά εκεί, τώρα στα προσφυγικά, τι να σας λέω, τα βλέπετε…»

«Τι θα πάρετε;»

Τον ξένισε ο πληθυντικός, κοίταξε τα ρούχα του, το καπέλο επάνω στο τραπέζι, έπειτα τις φιγούρες πλάι στη σόμπα· τον καφετζή.
Μόνο τα λασπωμένα του παπούτσια ταίριαζαν με τον χώρο, μα κάτω από την λάσπη μήτε κι εκείνα.

«Έναν σκέτο, βαρύ» είπε, κι έδινε την εντύπωση πως σίγουρα τούτο ήταν το γιατρικό για όσα στην ψυχή του κουβαλούσε.

Έκλεισε τα μάτια καθώς ακουμπούσε το κεφάλι μέσα στις παλάμες.
Μια τέτοια γειτονιά η γειτονιά των παιδικών του χρόνων, αλάνες που γίνονταν λίμνες με τις πρώτες βροχές, σπίτια χαμηλά, απαλό φως μιας λάμπας θυέλλης πάνω απ’ τ’ ανοιχτό βιβλίο, πολυτέλεια τώρα, φώτα ηλεκτρικά, φασαρία μεγαλούπολης, πιάστηκε καλά βλέπεις με την δουλειά· όχι τόσο τίμια όσο φαίνοταν.
Και σιωπή!
Ναι, σιωπή!
Πίσω από τις πανάκριβες κουρτίνες, απ’ τ’ ασημένια μαχαιροπίρουνα, τα σκεύη νέας τεχνολογίας, σιωπή, κάτω από τα χαλιά εισαγωγής, απ’ το βελούδινο σαλόνι, απ’ τα ζεστά μετάξινα σκεπάσματα.
«Πόση σιωπή άραγε να υπάρχει στον κόσμο» αναρωτήθηκε.
Άνοιξε τον χαρτοφύλακα, τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί, μια πένα και σημείωσε:


“Τριγύρω ομίχλη πέφτει κι όλα χάνουνται στο ανομολόγητο πέρασμα της σιωπής.
Κάποια ραγισματιά στο τζάμι του χρόνου αρκεί να δραπετεύσει ένα τοσοδούλη δευτερόλεπτο.
Είναι εκείνο που θα φέρει την ευτυχία.
Είναι πάντα εκείνο που επιστρέφοντας στην ροή του χρόνου, και πριν για πάντα χαθεί, στα μάτια θα σε κοιτάξει και θα σου πει πως ευτύχησες.”


Τελειώνοντας την άσκηση ευτυχίας έψαξε στην ψυχή του να βρει εκείνο το δευτερόλεπτο.
Δωμάτιο δίχως έπιπλα, δίχως ένοικους πια η ψυχή του, μόνο καθρέφτες μεγάλους στους τοίχους.
Ένα κενό που καθώς καθρεφτίζονταν από τοίχο σε τοίχο μεγάλωνε ώσπου έγινε απέραντο, θαρρείς αιώνιο.
Κι έτσι όπως έπεφταν τα δάκρυα, η ηχώ τους μάτωνε την όποια είχε απομείνει μνήμη.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε με τούτη την λάσπη» έφτασε στην δίνη του η φωνή του καφετζή και τον τράβηξε έξω από αυτήν.

Ήταν βρεγμένα πια τα μάτια, πιο βρεγμένα κι από τον δρόμο που είχε πια ερημώσει.
Κοίταξε τώρα εκείνον στα μάτια.

«Μόνο με την λασπουριά της ψυχής δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε» είπε, άφησε απαλά ένα εικοσαράκι πάνω στο ξύλινο τραπέζι, πήρε το καπέλο, φόρεσε την καμπαρντίνα, προσπέρασε τις φιγούρες που τώρα τον κοίταζαν παραξενευμένες και κατηφόρισε στην βροχή.

Δεν υπήρχε πια δρόμος, ένα σκοτεινό ποτάμι μονάχα που τον παράσερνε μακριά.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

Να σου μιλήσω για τα όνειρα

Με πήρε ο χρόνος στην αγκαλιά του.
Τα παλιά λημέρια ακόμα μας περιμένουν.
Φύλαξαν εκείνο το άγριο στην ομορφιά τους.
Φύλαξαν το απλό πρόσωπο των παλιών επαρχιών και σαν ταξιδεύουμε κατά ‘κει μας ταξιδεύουν κι εκείνα.
Θυμάσαι τα παιγνίδια που σκαρώναμε στην πίσω αυλή του σχολείου;
Κατέβαινε ο αγροφύλακας να μας διώξει που ανάβαμε φωτιές σε ντενέκες για τα κουνούπια.
Θυμάσαι;
Κι έπειτα ιστορίες για φαντάσματα, συζήτηση για τα αθλητικά, για τον αγώνα του σαββατοκύριακου με το διπλανό χωριό.

Σ’ έκλεισα σ’ ένα μικρό τετραδιάκι, ίσως και να ‘ταν το βοταναλόγιο που έφτιαχνες μέχρι τα δεκατέσσερα σου χρόνια.
Λέω ίσως γιατί κάθε που το ανοίγω ανεβαίνει στα ρουθούνια μου το άρωμα μιας ρίγανης άγριας.

Μα εσύ στάθηκες στ’ αντάμωμα δυο δρόμων να κρατάς από το χέρι ένα φανάρι από χρόνια σβησμένο.
Ντύθηκες το φόρεμα σου το μαύρο και βγήκες στη δημοσιά.
Δεν περνούν λεωφορεία, κ’ οι όποιοι περαστικοί σπάνια σταματούν πια.

Να σου μιλήσω για τα όνειρα.
Καθώς κλείνεις τα μάτια είναι η μόνη που υπάρχει αλήθεια, της ψυχής σου.
Καθώς κάνεις να την πιστέψεις, όταν εκείνη πολύ απέχει απ’ την άλλη αλήθεια, τότε πάει, χάθηκες.

Μέσα στα βοτανολόγια κρύβεται η ζωή σου.
Ρίζες μικρές και δυνατές που, πάνε, ξεριζώθηκαν πια.
Φύλλα και κλαράκια φυτών που στον κόσμο ήρθαν να τον ομορφύνουν.
Σκίτσα σπάνιων φυτών που για να τα δεις πρέπει τον κόσμο ολάκερο να γυρίσεις.

Διάλεξε πιο φανάρι επιθυμείς.
Εκείνο που έφεγγε κάποτε στο σκοτάδι ή εκείνο που απλά, σε λίγο, πράσινο θ’ ανάψει για να περάσεις;

Θυμήσου μονάχα πως υπάρχουν και οι ουρανοί….

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Ήχος Πλάγιος. Μόνος...

Σιγάνεψαν τα κύματα
βρήκαμε στην εξώπορτα τον βυθό της θάλασσας.
.
Κογχύλια, άμμο, συντρίμμια
σεντούκια σφαλισμένα πλοίων πειρατικών.
Κι άλλοτε
από ένα παλιό ταξίδι ξεπροβάλει μια μνήμη
ενθύμιο

που καιρό ξεχάσθηκε στα πλαϊνά μιας βαλίτσας
φέρνοντας ένα δάκρυ στα μάτια
μια υποψία απόδρασης
.
κι ένας ήχος απαλός, όχι τρυφερός, νοσταλγικός
ήχος πλάγιος
ποτίζει την αίσθηση στην ψυχή
πως πάντοτε, μένεις μόνος…

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Την ώρα που γεννιόμουνα

Γεννήθηκα κοιτάζοντας τον ουρανό.
Με μάτια καστανά άπλωσα στους δρόμους του χρώματα.
Για τούτο αγάπησα τα χρώματα του Φθινοπώρου.
Οκτώβρης του ’76 ήταν, στις 15 του, στην πόλη Κούρσελ του Βελγίου.
Δε ρώτησα αν έβρεχε, όμως λατρεύω τις βροχερές ημέρες από πάντα.

Έμαθα να πλάθω εικόνες, έμαθα ακόμα να κλέβω σταγόνες της βροχής, ν’ αραιώνω τα χρώματα στην παλέτα, όμως δεν έμαθα ποτέ να ζωγραφίζω.
Προσπαθώ να τις γράφω.
Έστειλα κάποιες από αυτές στο Εξώπολις.
Οι πρώτες άρεσαν, οι δεύτερες όχι.
Μετά στον Απόπλους, «Σαμιακών γραμμάτων και τεχνών περιήγηση».
Σταθερή συνεργασία.

Ερωτεύθηκα το θέατρο.
Ο έρωτας μου μ’ ανέβασε στην σκηνή, η αγάπη μου με κατέβασε.
Έμεινα στα πίσω από τα φώτα.
Σκάρωσα λίγα τραγούδια για τον ΘΟΣ (Θεατρική Ομάδα Σάμου).
Τώρα γράφω στον Ήχο Πλάγιο.

Δεν ξέρω τι θα μείνει απ’ όλο αυτό.
Δεν ξέρω τι πρέπει να υπάρχει απ’ όλο αυτό.

Έμαθα ακόμα στα μάτια να κοιτάζω τους ανθρώπους, να κάνω βουτιά στα εντός τους κρυμμένα λόγια.
Μου έμαθαν να μιλώ, και κάποιες που δεν κατάφερα φορές να μιλήσω, έμαθα τον τρόπο να κλαίω.
Έκλαψα.
Έμαθα να ονειρεύομαι.
Τα πιο μεγάλα όνειρα, τα κάνεις όταν νιώθεις πως όλα έχουν δυσκολέψει πολύ.
Έκανα όνειρα μεγάλα.

Δεν έμαθα να οδηγώ και να καπνίζω μήτε και να προσέχω έμαθα.
Μάτωσα πόσες φορές γόνατα και χέρια απ’ τα πεσίματα μα εξακολουθώ ν’ ανεβαίνω σε δέντρα, σε βουνά και σε σύγνεφα.
Σ’ εκείνα τα τελευταία, πρέπει γερά να κρατιέσαι, γιατί καμιά φορά ξεμακραίνουν απότομα και πέφτεις, όπως κι απ’ τα όνειρα.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Ανάγκη

Καταλήγω πάντα
σε μια νύχτα πανσέληνη
σιωπηλός
να κυοφορώ τους δικούς σου πόνους
τις δικές σου αγωνίες
μετά κι εσύ τις δικές μου.
Τόση η ανάγκη μας.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Το φεγγάρι για το κορίτσι μιλάει

Κάποτε θα αφήσω μέσα στα δάκτυλά σου την ψυχή μου, όπως σε καιρούς περασμένους ξαναπροσπάθησα μα προδόθηκα, για να μαλάξεις τα μικρά μου όνειρα και τις επιθυμίες
όταν τις νύχτες σιωπώ είναι γιατί βαθιά μέσα μου χορεύει ακόμα η προδοσία. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι τα ταξίδια σου στην ψυχή μου. Ηρεμώ.
Θυμούμαι από τα παιδικά μας παιγνίδια έλειπε το όνομά σου. Πως έτσι σκλήρυνε ο κόσμος γύρω μας; Πόσα τα χρόνια που αφήσαμε να φύγουν δίχως να κρατήσουμε το άρωμά τους; Ένα βιβλίο παιδικό με πειρατές και φαντάσματα, έτσι φανταζόμουν τότε τη ζωή και πλάι στις φαντασιώσεις και τα παιδικά παιγνίδια μια μελαγχολία ανεξήγητη, παράξενη.

Από τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού κάθε Άνοιξη έμπαιναν τ’ αρώματα των λουλουδιών, τα χρώματα, το φως του ήλιου. Πριν λίγο καιρό θέλησα να γράψω για την μητέρα, κατάλαβα τότε πως Άνοιξη ήταν η μητέρα. Τα χρώματα, τα αρώματα, το φως του ήλιου παίζανε δίπλα μας όλο τον χρόνο.
Η λύπη μου από την εποχή εκείνη ήταν οι αποστάσεις. Μετακομίσεις, νέοι φίλοι και οι παλιοί ξεχασμένοι σε κάποια σχολική φωτογραφία. Τώρα με τη δουλειά ξανά μετακομίσεις, μοναξιά και δεν μου το συγχωρώ.
Είναι φορές ακόμα και τώρα, που τα βράδια έρχεται ένα μικρό λευκό περιστέρι και καθώς κλείνω τα μάτια στέκεται πλάι μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μιλάει με παραβολές, κάποτε μου λέει παραμύθια
κι ίσως βαθύτερα να είναι τούτο το πουλί οι από παλιά αγαπημένοι μου άνθρωποι που φύγαν, άλλος από κούραση κι άλλος από ανάγκη θυμούμαι τα πρόσωπα κάποιο βράδυ ή απόγευμα – με βοηθάει περισσότερο τούτη η ώρα – σε ηλικίες περασμένες στα οχτώ, στα δώδεκα, στα δεκαπέντε, στα δεκαεννιά τους χρόνια
με φορεματάκια κοντά λουλουδάτα, με μικρά παντελονάκια θαλασσιά και πέδιλα, χτυπήματα στα γόνατα και στους αγκώνες από την μπάλα, το κρυφτό και τα δέντρα.
Ο χρόνος, λέω, καμιά φορά μας γλιστράει μέσα από τα χέρια αδιάφορα, κλείνουμε τα μάτια και του κουνάμε ένα μαντίλι ελπίζοντας κάποτε στον γυρισμό.
Κι όταν η λύπη απλώσει το αράχνινο δίχτυ στην ψυχή μας κοιτάζουμε πίσω και σ’ ένα μνημόσυνο σιωπηλό ρίχνουμε εν’ άνθος στο πέλαγο που οι στιγμές μας ταξιδεύουν.
Χθες άνοιξα το παράθυρο στο μικρό μου δωμάτιο, θυμήθηκα την ίδια αυτή κίνηση στο χωριό της μητέρας, απ’ έξω ο κήπος θησαύριζε μ’ αρώματα τον στενό δρόμο και κάποτε η μητέρα καθισμένη στην σκιά μιας μικρής καρυδιάς με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα σχεδόν καλοκαιρινό.
Παιδί η μητέρα. Έτσι τη θυμούμαι στα είκοσι της χρόνια, στα είκοσι δυο της μ’ ένα χαμόγελο λαμπερό.
Τώρα ερημιά. Όλα αφημένα στη σκόνη της αχρησίας σκεπασμένα με μια κουβέρτα μάλλινη στρατιωτική. Σα να έφυγαν οι αναμνήσεις ασυνόδευτες για το μεγάλο τους ταξίδι.
Καμιά φορά τα βράδια καθισμένος στα λυγισμένα ξύλα μιας ψάθινης καρέκλας, δακρύζω καθώς έρχονται ξανά τα περασμένα και με αγγίζουν, ύστερα κλείνω τα μάτια και σου μιλάω.
Στάθηκες στις άκρες των λέξεων μου, των συναισθημάτων, της προσμονής μου, σαν ήλιος, κι εγώ θέλησα να ναυαγήσω μέσα σου.
Στους φθινοπωρινούς περιπάτους μας – ήταν η εποχή μας το φθινόπωρο, θυμάσαι – πεσμένα κίτρινα φύλλα, άρωμα από τις πρώτες ψιχάλες στο χώμα, κρατημένοι απ’ το χέρι δίπλα στη λίμνη.
Με τα βήματα του Χριστού κάποιο βράδυ θα έρθω ξανά κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στα χέρια που θα ανασαίνουν μόνο για να σε αγγίζουν, μόνο για να σφίξουν μέσα τους τη ζέστη του προσώπου, να σκουπίσουν τα δάκρυα σου.
Χίλια ναυάγια μέχρι σήμερα η ζωή κι εσύ το μόνο νησί στο αρχιπέλαγος προσμένεις το ναυαγό σου να έρθει
με χίλια αρώματα και μουσικές λουλουδιών που άνθισαν πριν την Άνοιξη.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Δεν είναι έτσι η αγάπη, είπα

Ταξιδεύοντας γνώρισα την αγάπη. Είχε μάτια καστανά κι ένα πέπλο θλίψης ριγμένο στα μαλλιά της. Δε την ξανά ‘δα. Έκτοτε ταξίδεψα κρατώντας μέσα μου ένα παιδί, δεν είμαι εγώ φώναζα πάντα, είναι το παιδί, κι εκείνο έκλαιγε κρατώντας χαμηλά σκυμμένο το κεφάλι. Και τώρα πως έτσι γύρισε ο τροχός του χρόνου και την έφερε πάλι μπροστά μου. Είχε τα ίδια καστανά μάτια μα στην ψυχή της είχε τον Κάφκα, τον Choucas εκείνο το μαύρο πουλί που έβλεπε ο Σαχτούρης στον καθρέφτη του. Και το παιδί μέσα μου άρχισε να κλαίει αυτόβουλα κι ασταμάτητα. Είχα έναν πόθο στα στήθη μου για την ώρα αυτή κι ο πόνος μου στέρησε την χαρά.
Ένιωσα το παιδί μέσα μου να πεθαίνει, και τώρα ήμουν εγώ δεν ήταν το παιδί που ένιωθε. Κι ένιωσα τον Choucas να με αγγίζει. Ξεκίνησε τρυπώντας μου το στήθος, μετά τα μάτια, θέλησα να φύγω τρέχοντας μα ήμουν αδύναμος πια. Δεν είναι έτσι η αγάπη, είπα κι έκλεισε τα μάτια μου το πουλί με τα φτερά του. Όταν συνήλθα ήμουν πεσμένος στο δωμάτιο δίπλα στο παράθυρο, στα χέρια κρατούσα ακόμα εκείνη τη φωτογραφία σου.
Κοιτάζοντας στο κενό, δε θα ταξιδέψω ποτέ ξανά, είπα, έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι όλα γίνηκαν σιγά σιγά σκόνη.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

Δίπλα στη πόρτα μου

Δίπλα στη πόρτα μου 
φωλιάζει χρόνια τώρα ένα φίδι. 
Όταν ξαπλώνω 
τυλίγεται στα πόδια μου και κλαίει. 
Κάποτε σκέφτομαι να το σκοτώσω 
άλλοτε να το λατρέψω. 
Όταν χαράζει 
το φιλάω πάνω απ’ τα μάτια 
και φεύγοντας δακρύζω.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Ξύλινο αλογάκι

Μ’ ένα ξύλινο αλογάκι η βροχή καλπάζει μέσα στα μάτια μου και πέρα από αυτά.
Τάχα ο ερχομός του Φθινοπώρου είναι ή μια σκέψη που νύχτωσε πριν το ερχομό της;

Ένα ταξίδι ακόμα, μια λύπη, μια χαρά, εν’ αντάμωμα, ίσως…
Πώς να φθάσεις απ’ τη νύχτα στη μέρα δίχως θέση κενή να υπάρχει στο καμιόνι του χρόνου;

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Ο βασιλιάς και το πουλί

Είναι κάποια βράδια που ξημερώνουν τόσο μα τόσο αργά.
Μα τι λέω, σίγουρα οι περισσότεροι αν όχι όλοι το έχετε κάποτε νιώσει.

Δύο άστρα στην άκρη του ουρανού καταπίνουν βιαστικά τα κλεμμένα γλυκά από την βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου.
Κολλάνε τα δάχτυλα τους, κι έτσι καθώς προσπαθούν να ταιριάξουν τα σώματα τους επάνω σ’ ένα σύννεφο πέφτει πότε σαντιγί πότε σιρόπι και πότε ψίχουλα κάτω στη γη…
Ένα μικρό ξωτικό που καθυστέρησε, κάνει αθόρυβα να μπει στο σπίτι μα πατώντας τα ψίχουλα ξυπνάει την πλάση που είχε τρυφερά από ώρα κλείσει τα μάτια της.
Ανεβαίνουν ψηλά οι πυγολαμπίδες και φωτίζουν ακόμα και τις πιο μυστικές διαδρομές.
Ακόμα και τις πιο κρυφές σκέψεις.
Ακόμα και τα δάκρυα στις άκρες των ματιών.

Ποια σκέψη παράξενη οδηγεί τα δάκρυα στις άκρες των ματιών;
Ποια εικόνα πλησιάζει να τ’ αρπάξει από το χέρι και να χαθούνε τρέχοντας μέσα στους δρόμους που σκοτεινιάζουν ολοένα τούτη την πόλη, σα φανοκόροι που ένα ένα σβήνουν τα φανάρια του κόσμου;

Κάθεσαι σ’ ένα παγκάκι με μια σκέψη παράφορη να σε τρικυμίζει.
Κάποιος φεύγει ή ήδη έχει φύγει;
Κάποιος μιλάει ακόμα με βελούδινη φωνή μιλώντας πότε με παραβολές και πότε με τα πιο όμορφα παραμύθια.

Πιο παραμύθι άραγε απόψε θα μας πει;

Ήταν κάποτε ένα βασιλιάς.
Καθώς η νύχτα ανέβαινε ψηλά στον ουρανό κι ο ουρανός έπαιρνε το χρώμα της σιγά σιγά, ξεκινώντας από ένα απαλό μαβί και φθάνοντας ως το παχύ του μαύρου χρώμα, έβγαινε ο βασιλιάς στο τεράστιο μπαλκόνι του πύργου του και κοίταζε τα φώτα του απέραντου βασιλείου του.

Ένιωθε μόνος ο βασιλιάς.
Ένα βράδυ λοιπόν, έτσι καθώς κοίταζε τα αναμμένα φώτα του βασιλείου του, έβαλε τα χέρια στο στόμα, φτιάχνοντας έτσι ένα χωνί.
«Όποιος επιθυμεί να γίνει φίλος με τον βασιλιά να έρθει στο παλάτι».
Φώναξε δυνατά, κι επανέλαβε τον λόγο άλλες δύο φορές.
Έφεραν τα βήματα τους στο παλάτι λογής λογής άνθρωποι.
Ένιωσε χαρούμενος ο βασιλιάς.
Έβαλε να σφάξουν ζωντανά, ανοίχτηκαν και βαρέλια με κρασί και στήθηκε γλέντι μεγάλο.
Δέκα μέρες και δέκα νύχτες δε δούλεψε κανείς στο απέραντο βασίλειο.
Μόνο οι υπηρέτες του παλατιού, πήγαιναν από την μια αίθουσα στην άλλη κουβαλώντας άλλοτε φρούτα, άλλοτε κρασιά κι άλλοτε πάλι φαγητά.
Από τότε κόσμος πολύς έμπαινε στο παλάτι και χαιρετούσε τον βασιλιά.

Καιρό μετά, βγήκε πάλι ο βασιλιάς στο μπαλκόνι του να δει το ηλιοβασίλεμα.
Ένα υπέροχο μαβί απλώθηκε στον ουρανό, τόσο όμορφο ήταν που όμοιο του ο βασιλιάς ποτέ του δεν είχε ξαναδεί.
Τέτοιο χρώμα και τόση απαλότητα μήτε τα βελούδα από τις τέσσερις άκρες του κόσμου που είχε φερμένα δεν είχαν.
Λίγο πριν χαθεί για πάντα τούτο το υπέροχο μαβί κι ουρανός ντυθεί το παχύ μαύρο της νύχτας, χαμογελώντας έκλεισε τα μάτια να φυλάξει στα στήθη του το χρώμα τούτο.
Έτσι που είχε κλειστά τα μάτια, άκουσε μια φωνή να του τραγουδά.

«Για πες μου τώρα βασιλιά
που ‘χεις τσουβάλια τα λεφτά
για πες μου πόσοι φέρανε
δώρα για εσένα ακριβά»;

Άνοιξε τρομαγμένος ο βασιλιάς τα μάτια να δει το πρόσωπο εκείνου που τόλμησε να του μιλήσει με τόση αυθάδεια.
Ανοίγει λοιπόν τα μάτια κι αντικρίζει ένα τόσο δα μικρό πουλί με χρώματα φτωχά.
«Και ποιος σου είπε πως θέλησα εγώ να μου φέρουν δώρα και μάλιστα ακριβά;» είπε ο βασιλιάς στο πουλί.

«Δώρα είναι ακριβά
της ψυχής κοσμήματα
νύχτα και μέρα τα φορά
κι από καρδιάς δωρήματα»
Τραγούδησε ξανά το πουλί και πέταξε απ’ το μαρμάρινο κάγκελο στον θρόνο του βασιλιά.

«Τι θέλεις να πεις πουλί;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς.

«Μα βασιλιά μου» είπε μιλώντας το πουλί «τόσον καιρό τώρα τρώνε και πίνουν στην αυλή σου άνθρωποι πολλοί, στήνουνε γλέντια κι έπειτα καβγάδες κι απ’ τους καβγάδες μετά, φιλιωμένοι εκείνοι που πριν καυγάδιζαν φεύγουν απ’ το παλάτι σου γελώντας.
Για πες μου τώρα βασιλιά, που ‘χεις βασίλειο απέραντο και τρυφερή καρδιά, πόσοι από δαύτους ήρθανε μια λέξη να σου πουν πέρα απ’ το «στην υγειά σου βασιλιά» κι «ευχαριστούμε βασιλιά»;
Πόσες από τότε νύχτες απέμεινες σιωπηλός κοιτάζοντας τον ίδιο πάντα σκοτεινό ουρανό;» και τα λόγια του τελειώνοντας το πουλί χτύπησε δυνατά τα φτερά του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Έπεσε προβληματισμένος να κοιμηθεί ο βασιλιάς.
Δεν τα κατάφερε.
Έφερναν βόλτα τα λόγια εκείνου του μικρού, φτωχού από χρώμα πουλιού.
Ξύπνησε λοιπόν το πρωί, έδωσε εντολή να πάψουν τα γλέντια, να πάψουν τα βαρέλια με το κρασί ν’ ανοίγουν.
Έπεσε σε μελαγχολία βαθιά ο βασιλιάς.

Εν’ απόγευμα, καθώς λυπημένος κάθουνταν στο μπαλκόνι του και κοίταζε το ηλιοβασίλεμα άκουσε πάλι την φωνή του πουλιού.

«Ησυχία επικρατεί στο βασίλειο σου βασιλιά, μονάχα τα ποτάμια ακούωνται π’ αφήνουν τα νερά τους και κυλούν, ο άνεμος μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων καθώς περνάει» είπε το πουλί και πριν προλάβει τον λόγο του να συνεχίσει μίλησε ο βασιλιάς.
«Είχες δίκιο πουλί, κανείς δεν ήρθε μια κουβέντα να μου πει, μα μήτε και δώρο μου έφερε κανείς να τον θυμούμαι. Μονάχα εσύ ήρθες με εκείνα τα χρώματα τ’ ουρανού και φύλαξα τα χρώματα μαζί με την φωνή σου.»

Είπανε κάποτε για κάποιον βασιλιά – κανείς δεν έμαθε ποτέ το όνομά του – που πέρασε τη ζωή του μιλώντας μ’ ένα πουλί.
Είδανε ηλιοβασιλέματα τόσα όσα όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου μαζί.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι είπαν από τότε.
Θυμούνται μονάχα πως έφυγαν την ώρα του ηλιοβασιλέματος, ήταν ο ένας πλάι στον άλλον σα δύο φίλοι καρδιακοί, κι ο ουρανός είχε ένα απαλό, βελούδινο μαβί.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Σου χαμογελώ

Σου χαμογελώ
κι ας έχω πονοκέφαλο τρεις μέρες τώρα
κι ας έχω από χθες να κοιμηθώ.


Τίποτε ωραίο δεν ομοιοκαταληκτεί με κάτι άλλο ωραίο

μόνο τα τραγουδάκια του συρμού

που λένε «Σ’ αγαπώ» κι αμέσως από κάτω το «πονώ»

επιβεβαιώνοντας όλα τα παραπάνω…

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Τριαντάφυλλο εσύ...

Τριαντάφυλλο εσύ
κι εγώ διχασμός

σ’ έναν αγώνα από πριν χαμένο
δίχως ηρώων τύμβους
κι εμβατήρια.

Τούτο θα φταίει τελικά
τ’ ότι κινήσαμε για πόλεμο
με δίχως εμβατήρια…

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Με το φεγγάρι αγκαλιά

Τέλη Σεπτέμβρη κι έγειρε στους ώμους σου ένα κλωνάρι ανθισμένο γιασεμί.
Ανάβλυζε άρωμα, γεννούσε μια αίσθηση πρωτόγνωρη.
Βούτηξες το δάχτυλο στο χρώμα, θαρρείς παιδί μικρό.
Ζωγράφισες έναν ήλιο πάνω στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, «παλιό» το είχαμε ονομάσει γιατί χτίστηκε με την απελευθέρωση του ’12, άλλον έναν πάνω απ’ το παλιό ψυχιατρείο, ζωγράφισες έναν σε κάθε αλάνα που έπαιξες κρυφτό, σκοινάκι και λάστιχο, μπίλιες εγώ, κρυφτό και κάποτε πόλεμο.
Τώρα πολυκατοικίες υψώνονται στις αναμνήσεις μας αγκυλώνοντας τις εικόνες.
Όμως ανέβηκαν ψηλά οι ήλιοι σου, έγινε ένας ήλιος μεγάλος ουρανός.
Έκοβες κάθε τόσο ένα μικρό κομμάτι ηλιοουρανό, βουτούσες τα πινέλα σου και μ’ εκείνα τα δέντρα, κιτρίνιζες τα φύλλα, έδωσες πρόσωπο στο Φθινόπωρο του καμβά σου.
Κι ακόμα τώρα, με παστέλ και ξύλινα χρωματιστά μολύβια λίγες λίγες γεννάς τις εικόνες τις ψυχής σου.

Τρέξαμε στις ίδιες γειτονιές, κι ας τίποτε δεν έριξε τα βήματα του ενός επάνω στον άλλο.
Κυριακή, πρωί παράσταση στο MAXIM.
Πρωινές ακόμα οι προβολές, το εισιτήριο το πρόλαβα στο κατοστάρικο.
Υπήρχε και μία ταβέρνα «Θερμοπύλες» του μπάρμπα Γιάννη, απέναντι από το πάρκο του Φωκά στη Θερμοπυλών, ο κινηματογράφος ακριβώς από κάτω στην Κρήτης, Σούπερ Μάρκετ λίγο μετά, τώρα δε γνωρίζω.

Κι ο ήλιος σου χώρισε στα δύο.
Το ‘να κομμάτι Ναταλία τ’ ονόμασες, Αλέξανδρο τ’ άλλο.
Δύο ήλιοι μικροί μα συνάμα μεγάλοι κι αφού πια δύο έγιναν και δεν μπορούσαν ηλιοουρανός να ‘ναι, ηλιοθάλασσες έγιναν…
Κι εσύ, βούτηξες στα χρώματα σου, ζωγράφισες καράβι τρικάταρτο με πανιά ανοιχτά, να ταξιδεύεις.
Το ‘ριξες στη θάλασσα, την ηλιοθάλασσα σου, κι έτσι καθώς ταξίδευες νύχτωνε και καθρεφτίζονταν το φεγγάρι στα μάτια σου.
Πανσέληνο ήταν, το ερωτεύθηκες.
Του μίλησες, κι εκείνο κούρνιασε στην αγκαλιά σου.
Με το φεγγάρι αγκαλιά από τότε κι ένα κόκκινο φιλί στο στόμα αντί αέρα στα πανιά πάει μακριά το καράβι, κι από λιμάνια κι από υφάλους.

Αναρωτιέμαι πόσους άραγε, έχει ο καθ’ ένας, κόσμους να ταξιδεύει…

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Η απουσία σου, είναι ο καθρέφτης της ψυχής μου

«Η απουσία σου, είναι ο καθρέφτης της ψυχής μου» έγραψες στον καθρέφτη του μπάνιου να το βλέπεις κάθε που ρίχνεις στο πρόσωπο νερό για να συνέλθεις από τον βραδινό κακό σου ύπνο.
Σέρνεις πάντα στην αγκαλιά το μαξιλάρι που πότισε απ’ τον ιδρώτα του έρωτά του.
Σμιλεύεις το πρόσωπο του στο λευκό ταβάνι, κι έτσι σύγνεφο που μοιάζει εκείνο βρέχει, ολοένα βρέχει.
Παίρνεις, βότσαλα πετάς στις λίμνες τις βροχής.
Πάντα για την απουσία του μιλάς.
Χέρι γιατρού την έραψε στ’ αριστερά στου στήθους σου την πληγή, μα για την ψυχή γιατρειά καμία δεν υπάρχει.

Στα τραγούδια του ραδιόφωνου δακρύζεις.
Όλα τους για μοναξιά και χωρισμό μιλούν.

Έχεις δει την φύση πόσο ομορφαίνει με τον ερχομό του Φθινοπώρου;
Έτρεξες ποτέ πλάι σε μια λίμνη ανακατεύοντας τα πεσμένα κίτρινα φύλλα;
Περπάτησες ποτέ φορώντας φόρεμα ή τζιν παντελόνι και μπλουζάκι στις σταγόνες της βροχής ανάμεσα καθώς εκείνες χορεύουν στην κατακόρυφη διαδρομή τους;

Κι όλα τα τραγούδια μιλούν για την απουσία.
Κι εσύ που έμαθες το πρόσωπο της απουσίας πιο καλά κι απ’ το δικό του, που ξάπλωσες παίρνοντας εκείνη αγκαλιά κι όχι το δικό του, μουσκεμένο από ιδρώτα μαξιλάρι, που μου έλεγες κάποτε πως έζησες με ότι είχες, με ότι σου άφηνε καθώς ερχόταν ή καθώς έφευγε, με ότι έπαιρνε μαζί του καθώς έφευγε, ακόμα δυνατά φωνάζεις το μου λείπεις.

Και τούτο το μου λείπεις φθάνει «Σ’ αγαπώ» στον ουρανό, έτσι δεν είναι;

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Ρούχο καλοραμμένο η βροχή

Η βροχή, ρούχο καλοραμμένο, ταιριάζει στις ψυχές, όχι μονάχα εκείνων που ταξιδεύουν αλλά όλων.
Έμαθα να ταξιδεύω μα δεν έμαθα να οδηγώ για τούτο από τρένο σε τρένο, από πλοίο σε πλοίο, από αεροπλάνο σ’ αεροπλάνο πέρασα τα τελευταία αρκετά χρόνια.
Φύλαξα ανθρώπους αγαπημένους σε δωμάτια όχι σ’ αποσκευές ενός ή πολλών ταξιδιών.
Ενθύμια δικά τους έπαιρνα πάντοτε μαζί μου, ένα φυλαχτό κάποιο κουκλάκι, λέξεις γραμμένες σε χαρτοπετσέτες ή δελτία παραγγελιών συνοικιακών ή μη καφέ.
Στις πόλεις της επαρχίας που κάποτε μ’ έβγαλε η ζωή – όμορφες όλες τους για διαφορετικούς η κάθε μία λόγους – καθώς κλείνω τα μάτια ταξιδεύω τις εικόνες της ψυχής κι εκείνες γαληνεύουν τα εντός μου, μαλακώνουν οι σκληρές, μ’ αγκαλιάζουν οι ήδη γαληνεμένες.
Με την μελαγχολία έχουν σχέση οι βροχές όχι όμως της ψυχής μα της διάθεσης, κάτι παροδικό δηλαδή, κάτι που μοιάζει περισσότερο με νοσταλγία.
Είπα κι άλλοτε πως έχουμε ανάγκη από Φθινόπωρο, από βροχή, γιατί οι Άνοιξες που ζήσαμε ή πιο σωστά δεν ζήσαμε μας δίψασαν.
Νιώθω να ομορφαίνει η ψυχή μου με την βροχή.

Αλήθεια, κάποτε ταξιδεύοντας σε μια πόλη από εκείνες τις επαρχιακές που έλεγα, βαδίζοντας στα πέτρινα σοκάκια κι έχοντας αντίκρυ σπίτια πετρόχτιστα παραδοσιακά και μια πλατεία με σιντριβάνι, τούτη η πόλη δεν αποκτά μια ομορφιά αλλιώτικη με την βροχή;

Τούτο πιστεύω για τις ψυχές, πως είναι πόλεις που ομορφαίνουν με την βροχή και καθώς εκείνη κυλάει στους δρόμους που ο χρόνος και οι καταστάσεις έκαναν πέτρινους, φορές πολλές δίχως ποτέ να το έχουμε καταλάβει, τους ξεπλένουν.

Έτσι, μετά την βροχή, μ’ ένα χαμόγελο βγαίνουμε πάλι να περπατήσουμε και να χαθούμε μέσα τους.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

Έμαθες τελικά οι βροχές τι σημαίνουν;

Αφήνεις τη φωνή σου στην βροχή, έλεγες τα λόγια ταξιδεύουν μαζί της.
Ίσως βρέχει απ’ το πρωί.
Λέω ίσως, γιατί από πάντα έφευγαν μακριά τα λόγια σου, για τούτο υποψιάζομαι πως μπορεί να βρέχει από πάντα.
Είναι τόσο παράξενες καμιά φορά οι βροχές!
Είναι τόσο δυνατές και μεγάλες που μόνο δύο μάτια αγαπημένα μπορεί να τις δουν κ’ ίσως πάλι μήτε κι εκείνα.

Στάθηκες στην άκρη του παραθύρου, ακούμπησες στο περβάζι.
Έχεις δει ποτέ πουλί που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τα φτερά του και να χαθεί;
Του μοιάζεις, θα δώσεις μια δυνατή και λίγο μετά θα βρίσκεσαι ψηλά και μακριά σαν όμορφο αλλά μακρινό άστρο.
Κι ας βρέχει.
Ίσως έτσι πέσει λίγο από το χρυσό σου στην ψυχή μου.
Έχεις δει ψυχές λουσμένες από φως χρυσό;
Μοιάζουν δαχτυλίδια μικρά φωτισμένα στην βιτρίνα κοσμηματοπωλείου.
Μόνο που εσύ δε θα ‘σαι εκεί να την κοιτάξεις.
Έχεις δει κοσμηματοπωλεία από καιρό κλειστά, με σκόνη πολύ στο τζάμι της βιτρίνας;
Δείχνουν τόσο έρημα, σα σπίτια που οι νοικάρηδες τους έμειναν για καιρό μακριά τους.

Αλήθεια, τόσον καιρό ταξιδεύεις με την βροχή.
Έμαθες τελικά οι βροχές τι σημαίνουν;

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Κάθε που βραδιάζει...

Έχεις ένα χρώμα στα μάτια πανσέληνο.
Κάθε που βραδιάζει κατηφορίζω προς τη θάλασσα.
Ρίχνω πέτρες στο νερό, ταράζεται το πανσέληνο φεγγάρι.

Τα μάτια σου άραγε, ταράζονται για μένα ποτέ;

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Η αγάπη πάει με κουπιά*

Κούρνιασε στα χέρια μου η σιωπή.
Μου ραγίζει τα μάτια, μου σφραγίζει τα χείλη.

Έμαθα πλάι στον άνεμο να ζω, πια δε με παρασέρνει.
Πια δε μου σταματά τα βήματα στο βρεγμένο χώμα του Φθινοπώρου.
Στέκουμαι στην άκρη του πελάγου, ημέρες σκίζω χάρτινες υποσχέσεις, τις ρίχνω στις ρωγμές του ανέμου.
Καθώς σκορπίζονται, παίρνει βάφεται χρώμα κίτρινο ο ουρανός, σταχτοκόκκινο η θάλασσα.

Ίσως, όταν η φωνή σου σκίσει στα δύο τον ουρανό, το ένα κομμάτι μείνει αιώνια στο σκοτάδι και τ’ άλλο στο φως.

Έχω φυλάξει πλάι στα όνειρα ένα χαμόγελο τρυφερό.
Έχω φυλάξει κι ένα μικρό βαρκάκι με κουπιά, "η αγάπη πάει με κουπιά", λένε.
Μονάχα έτσι ταξιδεύουν γαλήνια τα όνειρα.
.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

.
*Ο τίτλος του κειμένου είναι από το ομότιτλο τραγούδι του Θανάση Πλαταμώνα,
σε ερμηνεία του Παντελή Θεοχαρίδη και μουσική του Ευγένιου Δερμιτάσογλου.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

«Τρέχα μάνα, τρέχα»

Μαζέψαμε τη σημαία με βιάση.
Οι χωροφυλάκοι με τον στρατό, κινήσανε για το λιμάνι.
Ήβγαμε κι εμείς.
Τρομαγμένα.
Η μάνα στην αγκαλιά έσφιγγε το Γεωργανάκι, με τον Αλεξανδριανό είχαμε ένα μπόγο ο κάθ’ ένας.
Τρέχαμε.
Ξεπηδούσαν φωτιές από παντού.
«Τρέχα μάνα» φώναζε ο Αλεξανδριανός «τρέχα» και τρέχαμε αλαφιασμένοι, πυρωμένοι απ’ τις φωτιές των σπιτιών κι απ’ των γυναικών τσι φωνές.
Ο αγέρας ήσφιγγε ολοένα, θαρρείς θηλιά στον λαιμό, πύκνωνε η στάχτη, έπηζε το αίμα στις φλέβες.
Η αγωνία…

- Τι θα κάνουμε μάνα;

- Θα ζήσουμε!

Κι έκλεγε το Γεωργανάκι, δεν ακούονταν πια σα κελάηδημα αηδονιού.
Σπάραζε, θαρρείς έβλεπε τον χαλασμό που γινόταν.
Έφτανε σα παλμός ο ήχος των σπιτιών που καίονταν και η θάλασσα κυμάτιζε.
Κόκκινη θάλασσα.
Θάλασσα αίμα.
Κι εμείς, ρημαγμένοι από τον χρόνο και τον πόλεμο.
Τ’ αφήσαμε πίσω όλα, τσι ζωές μας μονάχα ηπήραμε.
Κουρελιασμένες, βρομισμένες από χνώτο αγριεμένο.
Ανάβλυζε θάνατο το χνώτο.
Πεθάναμε κι εμείς, χίλιες ο καθένας φορές ως ν’ ανέβουμε στο «Αγία Γαλήνη».
Ήρχαμε στον Πειραιά.
Πρώτα Μυτιλήνη. Χίο μετά.
Κοιμόσουν και μες στο σκοτάδι του ύπνου ήβλεπες τη λύπη παχιά, μαύρη να κυλάει μπροστά σου.
Ποτάμι η λύπη.

Δεν μας ηχωνεύανε.
Είχαμε κι ένα κόνισμα παρμένο από το σπίτι, το φιλάγαμε.
Ηπήγαμε μπουλούκι στη Νέα Σμύρνη.
Κι εκεί, παλιότουρκους μας ήλεγαν.

Ο πατέρας, Στελλάκης, τον πήραν, στον σκότωσαν με άλλους στ’ Αξάρι.
Η μάνα, Αγνή, ήφυγε στην κατοχή.

Καθώς ηβλέπω φωτιά, τρομάζει ακόμα το βλέμμα.
Θυμάται.
Για ώρες δακρύζει η ψυχή και τα μάτια....

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Κι άραγε, με συγχώρεσες ποτέ;

Έγειρες στην άκρη του γκρεμού.

«Κοίταξε!», μου είπες, δείχνοντας μου ένα φεγγάρι κρεμασμένο από ένα κλαράκι στην άκρη του βράχου.

Έκανα να πιάσω το φεγγάρι από το χέρι, να το βγάλω ψηλά μα εκείνο τραβήχτηκε.

«Φοβούνται και τα φεγγάρια τελικά» σκέφτηκα.

Κι έτσι όπως ήμουν πεσμένος στη γη σε είδα ψηλά ν’ ανεβαίνεις σαν άστρο.


Κι άραγε, με συγχώρεσες ποτέ που σου μιλούσα με παραβολές;

.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Θυμάσαι για ποιο ταξίδι κινήσαμε;

Απ’ ώρα παίζουν με τον ήλιο τα σύγνεφα.
Λόγια και νότες δρασκελούν στο στήθος και κάθουνται.

Θυμάσαι για ποιο ταξίδι κινήσαμε;
Κι αν ναι, τότε πες μου πως σκέψη τη σκέψη βγήκαμε στους χειμώνες;

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Μεσάνυχτα

Μεσάνυχτα, κι ακόμα κυοφορώ τη μορφή σου από το τελευταίο μου όνειρο.
Πότε άραγε τελευταία σ’ αντάμωσα;
Πότε την μορφή σου έσφιξα στα χέρια μου;

Βαστιέμαι ακόμα από τους ουρανοδρόμους των αστεριών.
Δε μ’ άφησες δρόμους για το φεγγάρι, πήραν τα μάτια σου και λούστικαν το φως του.
Πήραν τα μάτια σου τον δρόμο της νύχτας κι αντάμωσαν με τα όνειρα…

Πέρασε μήνας τάχα, χρόνος, αιώνας ή ώρα που τελευταία σε είδα;
Πάντα μ’ ερωτηματικά αφήνεις την ψυχή μου και τρυφερότητα.
Πως γίνεται και συνδυάζονται τα δύο πες μου.



(Η φωτογραφία He calls at Midnight... I-II by ~Cierx)
(Το τραγούδι είναι απο την ΟΚΤΑΒΑ - Συχνά Ρωτώ)

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Τα λυπημένα παιδιά

Μα πιο πολύ
με συγκλονίζει το βλέμμα των λυπημένων παιδιών
καθώς διασχίζουν το κέντρο της πόλης.
Έχει την γεύση των ανθρώπων που λύγισαν
από το βάρος των εικόνων που φύλαξαν μέσα τους
μα δε βρήκαν ποτέ τον τρόπο να τις σηκώσουν.
Έτσι λοιπόν τα παιδιά
έχοντας ολόκληρο τον κόσμο μέσα στα μάτια τους
παίρνουν από το χέρι τη σιωπή του και πορεύονται
αφήνοντας ίχνη γκρίζα στις απ’ τη βροχή
κουρασμένες πλάκες των πεζοδρομίων
στο σημείο εκείνο που στέκεσαι και σκέφτεσαι καμιά φορά
αν πρέπει απέναντι ή όχι να περάσεις.

Κ’ ίσως να μου ήταν αδιάφορο το βλέμμα τους
αν δεν ένιωθα θάλασσα κάποια περάσματα δρόμων
για το απέναντι πεζοδρόμιο
που φοβήθηκα πως θα με πνίξει.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Θα χτίσουμε άλλα σπίτια

απ’ τις ρωγμές των τοίχων δραπετεύουν τα χρόνια

θα χτίσουμε άλλα σπίτια
θα φυλάξουμε μέσα στην ψυχή μας


στους πέτρινους διαδρόμους του κήπου
καθώς βαδίζω τέτοιες μέρες
θυμούμαι τα σχέδια
για τούτο το σπίτι
κι ένα ταξίδι

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Οι φυλακές των πολυκατοικιών

Ήρθε ένα βράδυ, πάει καιρός πια,
που συνάντησα βγαίνοντας απ’ τ’ όνειρο
έναν άγγελο.

«Κατά που πέφτει το λιμάνι» με ρώτησε.
Κι απλώνοντας το χέρι
του ‘δειξα ένα κομμάτι ουρανό
μέσα απ' τις φυλακές των πολυκατοικιών.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

Πίστεψα κάποτε το μεγάλο ταξίδι

Απ’ τον καθρέφτη ξεπροβάλουν οι επιθυμίες

Λίγο το φως το παράξενο των ημερών
Λίγο η βροχή
Η γεύση του ξύλου του καμένου στην ατμόσφαιρα

Το πίστεψα κάποτε το μεγάλο ταξίδι
Τώρα ταξιδεύω
Με την ψυχή ενός σύγνεφου για οδηγό

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Τι τάχα ν’ αποχαιρετούσα;

Κρατώ με μιαν αλυσίδα το πέλαγο, κρατώ ένα όνειρο και ταξιδεύω.
Τώρα που φύγανε οι παραθεριστές του καλοκαιριού κι απέμειναν οι ταξιδευτές του Σεπτέμβρη, μ’ ένα ψάθινο καπέλο στο χέρι και το αεράκι τ’ απαλό στα μαλλιά.

Οι πιο τρυφερές σκέψεις παίρνουν ένα ξύλινο καθισματάκι και στρογγυλοκάθονται στην ψυχή.
Προσμένουν κέρασμα γλυκό του κουταλιού και δροσερό πηγής νερό.
Προσμένουν έναν λόγο τρυφερό που καθώς όμως φθάνει σέρνει πίσω του τη λύπη.

Πήρα τα βήματά μου.
Στάθηκα πάνω στον καταπέλτη του πλοίου σαν γι’ αποχαιρετισμό.
Κι αλίμονο, τι τάχα ν’ αποχαιρετούσα;
.
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Στα στενά της παλιάς Γαλιλαίας

Σε παρατηρώ που τρέχεις στα στενά της παλιάς Γαλιλαίας.

Έχεις το χρώμα των πεθαμένων ημερών στα μαλλιά
το ίδιο σάβανο σου κατασπαράζει το κορμί
σήπεσαι αργά σαν τους αιώνες
από έναν θάνατο ακαθόριστο
από μιαν αιτία ανάρμοστη για θάνατο
κι όταν τα βράδια
σε καταδιώκω σ’ εκείνα τα συντρίμμια
με κινήσεις γρήγορες σαν τις μνήμες
εξαϋλώνεσαι
αφήνοντας μου την πιο μεγάλη πίκρα
να μου ματώνει τα μάτια.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

Πινακίδες Νέον

Στις φωτεινές επιγραφές
το αίμα μου κυλάει για νέον καθώς ανάβουν.
Καίγομαι, μη με κοιτάζεις που μπορώ ακόμα και σου χαμογελώ
μέσα μου φλέγονται οι πόλεις του κόσμου.
Πολεμούν οι στρατοί τους
χιλιάδες παιδιά σφαγμένα
λάβαρα νίκης νικητών νικημένων
με τη λάβα του θανάτου στα χέρια.

Την επόμενη φορά που ψηλά θα κοιτάξεις
μην πεις καλημέρα
πρέπει να πάψουμε πια μεταξύ μας τα ψέματα

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

Χάρτινες βαρκούλες

Ένα ξύλινο γεφύρι κι ένα ρυάκι ο χρόνος,
η ζωή μας.
Φτιάχνε χάρτινες βαρκούλες και ρίξε τες να ταξιδέψουν
Μη λογαριάσεις που θα φτάσουν
μήτε και τον κόπο να λογαριάσεις
άνοιγε μονάχα καλά τα πανιά
κι όπως τα χρόνια τα επόμενα θα έρχονται
θ’ ανοίγουν τα κύματα την αγκαλιά τους να ταξιδεύεις.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Χρωμάτισα τα σημάδια για να περάσεις


Χρωμάτισα τα σημάδια για να περάσεις.
Πήρες την ανηφόρα έχοντας φασκιωμένες τις μέρες τις επόμενες πάνω στο στήθος σου.
Χαμογελούσες.
Μα ήταν μακρινό ακόμα το χαμόγελο.
Μετρούσες ένα ένα τα βήματα θαρρείς τ’ άφηνες δανεικά πάνω στον δρόμο κι έπρεπε κάποια στιγμή να σου τα επιστρέψει.
Είναι αλήθεια λοιπόν που λένε πως δε μάθαμε να πιστεύουμε στα όμορφα.
Κλείσε τα μάτια είπα κάποτε κι εσύ τ’ άφησες ανοιχτά και φυσούσε, κι όσο φυσούσε έκλειναν εκείνα και τ’ άνοιγες πάλι.
Για τούτο δε χάρηκες πότε το ταξίδι.
Καβάλα σε μια μηχανή ήμασταν κ’ ήθελες να μιλάς εσύ.
Ψυχή μου, οι μηχανές είναι για ν’ ανεβαίνεις και να φεύγεις, να σε παίρνουν μακριά.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2007

Κλείνουν άραγε οι κύκλοι των ποιητών...

Ένα τρένο φέρνει κοντά ότι αγαπάμε, έπειτα πάλι μακριά το ταξιδεύει.
Ένα φιλί στον σταθμό αποχαιρετιστήριο, ένα δάκρυ ψυχής, μυστικό καθώς λένε.

Πες μου, τι απομένει πίσω από το σφύριγμά του, πίσω από την πόρτα που καθώς κλείνει υψώνει τοίχους ανάμεσα στα λόγια;

Ταξιδεύω μ’ εκείνη την στάση την γνώριμη.
Το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι και οι εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη…
Και τα μάτια κάποτε κλείνουν.

Κλείνουν άραγε οι κύκλοι των ποιητών, αναρωτιέμαι;

Μονάχα τα μάτια, κλείνοντας αφήνουν μία υπόσχεση για ένα ταξίδι επόμενο.
Τρέμουν τα χέρια στα όνειρα, το μυαλό ξεχνά την ορθογραφία των λέξεων.
Τάχα πως γράφεται η λέξη "ζωή".
Κ’ ίσως κατά τύχη να μένουν τα γράμματα στη σωστή τους θέση.

Κρατώ ένα παιδί από το χέρι σε τούτο το ταξίδι.
Κάθεται στο κάθισμα του διαδρόμου.
Ανεβαίνει στην αγκαλιά μου, κολλάει το πρόσωπο στο τζάμι και κοιτάζει την θάλασσα, κοιτάζει τους κάμπους, κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα.
Μικρά και αθώα πάντοτε τα παιδιά, κοιτάζουν μόνο τα γνήσια πράγματα, τα όμορφα.

Απλώνω τα χέρια και καθώς νυχτώνει ζωγραφίζω επάνω στο τζάμι.
Βουτώ το χέρι στον ήλιο κι απλώνω το χρώμα του στη γη.
Κάμπος ξανθός απλώνεται.
Βουτιά κάνω στα βαθιά της θάλασσας και βγαίνοντας, σταγόνες ρίχνω στον σχεδόν νυχτερινό ουρανό, πάλι γαλανός γίνεται.

«Σ’ αγαπώ» μου λέει το παιδί.
Κι αλήθεια, σκέπτομαι, με πόσο χρώματα ζωγραφίζεται άραγε η μια τέτοια λέξη σ’ έναν χρόνο τόσο ραγισμένο;
.
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2007

Ιουδίθ

Το όνομά σου Ιουδίθ
παράπονο κι απορία για τη ζωή.

Δε σε συνάντησα ποτέ
είτε γιατί καθώς περνούσες δίπλα μου
ασυναίσθητα είχες χαμηλώσει τα μάτια
είτε γιατί βάδισες πίσω και κάτω από τις ρίζες των δέντρων
που ντύθηκαν κάποτε το πέρασμά μου.
Τώρα, εδώ,
με τις ληγμένες διορίες
των υποσχέσεων της ζωής στα χέρια
τραγουδώ ένα σκοπό θλιμμένο
και ταξιδεύω
μαθαίνοντας κάποτε πως μεγάλωσες
άλλοτε πως ταξίδεψες κι εσύ
για κάποιο τόπο μακρινό
κι άλλοτε πως δάκρυσες
σε μια εικόνα μπροστά γονατισμένη
σ' εκκλησία ερημική.

Δε σε συνάντησα ποτέ
δε σφίξαμε τα χέρια
κάτω από τα δάκρυα του φεγγαριού
και πες μου πως γίνεται να νιώθω τώρα πως σε χάνω
πως πριν κλείσω τα μάτια
θα οικειοποιηθώ τούτο το βράδυ
την απέραντη και πολυδάπανη
για την ψυχή μου απουσία σου.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2007

Ο τελευταίος χορός


Άνοιξα μια καρέκλα θαλάσσης και κάθισα.
Είναι όμορφα εδώ πάνω.
Έβαλα να παίζει μουσική αγαπημένη.
Θα βρέξει αστέρια είπαν στο δελτίο των 14:00.
Είπαμε, οι ευχές δεν πιάνουν, είναι όμορφο θέαμα όμως, μοναδικό.
Κ’ ίσως πολλά χιλιόμετρα μακριά να είσαι κι εσύ κάπου να τα κοιτάζεις, καθώς εκείνα θα διαγράφουν την πορεία τους προς τη γη.
Κ’ είσαι κοντά σε θάλασσα, αλλάζει η αίσθηση, γλυκαίνει.

Ακούς;
Παίζει τώρα «ο τελευταίος χορός».

Σαν πανσέληνος Αυγούστου είναι απόψε, κι ας πέρασε.
Θα σε πάρω αγκαλιά να χορέψουμε, κι όπως θα πέφτουν τ’ αστέρια θα σου στολίζουν τα μαλλιά.
Μικρή νεράιδα πλάι σε λίμνη, καθισμένη σε πέτρα μεγάλη με τα πόδια γυμνά να παίζουν με τα νερά.
Κι αλήθεια πες μου που θα είσαι;
Πες μου πως γίνεται κι όλα απόψε αλητεύουν εντός μου.
Ο τόπος δεν τα χωρά.

Έχω μολύβι και χαρτί μαζί μου.
Θα με πάρει το ξημέρωμα, κι ας πρέπει να ξυπνήσω πρωί.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2007

Δύσκολες μέρες


Ανοίγει η πόρτα καμιά φορά από τον άνεμο και φοβάμαι.
Θυμούμαι που ζούσα κάποτε στο βουνό, σε μία σκηνή.
Έμπαζε αέρα από παντού, και βροχή, αν τύχαινε να ρίξει πολύ νερό.
Δύσκολες μέρες.
Ζωή ερημίτη με μια δύσκολη προσευχή στα χείλη.
Πώς να κρατήσω την προσήλωση μου στο Θείο;

Κρατώ στο εσωτερικό περβάζι του παραθύρου μια φωτογραφία στρατιωτική.
Ασπρόμαυρη.
Όχι τόσο λόγω εποχής όσο για καλλωπισμό της ασχήμιας.
Κουβέρτες στρατιωτικές, ΕΣ 1952, κ’ είναι ίδια η ασχήμια ακόμα μόνο που χρόνο με τον χρόνο παλαιώνει όπως το κρασί, μόνο που το κρασί γίνεται πιο νόστιμο.

Νιώθω πως βρέχει σήμερα.
Κι ας θέλουμε τρεις μέρες για τον Δεκαπενταύγουστο.
Παράξενη αίσθηση αλήθεια. Δεν γνωρίζω γιατί.

Ίσως και να ‘ναι που όλα τριγύρω σιωπούν πεισματικά και μοιάζει να σαρώνει όπως ο άνεμος στα ψηλά βουνά τούτη η σιωπή.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2007

Το φυλαγμένο αστέρι

Φύλαξα ένα αστέρι για εκείνες τις νύχτες που ο ουρανός θα ανασαίνει γυμνός από το φως των αδερφιών του.
Θα έρθεις θα κοιτάξουμε παρέα τούτο το αστέρι;

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2007

Κοίταξε με, δε γεννήθηκα Καρυάτιδα...

Ακούγεται ακόμα η θάλασσα και το πέταγμα του Γλάρου απ’ το παράθυρό σου, να είναι άραγε ο Ιωνάθαν;

Οι θέσεις των λεωφορείων κενές, παραμονές Δεκαπενταύγουστου βλέπεις.
Αν πω καλημέρα να πέσει στο δάπεδο του, θα θρυμματιστεί.
Έχεις δει ποτέ θρυμματισμένη στο πάτωμα καλημέρα;
Καλύτερα όχι.
Μοιάζει μ’ εκείνες τις καρδιές που τις σμπαράλιασε ο άνεμος.
Κατεβαίνω στο λιμάνι να σε προφτάσω.
Τι να προφτάσω δηλαδή που δεν είσαι εδώ.
Θα ρωτήσω να μου πουν που ήταν δεμένο το πλοίο που μαζί του έφυγες, θα σταθώ δίπλα στο ντοκ και λίγο μετά θα το αγγίξω.
Έχει κι εκείνο πάρει λίγο από το άρωμά σου ή μήπως ο δικός μου παραλογισμός το κάνει κι ευωδιάζει;
Μια θάλασσα μας χωρίζει.
Θυμάσαι από το σχολείο πόσο μεγάλη είναι η θάλασσα;
Μήνες και χρόνια να την ταξιδεύεις δεν τελειώνει.
Ας έφευγες τουλάχιστον μ’ αεροπλάνο, μ’ αυτοκίνητο έστω.
Μα δεν το έκανες, επέλεξες την μακρινή διαδρομή.
Χάνω ένα ένα τα κομμάτια μου γυρεύοντας σε.
Άφησα ένα στη ανατολή να φωνάζει τ’ όνομά σου, ένα στη δύση ξέχασα καθώς σε γύρευα στου βυθού τις σπηλιές, στον βορρά βορά έγινε η ψυχή μου απ’ τους ανέμους κι εδώ στον σχεδόν νότο απέμεινε μια ανεμώνη να μετράει κάθε ξημέρωμα την ταχύτητα της πτώσης από τον βράχο της ακρόπολης.
Ερήμωσα, κι νύχτες μου δεν κατάφεραν να γίνουν πιο όμορφες από τις μέρες σου ή τουλάχιστον από τις μέρες σου μαζί μου, αφού τώρα εσύ ακόμα περνάς καλά.
Έχασα και τον χρόνο από μέσα μου, από τα χείλη μου αναβλύζουν εικόνες μιας ζωής περασμένης.
Δεν ωφελούν πια οι δόσεις ευτυχίας σε μια ψυχή που δε την έμαθαν στην διάρκεια της ευτυχίας.

Κοίταξε με, δε γεννήθηκα Καρυάτιδα να κρατώ μέρος του κόσμου με το κεφάλι.
Είναι μικρό το κεφάλι μου κι έχει ξεχειλίσει από τις σκέψεις, και είναι όλες πικρές, πως κόβεις ένα λεμόνι το πλένεις εξωτερικά και το τρως θαρρείς αχλάδι, κάπως έτσι.
Και είναι ζουμερό πολύ τούτο που μου έβαλες στα χέρια καθώς κοιμόμουν.
Θα γεννηθώ ξανά και σε τούτη την επανάληψη θα θυμούμαι τα χαρακτηριστικά σου, θα θυμούμαι τα χαρακτηριστικά σου για μία μονάχα στιγμή εκείνη που καθώς θα ξημερώνομαι στην πρώτη μέρα της νέας μου ζωής θα σου λέω «Καλημέρα γλυκέ μου, αυτό το ταξίδι θα είναι δίχως εσένα».
Και θα σε φιλήσω νοητά πάνω στα μάτια.

***Το παραπάνω κείμενο ξεκίνησε ως σχόλιο στην ανάρτηση της Χνούδι: Happy Ever After, έτσι λοιπόν είναι αφιερωμένο σε εκείνη.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2007

Γνωρίζω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι

Γνωρίζω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι, κι έτσι, για να σε μισήσουν όλοι θα βγάλω φόρα παρτίδα όσα γνωρίζω για να σε εκθέσω.

Σάμος.

Μέσα Ιουνίου.
Η θάλασσα καλή ήταν εκεί που τραβήχτηκε η φωτογραφία κι ας μην της φαίνεται αλλά η ταβέρνα όπου διαπράχθηκε το έγκλημα ήταν καλύτερη.
Κι άλλη μια με ομορφότερο κλίμα στην πόλη της Σάμου.



Η γάτα βγήκε παγανιά.
Όμορφα κοκτέιλ στο bar του ξενοδοχείου Σάμος.
Ο θείος Jack δεν αποτελεί εικαστική παρέμβαση διότι αργότερα ήρθε το βαρύ πυροβολικό της παρέας και χτυπήθηκε με μπόλικο Amaretto.
Δεν τρώμε την διάκοσμο είπαμε…
Πυθαγόρειο Σάμου και ο πολύ καλός φίλος Αντώνης λειτουργεί τον Οινολόγο στην φωτογραφία με την λατρευτή φίλη Γιώτα.
Και ναι είναι παντρεμένοι, όχι όμως μεταξύ τους.
Με τον Νίκο η Γιώτα με την Μαρία ο Αντώνης.
Ο Οινολόγος
Η Γιωτίνα μας με την Μαργαρίτα εξ Ολλανδίας και μόνη.
Ότι ομορφότερο επιθυμείς να βρεις σε αναμνησιακό παιγνίδι μα και σε τουριστικά ενθύμια υπάρχει εκεί.
Η Σάμος τη νύχτα.
Της Σάμου τα καμώματα (είναι και άλλα απλά τα έκοψε η λογοκρισία).
Αθήνα.
Και καλά βρεθήκατε κάτω για να δείτε τα καμένα.
Και, μόνο τα καμένα είδατε;
Αν ναι, στη Πλάκα πως βρεθήκατε;

Τι κάνετε μετά τα καμένα κύριε Ιωάννη μας;

Οδός Ερωτόκριτου.
Απο τα στενά της Πλάκας.
Λιμένας Καβάλας.
Στάση για καφέ.
Καφές με θέα.

Το χωριό, δηλαδή η ταβέρνα του χωριού.
Εναλλακτικός τουρισμός που λένε.Κι ένα κατοικίδιο στο ζαχαροπλαστείο του Διδυμοτείχου, στου Νίκου.
Πελάτη που μας το δάνεισε για φωτογραφίες, ανταμείφθηκε με φρέσκα φύλλα μαρουλιού.
Αναχώρηση από Διδυμότειχο.

Αμαξοστοιχία IC75 για Θεσσαλονίκη (εδώ ο σταθμός).
Παίρνουμε τον χάρτη, τον ανοίγουμε.
Σημαδεύουμε Νότια.
Ηράκλειο (και Ρέθυμνό τούτη την φορά).

Για καφέ στην πόλη.
Οι παρακάτω φωτογραφίες είναι από το Ενυδρείο "Θαλασσόκοσμος" στις Γούρνες.
Δύο μάτια τρομαγμένα.
Όχι, δεν φταίει ο Ήχος…
Το... καρχαρίνι μας.
Να το φας λιαστό να πάθεις πλάκα...
Μην αγγίζετε παρακαλώ. Τι είσαι εσύ ομορφιά μου!
Κι άλλος εναλλακτικός τουρισμός.
Οι γύροι ήταν πράγματι εντυπωσιακοί.
Τσίμπιμα στο Μπαλί, στο Ρέθυμνο, δίπλα στο κύμα
και ο Κατής να ξανοίγει με το βλέμμα (το πήρε κι αυτός το κοψιδάκι του)
Εμπόλεμες καταστάσεις, τι να λέμε τώρα…Και η μάχη συνεχίζεται στον Κούμο έξω από το Ηράκλειο (αυτό είναι το τέλος - όλοι απολαμβάνοντας την πορεία περιμένουν το τέλος).
Εικόνες από την ζωή στην φύση της Κρήτης (θαυμάστε τον επόμενο μεζέ)..

Το φαράγγι της Τρυπητής.
Και θάλασσα...
Βαδίζοντας στην άμμο….
Μια γοργόνα στο ακρογιάλι….
Η ώρα της επιστροφής, χαρά και λύπη μαζί…
Και τα πράγματα να μην θέλουν να βγουν, και περιμέναμε, και περιμέναμε, και περιμέναμε…..
 Και κάπου ανάμενα σε εναλλακτικό τουρισμό, θάλασσα και αποσκευές μια φωνή που άλλαξε την ροή του ταξιδιού, τον σκοπό.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Λόγια του βράχου...

Έμεινες στην άκρη ενός βράχου με μάτια δακρυσμένα.
Ώρα απογεύματος κι έπειτα ώρα νυχτερινή, μεταμεσονύκτια.
Έσυρα τα σύγνεφα να φθάσουν παρακάτω.
Δεν ξέρω αν έφθασαν.
Δεν μου ‘πες ποτέ.
Να σκεπάσει τα δάκρυα η βροχή, να μη φαίνονται που κυλούν απ’ τα μάτια.
Όμως μένουν κόκκινα τα μάτια.
Μη σε νοιάζει, λίγοι έμαθαν να κοιτάζουν μέσα τους.
Είναι νύχτα εξάλλου κι ότι μέσα τους βλέπουν μπορεί να είναι κι απ’ τα χρώματα του δειλινού, από το χρώμα που αφήνουν πίσω τους τα αστέρια καθώς γυρίζει η γη.

Κοίταζε μονάχα ψηλά και μίλα.
Έχουν μια δύναμη ανεξήγητη κάποιες φωνές που κάνουν της φύσης τα στοιχεία να υπακούν.
Μίλα.
Κι ο άνεμος που σου μπερδεύει τα μαλλιά θα πάρει μακριά τις λέξεις.
Ίσως κάποιες αφήσει στην αγκαλιά της θάλασσας, εκείνη να τις ταξιδέψει.
Μίλα.

Όπως μιλούσες χρόνια τώρα σ’ εν’ άδειο σπίτι με ίχνη ληξιπρόθεσμα στα ξύλινα πατώματα του.

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2007

Κοιτάζοντας τους βυθούς

Κοιτάζοντας τους βυθούς
έμαθες να μιλάς με χρώματα.

Βάφτισες γαλάζιο του ουρανού
πράσινο τη θάλασσας
βαθύ μαύρο της ψυχής

…που ολοένα νυχτώνει
κι αφανίζει τα ίχνη της η αναζήτηση.

Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

Μου γνέφουν...

«Μου γνέφουν» είπες κι έγειρες πλάι, στο παράθυρο του τρένου.
Σου γνέφουν πάλι αλλού.
Ντύθηκες και το κίτρινο σου φόρεμα, ίδια νεράιδα απόψε.
Χαμογελούσες μα η λέξη πονώ ή πιο παθιασμένα η λέξη πονάω έφτανε στα χείλη μα δε γλιστρούσε.
Καλή η περηφάνια, μάτια μου, μα κάποτε σκοτώνει.

Σε πήρε μαζί του το τρένο.
Εσένα, και τη ζωή σου πήρε, και την σήκωσε τούτη την τελευταία.
Την χώρισε στα δύο.
Στη ζωή μαζί του και στη ζωή δίχως αυτόν.

Η μεν πρώτη ένα κενό.
Ένα απέραντο και μαύρο κενό.
Όπως οι ασέληνες νύχτες του Αυγούστου.
Εκείνες οι νύχτες δηλαδή, που θα καθίσεις απέναντι από τον καθρέφτη σου και θα κοιτάξεις μέσα του την δεύτερη ζωή σου, εκείνη, την δίχως εκείνον.
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου δε θα πεις, μα θα σκουπίσεις πάλι τα δάκρια και θα προσπαθήσεις να καλλωπίσεις το αγγελικό σου πρόσωπο.
Θα περάσεις σκιά στα μάτια, λίγο ρουζ στα μάγουλα, ένα απαλό κραγιόν, θα ξεκρεμάσεις το ανοιξιάτικο ή λόγο περιόδου το καλοκαιρινό σου χαμόγελο, θα στηθείς μπροστά στο μικρόφωνό σου και θα πεις την πιο γλυκιά σου καλημέρα.
Θα πεις για τον καιρό, ηλιοφάνεια και σήμερα, καύσωνας.
Μα το δελτίο καιρού στους μέσα σου κόσμους δείχνει πάλι βροχή.
Η ζωή σου δίχως αυτόν είναι τούτη η βροχή.

Σε παίρνουν μακριά τα δάκρυα.
Λίγες ημέρες ακόμα και διακοπές μαζί του.
Άραγε σ’ εκείνη την μηχανή, με το σαγόνι ακουμπισμένο στον ώμο του;
Διακοπές από τι;
Δεν διακόπτεται το δάκρυ, κορίτσι μου, τούτο είναι σαν το ποτάμι που όλο κυλά και κυλά κι αν κάποτε σταθείς τυχερός άνθρωπος και πέσεις σε ανομβρία, τότε την γλύτωσες, στέρεψε το ποτάμι, πια δεν υπάρχει κάτι για να κυλήσει.

Τώρα πες μου.
Κοίταξε ψηλά και πες μου τι χρώμα έχει ο ήλιος, τι χρώμα έχουν τα λουλούδια στον κήπο, τι άρωμα έχουν.
Ανοιγόκλεισε τα χέρια αν βρεις τα προηγούμενα και πες μου αν μπορείς να πετάξεις…

Σ’ εσένα, π’ αλλάξαμε ρόλους το πρωί.
Που παρόλο τον πόνο σου είχες ένα χαμόγελο να μου αφήσεις στις εικόνες που θα πάρω φεύγοντας μακριά.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007

Φρασοπαίχνιδο

Έχουμε μια γνωστή φράση συγγραφέα ή ποιητή κτλ και μια προσωπική φράση του ίδιου blogger που του πασάρει ο συνάδελφός του blogger που κάνει την πρόσκληση την οποία πρέπει να σχολιάσει. Στη συνέχεια ο blogger που έχει προσκληθεί επιλέγει μια γνωστή φράση συγγραφέα και μια φράση που φτιάχνει ο ιδιος με τις οποίες δύο προσκαλεί άλλους πέντε.



Φράση πρώτη:
"Μήπως λοιπόν πρέπει να έχει κανένας σπουδάσει τον κόσμο, για να μάθει να αγαπάει τη φύση..; Αν οι νέοι άνθρωποι το ήξεραν αυτό, πόσα βάσανα θα απέφευγαν! Πόσες δυσαρέσκειες των πικρών ημερών θα μπορούσαν να γλυτώσουν! Πώς θα έμεναν στην γενέθλια γη τους , πόσο θα ήταν ευτυχισμένοι!"

ΝΤΕ ΖΙΡΑΝΤΕΝ


Αναμφίβολα η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται κοντά στην φύση.
Το πιο μεγάλο μας σχολείο.
Είναι τρόπος για να μάθουμε τον άνθρωπο αφού είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Φράση δεύτερη:
Το να αγαπήσεις έναν άνθρωπο είναι πολύ εύκολο… Το να σε αγαπήσουν επίσης…
Το να αγαπήσεις κάποιον και να αγαπηθείς από αυτόν δύσκολο και σπάνιο..

Ηλιαχτίδα

- Αναρωτιέμαι όμως κατά πόσο τούτη η ευκολία οδηγεί σε μία γρήγορη αδιαφορία -
Είναι πράγματι δύσκολο να πετύχει κάποιος την στιγμή, τον τρόπο, τον τόπο.



Η πρώτη μου επιλογή είναι από το βιβλίο "Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου" του Τάσου Λειβαδίτη και είναι απόσπασμα του ποιήματος "Ο πρώτος στίχος".

«Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ –
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.»


Η δεύτερη, μετά φόβου ψυχής, αναρτήθηκε ως σχόλιο:
«Οι ποιητές χάραξαν καινούργια σημάδια για να χτίσουν τον κόσμο, ο Θεός μονάχα, επέλεξε να μη δώσει τα ινία του κόσμου στους αμαρτωλούς ποιητές….»


Κατανοώντας την δυσκολία της ανταπόκρισης θα προσκαλέσω τους παρακάτω πέντε σύν έναν.

Το τσαλίμι
Κατερίνα Καριζώνη
Vel…
Χαρά Τσακίρη
Σεμέλη
Μαρίνα Γκ.