Στην άκρη του κόσμου, του δικού μου, του φανταστικού, εκείνου που λέει πως μ’ αγαπάς, βρίσκομαι εκεί, προσμένω την ώρα που θα μ’ αγκαλιάζεις καθώς επιστρέφω απ’ τα πολλά μου ταξίδια.
Μόνο που τότε δε θα ‘ναι πολλά, δε θα ‘ναι καν ταξίδια.
Δεν θα υπάρχει λόγος να φεύγω μακριά, μήτε καν ν’ απομακρύνομαι.
Όλα όσα θέλω, όσα επιθυμώ, όσα χρειάζομαι είναι κοντά σου, είναι εσύ.
Ντυμένη ακόμα και το λυπημένο σου πρόσωπο – εύχομαι ποτέ – και τότε ακόμα εσύ θα είσαι.
Ο ήλιος και το φεγγάρι, ο αγέρας ανάμεσα στα μαλλιά της ψυχής, μέσα στα μάτια, να φέρνεις δάκρυα, να καθαρίσει η ψυχή.
Στέκουμαι ανάμεσα στο τίποτα και το πουθενά, τούτο είναι το τοπίο, στέρφο χώμα και πέτρα, μήτε κι ο χρόνος βαδίζει άνετα εδώ, βαρυγκωμάει σε κάθε του βήμα και σκοντάφτει.
Κοιτάζω πέρα απ’ αυτό το τοπίο, φθάνει στη θάλασσα το βλέμμα κι ανοίγεται – πάντοτε δίπλα στη θάλασσα θα μένεις – σε πλησιάζει κλέβει λίγες σου εικόνες, τις κρύβει σ’ ένα μικρό κουτί μεταλλικό – πως γίνηκε και χωράνε δε το κατάλαβα ακόμα – και τις φυλάει στον κόρφο του το βλέμμα.
Έτσι κυλάει ο καιρός, μια με τη σκέψη σου, μια με τ’ όνειρο, μια με τον παραλογισμό…
Θέλω να σ’ ανασαίνω, πιστεύω πως σ’ ανασαίνω, να νιώθω την κίνησή σου στα αισθητήρια όργανά μου.
Σ’ έχω φορέσει στον λαιμό μου σταυρό καθολικό.
Τούτο είσαι, καθολική, όχι αγία, μήτε κι αναμάρτητη, απαλλαγμένη κι απ’ την αγνότητα των λέξεων των ποιητών, είσαι η μία, η μόνη, η απόλυτη, η αμαρτία και η άφεσή της, το όνειρο, ο εφιάλτης, η προσμονή…
Βαδίζεις εντός μου αποστάσεις που χορτάριασαν απ’ τα χρόνια.
Ξεχάσθηκαν όλα, μέσα κι έξω από εμένα.
Νιώθω να σε γοητεύω και τούτο που φοβούμαι είναι μη σ’ απογοητεύσω.
Θέλω μόνο να σ’ ακούω να γελάς, να σε κάνω να γελάς, να γελάς κι ας το μικρό σου καραγκιοζάκι είμαι εγώ.
Δεν ακούς τη φωνή μου που σε προσκαλεί;
Έλα και στάσου λίγο πλάι μου, σε λίγο τη γαλήνη θ’ αποζητάς.
Έλα χέρι χέρι ν’ ανέβουμε ως εκεί που άνθρωπος άλλος δεν έχει φτάσει.
Ν’ ανέβουμε στο δικό μας σύγνεφο κι όπου μας βγάλει.
Που μ’ οδηγεί άραγε η απελπισία μου, πόσους ακόμα θα πνίξω προσπαθώντας ν’ ανέβω στη βάρκα;
Τα μάτια σου μου δίδουν ελπίδα, απλώνει χέρια η φωνή σου, με τραβάνε επάνω.
Σκύβεις πιάνεις τρυφερά το πρόσωπό μου, πρώτη φορά θαρρείς – στα όνειρά μου κάθε βράδυ επαναλαμβάνεις την πράξη αυτή θαρρείς τελετουργικά – παίρνεις τους πόνους, τις λύπες, τα δάκρυα, κάθε αποχαιρετισμό απομακρίνεις από τη μνήμη.
Όλα τα εντός μου σε προσμένουν, όλα τα εντός μου σ’ έχουν ερωτευθεί, όλα ανασαίνουν με το δικό σου ρυθμό, με τον δικό σου παλμό στα στήθη.
Πιάνω σου χέρι και τρέχω στα λιβάδια π’ αγάπησα και ποτέ δε χάρηκα, στις όχθες ενός ποταμού, στην αυγή κάποιου καλοκαιριού.
Τούτες τις μέρες τις τελευταίες νιώθω εκείνο που έλεγα πάντα, να συμβαίνει, να σου παίρνω τον πόνο, να πονάω για δύο.
Όταν σου μιλώ χαμογελάς, κι έπειτα γελάς, σου κλέβω στιγμιαία έστω τον πόνο ή την έγνοια που σε κατατρώει.
Και θα ήθελα να γνωρίζω αν τα καταφέρνω.
Σου μιλώ, κ’ είναι σα να μου λες «μη νιώθεις τύψεις για όσα νιώθεις, για όσα η ψυχή σου ονειρεύεται».
Δε νιώθω τύψεις, καρδιά μου, μη σε τρέψω σε φυγή φοβούμαι, μη μου φύγεις και χάσω το νερό που σβήνει μου τις φλόγες στο στήθος, που μου πυρώνει τις λέξεις κι ανεβαίνουν λόγχες ψηλά, κι απ’ τον Θεό διεκδικούν ένα ψήγμα ευτυχίας.
Λιώνω στη σκέψη πως μπορεί κάποτε να σιωπήσεις.
Θα ζήσω και τούτη τη φορά, δεν ξέρω αν θα ‘μαι όμως ο πρίγκιπας ή ο επαίτης.
Περνούν τα τρένα και με παίρνουν μαζί τους.
Θέλω να τρέξω εκεί κοντά σου, μα γι’ άλλη μια φορά η τύχη μου γυρίζει ανάποδα το παιγνίδι.
Που με βγάζει δε ξέρω.
Που μας βγάζει.
Νιώθω κάθε που σου μιλώ να μ’ αγγίζεις, κλείνω τα μάτια πολλές φορές, νιώθω ευτυχία, ψηλαφώ το πρόσωπό σου.
Με την αίσθηση των τυφλών μπορώ και σ’ αναγνωρίζω.
Σφαλίζω τις νύχτες μακριά από ‘μένα κι από εσένα, να μη σε βρίσκουν μόνη, να μη πληθαίνουν τη μοναξιά σου, μη περάσεις άθελά σου και πλημμυρίσεις σκοτάδι, κι ό,τι έπειτα ζωγραφίσεις είναι πλασμένο από τις αποχρώσεις του μαύρου.
Δεν ξέρω πως, μήτε το γιατί, μονάχα τη στιγμή ξέρω, κ’ ήταν η στιμή η πρώτη που σ’ άκουσα που πήρες να βαδίζεις εντός μου, κι ας έδιωξα τα βήματά σου, κι ας είπα κράτησε μακριά τα βήματά σου.
Όμως πάλι έκανα λάθος, στα πάντα μαζί σου έκανα λάθος.
Εκτός απ’ την αίσθηση, μόνο εκείνη μοιά.ζει ακόμα με κήπο ανθισμένο στον καύσωνα του καλοκαιριού…