Σάββατο 30 Ιουνίου 2007

Είναι γαλάζιο το φεγγάρι απόψε

Κατηφόρισες αργά τα πλατιά σκαλοπάτια.
Ο πύργος σου, πέτρινος, άφηνε έναν λυγμό, θαρρείς λύπης, σαν κεραυνό στο σώμα του ουρανού καθώς έφευγες.
Αν έπαιρνε να βρέχει η νύχτα, θα δρόσιζαν όλα.
Είναι ακόμα πυρωμένες οι πέτρες, τα χαμηλά σου παπούτσια φθάσαν με μια κίνηση αέρινη ως την προβλήτα, θαρρείς ήθελαν να κινήσουν για πιο μακριά.
Βγήκε τρικάταρτο καράβι σμιλεύοντας πετάγματα πουλιών πάνω στο κύμα το βλέμμα.


Κ’ είναι ένα γαλάζιο φεγγάρι ψηλά στον ουρανό φωτισμένο μονάχα για εσένα…

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2007

Γράψε στ’ αστέρια τ’ όνομα σου…

Απλώνεται η νύχτα τρυφερή στα λιβάδια τ’ ουρανού
αν κάνεις ν’ απλώσεις το χέρι με το δάχτυλό σου θα ζωγραφίσεις
κ’ ίσως πάλι μονάχα τ’ όνομά σου γράψεις…

Να θυμάσαι μονάχα πως τα πιο μεγάλα ταξίδια
γίνονται σε δύο μάτια αγαπημένα.

Θα κατηφορίσω μέσα σε τούτη τη νύχτα
θα έχει σίγουρα κάτι δικό σου
και συγχώρεσέ μου τον τόνο τον λυπημένο στη φωνή
είναι που τελευταία βαδίζω μέσα στην ηχορύπανση της ζωής μου
και πασχίζω καθαρός να κρατηθώ για εσένα…

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2007

Αν...

Άλλαξε ο μέσα μου χρόνος.
Αυλάκωσε το χώμα, σα βροχή που κύλισε.

Βγήκαν στον ήλιο καθαρές οι ρίζες.
Κι αν κάνεις ν’ αγγίξεις τις άκρες τους
ψηλά θα φτάσεις στα πόδια του Θεού…

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2007

Δεν ήμαστε…

Είχα έναν άδειο ουρανό κι ένα σμαράγδι φως να σου φωτίζει τον δρόμο,
να γαντζωθείς σπλάχνο στα σπλάχνα του.

Μα δεν άκουγες τη φωνή μου ή κι αν την άκουγες φοβόσουν.

Δεν έχουμε πια περιθώριο για πόνο, το λέω κι εγώ πια, μ’ αναρωτιέμαι γιατί ακόμα πονάμε, γιατί και τα όνειρα μας καθώς νυχτώνει φωνάζουν βοήθεια.

Ακούω το γέλιο σου να παφλάζει σε γαλανό ουρανό.
Ακούω το κλάμα σου να ραγίζει πέτρινους τοίχους.

Δεν ήμαστε παρά ένας γιαλός τρομαγμένος απ’ τ’ άγριο κύμα.
Δεν ήμαστε παρά ένα δράμι δάκρυ, ένα δράμι βραδινή σιωπή.

Δεν ήμαστε παρά μόνο δυο διψασμένοι μέσα στην έρημο της μοναξιάς
που λιγοστέψαμε αναζητώντας μιαν όαση.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Ποιήματα *

Αποχαιρετισμός

Στην Ελένη Ιωαννίδου
που έσωσε τούτες τις λέξεις.

Φεύγω, σε λίγο.
Πάντοτε φεύγω.
Μ’ ένα σακάκι στο χέρι
κι ένα σάκο στην πλάτη
αφήνω πίσω μια πόρτα κλειδωμένη
κι απομακρύνομαι.
Κι ό,τι ίσως αφήνω πίσω
δυο μάτια δακρυσμένα
μια πίκρα θάλασσα
ένα σημείωμα λυπημένο
στην άκρη κάποιου κρεβατιού.

Φοβάμαι ακόμα.
Τόσα τα ταξίδια κι εγώ ακόμα φοβάμαι
με τον ίδιο φόβο
ίσως και λίγο πιο μεγάλο.

Θα τα θυμάμαι τα μάτια σου
τις θάλασσες που χάθηκα,
τις γωνιές τους που ξεχάσθηκα
και τα χέρια σου θα θυμάμαι
που λίγη λίγη την λύπη
έριξαν απ’ το κορμί μου στο χώμα.
Δεν ξέρω αν την πήραν όλη.
Κι ακόμα πιο πολύ την φωνή σου
που σαν καράβι πειρατικό
ερχόταν τα βράδια και με κούρσευε.

Έτσι έζησα.
Γι’ αυτό.

Κομοτηνή 06. XII. 2001


Λίγο μετά που θα φύγεις

Λίγο μετά που θα φύγεις, εγώ, πάλι θα κλαίω.
Στο παράθυρο θα καθίσω,
μήπως σε δω να επιστρέφεις.
Μα είναι μακριά ο ουρανός, εσύ πιο πολύ.
Δε μπορώ να σε αγγίζω πια.
Κάνω ποίηση τη λύπη μου να σου γράφω,
και πάλι κλαίω καθώς σου γράφω.

Φίλησέ με,
κι ας είναι το τελευταίο φως μέσα στη νύχτα.

Κομοτηνή 23. X. 2001


Λυπημένα Παράξενα

Νυχτόφορος επιστρέφω
σιωπηλός
παραδομένος στη λυπημένη αγκαλιά της Εκάβης.

Με βλέμμα τρομαγμένο ανιχνεύω τον χώρο
ανιχνεύω τις αποστάσεις
ανιχνεύω τ’ αγγίγματα των χεριών σου.

Νυχτόφορα
λυπημένα παράξενα τα ίχνη που αφήνω
και βρίσκεις στης ζωής σου τις άκρες
λυπημένα παράξενα
σαν έρημα καταφύγια τα μάτια που σε κοιτάζω
και δακρύζεις στο αντίκρισμά τους.

Κοκκάρι 31. VIII. 2005


Η τέχνη ν’ αγαπάς

Γίνηκα θίασος κουρασμένος
από παραστάσεις που διακόπηκαν
σκηνικά που αφέθηκαν στ’ αγριεμένο πλήθος
και καταστράφηκαν.

Άκομψη τέχνη ν’ αγαπάς
και πίσω σου να σέρνεις το σκοτάδι.

Κοκκάρι 14. IX. 2005


Απόπλους, Τεύχος 39 – 40. Μάιος 2007

* Στη παρούσα δημοσίευση υπάρχουν και τα ποιήματα Έρημος και Δρόμοι από την σειρά Καλοκαιρινή Μυθοπλασία που αναρτήθηκαν στις 16 και 18 Μαΐου αντίστοιχα.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2007

Οι μονομάχοι της συμβίωσης

Κατηφορίζοντας την Οδό Αριστοτέλους, φορές πολλές, βλέπω ζευγάρια, όχι συγκεκριμένης ηλικίας, να κάθουνται στα καφέ, πιο σπάνια σ’ εκείνα της παραλίας. Να κοιτάζονται ελάχιστα κ’ ίσως λίγο παραπάνω το στιγμιαίο της ομορφιάς κάποιου νέου ή νέας να κερδίσει το βλέμμα τους.
Βλέμματα ολότελα χαμένα σε σκέψεις ανομολόγητες.

“Στέκεσαι πάλι απέναντί μου.
Θέλω τόσα να σου πω μα διστάζω, θα γελάσεις.
Δε θέλω να γελάς μαζί μου, δε θέλω στα μάτια σου να μοιάζω αστείος.
Σε φοβούμαι όταν σχολιάζεις κάτι που μοιάζει αστείο.
Μου ‘χες πει κάποτε, θυμούμαι, γίνονται τραγικοί οι άνθρωποι όταν δεν είναι του στυλ τους και παρ’ όλα αυτά επιμένουν στο να κάνουν αστεία.
Μόνο που εγώ, θέλω απλά να σου μιλήσω, να σου πω όσα νιώθω κι όσα βλέπω σε σένα, μα πάλι, για να σε πλησιάσω οι κοινοί μας φίλοι μου θύμισαν «πως ο ρομαντισμός είναι για τους ανόητους» λόγια δικά σου κι αυτά.
Ήσουν από πάντα δυνατή, σκληρή αν κάποτε το απαιτούσαν οι συνθήκες.
Δεν υπήρξα ποτέ ρομαντικός απέναντί σου, κι ας το επιθυμούσα.
Καμιά φορά, όταν καθόμασταν στον καναπέ, έκανα να σε πάρω αγκαλιά, μα εσύ αμέσως κοιμόσουν.
Τάχα σε ξεκούραζα ή από βαρεμάρα κοιμόσουν;
Δε μου ‘πες ποτέ, μήτε κι εγώ ρώτησα.
Όπως ποτέ δε μου είπες το σ’ αγαπώ, δεκαπέντε χρόνια μαζί, τα δώδεκα παντρεμένοι, μα τώρα που το σκέφτομαι μήτε κι εγώ σου το είπα.
Μονάχα, και λίγο μετά το γάμο μιλούσαμε, ώρες ατελείωτες μιλούσαμε, μα πάλι τις περισσότερες φορές για πράγματα άσχετα ή για προβλήματα της στιγμής ήταν.
Για παράδειγμα, χρόνια μετά την γνωριμία μας έμαθα γιατί κοιμόσουν στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού και τούτο γιατί κάποτε μου τόνισες ότι καθώς ξαπλώνεις να κοιμηθείς επιθυμείς να βλέπεις ουρανό.
Σ’ ένιωθα ταραγμένη τις νύχτες, δεν το συζητήσαμε όπως πολλά ακόμα άλλωστε, σα να ήθελες να φεύγεις.
Τάχα εγώ να είχα το φταίξιμο ή από παλιά να ήταν η επιθυμία σου αυτή;
Κι όταν έφερες στον κόσμο αυτόν το μονάκριβο περιστέρι μας αφέθηκες σ’ ένα ταξίδι μαζί του.
Σ’ ένα ταξίδι που πάντα έμενα εκτός.
Δε βρήκαμε χρόνο για δεύτερο.
Τώρα πολλές φορές τα βράδια καθόμαστε μπροστά σε μία τηλεόραση αμίλητοι, κ’ ίσως κάποτε να σχολιάζουμε τα νέα της επικαιρότητας.
Το αστείο είναι ότι μπορεί να μαλώσουμε καμιά φορά για εκείνα τα ξένα γεγονότα.
Επιστρέφω στο σπίτι και κοιμάσαι, όταν επιστρέφεις κοιμούμαι εγώ ή κάνω πως κοιμούμαι, τ’ ομολογώ.
Μιλάμε σπάνια πια για εμάς.
Σχεδόν καθόλου.
Καμιά φορά μόνο ανταλλάσσουμε ελάχιστες κουβέντες την ώρα του δείπνου.
Άλλοτε πάλι, αν τύχει και βγούμε καμιά βόλτα παραμένουμε σιωπηλοί.
Νιώθω τη λύπη να με κατακλύζει, νιώθω να στερεύω.”

“Σε λίγο θα επιστρέψεις από την δουλειά.
Θ’ αφήσεις τα λερωμένα σου στο καλάθι για να μη σου φωνάξω, θα πλυθείς και θα ‘ρθεις να μ’ αγκαλιάσεις.
Έχεις γίνει τόσο προβλέψιμος πια, σχεδόν κουραστικός, για τούτο είναι φορές που κάνω πως κοιμούμαι, άλλοτε πάλι με παίρνει κι ο ύπνος.
Θέλω, συχνά, να φεύγω από το σπίτι, είναι φορές τα πρωινά, καθώς παίρνει και ανάβει ο ήλιος που η επιθυμία αυτή με κατακλύζει.
Κ’ ίσως πάλι, αν έτσι όπως με κρατάς με σφίξεις στα χέρια σου, στην αγκαλιά σου, να μείνω για πάντα εκεί.
Όμως μ’ αφήνεις μονάχα με τ’ άγγιγμα σου και θυμούμαι πως κάποτε τραβιόμουν μακριά κι από αυτό.
Κι εσύ, καθόλου επιμονή.
Πάντοτε σκληρή εγώ – το έπαιζα από μικρό κορίτσι σκληρή –
Είχες στις αρχές κάτι όμορφες σκέψεις ρομαντικές μα δεν πραγματοποίησες ποτέ καμία.
Φταίω κι εγώ που μιλούσα απότομα κι αυστηρά απέναντι σε κάθε τι ρομαντικό.
Μετανιώνω σήμερα, όμως ήταν η άμυνά μου αυτή, αν αφηνόμουν στ’ αυθόρμητα και τα ρομαντικά θα μ’ έπαιρνε μακριά το κύμα και πόνεσα πολύ κάθε προηγούμενη φορά που το έκανα.
Δεν το ήθελα άλλο, έπρεπε για μία φορά να έχω εγώ το πάνω χέρι.
Μόνο που εσύ, δεν κατάλαβες τίποτα, γιατί δεν σ’ άφησα να καταλάβεις τίποτα.
Έπειτα ήρθε ο άγγελός μας.
Κρατήθηκα από πάνω του.
Πάλι καλά που δεν ένιωθε το βάρος της ψυχής μου μέχρι να μάθω τον τρόπο να χάνομαι.
Αν ερχόταν άλλος ένας θα ήταν γεμάτος ο κόσμος μου, ο χρόνος μου.
Δεν θ’ αγωνιούσα μήπως γίνει κάτι και φύγεις.
Βλέπεις σ’ έχω συνηθίσει από τις αρχές ακόμα.
Είσαι προβλέψιμος πια, κουραστικός σχεδόν, κι ευτυχώς που κάποτε επιστρέφοντας σπίτι σε βρίσκω να κοιμάσαι.
Έτσι μπορώ να μπαίνω στο μπάνιο δίχως να υπάρχει ο κίνδυνος να μπεις γυμνός την ώρα που θα βρίσκομαι στο ντους, να φτιάχνω έναν καφέ ζεστό και πλάι στο τζάκι να καθίσω για λίγο.
Κ’ ίσως κάποτε να γαλήνευα στην αγκαλιά σου, κοιμόμουν καθώς έμπαινα μέσα της.
Θυμάσαι;
Όμως πιο λυπημένη τώρα κοντοστέκω πλάι σου.”

Κι έτσι ανομολόγητες που είναι οι σκέψεις χάνονται ολοένα και πιο βαθιά στη σιωπή.
Θα κοιταχθούν στα μάτια για να ξενυχτήσουν έπειτα τα θλιβερά βλέμματα της ψυχής τους στη λήθη της συνήθειας.
Μια συνήθεια που ολοένα καθηλώνει τις πράξεις, και τις επιθυμίες, ακόμα κι εκείνη της απόδρασης.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2007

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Ανταπόκριση από το μέτωπο

Το αεροπλάνο έφτασε δίχως καθυστέρηση στον αερολιμένα Σάμου Αρίσταρχος ο Σάμιος.
Ο δρόμος για την πόλη της Σάμου ένας, μέσω Πυθαγορείου, το Τηγάνι, όπως ονομαζόταν παλαιότερα, της Σάμου.
Τα μελτέμια κάνουν το πρωινό καυτό.
Φθάνοντας στο πάνω Βαθύ, πέρασε ένας χρόνος σκέφτουμαι που έχω φύγει και δεν άλλαξε τίποτα.
Μήτε και η αίσθηση έχει αλλάξει.
Σα να βρισκόμασταν παρέα όλο το βράδυ στο Τηγάνι και με το ξημέρωμα κινήσαμε για τη Σάμο.
Τόσο απλά.
Τέσσερα χρόνια η ζωή μου εδώ κι όλα ήσαν απλά.
Το πρωινό ξύπνημα με το άκουσμα του κύματος, μήτε τριάντα μέτρα το σπίτι από την θάλασσα, ο περίπατος πριν τη δουλειά στην παραλιακή, τα μόνο δέκα λεπτά για να φθάσω στην δουλειά, τ’ άλλα τόσα για να επιστρέψω, τα πέντε για να ετοιμαστω για το μακροβούτι, τα τρία για να φθάσω στη θάλασσα να το πραγματοποιήσω.
Καταλαβαίνεις την αξία του χρόνου εδώ.
Καμιά φορά ξεχασμένες καθώς βρίσκονται οι αισθήσεις στον καλπασμό του χρόνου και των υποχρεώσεων της πόλης δεν το καταλαβαίνεις μα χάνεται η ζωή μας μετάξυ Αριστοτέλους και πλατείας Ηλιούπολης, μεταξύ Κέντρου και Νέου Ηρακλείου.
Το περπάτησα τούτο το νησί σχεδόν ολόκληρο παρέα με τον Χρήστο Σ. γιατρό, στη Θεσσαλονίκη χρόνια τώρα.
Οι καταρράχτες και το Ποτάμι στο Καρλόβασι, το Ευπαλίνιο όρυγμα, το παλαιοντολικό μουσείο στους Μυτιληνιούς, ο Κέρκης, οι Βουρλιώτες, οι Μανωλατες, το μικρό και το μεγάλο Σεϊτάνι, η μικρή και η μεγάλη Λάκα, με το καραβάκι στη Σαμιοπούλα και τα Τσόπελα και πόσες άλλες διαδρομές που ως προορισμό τους είχαν μια όμορφη και ήρεμη παραλία ή ένα γραφικό και φιλόξενο ταβερνάκι.

Μνήμες μπλεγμένες μεταξύ τους, η μια δεμένη με την άλλη θαρρείς πως αν δεν υπήρχε η μία η άλλη δεν θα υπήρχε ή ακόμα κι αν υπήρχε δε θα είχε την αίγλη την σημερινή της.

Είναι πρωί ακόμα, ξημέρωμα για την ακρίβεια.
Υποσχέθηκα να δω μιαν ανατολή και το έκανα.
Χαρισμένη λοιπόν.

Σε λίγο θ’ αρχίσουν ν’ ανοίγουν τα καφέ της παραλιακής, λίγο μετά τα εμπορικά στον πεζόδρομο πίσω από αυτήν.
Αργοί όμορφοι ρυθμοί ξένοι στους περισσότερους από εμάς, καλοί σε κάποιους μόνο για διακοπές.

Είναι πρωί ακόμα, κι όλα δείχνουν πως θα ‘ναι άλλη μία καυτή μέρα.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

Το ταξίδι που λέγαμε...

Με πλοίο δεν πρόκειται να ταξιδέψω, τελευταία κουνάνε πολύ
Θα ανέβω σ' ένα αεροπλάνο και πριν δω τον κόσμο από 'κει πάνω θα δω την γλυκιά αεροσυνοδό
να δείχνει τις εξόδους κινδύνου, έπειτα θα γύρω στο πλάι
κι αφού την θέα απολαύσω, και μια που θα είμαι από τρελό ξενύχτι, θα κλείσω τα μάτια
και θ' αποκοιμηθώ.

Πενήντα πέντε λεπτά το ταξίδι και μετά θα βρεθώ με τα φιλαράκια των τελευταίων χρόνων να θυμηθούμε τα παλιά
θα πάμε για μπανάκι
ο δρόμος μετά πάντοτε βγάζει σε μια ταβερνούλα
όχι τίποτε άλλο, για καμιά γουλιά κρασί (λέμε τώρα)
μετά διασκέδαση μέχρι πρωίαςκαι το πρωί πάλι όλα από την αρχή.

Μα πιο πολύ, εκτός απο τους ανθρώπους που αγαπώ σε τούτο το νησί εκείνο που πεθύμησα να δώ είναι εκείνα τα υπέροχα Σαμιώτικα ηλιοβασιλέματα που λάτρεψα και με γαλήνεψαν τόσο μα τόσο πολύ...

και για να μην ξεχνιόμαστε,μη με βλέπετε τόσο ήρεμογιατί όποιος τολμήσει να μου χαλάσει τις διακοπές δε θα κάτσω με τα χέρια σταυρωμένα....




Να είσαστε όλα τα blogoφιλαράκια ευτυχισμένα!

Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

Άλλο ένα ταξίδι να ταξιδέψω

Τρεις ώρες ακόμα για να φύγει το πλοίο.
Ζωή, π’ αφήνω πίσω και χάνεται άλλη μια φορά.
Σα να με κούρασαν τούτα τα ταξίδια.
Σα ν’ αφήνει σκόνη στα μάτια ο κάθε τόπος, με δυσκολία βλέπω πια.
Κάνω να μείνω πίσω μα μήτε και τούτο γίνεται.
Είναι φορές που δεν ξέρεις σε πιο λιμάνι δένει ένα πλοίο.
Άλλοτε αν δένει.
Κοιτάζοντας τη θάλασσα ίσως και να ονειρεύεσαι.
Λυπούμαι εγώ.
Το ίδιο και με τα τρένα.
Να φανταστείς ότι τα λάτρευα κάποτε.
Με τρυπάει ο ήλιος, με σχίζει ο αγέρας, με ξαγρυπνά η νύχτα.
Ίσως πάλι να με παρηγορεί τούτη η τελευταία, μόνο που πάντοτε ξυπνώ λυπημένος.
Δε θα κρατήσω ποτέ στα χέρια μου ένα παιδί μικρότερο των εννέα μηνών, μήτε και θα κοιτάξω ένα ηλιοβασίλεμα.
Εκείνες τις στιγμές θα τις περνώ διαβάζοντας κάτι από τα περασμένα.
Κάποιο στιχούργημα ή ένα γράμμα από εκείνα τα δίχως παραλήπτη.
Ακόμα όμως υποκύπτω στον πειρασμό.
Ανοίγω την κουρτίνα στα κλεφτά, ’’τούτο το ηλιοβασίλεμα είναι μαγικό’’ λέω, μα δε μπορώ να το προσφέρω, κι έτσι πάλι λυπούμαι.
Μη βιάζεσαι να πεις πως είμαι από τους βαθύτερα λυπημένους ανθρώπους.
Αν κάνεις να κοιτάξεις μέσα στα μάτια, εκεί έμαθα να κοιτάζω τους ανθρώπους, θα δεις όλα τα ηλιοβασιλέματα που δεν είδα, και τα επόμενα ακόμα, σα να ‘ναι η δεύτερη φορά που ζω.
Μόνο που η πρώτη ήταν πίσω από αυτή.
Σα να ‘ζησα παράλληλα τον χρόνο, να μιλήσω για την λύπη.
Σε λίγο πάλι θα έχω φύγει, κι αν ακόμα επιστρέψω θα ‘χω στις αποσκευές μια εικόνα σου άλλη, περασμένη.
Δεν γυρίζει ίδιο τίποτα από το παρελθόν.
Το μαθαίνεις με τα ταξίδια τούτο πιο έντονα.
Κ’ ίσως να θυμάσαι ακόμα τα παιδικά μας παιγνίδια κρυφτό στη σχολική αυλή με τα δέντρα και τις τριανταφυλλιές, κυνηγητό κι άλλοτε κουβέντα στην ταράτσα του σπιτιού κοιτάζοντας τ’ αστέρια – παιγνίδι κι αυτό – ίσως πάλι τίποτα απ’ όλα αυτά να μη θυμάσαι.
Η ανάγκη μας κάνει να ξεχνούμε.
Εμένα να θυμούμαι.
Ο χρόνος είναι ένα παιγνίδι που δεν κερδίζουμε ποτέ.
Με τα ταξίδια γίνεται και τούτο πιο έντονο.
Θυμήσου μονάχα να κρατάς ένα μικρό σύγνεφο στα χέρια να ταξιδεύεις κάποτε κι άλλοτε να φέρνει την βροχή στο στήθος σου, στα χείλη να σου αφήνει λίγη γεύση από φθινόπωρο.
Έχουμε ανάγκη από φθινόπωρο στη ζωή μας.
Μας στέγνωσαν τα καλοκαίρια, μας πάγωσαν οι χειμώνες και οι άνοιξες μας βρήκαν απροετοίμαστους να τις γευτούμε και δεν ευτυχήσαμε.
Για τούτο σου λέω, έχουμε ανάγκη από φθινόπωρο.
Να φυλάξεις ακόμα τα χρώματα ενός και μόνο δειλινού.
Όχι παραπάνω, τιμωρεί τους άπληστους η ψυχή.
Να ζωγραφίζεις αστέρια φανταστικά και φεγγάρια πανσέληνα, μικρές νεράιδες και πρίγκιπες, να τα φοράς στην ψυχή σου κάθε που νυχτώνει και να κοιμίζεις το μικρό σου παιδί – πάντοτε μένουν μικρά τα παιδιά παρά τα χρόνια.
Θ’ ακούσεις σε λίγο το σφύριγμα του πλοίου.
Δε θα με δεις ανάμεσα στο πλήθος.
Δεν έμαθα ποτέ τους αποχαιρετισμούς.
Ίσως γιατί τα πλοία της ψυχής αφήνουν αθόρυβα τα μικρά τους λιμάνια, ίσως πάλι γιατί οι μέσα μας κραυγές σβήνουν κάθε σφύριγμα.

’’…θέλοντας να εξηγήσω το τι και το γιατί’’ σ’ εσένα που με πίστεψες τυχερό που ‘χω ένα ταξίδι ακόμα να ταξιδέψω.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

Ο δικός σου ουρανός

Είναι κάποιοι άνθρωποι σε τούτη τη ζήση, που τους συναντάς στον δρόμο και λες "Θεέ μου μακριά".
Εκείνοι σα ν’ άκουσαν την παράκλησή σου σε πλησιάζουν, τα χέρια απλώνουν, σου κλέβουν λιγάκι ουρανό τη μια μέρα, πιότερο την άλλη.
Μπαίνουν στα όνειρά σου.
Χτυπούνε την πόρτα σου κάποιο πρωί, αν δε ρωτήσεις κι ανοίξεις, κάποιοι από αυτούς, μπαίνουν και στο σαλόνι σου παίρνουν την εφημερίδα που άφησες βιαστικά κάτω στο πάτωμα ανοίγουν την τηλεόραση και την αράζουν στον τριθέσιο καναπέ που έχει ακόμα την δική σου φόρμα.

Τι κάνεις τότε;

Συμβαίνει όμως, καμιά φορά, να προσπαθείς να βαδίσεις μες στη βροχή κι εκείνη να σε διώχνει.
Να βαδίζεις κι όπου αγγίζεις εκείνη να παύει, να στεγνώνει ο δρόμος, πίσω σου, μπρος σου, πλάι σου…
Και λίγο πιο πέρα από το πίσω σου, μπρος σου, πλάι σου, ακατάσχετα ακόμα να βρέχει.
Ένα νησί από φως…

Σε κοιτάζουν στα μάτια τότε οι άνθρωποι αυτοί, "δεν έχει άλλο ουρανό" λένε κι απομακρύνονται.
Λίγο μετά και καθώς έχουν απομακρυνθεί, ανοίγεις την βαλίτσα την βαριά και βγάζεις ένα κομμάτι ουρανό μετρημένο στις δικές σου διαστάσεις, δικό σου ουρανό κι αρχίζεις να ταξιδεύεις…

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

Ο στρατιώτης ισορροπιστής

Έξω πάλι βρέχει.
Απλώνεται τούτο το κύμα της βροχής, πλημμυρίζει τα όνειρα, τις απέραντες αποστάσεις της μνήμης.
Αναμοχλεύει κι ανασύρει, ολοένα ανασύρει.
Ποτίζει ρίζες ξεραμένες κι εκείνες βλασταίνουν.

Κι εγώ, στρατιώτης, βαδίζω κουρασμένος, θαρρείς απ’ την άκρη του κόσμου.
Οι σταγόνες φορούν τη λυπημένη τους μορφή, πολυβολούν εκ νέου τη μνήμη.
Φόρτωσαν ερημιά οι στιγμές τις αισθήσεις.
Κι έπειτα, ισορροπιστής, απλώνω ξυπόλητος ένα ένα τα βήματά μου στο σκοινί.
Κάποτε θα πέσω μ’ αδιαφορώ.

Οπλίζω κι ανταποδίδω.
Μπαίνω στα χαρακώματα.
Καθώς τελειώνουν οι σφαίρες άχρηστος σύντροφος το όπλο.
Δε τ’ αποχωρίζομαι, ένα μ’ εμένα πια.

Βρέχει ακόμα.
Ολοένα και πιο δυνατά.

Τούτα τα χαρακώματα γέμισαν ρίζες.
Όπου πατώ υπάρχουνε ρίζες.
Ξεπλυμένες, μαυροντυμένες και χαμογελαστές.

Τούτες οι μεταμεσονύκτιες βροχές του καλοκαιριού
φέρνουν κύκλους στην ψυχή μου σα φεγγάρια ματωμένα.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

Άτιτλο

Κάποτε περνώντας μια ζωή μέσα σε ένα απόγευμα, άλλοτε εξασκώντας τις άκρες των δακτύλων φτιάχνοντας εικόνες επάνω στη σκόνη των επίπλων, ταξίδεψα στους αιώνες.

Κάποτε πάλι σε στιγμές απόλυτης αγωνίας σ’ έφερνα στο μυαλό και μου μάλαζες τα όνειρα.

Έτσι έζησα.

Συνήθισα τον πόνο των τραγουδιών, τη σιωπή, τα δάκρυα, το βλέμμα των θλιμμένων ημερών.

Σ’ ακολουθώ με βήματα πότε ματωμένα, πότε ποτισμένα με δάκρυα, κι εξακολουθώ να θηλάζω εικόνες μιας περιπλάνησης που δεν τελειώνει ποτέ.

Κάποτε πάλι εκείνο το παιδί που μνημονεύω στα ποιήματά μου, τραβάει την άκρη του παλτό μου και κλαίει.

Κι έχουν περάσει τόσα χρόνια μέσα σε λίγες στιγμές που εκείνο το τελευταίο ηλιοβασίλεμα, μοιάζει με πορφύρισμα στην αγκαλιά μιας θάλασσας που με τον καιρό λιγοστεύει.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2007

...είχαν το χρώμα του ηλιοβασιλέματος

Ανυποψίαστα, είχε φθάσει μια άνοιξη σιωπηλή, σαν πως κοιτάζεις το ηλιοβασίλεμα αφήνοντας κάθε διάθεση συζήτησης να ξεμακρύνει, στάθηκες στην άκρη ενός πελάγου θαρρείς από σύγνεφα, κ’ είπες «εγώ θα πετάξω»,
είχα πάρει τον δρόμο για το πρώτο μου ταξίδι, ντυμένο εκείνο το πέλαγο, κι έγινα θάλασσα, κάποτε με μεγάλες γουλιές κατάπινα ηρωικά ναυάγια κι άλλα πάλι κοσμοπολίτικα.
Πίσω απ’ τα φεγγάρια, άλλοτε Άνοιξης κι άλλοτε Φθινοπώρου, νιώσαμε μια κυριαρχία στον κόσμο και στους ανθρώπους, κ’ ίσως κάποτε να ήταν αληθινή, μόνο που είχα ξεχάσει το σκήπτρο του αυτοκράτορα σε κάποιο όνειρο που λησμόνησα τον δρόμο και δεν κατάφερα να γυρίσω, κ’ είχες την απορία «πως γίνεται ένας να ορίζει τόσες ζωές».
Οι νύχτες π’ ακολούθησαν είχαν το χρώμα εκείνου του ηλιοβασιλέματος, απ’ τις τσέπες του ξεπρόβαλε κάθε τόσο μια λέξη άναρχη καθώς όλες οι μέρες που ήρθαν, «θέλω να κοιμηθώ» έλεγα, μόνο που είχες κρατήσει όλες τις νύχτες αγκαλιά θαρρείς ξεπληρώνοντας σου ο χρόνος ένα γραμμάτιο άδικης λύπης, «ο θάνατος μου είναι ο ύπνος αν δεν έχω κάπου ν’ ακουμπήσω τις μικρές μου εικόνες» θα σου πω κάποιο μεσημέρι κι εσύ θα με κοιτάξεις μη έχοντας κάτι παρόμοιο ακούσει μήτε κάτι να πεις,
δεν αρκούσε ο κόσμος για να κρατήσει εκείνη την ανάγκη για συντροφιά, μόνο που μέσα σου βάλτωσε νιώθοντας δίχως τρυφερότητα το κάθε χάδι, δίχως την ανάγκη της επαφής του μόνο τη δίψα του αγγίγματος, γίναν δύσκολα τα βράδια, ή… τα σχεδόν βράδια.
Ένας πλανόδιος πωλητής περνούσε πουλώντας χαλιά κάτω απ’ το σπίτι μ’ ακόμα και σ’ αυτό είχες συνηθίσει, να βαδίζεις με γυμνά τα πέλματα της ψυχής κι αναρωτιέμαι αν τούτος είναι ο λόγος π’ αγριεύει η ψυχή σου καθώς νυχτώνει;
Απ’ τα λιμάνια που ταξίδεψες έπαιρνες το άρωμα μιας εικόνας αποδημητικής, με τα πουλιά μέσα από ένα τζάμι δωματίου δακρυσμένο,
τι απόμεινε στ’ ανοιχτά σου κλαδιά από εκείνη την Άνοιξη, ποιοι δρόμοι επιστρέφουν το βλέμμα και βλέπει διαφορετικά τις ίδιες εικόνες;
Άλλοτε, κρατημένο κλειστό καθώς μένει το παλτό που φοράς βλέπεις το κρύο να διαπερνά της ψυχής τα οράματα και να ματώνουν, κι αλήθεια ψάχνοντας τούτη την απάντηση που οδηγήθηκε η ψυχή που τόσο χτυπήθηκε.
Στον μεγάλο καθρέφτη του δωματίου θ’ αντικρίζεις τη γυναίκα που πότισε τα μάτια της ψυχής με δάκρυα κάποια θλιμμένα απογεύματα που μοιάζουν να ‘ναι Αυγούστου ή Φλεβάρη - μπερδεύονται κάποτε οι εποχές – κ’ ίσως, αφού στα πιο βαθιά σου μυστικά υπάρχει κρυμμένο εκείνο το γράμμα στο Θεό που έχεις γράψει να το διαβάζεις συχνά αφήνοντας του ίδια λύπη στα χείλη να γεύεται.
Μόνο τους χειμώνες, τότε έπρεπε να είχες προσέξει, αρρωσταίνει εύκολα η ψυχή…

…οι άνεμοι βλέπεις είναι πάντοτε αμείλικτοι κι εσύ εκτέθηκες βαστώντας έναν χαρταετό πριν εκείνος πετάξει στον μεγάλο του αποχαιρετισμό…

Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

Το ποδήλατο

... κι όταν αφεθείς, κοίτα καλά, εκεί στο βάθος υπάρχει ένας κήπος που προσμένει τα βήματά σου, μόνο τότε θα διακρίνεις τον δρόμο.
«Μητέρα», θα λες, «είχες δίκιο για τους ανθρώπους, έχουν ντυθεί το μαύρο στην ψυχή και τα όνειρά τους δε μοιάζουν με τα δικά μου. Μπορώ ακόμα κι ονειρεύομαι με την ψυχή, κι όταν κάνω να τους μιλήσω, παράξενα με κοιτάζουν.
Γιατί μητέρα με κοιτάζουν παράξενα;
Γιατί τις λέξεις μου δεν καταλαβαίνουν καθώς μιλάω;
Είχες δίκιο όταν έλεγες πως θα κρυώνω τους χειμώνες που δε θα ‘χω ένα χέρι να με σκεπάσει, ένα ξένο δάκρυ να σκεπασθώ. 
Κρυώνω μητέρα.
Κοίταξε με πατέρα, τούτη τη φεγγαραχτίδα αδράχνω και βάφω την ψυχή μου.
Με την φεγγαραχτίδα με νανούριζες, θυμάσαι, και καθώς κοιμόμουν την έπλεκες και κάθε φορά άφηνες στο προσκέφαλο μου ένα μικρό παραμύθι, γλυκό και όμορφο. 
Για τούτο έμαθα να χαμογελώ. 
Έτσι και στα δύσκολα, ακόμα χαμογελώ.
Πατέρα, θυμάσαι, μου μάθαινες να ισορροπώ με το ποδήλατο. 
Τώρα μια στη λύπη ισορροπώ μια στη χαρά. 
Τι μου έμαθες μονάχα να γνώριζες, τι μου έμαθες!
Πήρα στα χέρια τη ζωή μου, την χώρεσα σε μια μικρή από άρωμα φιάλη. 
Κι έκλαψα, κι έκλαψα, κι έκλαψα…
Μα τώρα όπως σ’ εκείνο το ποδήλατο, το κόκκινο, μετά από καιρό προσπάθειας ισορροπώ.
Και είσαι εσύ ο υπεύθυνος, ο σωτήρας μου.» ...
.
απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

Μ' αρώματα και μουσικές

Κάποτε θα αφήσω μέσα στα δάκτυλά σου την ψυχή μου, όπως σε καιρούς περασμένους ξαναπροσπάθησα μα προδόθηκα, για να μαλάξεις τα μικρά μου όνειρα και τις επιθυμίες

όταν τις νύχτες σιωπώ είναι γιατί βαθιά μέσα μου χορεύει ακόμα η προδοσία. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι τα ταξίδια σου στην ψυχή μου. Ηρεμώ.

Θυμούμαι από τα παιδικά μας παιγνίδια έλειπε το όνομά σου. Πως έτσι σκλήρυνε ο κόσμος γύρω μας; Πόσα τα χρόνια που αφήσαμε να φύγουν δίχως να κρατήσουμε το άρωμά τους; Ένα βιβλίο παιδικό με πειρατές και φαντάσματα, έτσι φανταζόμουν τότε τη ζωή και πλάι στις φαντασιώσεις και τα παιδικά παιγνίδια μια μελαγχολία ανεξήγητη, παράξενη.

Από τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού κάθε Άνοιξη έμπαιναν τ’ αρώματα των λουλουδιών, τα χρώματα, το φως του ήλιου. Πριν λίγο καιρό θέλησα να γράψω για την μητέρα, κατάλαβα τότε πως Άνοιξη ήταν η μητέρα. Τα χρώματα, τα αρώματα, το φως του ήλιου παίζανε δίπλα μας όλο τον χρόνο.

Η λύπη μου από την εποχή εκείνη ήταν οι αποστάσεις. Μετακομίσεις, νέοι φίλοι και οι παλιοί ξεχασμένοι σε κάποια σχολική φωτογραφία. Τώρα με τη δουλειά ξανά μετακομίσεις, μοναξιά και δεν μου το συγχωρώ.

Είναι φορές ακόμα και τώρα, που τα βράδια έρχεται ένα μικρό λευκό περιστέρι και καθώς κλείνω τα μάτια στέκεται πλάι μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μιλάει με παραβολές, κάποτε μου λέει παραμύθια

κι ίσως βαθύτερα να είναι τούτο το πουλί οι από παλιά αγαπημένοι μου άνθρωποι που φύγαν, άλλος από κούραση κι άλλος από ανάγκη,

θυμούμαι τα πρόσωπα κάποιο βράδυ ή απόγευμα – με βοηθάει περισσότερο τούτη η ώρα – σε ηλικίες περασμένες, στα οχτώ, στα δώδεκα, στα δεκαπέντε, στα δεκαεννιά τους χρόνια

με φορεματάκια κοντά λουλουδάτα, με μικρά παντελονάκια θαλασσιά και πέδιλα, χτυπήματα στα γόνατα και στους αγκώνες από την μπάλα, το κρυφτό και τα δέντρα.

Ο χρόνος, λέω, καμιά φορά μας γλιστράει μέσα από τα χέρια αδιάφορα, κλείνουμε τα μάτια και του κουνάμε ένα μαντίλι ελπίζοντας κάποτε στον γυρισμό.

Κι όταν η λύπη απλώσει το αράχνινο δίχτυ στην ψυχή μας κοιτάζουμε πίσω και σ’ ένα μνημόσυνο σιωπηλό ρίχνουμε εν’ άνθος στο πέλαγο που οι στιγμές μας ταξιδεύουν.

Χθες άνοιξα το παράθυρο στο μικρό μου δωμάτιο, θυμήθηκα την ίδια αυτή κίνηση στο χωριό της μητέρας, απ’ έξω ο κήπος θησαύριζε μ’ αρώματα τον στενό δρόμο και κάποτε η μητέρα καθισμένη στην σκιά μιας μικρής καρυδιάς με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα σχεδόν καλοκαιρινό.

Παιδί η μητέρα. Έτσι τη θυμούμαι στα είκοσι της χρόνια, στα είκοσι δυο της μ’ ένα χαμόγελο λαμπερό.

Τώρα ερημιά. Όλα αφημένα στη σκόνη της αχρησίας σκεπασμένα με μια κουβέρτα μάλλινη στρατιωτική. Σα να έφυγαν οι αναμνήσεις ασυνόδευτες για το μεγάλο τους ταξίδι.

Καμιά φορά τα βράδια καθισμένος στο λυγισμένο κορμί μιας ψάθινης καρέκλας, δακρύζω καθώς έρχονται ξανά τα περασμένα και με αγγίζουν, ύστερα κλείνω τα μάτια και σου μιλάω.

Στάθηκες στις άκρες των λέξεων μου, των συναισθημάτων, της προσμονής μου, σαν ήλιος, κι εγώ θέλησα να ναυαγήσω μέσα σου.

Στους φθινοπωρινούς περιπάτους μας – ήταν η εποχή μας το φθινόπωρο, θυμάσαι – πεσμένα κίτρινα φύλλα, άρωμα από τις πρώτες ψιχάλες στο χώμα, κρατημένοι απ’ το χέρι δίπλα στη λίμνη.

Με τα βήματα του Χριστού κάποιο βράδυ θα έρθω ξανά κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στα χέρια που θα ανασαίνουν μόνο για να σε αγγίζουν, μόνο για να σφίξουν μέσα τους τη ζέστη του προσώπου, να σκουπίσουν τα δάκρυα σου.

Χίλια ναυάγια μέχρι σήμερα η ζωή κι εσύ σα μόνο νησί στο αρχιπέλαγος προσμένεις το ναυαγό σου να έρθει

με χίλια αρώματα και μουσικές λουλουδιών που άνθισαν πριν την Άνοιξη.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2007

Ο χρόνος είναι ένα παιγνίδι που δεν κερδίζουμε ποτέ

Παιγνίδι ο χρόνος από εκείνα που με κούρασαν.
Συνήθισα να περιμένω μα με τον καιρό έγινα ανυπόμονος.
Έμεινα με τις εικόνες του απογεύματος μέσα στα μάτια.
Και ήταν χειμώνας.
Ό,τι περίμενα δεν έφτασε ακόμα.
Δε μου έκλεισε ποτέ το μάτι ο Θεός, μήτε σημάδι μου έδειξε για να πιστέψω πως κάτι θα αλλάξει.
Άφησα σε ένα σακάκι μια φωτογραφία μου παλιά στρατιωτική, απλά και μόνο να θυμούμαι εκείνο που καιρό τώρα άρχισε να αλλάζει.
Όταν βραδιάζει, ξαπλώνω στο πάτωμα να αφουγκραστώ τις βαριές μου ανάσες.
Κάποτε τα βράδια αυτά μαγεύονται από το πέρασμα μιας μνήμης αποδημητικής.
Τίποτα πια, τίποτα δεν επιστρέφει ίδιο από το παρελθόν.
Έχει τα σημάδια της επαφής με τον χρόνο στα μάτια του και φοβούμαι να το αγγίξω.
Ακόμα κι εσύ άλλαξες.
Μια φορά απλώνει κανείς τα χέρια στον ήλιο και σώζεται, την δεύτερη καίγεται κι εμείς ήμαστε τώρα στο δεύτερο άγγιγμα.
Πώς να γίνει.

Ο χρόνος είναι ένα παιγνίδι που δεν κερδίζουμε ποτέ. σου το είχα πει, το γνώριζες κι εσύ άλλωστε.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2007

Μ' άρωμα κομμένου φρέσκου λεμονιού

Να ονειρεύεσαι, μου είπες κι έκλεψες κάθε μου όνειρο με την φυγή σου.
Παράξενα ένιωθες από πάντα την αγάπη, αλλιώς εννοούσες τις λέξεις κι ας ήμουν εγώ ο ποιητής.
Έπαιρνα το πρωινό φως, έριχνα λίγο άρωμα κομμένου φρέσκου λεμονιού κι έβρεχα τα μαλλιά σου να ξυπνήσεις, ερχόσουν στη μέρα εσύ μ’ ένα χαμόγελο ήρεμο και τρυφερό.
Όπως ο έρωτας κοιμόσουν.
Θαλασσοπούλι σε τρικυμία ξυπνούσα μέσα στη νύχτα να σε δω, να βεβαιωθώ πως είναι κοντά η θάλασσά μου.
Κι ήσουν κοντά, για την ακρίβεια βρισκόσουν μέσα μου, στις λέξεις, στον χρόνο, στων ματιών μου το παίξιμο.
Ένιωθα τον άνεμό σου στα στήθη, τη λύπη να χάνεται απ’ τις άκρες των ματιών σου, ανεπαίσθητο δάκρυ.
Ένα πρωινό σ’ αντίκρισα στο περβάζι του παραθύρου ακουμπισμένη.
Είχες την πληρότητα στα μάτια, καθόλου δυστυχία.
Ό,τι είχες ανάγκη σου το είχα προσφέρει.
Δεν ήθελες άλλο από εμένα να πάρεις.
Ανέβηκες στης καρδιάς μου το περβάζι και μ’ ένα δυνατό σου πάτημα βρέθηκες να πετάς σε γαλανούς ουρανούς.
Κι ήταν πολλοί οι ουρανοί που έκανα πρόσφορο στην καρδιά σου να ταξιδεύει.
Τα πουλιά κάνουν ένα κοντινό πέταγμα κι επιστρέφουν για λίγο, για ένα τελευταίο κοίταγμα, ένα δάκρυ αποχαιρετισμού. Μήτε και τούτο έκανες.
Οι απελπισμένοι μένουν ζωντανοί ακόμα και με την λύπη.
Ήμουν απελπισμένος εγώ.
Το γνώριζες.
Στο πέρασμά σου από τη ζωή μου δεν άφησες μήτε έναν τουλάχιστον πόνο.
Μ’ εγκατέλειψες να ταλαντεύομαι στο τίποτα της ύπαρξής σου.

Σάββατο 2 Ιουνίου 2007

Απο δωμάτιο σε δωμάτιο

Γυρίζω τώρα από δωμάτιο σε δωμάτιο, από ψυχή σε ψυχή.
Μήπως κι αυτή τάχα μικρά δωμάτια δεν έχει – ή πιο σωστά, εμείς δε χτίζουμε (;) – να κρύβουμε ό,τι μας πονά, ό,τι έρχεται τις νύχτες και μας ληστεύει.
Νιώθω να μην έβαλα μήδ’ ένα πλίθο να ορθώσω διαχωριστικά, να μην έκρυψα τίποτε απ’ την ψυχή μου.
Άγγισα το κάθε τι που ένιωσε να το μάθω, να το εφαρμόσω μέσα κι έξω από εμένα.
Μέσα κι έξω από εμάς υπάρχει η ζωή μας, η σιωπή μας, η χαρά, τα όνειρά μας.
Άραγε ότι ζούμε είναι αληθινό ή η αλήθεια είναι ο τρόπος που δεχόμαστε τα πράγματα γύρω μας;
Σιωπώ, γιατί καθώς μιλώ οδηγώ τα δάκρυα στα μάτια των ανθρώπων.
Τους πονώ με τον δικό τους πόνο, εκείνον που ανασύρω απ’ τα μικρά δωμάτια της ψυχής.
Κι εγώ πονώ, απ’ την ανάγκη μου να προσφέρω δίχως να βρίσκω πρόθυμο κανέναν να δεχθεί.
Νιώθω κάποτε να ερημώνω.
Κ’ ίσως πάλι ήδη να έχω ερημώσει,, για τούτο μπορώ κι αναγνωρίζω τα σημάδια.

- Πώς να μιλήσεις για τον πόλεμο όταν δεν έζησες κάτι δικό του; -

Εντός μου αναδύει χρώματα η αναμονή.
Αγία αναμονή.
Προσμένοντας κερδίζεις ότι προσμένεις ή τουλάχιστον κάτι από αυτό, εκείνο το ελάχιστο που χαράζει το χαμόγελο στα χείλη της ψυχής.
Έζησα άραγε προσμένοντας ή καθώς γύριζα τον μέσα μου κόσμο άρχισα να διεκδικώ λησμονώντας κάθε προσμονή;