Όλα τριγύρω είχαν ποτίσει από την απογευματινή βροχή.
Βράδιαζε ολοένα, ο χωμάτινος δρόμος είχε πια γίνει βούρκος από τα βήματα των περαστικών.
Κοίταξε τα παπούτσια του, είχαν βαρύνει από την λάσπη.
Προχώρησε, αδιάφορος πια για το αγκάλιασμα της βροχής που πήρε πάλι ν’ αρχίζει.
Είδε ένα καφενείο στην γωνία, στάθηκε λίγο απ’ έξω όσο να καθαρίσει τα παπούτσια στο συρμάτινο πατάκι από την λάσπη.
Άνοιξε και μπήκε.
Δύο μεσοκαιρίτικες φιγούρες σκυθρωπές απ’ την χωμάτινη ζωή τους, έριχναν κάστανα στην πλάκα του βαρελιού που έγινε σόμπα για τις ανάγκες του χειμώνα.
Είχε πάρει ο χώρος άρωμα απ’ την ψημένη σάρκα του καρπού.
Στους τοίχους φωτογραφίες σε άσπρο μαύρο, μια λύρα πολίτικη σε μια γωνιά, παραδίπλα ένα σάζι.
Κάθισε κάτου από ένα πρόσωπο γερασμένο.
Το κοίταξε στα μάτια.
«Ο πατέρας» ακούσθηκε μια φωνή αργή πλάι στο στραμμένο του πρόσωπο.
«Στην Ανδριανούπολη» συνέχισε η φωνή «ήμασταν αλλιώς, ήμασταν καλά εκεί, τώρα στα προσφυγικά, τι να σας λέω, τα βλέπετε…»
«Τι θα πάρετε;»
Τον ξένισε ο πληθυντικός, κοίταξε τα ρούχα του, το καπέλο επάνω στο τραπέζι, έπειτα τις φιγούρες πλάι στη σόμπα· τον καφετζή.
Μόνο τα λασπωμένα του παπούτσια ταίριαζαν με τον χώρο, μα κάτω από την λάσπη μήτε κι εκείνα.
«Έναν σκέτο, βαρύ» είπε, κι έδινε την εντύπωση πως σίγουρα τούτο ήταν το γιατρικό για όσα στην ψυχή του κουβαλούσε.
Έκλεισε τα μάτια καθώς ακουμπούσε το κεφάλι μέσα στις παλάμες.
Μια τέτοια γειτονιά η γειτονιά των παιδικών του χρόνων, αλάνες που γίνονταν λίμνες με τις πρώτες βροχές, σπίτια χαμηλά, απαλό φως μιας λάμπας θυέλλης πάνω απ’ τ’ ανοιχτό βιβλίο, πολυτέλεια τώρα, φώτα ηλεκτρικά, φασαρία μεγαλούπολης, πιάστηκε καλά βλέπεις με την δουλειά· όχι τόσο τίμια όσο φαίνοταν.
Και σιωπή!
Ναι, σιωπή!
Πίσω από τις πανάκριβες κουρτίνες, απ’ τ’ ασημένια μαχαιροπίρουνα, τα σκεύη νέας τεχνολογίας, σιωπή, κάτω από τα χαλιά εισαγωγής, απ’ το βελούδινο σαλόνι, απ’ τα ζεστά μετάξινα σκεπάσματα.
«Πόση σιωπή άραγε να υπάρχει στον κόσμο» αναρωτήθηκε.
Άνοιξε τον χαρτοφύλακα, τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί, μια πένα και σημείωσε:
“Τριγύρω ομίχλη πέφτει κι όλα χάνουνται στο ανομολόγητο πέρασμα της σιωπής.
Κάποια ραγισματιά στο τζάμι του χρόνου αρκεί να δραπετεύσει ένα τοσοδούλη δευτερόλεπτο.
Είναι εκείνο που θα φέρει την ευτυχία.
Είναι πάντα εκείνο που επιστρέφοντας στην ροή του χρόνου, και πριν για πάντα χαθεί, στα μάτια θα σε κοιτάξει και θα σου πει πως ευτύχησες.”
Τελειώνοντας την άσκηση ευτυχίας έψαξε στην ψυχή του να βρει εκείνο το δευτερόλεπτο.
Δωμάτιο δίχως έπιπλα, δίχως ένοικους πια η ψυχή του, μόνο καθρέφτες μεγάλους στους τοίχους.
Ένα κενό που καθώς καθρεφτίζονταν από τοίχο σε τοίχο μεγάλωνε ώσπου έγινε απέραντο, θαρρείς αιώνιο.
Κι έτσι όπως έπεφταν τα δάκρυα, η ηχώ τους μάτωνε την όποια είχε απομείνει μνήμη.
«Κάτι πρέπει να κάνουμε με τούτη την λάσπη» έφτασε στην δίνη του η φωνή του καφετζή και τον τράβηξε έξω από αυτήν.
Ήταν βρεγμένα πια τα μάτια, πιο βρεγμένα κι από τον δρόμο που είχε πια ερημώσει.
Κοίταξε τώρα εκείνον στα μάτια.
«Μόνο με την λασπουριά της ψυχής δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε» είπε, άφησε απαλά ένα εικοσαράκι πάνω στο ξύλινο τραπέζι, πήρε το καπέλο, φόρεσε την καμπαρντίνα, προσπέρασε τις φιγούρες που τώρα τον κοίταζαν παραξενευμένες και κατηφόρισε στην βροχή.
Δεν υπήρχε πια δρόμος, ένα σκοτεινό ποτάμι μονάχα που τον παράσερνε μακριά.