Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Άλλαξαν τα χρόνια μας

στην Βαλάνη

.

Άλλαξαν τα χρόνια μας.

Ένα μικρό κουβάρι κρατώ στα χέρια να πλέξω μάλλινα ρούχα για τα παιδιά. Ξυπνώ, και με φωνάζουν μάνα. Δεν ένιωσα ομορφότερα ποτέ.

Πέρασα από ‘να κατάστημα προχθές, αγόρασα δύο μικρά ζευγάρια παπούτσια. Αχ! Να τα ‘βλεπες, η μισή μου παλάμη ήταν.

Τ’ ακούμπησα στο προσκέφαλό τους. Πήραν μια χαρά σαν τα είδαν. Τέτοιες χαρές με κάνουν ευτυχισμένη. Ξυπνάω τα πρωινά κι έχω την έγνοια τους. Στο δωμάτιο τρέχω, είναι πράγματι αληθινά όλα τούτα που νιώθω.

Οι μικροί μου άγγελοι κοιμούνται ακόμα, πάει καιρός που έπαψαν να ξυπνούν στο μεσονύχτι αναζητώντας την άκρη του στήθους μου να ξεδιψάσουν την ανάγκη τους.

Χαμογελούν.

Κλέβω λίγη από τούτη την ομορφιά.

Η ψυχή τους, ψυχή μου, μοιάζει πραγματικά με των αγγέλων. Παίρνουν το χρώμα των αστεριών τα μάτια τους.
Καμιά φορά, όταν κάνει η απελπισία να μ’ αγκαλιάσει,
θυμούμαι τα μάτια αυτά.

Κρατιέμαι δυνατά από ένα τους δάκρυ και συνεχίζω.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Το παζάρι

Με πίστη πόση αγοράζω τη ζωή από τις λαϊκές
από πάγκους άδειους, σκουριασμένους.
.
Τι κι αν ταξίδεψα στου κόσμου την άκρη
πάντοτε ίδιο θα είναι το παζάρι.
.
απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Αμπάρι μνήμης

Μ’ έκλεισε σ’ ένα αμπάρι η μνήμη
πιάνω απ’ τα χέρια τις εικόνες και τα χρόνια μου
μοιάζουν μ’ εκείνα τα παιδιά
που παίζουνε πόλεμο φτιάχνοντας όπλα από ξύλο.

Τα χέρια μου
άρχισαν να σκαλίζουν στην σκόνη των επίπλων
ονόματα πλοίων και προορισμών
το όνομά σου σε παραλλαγές διάφορες.

Που ξεμείναμε δεν κατάλαβα
και τώρα μας γυρεύω σ’ αναμνήσεις…



Το παραπάνω είναι εμπνευσμένο από το ποίημα της κ. Κατερίνας Καριζώνη
«Tα μοχθηρά βαπόρια» όπου και αναρτήθηκε ως σχόλιο.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

Αντί επετείου…

Κάποτε το Ρωμιάκι* είπε «Ο Δράκος είναι εκεί και θα ‘ναι κι αύριο και μεθαύριο. Ξερογλείφεται τον βλέπετε; Είδε πως σκότωσαν την παρέα του Καραγκιόζη και περιμένει να τους φάει…»

Είπα και παλαιότερα, οι μαχαλάδες βρίσκονται ακόμα σε πόλεμο.

Τις νύχτες, πολυβολούν τα σπίτια μας μυστικοί στρατιώτες.
Ένα χέρι ξεριζώνει εικόνες χαρούμενες απ’ τα στήθη μας.
Τις βλέπουμε κρεμασμένες πρωτοσέλιδα εφημερίδων στα περίπτερα.
Μας κοιτάζουν ύποπτα οι περαστικοί, κοιτάζουμε κι εμείς με την σειρά μας.
Κάνεις ν’ αγγίξεις και τράβιουνται τα χέρια, σφίγγουν τα μάτια.
«Μην πονέσω πάλι…»

Τα σκυλιά θα ξεσκίζουν πάντα την ζωή μας όσο λυμένα θα τ’ αφήνουμε.

Όταν κλείνω τα μάτια, είναι για να ονειρεύομαι.
Είναι που δεν μπορώ ζήσω δίχως όνειρα…




*Ρόλος που ενσάρκωσε η αλησμόνητη Τζένη Καρέζη στην θεατρική παράσταση του Ιάκωβου Καμπανέλη «Το μεγάλο μας Τσίρκο»

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

Πόσοι ξεχύθηκαν μ’ ένα ταμπούρλο στα χέρια

Βγαίνουν λειψές στο μέτρημα οι μέρες
κι εσύ ζητάς εκείνο το τραγούδι που έλεγε
για το τράμ το τελευταίο…

Πες μου λοιπόν
πόσοι ξεχύθηκαν μ’ ένα ταμπούρλο στα χέρια
να το χτυπούν στις γειτονιές;

Φοβούνται σήμερα τα παιδιά μην τα μαλώσεις.
Να κλαίνε δεν τους αρέσει, λένε
εγώ λέω, τα δάκρυα δεν αντέχουν να βλέπουν….

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Η λασπουριά της ψυχής

Όλα τριγύρω είχαν ποτίσει από την απογευματινή βροχή.
Βράδιαζε ολοένα, ο χωμάτινος δρόμος είχε πια γίνει βούρκος από τα βήματα των περαστικών.
Κοίταξε τα παπούτσια του, είχαν βαρύνει από την λάσπη.
Προχώρησε, αδιάφορος πια για το αγκάλιασμα της βροχής που πήρε πάλι ν’ αρχίζει.

Είδε ένα καφενείο στην γωνία, στάθηκε λίγο απ’ έξω όσο να καθαρίσει τα παπούτσια στο συρμάτινο πατάκι από την λάσπη.
Άνοιξε και μπήκε.
Δύο μεσοκαιρίτικες φιγούρες σκυθρωπές απ’ την χωμάτινη ζωή τους, έριχναν κάστανα στην πλάκα του βαρελιού που έγινε σόμπα για τις ανάγκες του χειμώνα.
Είχε πάρει ο χώρος άρωμα απ’ την ψημένη σάρκα του καρπού.
Στους τοίχους φωτογραφίες σε άσπρο μαύρο, μια λύρα πολίτικη σε μια γωνιά, παραδίπλα ένα σάζι.
Κάθισε κάτου από ένα πρόσωπο γερασμένο.
Το κοίταξε στα μάτια.

«Ο πατέρας» ακούσθηκε μια φωνή αργή πλάι στο στραμμένο του πρόσωπο.
«Στην Ανδριανούπολη» συνέχισε η φωνή «ήμασταν αλλιώς, ήμασταν καλά εκεί, τώρα στα προσφυγικά, τι να σας λέω, τα βλέπετε…»

«Τι θα πάρετε;»

Τον ξένισε ο πληθυντικός, κοίταξε τα ρούχα του, το καπέλο επάνω στο τραπέζι, έπειτα τις φιγούρες πλάι στη σόμπα· τον καφετζή.
Μόνο τα λασπωμένα του παπούτσια ταίριαζαν με τον χώρο, μα κάτω από την λάσπη μήτε κι εκείνα.

«Έναν σκέτο, βαρύ» είπε, κι έδινε την εντύπωση πως σίγουρα τούτο ήταν το γιατρικό για όσα στην ψυχή του κουβαλούσε.

Έκλεισε τα μάτια καθώς ακουμπούσε το κεφάλι μέσα στις παλάμες.
Μια τέτοια γειτονιά η γειτονιά των παιδικών του χρόνων, αλάνες που γίνονταν λίμνες με τις πρώτες βροχές, σπίτια χαμηλά, απαλό φως μιας λάμπας θυέλλης πάνω απ’ τ’ ανοιχτό βιβλίο, πολυτέλεια τώρα, φώτα ηλεκτρικά, φασαρία μεγαλούπολης, πιάστηκε καλά βλέπεις με την δουλειά· όχι τόσο τίμια όσο φαίνοταν.
Και σιωπή!
Ναι, σιωπή!
Πίσω από τις πανάκριβες κουρτίνες, απ’ τ’ ασημένια μαχαιροπίρουνα, τα σκεύη νέας τεχνολογίας, σιωπή, κάτω από τα χαλιά εισαγωγής, απ’ το βελούδινο σαλόνι, απ’ τα ζεστά μετάξινα σκεπάσματα.
«Πόση σιωπή άραγε να υπάρχει στον κόσμο» αναρωτήθηκε.
Άνοιξε τον χαρτοφύλακα, τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί, μια πένα και σημείωσε:


“Τριγύρω ομίχλη πέφτει κι όλα χάνουνται στο ανομολόγητο πέρασμα της σιωπής.
Κάποια ραγισματιά στο τζάμι του χρόνου αρκεί να δραπετεύσει ένα τοσοδούλη δευτερόλεπτο.
Είναι εκείνο που θα φέρει την ευτυχία.
Είναι πάντα εκείνο που επιστρέφοντας στην ροή του χρόνου, και πριν για πάντα χαθεί, στα μάτια θα σε κοιτάξει και θα σου πει πως ευτύχησες.”


Τελειώνοντας την άσκηση ευτυχίας έψαξε στην ψυχή του να βρει εκείνο το δευτερόλεπτο.
Δωμάτιο δίχως έπιπλα, δίχως ένοικους πια η ψυχή του, μόνο καθρέφτες μεγάλους στους τοίχους.
Ένα κενό που καθώς καθρεφτίζονταν από τοίχο σε τοίχο μεγάλωνε ώσπου έγινε απέραντο, θαρρείς αιώνιο.
Κι έτσι όπως έπεφταν τα δάκρυα, η ηχώ τους μάτωνε την όποια είχε απομείνει μνήμη.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε με τούτη την λάσπη» έφτασε στην δίνη του η φωνή του καφετζή και τον τράβηξε έξω από αυτήν.

Ήταν βρεγμένα πια τα μάτια, πιο βρεγμένα κι από τον δρόμο που είχε πια ερημώσει.
Κοίταξε τώρα εκείνον στα μάτια.

«Μόνο με την λασπουριά της ψυχής δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε» είπε, άφησε απαλά ένα εικοσαράκι πάνω στο ξύλινο τραπέζι, πήρε το καπέλο, φόρεσε την καμπαρντίνα, προσπέρασε τις φιγούρες που τώρα τον κοίταζαν παραξενευμένες και κατηφόρισε στην βροχή.

Δεν υπήρχε πια δρόμος, ένα σκοτεινό ποτάμι μονάχα που τον παράσερνε μακριά.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

Να σου μιλήσω για τα όνειρα

Με πήρε ο χρόνος στην αγκαλιά του.
Τα παλιά λημέρια ακόμα μας περιμένουν.
Φύλαξαν εκείνο το άγριο στην ομορφιά τους.
Φύλαξαν το απλό πρόσωπο των παλιών επαρχιών και σαν ταξιδεύουμε κατά ‘κει μας ταξιδεύουν κι εκείνα.
Θυμάσαι τα παιγνίδια που σκαρώναμε στην πίσω αυλή του σχολείου;
Κατέβαινε ο αγροφύλακας να μας διώξει που ανάβαμε φωτιές σε ντενέκες για τα κουνούπια.
Θυμάσαι;
Κι έπειτα ιστορίες για φαντάσματα, συζήτηση για τα αθλητικά, για τον αγώνα του σαββατοκύριακου με το διπλανό χωριό.

Σ’ έκλεισα σ’ ένα μικρό τετραδιάκι, ίσως και να ‘ταν το βοταναλόγιο που έφτιαχνες μέχρι τα δεκατέσσερα σου χρόνια.
Λέω ίσως γιατί κάθε που το ανοίγω ανεβαίνει στα ρουθούνια μου το άρωμα μιας ρίγανης άγριας.

Μα εσύ στάθηκες στ’ αντάμωμα δυο δρόμων να κρατάς από το χέρι ένα φανάρι από χρόνια σβησμένο.
Ντύθηκες το φόρεμα σου το μαύρο και βγήκες στη δημοσιά.
Δεν περνούν λεωφορεία, κ’ οι όποιοι περαστικοί σπάνια σταματούν πια.

Να σου μιλήσω για τα όνειρα.
Καθώς κλείνεις τα μάτια είναι η μόνη που υπάρχει αλήθεια, της ψυχής σου.
Καθώς κάνεις να την πιστέψεις, όταν εκείνη πολύ απέχει απ’ την άλλη αλήθεια, τότε πάει, χάθηκες.

Μέσα στα βοτανολόγια κρύβεται η ζωή σου.
Ρίζες μικρές και δυνατές που, πάνε, ξεριζώθηκαν πια.
Φύλλα και κλαράκια φυτών που στον κόσμο ήρθαν να τον ομορφύνουν.
Σκίτσα σπάνιων φυτών που για να τα δεις πρέπει τον κόσμο ολάκερο να γυρίσεις.

Διάλεξε πιο φανάρι επιθυμείς.
Εκείνο που έφεγγε κάποτε στο σκοτάδι ή εκείνο που απλά, σε λίγο, πράσινο θ’ ανάψει για να περάσεις;

Θυμήσου μονάχα πως υπάρχουν και οι ουρανοί….

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Ήχος Πλάγιος. Μόνος...

Σιγάνεψαν τα κύματα
βρήκαμε στην εξώπορτα τον βυθό της θάλασσας.
.
Κογχύλια, άμμο, συντρίμμια
σεντούκια σφαλισμένα πλοίων πειρατικών.
Κι άλλοτε
από ένα παλιό ταξίδι ξεπροβάλει μια μνήμη
ενθύμιο

που καιρό ξεχάσθηκε στα πλαϊνά μιας βαλίτσας
φέρνοντας ένα δάκρυ στα μάτια
μια υποψία απόδρασης
.
κι ένας ήχος απαλός, όχι τρυφερός, νοσταλγικός
ήχος πλάγιος
ποτίζει την αίσθηση στην ψυχή
πως πάντοτε, μένεις μόνος…

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Την ώρα που γεννιόμουνα

Γεννήθηκα κοιτάζοντας τον ουρανό.
Με μάτια καστανά άπλωσα στους δρόμους του χρώματα.
Για τούτο αγάπησα τα χρώματα του Φθινοπώρου.
Οκτώβρης του ’76 ήταν, στις 15 του, στην πόλη Κούρσελ του Βελγίου.
Δε ρώτησα αν έβρεχε, όμως λατρεύω τις βροχερές ημέρες από πάντα.

Έμαθα να πλάθω εικόνες, έμαθα ακόμα να κλέβω σταγόνες της βροχής, ν’ αραιώνω τα χρώματα στην παλέτα, όμως δεν έμαθα ποτέ να ζωγραφίζω.
Προσπαθώ να τις γράφω.
Έστειλα κάποιες από αυτές στο Εξώπολις.
Οι πρώτες άρεσαν, οι δεύτερες όχι.
Μετά στον Απόπλους, «Σαμιακών γραμμάτων και τεχνών περιήγηση».
Σταθερή συνεργασία.

Ερωτεύθηκα το θέατρο.
Ο έρωτας μου μ’ ανέβασε στην σκηνή, η αγάπη μου με κατέβασε.
Έμεινα στα πίσω από τα φώτα.
Σκάρωσα λίγα τραγούδια για τον ΘΟΣ (Θεατρική Ομάδα Σάμου).
Τώρα γράφω στον Ήχο Πλάγιο.

Δεν ξέρω τι θα μείνει απ’ όλο αυτό.
Δεν ξέρω τι πρέπει να υπάρχει απ’ όλο αυτό.

Έμαθα ακόμα στα μάτια να κοιτάζω τους ανθρώπους, να κάνω βουτιά στα εντός τους κρυμμένα λόγια.
Μου έμαθαν να μιλώ, και κάποιες που δεν κατάφερα φορές να μιλήσω, έμαθα τον τρόπο να κλαίω.
Έκλαψα.
Έμαθα να ονειρεύομαι.
Τα πιο μεγάλα όνειρα, τα κάνεις όταν νιώθεις πως όλα έχουν δυσκολέψει πολύ.
Έκανα όνειρα μεγάλα.

Δεν έμαθα να οδηγώ και να καπνίζω μήτε και να προσέχω έμαθα.
Μάτωσα πόσες φορές γόνατα και χέρια απ’ τα πεσίματα μα εξακολουθώ ν’ ανεβαίνω σε δέντρα, σε βουνά και σε σύγνεφα.
Σ’ εκείνα τα τελευταία, πρέπει γερά να κρατιέσαι, γιατί καμιά φορά ξεμακραίνουν απότομα και πέφτεις, όπως κι απ’ τα όνειρα.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Ανάγκη

Καταλήγω πάντα
σε μια νύχτα πανσέληνη
σιωπηλός
να κυοφορώ τους δικούς σου πόνους
τις δικές σου αγωνίες
μετά κι εσύ τις δικές μου.
Τόση η ανάγκη μας.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007

Το φεγγάρι για το κορίτσι μιλάει

Κάποτε θα αφήσω μέσα στα δάκτυλά σου την ψυχή μου, όπως σε καιρούς περασμένους ξαναπροσπάθησα μα προδόθηκα, για να μαλάξεις τα μικρά μου όνειρα και τις επιθυμίες
όταν τις νύχτες σιωπώ είναι γιατί βαθιά μέσα μου χορεύει ακόμα η προδοσία. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι τα ταξίδια σου στην ψυχή μου. Ηρεμώ.
Θυμούμαι από τα παιδικά μας παιγνίδια έλειπε το όνομά σου. Πως έτσι σκλήρυνε ο κόσμος γύρω μας; Πόσα τα χρόνια που αφήσαμε να φύγουν δίχως να κρατήσουμε το άρωμά τους; Ένα βιβλίο παιδικό με πειρατές και φαντάσματα, έτσι φανταζόμουν τότε τη ζωή και πλάι στις φαντασιώσεις και τα παιδικά παιγνίδια μια μελαγχολία ανεξήγητη, παράξενη.

Από τ’ ανοιχτά παράθυρα του σπιτιού κάθε Άνοιξη έμπαιναν τ’ αρώματα των λουλουδιών, τα χρώματα, το φως του ήλιου. Πριν λίγο καιρό θέλησα να γράψω για την μητέρα, κατάλαβα τότε πως Άνοιξη ήταν η μητέρα. Τα χρώματα, τα αρώματα, το φως του ήλιου παίζανε δίπλα μας όλο τον χρόνο.
Η λύπη μου από την εποχή εκείνη ήταν οι αποστάσεις. Μετακομίσεις, νέοι φίλοι και οι παλιοί ξεχασμένοι σε κάποια σχολική φωτογραφία. Τώρα με τη δουλειά ξανά μετακομίσεις, μοναξιά και δεν μου το συγχωρώ.
Είναι φορές ακόμα και τώρα, που τα βράδια έρχεται ένα μικρό λευκό περιστέρι και καθώς κλείνω τα μάτια στέκεται πλάι μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και μιλάει με παραβολές, κάποτε μου λέει παραμύθια
κι ίσως βαθύτερα να είναι τούτο το πουλί οι από παλιά αγαπημένοι μου άνθρωποι που φύγαν, άλλος από κούραση κι άλλος από ανάγκη θυμούμαι τα πρόσωπα κάποιο βράδυ ή απόγευμα – με βοηθάει περισσότερο τούτη η ώρα – σε ηλικίες περασμένες στα οχτώ, στα δώδεκα, στα δεκαπέντε, στα δεκαεννιά τους χρόνια
με φορεματάκια κοντά λουλουδάτα, με μικρά παντελονάκια θαλασσιά και πέδιλα, χτυπήματα στα γόνατα και στους αγκώνες από την μπάλα, το κρυφτό και τα δέντρα.
Ο χρόνος, λέω, καμιά φορά μας γλιστράει μέσα από τα χέρια αδιάφορα, κλείνουμε τα μάτια και του κουνάμε ένα μαντίλι ελπίζοντας κάποτε στον γυρισμό.
Κι όταν η λύπη απλώσει το αράχνινο δίχτυ στην ψυχή μας κοιτάζουμε πίσω και σ’ ένα μνημόσυνο σιωπηλό ρίχνουμε εν’ άνθος στο πέλαγο που οι στιγμές μας ταξιδεύουν.
Χθες άνοιξα το παράθυρο στο μικρό μου δωμάτιο, θυμήθηκα την ίδια αυτή κίνηση στο χωριό της μητέρας, απ’ έξω ο κήπος θησαύριζε μ’ αρώματα τον στενό δρόμο και κάποτε η μητέρα καθισμένη στην σκιά μιας μικρής καρυδιάς με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα σχεδόν καλοκαιρινό.
Παιδί η μητέρα. Έτσι τη θυμούμαι στα είκοσι της χρόνια, στα είκοσι δυο της μ’ ένα χαμόγελο λαμπερό.
Τώρα ερημιά. Όλα αφημένα στη σκόνη της αχρησίας σκεπασμένα με μια κουβέρτα μάλλινη στρατιωτική. Σα να έφυγαν οι αναμνήσεις ασυνόδευτες για το μεγάλο τους ταξίδι.
Καμιά φορά τα βράδια καθισμένος στα λυγισμένα ξύλα μιας ψάθινης καρέκλας, δακρύζω καθώς έρχονται ξανά τα περασμένα και με αγγίζουν, ύστερα κλείνω τα μάτια και σου μιλάω.
Στάθηκες στις άκρες των λέξεων μου, των συναισθημάτων, της προσμονής μου, σαν ήλιος, κι εγώ θέλησα να ναυαγήσω μέσα σου.
Στους φθινοπωρινούς περιπάτους μας – ήταν η εποχή μας το φθινόπωρο, θυμάσαι – πεσμένα κίτρινα φύλλα, άρωμα από τις πρώτες ψιχάλες στο χώμα, κρατημένοι απ’ το χέρι δίπλα στη λίμνη.
Με τα βήματα του Χριστού κάποιο βράδυ θα έρθω ξανά κρατώντας ένα τριαντάφυλλο στα χέρια που θα ανασαίνουν μόνο για να σε αγγίζουν, μόνο για να σφίξουν μέσα τους τη ζέστη του προσώπου, να σκουπίσουν τα δάκρυα σου.
Χίλια ναυάγια μέχρι σήμερα η ζωή κι εσύ το μόνο νησί στο αρχιπέλαγος προσμένεις το ναυαγό σου να έρθει
με χίλια αρώματα και μουσικές λουλουδιών που άνθισαν πριν την Άνοιξη.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007

Δεν είναι έτσι η αγάπη, είπα

Ταξιδεύοντας γνώρισα την αγάπη. Είχε μάτια καστανά κι ένα πέπλο θλίψης ριγμένο στα μαλλιά της. Δε την ξανά ‘δα. Έκτοτε ταξίδεψα κρατώντας μέσα μου ένα παιδί, δεν είμαι εγώ φώναζα πάντα, είναι το παιδί, κι εκείνο έκλαιγε κρατώντας χαμηλά σκυμμένο το κεφάλι. Και τώρα πως έτσι γύρισε ο τροχός του χρόνου και την έφερε πάλι μπροστά μου. Είχε τα ίδια καστανά μάτια μα στην ψυχή της είχε τον Κάφκα, τον Choucas εκείνο το μαύρο πουλί που έβλεπε ο Σαχτούρης στον καθρέφτη του. Και το παιδί μέσα μου άρχισε να κλαίει αυτόβουλα κι ασταμάτητα. Είχα έναν πόθο στα στήθη μου για την ώρα αυτή κι ο πόνος μου στέρησε την χαρά.
Ένιωσα το παιδί μέσα μου να πεθαίνει, και τώρα ήμουν εγώ δεν ήταν το παιδί που ένιωθε. Κι ένιωσα τον Choucas να με αγγίζει. Ξεκίνησε τρυπώντας μου το στήθος, μετά τα μάτια, θέλησα να φύγω τρέχοντας μα ήμουν αδύναμος πια. Δεν είναι έτσι η αγάπη, είπα κι έκλεισε τα μάτια μου το πουλί με τα φτερά του. Όταν συνήλθα ήμουν πεσμένος στο δωμάτιο δίπλα στο παράθυρο, στα χέρια κρατούσα ακόμα εκείνη τη φωτογραφία σου.
Κοιτάζοντας στο κενό, δε θα ταξιδέψω ποτέ ξανά, είπα, έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι όλα γίνηκαν σιγά σιγά σκόνη.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2007

Δίπλα στη πόρτα μου

Δίπλα στη πόρτα μου 
φωλιάζει χρόνια τώρα ένα φίδι. 
Όταν ξαπλώνω 
τυλίγεται στα πόδια μου και κλαίει. 
Κάποτε σκέφτομαι να το σκοτώσω 
άλλοτε να το λατρέψω. 
Όταν χαράζει 
το φιλάω πάνω απ’ τα μάτια 
και φεύγοντας δακρύζω.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Ξύλινο αλογάκι

Μ’ ένα ξύλινο αλογάκι η βροχή καλπάζει μέσα στα μάτια μου και πέρα από αυτά.
Τάχα ο ερχομός του Φθινοπώρου είναι ή μια σκέψη που νύχτωσε πριν το ερχομό της;

Ένα ταξίδι ακόμα, μια λύπη, μια χαρά, εν’ αντάμωμα, ίσως…
Πώς να φθάσεις απ’ τη νύχτα στη μέρα δίχως θέση κενή να υπάρχει στο καμιόνι του χρόνου;

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Ο βασιλιάς και το πουλί

Είναι κάποια βράδια που ξημερώνουν τόσο μα τόσο αργά.
Μα τι λέω, σίγουρα οι περισσότεροι αν όχι όλοι το έχετε κάποτε νιώσει.

Δύο άστρα στην άκρη του ουρανού καταπίνουν βιαστικά τα κλεμμένα γλυκά από την βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου.
Κολλάνε τα δάχτυλα τους, κι έτσι καθώς προσπαθούν να ταιριάξουν τα σώματα τους επάνω σ’ ένα σύννεφο πέφτει πότε σαντιγί πότε σιρόπι και πότε ψίχουλα κάτω στη γη…
Ένα μικρό ξωτικό που καθυστέρησε, κάνει αθόρυβα να μπει στο σπίτι μα πατώντας τα ψίχουλα ξυπνάει την πλάση που είχε τρυφερά από ώρα κλείσει τα μάτια της.
Ανεβαίνουν ψηλά οι πυγολαμπίδες και φωτίζουν ακόμα και τις πιο μυστικές διαδρομές.
Ακόμα και τις πιο κρυφές σκέψεις.
Ακόμα και τα δάκρυα στις άκρες των ματιών.

Ποια σκέψη παράξενη οδηγεί τα δάκρυα στις άκρες των ματιών;
Ποια εικόνα πλησιάζει να τ’ αρπάξει από το χέρι και να χαθούνε τρέχοντας μέσα στους δρόμους που σκοτεινιάζουν ολοένα τούτη την πόλη, σα φανοκόροι που ένα ένα σβήνουν τα φανάρια του κόσμου;

Κάθεσαι σ’ ένα παγκάκι με μια σκέψη παράφορη να σε τρικυμίζει.
Κάποιος φεύγει ή ήδη έχει φύγει;
Κάποιος μιλάει ακόμα με βελούδινη φωνή μιλώντας πότε με παραβολές και πότε με τα πιο όμορφα παραμύθια.

Πιο παραμύθι άραγε απόψε θα μας πει;

Ήταν κάποτε ένα βασιλιάς.
Καθώς η νύχτα ανέβαινε ψηλά στον ουρανό κι ο ουρανός έπαιρνε το χρώμα της σιγά σιγά, ξεκινώντας από ένα απαλό μαβί και φθάνοντας ως το παχύ του μαύρου χρώμα, έβγαινε ο βασιλιάς στο τεράστιο μπαλκόνι του πύργου του και κοίταζε τα φώτα του απέραντου βασιλείου του.

Ένιωθε μόνος ο βασιλιάς.
Ένα βράδυ λοιπόν, έτσι καθώς κοίταζε τα αναμμένα φώτα του βασιλείου του, έβαλε τα χέρια στο στόμα, φτιάχνοντας έτσι ένα χωνί.
«Όποιος επιθυμεί να γίνει φίλος με τον βασιλιά να έρθει στο παλάτι».
Φώναξε δυνατά, κι επανέλαβε τον λόγο άλλες δύο φορές.
Έφεραν τα βήματα τους στο παλάτι λογής λογής άνθρωποι.
Ένιωσε χαρούμενος ο βασιλιάς.
Έβαλε να σφάξουν ζωντανά, ανοίχτηκαν και βαρέλια με κρασί και στήθηκε γλέντι μεγάλο.
Δέκα μέρες και δέκα νύχτες δε δούλεψε κανείς στο απέραντο βασίλειο.
Μόνο οι υπηρέτες του παλατιού, πήγαιναν από την μια αίθουσα στην άλλη κουβαλώντας άλλοτε φρούτα, άλλοτε κρασιά κι άλλοτε πάλι φαγητά.
Από τότε κόσμος πολύς έμπαινε στο παλάτι και χαιρετούσε τον βασιλιά.

Καιρό μετά, βγήκε πάλι ο βασιλιάς στο μπαλκόνι του να δει το ηλιοβασίλεμα.
Ένα υπέροχο μαβί απλώθηκε στον ουρανό, τόσο όμορφο ήταν που όμοιο του ο βασιλιάς ποτέ του δεν είχε ξαναδεί.
Τέτοιο χρώμα και τόση απαλότητα μήτε τα βελούδα από τις τέσσερις άκρες του κόσμου που είχε φερμένα δεν είχαν.
Λίγο πριν χαθεί για πάντα τούτο το υπέροχο μαβί κι ουρανός ντυθεί το παχύ μαύρο της νύχτας, χαμογελώντας έκλεισε τα μάτια να φυλάξει στα στήθη του το χρώμα τούτο.
Έτσι που είχε κλειστά τα μάτια, άκουσε μια φωνή να του τραγουδά.

«Για πες μου τώρα βασιλιά
που ‘χεις τσουβάλια τα λεφτά
για πες μου πόσοι φέρανε
δώρα για εσένα ακριβά»;

Άνοιξε τρομαγμένος ο βασιλιάς τα μάτια να δει το πρόσωπο εκείνου που τόλμησε να του μιλήσει με τόση αυθάδεια.
Ανοίγει λοιπόν τα μάτια κι αντικρίζει ένα τόσο δα μικρό πουλί με χρώματα φτωχά.
«Και ποιος σου είπε πως θέλησα εγώ να μου φέρουν δώρα και μάλιστα ακριβά;» είπε ο βασιλιάς στο πουλί.

«Δώρα είναι ακριβά
της ψυχής κοσμήματα
νύχτα και μέρα τα φορά
κι από καρδιάς δωρήματα»
Τραγούδησε ξανά το πουλί και πέταξε απ’ το μαρμάρινο κάγκελο στον θρόνο του βασιλιά.

«Τι θέλεις να πεις πουλί;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς.

«Μα βασιλιά μου» είπε μιλώντας το πουλί «τόσον καιρό τώρα τρώνε και πίνουν στην αυλή σου άνθρωποι πολλοί, στήνουνε γλέντια κι έπειτα καβγάδες κι απ’ τους καβγάδες μετά, φιλιωμένοι εκείνοι που πριν καυγάδιζαν φεύγουν απ’ το παλάτι σου γελώντας.
Για πες μου τώρα βασιλιά, που ‘χεις βασίλειο απέραντο και τρυφερή καρδιά, πόσοι από δαύτους ήρθανε μια λέξη να σου πουν πέρα απ’ το «στην υγειά σου βασιλιά» κι «ευχαριστούμε βασιλιά»;
Πόσες από τότε νύχτες απέμεινες σιωπηλός κοιτάζοντας τον ίδιο πάντα σκοτεινό ουρανό;» και τα λόγια του τελειώνοντας το πουλί χτύπησε δυνατά τα φτερά του και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Έπεσε προβληματισμένος να κοιμηθεί ο βασιλιάς.
Δεν τα κατάφερε.
Έφερναν βόλτα τα λόγια εκείνου του μικρού, φτωχού από χρώμα πουλιού.
Ξύπνησε λοιπόν το πρωί, έδωσε εντολή να πάψουν τα γλέντια, να πάψουν τα βαρέλια με το κρασί ν’ ανοίγουν.
Έπεσε σε μελαγχολία βαθιά ο βασιλιάς.

Εν’ απόγευμα, καθώς λυπημένος κάθουνταν στο μπαλκόνι του και κοίταζε το ηλιοβασίλεμα άκουσε πάλι την φωνή του πουλιού.

«Ησυχία επικρατεί στο βασίλειο σου βασιλιά, μονάχα τα ποτάμια ακούωνται π’ αφήνουν τα νερά τους και κυλούν, ο άνεμος μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων καθώς περνάει» είπε το πουλί και πριν προλάβει τον λόγο του να συνεχίσει μίλησε ο βασιλιάς.
«Είχες δίκιο πουλί, κανείς δεν ήρθε μια κουβέντα να μου πει, μα μήτε και δώρο μου έφερε κανείς να τον θυμούμαι. Μονάχα εσύ ήρθες με εκείνα τα χρώματα τ’ ουρανού και φύλαξα τα χρώματα μαζί με την φωνή σου.»

Είπανε κάποτε για κάποιον βασιλιά – κανείς δεν έμαθε ποτέ το όνομά του – που πέρασε τη ζωή του μιλώντας μ’ ένα πουλί.
Είδανε ηλιοβασιλέματα τόσα όσα όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου μαζί.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι είπαν από τότε.
Θυμούνται μονάχα πως έφυγαν την ώρα του ηλιοβασιλέματος, ήταν ο ένας πλάι στον άλλον σα δύο φίλοι καρδιακοί, κι ο ουρανός είχε ένα απαλό, βελούδινο μαβί.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Σου χαμογελώ

Σου χαμογελώ
κι ας έχω πονοκέφαλο τρεις μέρες τώρα
κι ας έχω από χθες να κοιμηθώ.


Τίποτε ωραίο δεν ομοιοκαταληκτεί με κάτι άλλο ωραίο

μόνο τα τραγουδάκια του συρμού

που λένε «Σ’ αγαπώ» κι αμέσως από κάτω το «πονώ»

επιβεβαιώνοντας όλα τα παραπάνω…

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Τριαντάφυλλο εσύ...

Τριαντάφυλλο εσύ
κι εγώ διχασμός

σ’ έναν αγώνα από πριν χαμένο
δίχως ηρώων τύμβους
κι εμβατήρια.

Τούτο θα φταίει τελικά
τ’ ότι κινήσαμε για πόλεμο
με δίχως εμβατήρια…