Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Ιωάννης Τσιουράκης

Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

ISBN: 978-960-89745-9-3

Εκδόσεις: Μπαρτζουλιάνος
Επιμέλεια έκδοσης: Ηλίας Μπαρτζουλιάνος
Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Σχέδιο εξωφύλλου: Δημήτρης Γεωργάς

(απο το οπισθόφυλλο)
Οι Ήχοι, λέω, όταν πλαγιάσουν πολύ από τον άνεμο, παύουν να είναι ήχοι.
Γίνονται μικρά κορδόνια να μπορούν τα παιδιά να κρατούν τα κόκκινα τους μπαλόνια στο Λουνα Παρκ.
Να κρατούν το πλαστικό φορτηγάκι τους καθώς τρέχουν στον δρόμο...
Να συγκρατούν ένα παπούτσι επάνω στο πόδι καθώς εκείνο βρίσκεται σε γρήγορο βηματισμό.
Κι εγώ πλάγιασα.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Μνήμη πολέμου

Δεν ήταν που είχαμε τα στρατεύματα μας παρατάξει
μήτε που δεν καταφέραμε να μετρήσουμε τους νεκρούς μας.

Μονάχα ο θάνατος ήταν
που θρόνιασε στα μάτια των παιδιών.

…κ’ η γιαγιά
υφαίνει ακόμα στον αργαλειό τα δικά της παραμύθια…
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Τα ολοστρόγγυλα φεγγάρια...

Τα ολοστρόγγυλα φεγγάρια, σα μεγάλες σχεδίες που μοιάζουν του ουρανού, γι’ αστέρια λυπημένα κι έρημα και για άλλα που χτύπησε το κορμί τους η ουρά κάποιου κομήτη, μου φέρνουν στη θύμηση τα παιδικά μου παραμύθια.

Ήταν κάτι λεπτά, πιασμένα στη ράχη με συραπτικό βιβλία, άλλα για τα ζώα της θάλασσας μιλούσαν άλλα για του αγρού.

Καμιά φορά στις επισκέψεις μου σε παλαιοβιβλιοπωλεία ή και σε άλλα που δεν υπερβαίνουν τα δέκα με δώδεκα τετραγωνικά, όλα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τυχαίνει και διακρίνω κάποιο ξεχασμένο.

Παλαιότερα περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μου θαρρείς βροχής σταγόνες που δε μπορείς να διακρίνεις τη μία από την άλλη.

Αγκιστρώνεται τώρα το βλέμμα, απλώνεται το χέρι μηχανικά και μ’ έναν τρόπο που περισσότερο ιεροτελεστία θυμίζει, ξεκινάει το άνοιγμα πρώτα, το φυλλομέτρημα έπειτα, η παρατήρηση των εικόνων και το διάβασμα.

Πότε πότε τα δύο τελευταία γίνονται σε χρόνο κοινό.

Πήρα να αγοράζω και πάλι τα παλιά μου παραμύθια.

Εχουν μια τεράστια εικόνα στο εσωτερικό τους κι ένα τετράστιχο από κάτω, κι αλήθεια δεν είχα φανταστεί ποτέ πόσο πίσω μπορούσαν τούτες οι λίγες σειρές να με γυρίσουν.


«Το χταπόδι έχει πλοκάμια
που κολλάνε σα βεντούζα,
και ψητό μας το σερβίρουν
όταν πίνουμε τα ούζα.»


Είναι κάποιες στιγμές, που στο παράλογο της δουλειάς μου, αφήνουν μια γαλήνη, έστω περαστική, στιγμιαία, κι αφαιρεί λίγο λίγο το πέπλο το μαύρο από τα μάτια.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Eίδωλo

Χάνεται το είδωλό μου
είναι ο καιρός που οι πράξεις συμπράττουν με τις λέξεις.
Είχαμε κάποτε μιλήσει γι’ αυτό.
Πόσο νέοι τότε.
Κι εγώ που αναλώθηκα στις λέξεις
έχω γεράσει πια
κι αγριεμένος καθώς είμαι από τα χρόνια
αργά τις νύχτες
όπου πια σκιές δεν υπάρχουν
ανεβαίνω ψηλά κι αλυχτώ.
.
.
από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Τρίζουν τα έπιπλα στο πέρασμα του αγέρα

Τρίζουν τα έπιπλα στο πέρασμα του αγέρα.
Πάλιωσε το πιάνο
σάπισαν τα πλήκτρα και οι χορδές του
Σάπισε ο χρόνος.
Ο μέσα μου χρόνος.
Ανάμεσα στα πλήκτρα και τον χρόνο
μια θάλασσα.
Σιωπή.
Μεγαλύτερη κι απ’ της νύχτας.
Τα βήματά σου σ’ ένα κενό.
Ποτέ δεν υπήρξες.
Ποτέ δε θέλησες να υπάρξεις.
Για τούτο τον λόγω δε θα σε χάσω.

…Κ’ ήθελα πολύ να μπορώ να σε έχω χάσει.

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

ΙδιογράφΩς…

Η πρόσκληση ήρθε από την Demon και λέω να παίξω τούτη τη φορά.

1) Να γράψουμε κάτι σε ένα χαρτί
2) Να το σκανάρουμε
3) Να το ποστάρουμε στο blog μας
4) Να βάλουμε το link http://autographcollectors.blogspot.com/ ώστε να ειδοποιήσει το site και να μπει η εγγραφή μας
5)Να προσκαλέσουμε άλλους 5 ή και περισσότερους blogger να συμμετέχουν


Πρόσκληση δεν θα κάνω συγκεκριμένη, όποιος επιθυμείς ας ακολουθήσει.

Το παρακάτω ποίημα γράφθηκε στις 04 Μαρτίου του ’95 και δημοσιεύθηκε στην τότε εφημερίδα του σχολείου.


Τα μάτια σου ακόμα κοιτάζουν το πέλαγο

προσπαθώντας ν’ ανασύρουν πνιγμένα κορμιά
ή χαμένα ναυάγια.
Το δικό μας ναυάγιο το θυμάσαι;
Το ‘λεγαν ψυχή.
Τα μάτια σου φυλλορροούν στ’ αντίκρισμα της παιδούλας
με τα κόκκινα μαλλιά
σου θυμίζουν τη νιότη σου
τη Μαγδαληνή εκείνη που ζωγράφιζε αστέρια
τις νύχτες που τη κρατούσα αγκαλιά
δίχως φεγγάρι
και χρειαζόμασταν λίγο φως.

Ακόμα κοιτάζεις λυπημένη το πέλαγο.

Θεσσαλονίκη 4. III. 1995

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Σύγνεφα

Ένα μαχαίρι θέλω, να τεμαχίσω τις εκτάσεις του φεγγαριού.
Άλλωστε επιθυμώ να σου χαρίσω δύο αχτίδες του.

Οι ένοικοι του φεγγαριού μας μοιάζουν.
Έχουν δύο μάτια, δύο χέρια, δύο πόδια, ένα κεφάλι.
Έχουν όμως και καρδιές δύο.
Εμείς θα τις χρειαζόμασταν μονάχα για να πεθαίνουμε δυσκολότερα αφού πρώτα δίδαμε μιαν ανεξήγητη παράταση στον πόνο.
Για να αγαπούν πολλαπλάσια εκείνοι.

Θέλω να χωρίσω στα δύο ένα φλιτζάνι καφέ, στο ένα να σου διαβάσω το μέλλον, το άλλο θα στο φυλάξω κρυφό, τι άλλωστε μπορεί να αξίζει το πέρασμα του χρόνου αν γνωρίζεις από πριν τις λεπτομέρειες;

Θέλω ένα μαχαίρι να χωρίσω στα δύο τη σιωπή, κι αφού δύο γίνουν, μία να αφήσω στων παπουτσιών μου τις σόλες αθόρυβα να χάνομαι στους νυχτωμένους δρόμους και μια στις άκρες της μικρής μου ζωής να μην πονά από εκείνα που δεν πρέπει.

Κάθε πρωί ανεβαίνω σ’ ένα σύγνεφο, σ’ ένα σύγνεφο σταχτί, κούτσα κούτσα βγαίνουμε στη δημοσιά.
Ένα λεωφορείο διασχίζει τον δρόμο.
Ανεβαίνω και κάθομαι σε θέση παραθύρου, παίρνω στην αγκαλιά μου το σύγνεφο κι ονειρεύομαι…

Αν σου έλεγα ποτέ πως είναι δυνατόν και συμβαίνουν όλα αυτά θα με περνούσες για τρελό.
Έτσι λοιπόν λέω να μην πιάσω ποτέ το μαχαίρι και το πιο σημαντικό το φεγγάρι πια να μη το προσφωνώ φεγγάρι.
Σελήνη θα τ’ ονομάζω, είναι πιο οικείο στα όνειρα μου.

Εκείνο το σύγνεφο μονάχα θα το φυλάξω όπως είναι.
Τα σύγνεφα μοιάζουν με την ψυχή μας.
Έχουν το χρώμα που έχει, έχουν το σχήμα της, έχουν το πάθος της για ταξίδια.
Έχουν κι ένα κρυστάλλινο δωμάτιο καμιά φορά μέσα τους, όταν ονειρεύεται γαλήνια η ψυχή να μη την αγγίζει κανένας άνεμος…



Η φωτογραφία είναι από το DeviantArt. Χρήστης ΒlackDomi http://blackdomi.deviantart.com/art/Cloud-54538019