Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Πολυβολείς τις ζωές μου

Πολυβολείς τις στοές μου.

Θέατρα νεκρά προσμένουν τους πρωταγωνιστές τους για την επόμενη παράσταση.
Ακούγεται μόνο το σύρσιμο των φύλλων στο πάτωμα.
Η σκουριά που τραγανίζει τα μέταλλα.

Πολυβολείς τις σιωπές μου.

Κάτω στην προκυμαία λιμνάζουν οι επαίτες, απλώνουν την κουρελού τους και παίρνουν θέση.
Κανείς δεν θα τους καταλάβει κι απόψε.
Κανείς δε θα διώξει την σκόνη απ’ τον καθρέφτη πριν να κοιτάξει το μέσα του είδωλο.

Πολυβολείς τις ζωές μου.

Τα τραγούδια που έλεγα έχασαν τα λόγια τους, γίνηκαν βράχια, κόβω τα χέρια μου σαν κάνω να τ’ αγγίξω.
Σε κοιτάζω στα μάτια.
Στα μάτια σε κοιτάζω κι εσύ ανταποκρίνεσαι.
Τελικά οι δολοφόνοι έχουν μιαν αγριότητα απάθειας που μ’ οδηγεί στα άκρα.
Δεν θα σε χτυπήσω.

Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα κατοστάρικο ξεχασμένο.
Κάτω σπ’ τη σκόνη η ζωή.

Πολυβολείς τις στοές μου.
Δραπέτες κρύβονται στις γωνιές τους ψάχνοντας μιαν έξοδο.
Δε βρίσκουν καμία.
Ανασαίνουν βαριά κι αφήνουν σημάδια από αίμα στους χωμάτινους δρόμους.
Ίσως η σωτηρία τους είναι πως άλλο χώμα θα σκεπάσει το αίμα.

Πολυβολείς τις σιωπές μου.
Τρέμουν, φως κεριού στο απαλό αεράκι τα χέρια μου.
Αδυνατούν να γράψουν λέξεις που δεν μπορώ να πω.
Δακρύζω.
Ολοένα δακρύζω.

Πολυβολείς τις ζωές μου.
Πίσω δέκα μέτρα και μου ρίχνεις.
Μετράω τις ριπές σου.
Σύμβολο θα είναι κάποτε αντίστασης.
Μα τώρα πονώ.
Αιμορραγώ.
Κι αν το θέλεις ποτέ δεν υπήρξαν ήρωας κι ας πολέμησα.
Μετάλλια δύο έχω στο στήθος απ’ τους δικούς μου πολέμους.

Κι όσο πολυβολείς, τριαντάφυλλα φουντώνουν στον κήπο μου
παρέα μοναδική σ’ εκείνους που φύγαν δίχως να ελπίζουν σε μιαν επιστροφή…
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Ελάτε μ’ ένα ποίημα, δεύτερη φορά

Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί αναδημοσίευση της ομότιτλης ανάρτησης από το blog το τσαλίμι.
Παρακαλώ για τις όποιες προτάσεις έχετε κάνετε κλίκ στον σύνδεσμο.



Πέρασε ακριβώς ένας χρόνος από τότε που διατυπώθηκε η ιδέα, να στηθεί μια blog-o-πρωτοβουλία για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης.

Η πρωτοβουλία απέδωσε και έγινε μια όμορφη εκδήλωση.

Και από αυτούς που παραβρέθηκαν και από πολλούς που το πληροφορήθηκαν εκφράστηκε η επιθυμία να επαναληφθεί η εκδήλωση πριν τον επόμενο εορτασμό, δηλαδή πριν τις 21 Μαρτίου 2008. Καλό θα ήταν, αλλά δεν έγινε.

Κοιτώντας τα στατιστικά αυτού του ταπεινού blog βλέπω με έκπληξη πως οι επισκέψεις στις δύο αναρτήσεις που υπενθυμίζω είναι πολλές και απλώνονται σε όλους τους μήνες από τότε. Αγαπάει ο κόσμος την ποίηση. Κι ο κόσμος των blogs την αγαπάει μ’ έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο.

Όταν έφευγα από το μπαράκι που φιλοξένησε εκείνη την εκδήλωση, ήδη σκεφτόμουνα την επόμενη φορά. Τώρα που φτάνει ο καιρός νιώθω αμήχανα.

Τα ερωτήματα που καρφίτσωσα στη μήτρα της πρώτης αφίσας, θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας. Εγώ λέω να κάνουμε και φέτος κάτι. Δεν θέλω όμως να το αποφασίσω μόνος μου. Έχω κάποιες ιδέες και στην αρχή σκεφτόμουνα να τις καταθέσω εδώ σαν πιθανά σενάρια. Προτιμώ τελικά να το αφήσω πιο ελεύθερο. Ιδέες για τη μορφή της εκδήλωσης, για το χώρο φιλοξενίας της, για την προβολή της, για την αφίσα και το bannerάκι της, για τους διοργανωτές και για ό,τι άλλο σκεφτείτε, αφήστε τις με ένα σχόλιο για ν’ αρχίσει η κουβέντα.

Καλό θα είναι να αποφασίσουμε σε λιγότερο από ένα δεκαήμερο, ώστε να μας μείνει χρόνος για να την προετοιμάσουμε σωστά.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Βυθός δίχως τέλος

Τόσα χρόνια χαμένα
σ’ έναν χειμώνα που λησμονήθηκε το πέρασμα του.

Κυκλάμινο θυμωμένο εσύ.
.
- Όχι, φώναξες.
.
Κι ο άνεμος των φύλλων σου
γίνηκε θάλασσα
κι ο κόσμος
χάθηκε σ’ ένα βυθό
δίχως τέλος.
.
.
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008
.
από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Οι γέφυρες της απουσίας

Βρίσκεσαι στην άκρη του δρόμου.
Πέφτει απαλό το χιόνι και σκέπαζει τα ίχνη που αφήσαμε, λίγα λεπτά μόνο πάνω στη γέφυρα και δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο παρά μόνο εσύ κι εγώ.
Μαρμαρωμένοι, θαρρείς και κάποιος από χρόνια είχε τοποθετήσει εκεί τα κορμιά μας να θυμίζουν κάτι.

Οι νύχτες τις Λιμβουργίας εξακολουθούν να είναι το ίδιο παγωμένες, τολμώ και το ξεχνώ κάποτε, κι ευθείς αμέσως μια σουβλιά παγωμένη μου σημαδεύει την καρδιά με το άγγιγμα της.
Όπως τώρα.
Σφίγγω τις γροθιές.
Δεν έχεις αλλάξει, ότι μπορώ να διακρίνω κάτω απ’ το βαρύ σου ντύσιμο έχει μείνει ανέπαφο απ’ τον χρόνο.
Δέκα χρόνια έχουν περάσει, έχουν ασπρίσει κάπως τα μαλλιά μου, δεν έχουν αραιώσει, η φωνή μου βάρυνε, καμιά φορά τα χέρια τρέμουν από το βάρος της μνήμης.
Τα μάτια έχουν τα ίχνη της αγρύπνιας στους δρόμους τους.
Κ’ είμαι εδώ, ταξίδι επαγγελματικό δέκα χρόνια μετά σε μια πατρίδα που λησμόνησα το όνομα της.
Που έδεσα τις εικόνες της με τ’ όνομα σου και τις πέταξα σε βαθιά νερά.
Κι εσύ απέναντι μου, λίγο πιο πέρα απ’ το bistro που καθόμασταν τα μεσημέρια.
Άραγε δημιούργημα της φαντασίας μου, για τούτο και τόσο άφθαρτη;

Με κοιτάζεις.
Τι σκέφτεσαι άραγε;
Κάποτε πίστεψα πως γνώριζα μα μια ίδια σουβλιά παγωμένης νύχτας μου έσφαξε τα σωθικά εκείνο το μεσημέρι.
Τι θυμάσαι άραγε από εκείνο και τι μπορώ τόσα χρόνια μετά να ξεχάσω ή έστω να συγχωρέσω;
Θα ήθελα να μην ήσουν εσύ.
Ας ήταν απλά κάποια που να σου μοιάζει.
Θα το ‘θελα αλήθεια;
Μ’ άφησες να ζω στην αμφιβολία κι ούτε που βρήκα τρόπο ν’ απαγκιστρωθώ απ’ αυτήν.
Ποιος είναι ο ένοχος άραγε εκείνος που σπρώχνει ή εκείνος που δεν αντιδρά στο σπρώξιμο;

Τόσες και τόσες νύχτες χωρισμένες στην αναζήτηση και στο χιόνι.
Κάθε που έχανα την πίστη ή την δύναμη έριχνα την ψυχή μου στο χιόνι, να συντηρείται έστω η αίσθηση της απουσίας.
Δεν το ‘πα σε κανέναν ποτέ για τούτο δεν το έμαθες.
Κάθε απόγευμα τις επόμενες εβδομάδες και μέχρι να φύγω ερχόμουν εδώ, έριχνα ένα κόκκινο χρυσάνθεμο κάθε φορά ελπίζοντας πως έτσι θα πνίξω κάποτε τα σ’ αγαπώ.
Κι απόψε για τούτο ήρθα.

Κι αλίμονο, δεν έμαθα ποτέ αν πρέπει κάποιος ν’ αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να εξελίσσονται ή αν πρέπει ένα σημάδι ν’ αφήνει σε κάθε του βήμα μήπως κάποτε τον ακολουθήσουν ή για τον δρόμο της επιστροφής κινήσει…

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Χάραξα σε μια πέτρα τ’ όνομα σου

Ρίζωσες σε λέξεις που λέγοντας τ’ όνομά σου ξέχασαν να προφέρουν το δικό τους.
Γίνηκες το γύρισμα του κορμιού στον βραδινό ύπνο, η δίψα στα χείλη, το σπρώξιμο του χρόνου στην αιωνιότητα.
Πες μου, σχέδιο ήταν ή απλά έτυχε;
Πες μου πως κατάφερες μια ψυχή να χωρέσεις, που άνοιξαν οι άνεμοι στις άκρες τ’ ουρανού και χόρεψαν τον απτάλικο χορό τους, κι εκείνη να κουρνιάσει στα δυο σου μάτια;

Γυρνώ στα χρόνια τα πριν, σ’ αναζητώ.
Με πόση σιωπή στα χέρια της αναμονής έμαθαν οι αισθήσεις να γράφουν γράμμα το γράμμα μια λέξη που γίνηκε όνομά σου!
Έμαθαν έπειτα τον τρόπο να το προφέρουν, κάτι σαν από τραγούδι παλιό.
Νότα τη νότα έμαθα για εσένα, νότα τη νότα έμαθα εσένα κι άλλο δεν κάνω τώρα απ’ το να σε τραγουδώ.
Αποκοιμήθηκα στις πηγές της μελωδίας σου.
Ποτάμια ντύθηκαν και με παρέσυραν.
Ακούς, ακόμα κελαριστά κυλούν τα νερά, ακόμα τα όνειρα μπορούν και ταξιδεύουν.
Κι αλήθεια, γνωρίζεις σε πόσα “βάσανα” μ’ έβαλαν τούτα τα ταξίδια;
Πρέπει πάντα να έχω έτοιμη μια βαλίτσα, ιδίως για τα πιο μακρινά, μα πιο πολύ πρέπει εισιτήρια πάντα δύο να κρατώ στο χέρι μαζί να σε παίρνω, να βλέπεις τους τόπους που με φθάνεις, μα τι να πρωτοσυλλέξεις από εικόνες, από ήχους, τι να πρωτονιώσεις…

Χάραξα σε μια πέτρα τ’ όνομα σου, έριξα την πέτρα στην ήρεμη θάλασσα, μέτρησα τις αναπηδήσεις, μετρώ ακόμα.
Η θάλασσα γέμισε κυματισμούς, έγινε όμορφη θάλασσα, ζωντανή.
Είναι η ψυχή μου.

Στέκουμαι καμιά φορά στην άκρη του λιμανιού, κ’ είσαι λιμάνι.
Πατώ στις αρμυρισμένες λακκούβες σου, πονάς.
Ακούω τις μέσα σου φωνές, πλέκω πανί γερό το σηκώνω σε ιστίο ψηλό και σε ξεμακραίνω.
Σε πόσα βράχια χτύπησαν τα σκαριά σου, πες μου.
Σε πόσες υποσχέσεις π’ αρνήθηκαν την ύπαρξη τους αγκυλώθηκαν τα δάχτυλα σου;
Πόσα σου βήματα άφησαν ίχνη κόκκινα στους δρόμους των ονείρων;

Μην το αρνείσαι, αλλιώς δε γίνεται.
Μέσα από πόνο μας έβγαλε ο Θεός στην αγάπη.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Στον Άγγελο μας...

Μας την έσκασες και ήρθες νωρίτερα, εδώ κι έξι ώρες είσαι μαζί μας.
Ήρθες με κλάμα να φέρεις στην ψυχή μας χαμόγελο.
Πως γίνεται το δάκρυ να φέρνει χαρά θα μου πεις, δύσκολο να σου εξηγήσω μα με τον καιρό θα καταλάβεις, για την ώρα σου λέω μονάχα πως κάθε χαρά που βαφτίζουμε μεγάλη στις αποσκευές που σέρνει μαζί της έχει πάντα κρυμμένα δάκρυα.
Έπρεπε να δεις του γεννήτορες σου!
Και καλά, η μητέρα σου ξαπλωμένη ήταν, εκείνον τον πατέρα σου μόλις που τον κράτησαν τα πόδια του κι εκείνο ήταν για να μπορέσει να φθάσει κοντά σας.
Οι παππούδες δάκρυζαν και χαμογελούσαν διαρκώς.
Αν δεν το ‘χεις καταλάβει έγινες το πρωτοσέλιδο στα νέα της ζωής μας.
Σε λίγες ημέρες θα δεις και το δωμάτιο σου ήλιοι και θάλασσες, φεγγάρια κι αστέρια θα σου γεμίζουν τον μικρό σου κόσμο.
Κι εμείς πάνω σε κάθε αστέρι θα ‘μαστε καθισμένοι, θα σε προσμένουμε με χέρια απλωμένα ταξίδι να σε πάμε πότε στο βουνό και πότε στη θάλασσα, πότε στ’ ουρανού τα πελάγη, να μάθουμε ξανά το παιγνίδι μαζί σου τούτη τη φορά.
Μα δε σου μίλησα για εμένα.
Θείε Γιάννη θα με φωνάζεις και κάθε που δε θα σου κάνουν τα χατίρια ή που θα θες μετά από κάποια σκανδαλιά να κρυφθείς, σε μένα να έρχεσαι.
Μη ξεχνάς μονάχα να με παίρνεις μαζί σου καμιά φορά, οι ομορφότερες σκανδαλιές γίνονται πάντα από δύο.

Σ’ ευχαριστούμε που ήρθες Άγγελε μου.
Σ’ ευχαριστούμε Θεέ μου.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Απώλεια Φθινοπώρου

Αναρωτιέμαι κάποτε πως μοιάζουν τα πρόσωπα των αγγέλων που μας πλησιάζουν τις νύχτες.
Αφήνουν κάποτε μια αίσθηση γλυκιά σα σώμα φυλαγμένο σε ζεστή αγκαλιά που χάνεται στο στιγμιαίο αιώνιο χρώμα της ανατολής, κάποτε αφήνουν τον όλεθρο.
Μια οσμή καμένου υφάσματος ή χαρτιού, δέρματος κάποτε, γεύση στυφή στα χείλη, μια σταγόνα ιδρώτα στο μέτωπο από τον βραδινό εφιάλτη.
Αισθήσεις μνηστευμένες με τις κινήσεις μας.

Καμιά φορά τα βράδια, καθώς αρνείται ο ύπνος να κουρνιάσει κάτω απ’ τα βλέφαρα, ξεδιπλώνεται στα εντός μου μια φωτογραφία φανταστική.
Τρεις άγγελοι χαμογελούν σε πόζα στημένη φωτογράφου, φανταστικός κι αυτός.
Ένας τους, κρατάει τα χέρια το Καλοκαίρι.
Φοράει καπέλο εκείνο, παντούφλες παραλίας και κοντό παντελονάκι.
Μοιάζει να κοιμάται στα χέρια του.
Το δεύτερο έχει αγκαλιά την Άνοιξη, νυσταγμένη κι εκείνη σκεπασμένη με μια ζακέτα πολύχρωμη, μοιάζει να μη γνοιάζεται για πολλά.
Ο τελευταίος άγγελος, έτσι καθώς χαμογελούσε προσποιητά, πάσχιζε απ’ το χέρι να πιάσει τον Χειμώνα που έτρεχε γύρω του να ζεσταθεί.

Αρχίζω τότε να αναρωτιέμαι τι απέγινε το Φθινόπωρο.
Μήτε ένα ίχνος του στη φωτογραφία, μήτε καν η ανάμνηση του.

Είναι φορές που οι άγγελοι ρίχνουν ένα κουβά μεγάλο σ’ εκείνο το πηγάδι που ονομάζουμε ψυχή.
Αντλούν όλο το νερό από μέσα του.
Όπου υπάρχει νερό υπάρχει και το Φθινόπωρο.
Έτσι λοιπόν παίρνουν και το Φθινόπωρο μαζί τους.
Αφήνουν ένα μικρό μονάχα φεγγάρι να σιγοτραγουδάει τις νύχτες.

Εμείς, ακούγοντας το τραγούδι προχωρούμε ολοένα και πιο βαθιά στους χωμάτινους δρόμους μας.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Δίδυμες σιωπές

Έχω αφημένες στα ράφια της ψυχής σιωπές που στο αντίκρισμά τους θα τρόμαζες.
Πλάι τους μια φωτογραφία, ένα παιδί με ξανθά του ήλιου μαλλιά καθισμένο σ’ ένα μπαλκόνι καλοκαίρι καιρό.
Κάποιοι το λένε θυμωμένο.

Σκέφτηκες ποτέ πόσο πολύ μοιάζουμε στις σιωπές μας;
Κοίταξες ποτέ στα μάτια τις παιδικές φωτογραφίες;
Φοβόμαστε σχεδόν πάντα την προδοσία.
Θυμόμαστε πως οι φωτογραφίες δε προδίδουν ποτέ και φοβούμαστε μην αντικρίσουμε το πρόσωπο του προδότη.
Μήτε στους καθρέφτες κοιταζόμαστε, αντικατοπτριζόμαστε μόνο.

Κάθε πρωί, καθώς φορώ το ρούχο της δουλειάς, νιώθω πως παίρνοντας τα γυαλιά αφήνω στη θέση τους ένα μικρό δάκρυ.
Ίσως πάλι να είναι ψευδαίσθηση μα επιστρέφοντας βρίσκω μια θάλασσα να με περιμένει.
Εξάλλου, κάθε μέρα σκοτώνω και σκοτώνομαι υπέρ τρίτων κ’ ίσως τούτο να είναι μια μικρή μεταμέλεια…

Κάθε ίχνος στην ψυχή μου έχει αποτύπωμα διαφορετικό.
Είναι εκείνων που μ’ έχουν ήδη σκοτώσει.
Ακούω τα βράδια τις σειρήνες καθώς πλησιάζουν μα τέλος προσπερνούν.
Ψευδαίσθηση άραγε κι αυτή ή απλά αδιαφορούν;
Η απάντηση, είναι κάτι που μαθαίνει άλλος για εμάς κι αδυνατούμε να ακούσουμε αν κάνει να μας το πει.

Εκείνες οι σιωπές που έλεγα, κατρακυλούν, πέφτουν στα πόδια των επίπλων κάθε που ο εσωτερικός μας εγκέλαδος γεννά δονήσεις, απ’ τη μέσα μεριά ώστε να χρειάζεται να γονατίσεις να τις πιάσεις, να ματώσεις απ’ το γονάτισμα.
Δονούμαι διαρκώς.

Είναι φορές, τρομάζω κι εγώ απ’ τις σιωπές μου «δεν είναι αληθινές» ψελλίζω κ’ ίσως κάποτε μήτε και τούτο να τολμώ.
Ένα φεγγάρι βγαίνει τότε, μεγάλο και τρυφερό σαν φωνή παιδική από τις ανοιχτές πληγές των γονάτων, «είναι όμορφο» λέω πάντα, κοιτάζοντας την χρυσή του όψη, εκείνο, ξαπλώνει πάνω στα αφηνιασμένα από το γράψιμο δάχτυλα μου και τα παγώνει, με την σκοτεινή του…

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Στιγμιαίες απολαύσεις...

Έχω αντίκρυ το κενό που κάποτε υπήρχε η βιβλιοθήκη.
Ανάμεσα σε μένα και το ενυδρείο ένα βιβλίο κι ένα κομιξ, ναι κόμιξ από εκείνα που μάζευα πιτσιρικάς.
Στο χέρι το τηλεκοντρόλ.
Κούραση πολύ στο σώμα και στο πρόγραμμα αναπαραγωγής του υπολογιστή τραγούδια του ογδόντα…
Δώστε μου λίγο χρόνο να σας απαντήσω...