Πολυβολείς τις στοές μου.
Θέατρα νεκρά προσμένουν τους πρωταγωνιστές τους για την επόμενη παράσταση.
Ακούγεται μόνο το σύρσιμο των φύλλων στο πάτωμα.
Η σκουριά που τραγανίζει τα μέταλλα.
Πολυβολείς τις σιωπές μου.
Κάτω στην προκυμαία λιμνάζουν οι επαίτες, απλώνουν την κουρελού τους και παίρνουν θέση.
Κανείς δεν θα τους καταλάβει κι απόψε.
Κανείς δε θα διώξει την σκόνη απ’ τον καθρέφτη πριν να κοιτάξει το μέσα του είδωλο.
Πολυβολείς τις ζωές μου.
Τα τραγούδια που έλεγα έχασαν τα λόγια τους, γίνηκαν βράχια, κόβω τα χέρια μου σαν κάνω να τ’ αγγίξω.
Σε κοιτάζω στα μάτια.
Στα μάτια σε κοιτάζω κι εσύ ανταποκρίνεσαι.
Τελικά οι δολοφόνοι έχουν μιαν αγριότητα απάθειας που μ’ οδηγεί στα άκρα.
Δεν θα σε χτυπήσω.
Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα κατοστάρικο ξεχασμένο.
Κάτω σπ’ τη σκόνη η ζωή.
Πολυβολείς τις στοές μου.
Δραπέτες κρύβονται στις γωνιές τους ψάχνοντας μιαν έξοδο.
Δε βρίσκουν καμία.
Ανασαίνουν βαριά κι αφήνουν σημάδια από αίμα στους χωμάτινους δρόμους.
Ίσως η σωτηρία τους είναι πως άλλο χώμα θα σκεπάσει το αίμα.
Πολυβολείς τις σιωπές μου.
Τρέμουν, φως κεριού στο απαλό αεράκι τα χέρια μου.
Αδυνατούν να γράψουν λέξεις που δεν μπορώ να πω.
Δακρύζω.
Ολοένα δακρύζω.
Πολυβολείς τις ζωές μου.
Πίσω δέκα μέτρα και μου ρίχνεις.
Μετράω τις ριπές σου.
Σύμβολο θα είναι κάποτε αντίστασης.
Μα τώρα πονώ.
Αιμορραγώ.
Κι αν το θέλεις ποτέ δεν υπήρξαν ήρωας κι ας πολέμησα.
Μετάλλια δύο έχω στο στήθος απ’ τους δικούς μου πολέμους.
Κι όσο πολυβολείς, τριαντάφυλλα φουντώνουν στον κήπο μου
παρέα μοναδική σ’ εκείνους που φύγαν δίχως να ελπίζουν σε μιαν επιστροφή…
Θέατρα νεκρά προσμένουν τους πρωταγωνιστές τους για την επόμενη παράσταση.
Ακούγεται μόνο το σύρσιμο των φύλλων στο πάτωμα.
Η σκουριά που τραγανίζει τα μέταλλα.
Πολυβολείς τις σιωπές μου.
Κάτω στην προκυμαία λιμνάζουν οι επαίτες, απλώνουν την κουρελού τους και παίρνουν θέση.
Κανείς δεν θα τους καταλάβει κι απόψε.
Κανείς δε θα διώξει την σκόνη απ’ τον καθρέφτη πριν να κοιτάξει το μέσα του είδωλο.
Πολυβολείς τις ζωές μου.
Τα τραγούδια που έλεγα έχασαν τα λόγια τους, γίνηκαν βράχια, κόβω τα χέρια μου σαν κάνω να τ’ αγγίξω.
Σε κοιτάζω στα μάτια.
Στα μάτια σε κοιτάζω κι εσύ ανταποκρίνεσαι.
Τελικά οι δολοφόνοι έχουν μιαν αγριότητα απάθειας που μ’ οδηγεί στα άκρα.
Δεν θα σε χτυπήσω.
Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα κατοστάρικο ξεχασμένο.
Κάτω σπ’ τη σκόνη η ζωή.
Πολυβολείς τις στοές μου.
Δραπέτες κρύβονται στις γωνιές τους ψάχνοντας μιαν έξοδο.
Δε βρίσκουν καμία.
Ανασαίνουν βαριά κι αφήνουν σημάδια από αίμα στους χωμάτινους δρόμους.
Ίσως η σωτηρία τους είναι πως άλλο χώμα θα σκεπάσει το αίμα.
Πολυβολείς τις σιωπές μου.
Τρέμουν, φως κεριού στο απαλό αεράκι τα χέρια μου.
Αδυνατούν να γράψουν λέξεις που δεν μπορώ να πω.
Δακρύζω.
Ολοένα δακρύζω.
Πολυβολείς τις ζωές μου.
Πίσω δέκα μέτρα και μου ρίχνεις.
Μετράω τις ριπές σου.
Σύμβολο θα είναι κάποτε αντίστασης.
Μα τώρα πονώ.
Αιμορραγώ.
Κι αν το θέλεις ποτέ δεν υπήρξαν ήρωας κι ας πολέμησα.
Μετάλλια δύο έχω στο στήθος απ’ τους δικούς μου πολέμους.
Κι όσο πολυβολείς, τριαντάφυλλα φουντώνουν στον κήπο μου
παρέα μοναδική σ’ εκείνους που φύγαν δίχως να ελπίζουν σε μιαν επιστροφή…
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008