Σε κοιτάζω.
Στέκεις στην άκρη ενός φύλλου, δροσοσταλίδα, τρέμεις.
Μια μπρός το βάρος σε γέρνει μια πίσω.
Θυμάσαι τις Κυριακές που παίρναμε την βάρκα και βγαίναμε στ’ ανοιχτά;
«Θέλω να μοιάσω στον άνεμο» έλεγες, «θέλω να παίρνω μαζί μου τα πράγματα καθώς περνώ, να έχω τ’ αρώματα του δειλινού, το ήχο του συρσίματος του ήλιου στο ηλιοβασίλεμα».
Σάρωσες τη ζωή μας, σάρωσες και τη δική σου ζωή.
Έγινες άνεμος, έγινες πόνος στα στήθη π’ ακόμα ανασαίνουν.
Παίρνεις στα χέρια σου τη σιωπή, πλάθεις έναν όμορφο εφιάλτη, κάνεις τα μάτια να κλείσεις, αλλάζει.
Φορά ένα ρούχο ξεθωριασμένο, στο χρώμα των ματιών σου βουτάει κι ανασαίνει.
Εκείνος.
Μονάχα εκείνος.
Θυμάσαι που παίρναμε κι εκείνο το μηχανάκι, ζουντάπ θαρρώ ήτανε.
Ξεχυνόμασταν στην εθνική, Διδυμότειχο – Ορεστιάδα, μια διαδρομή επαναλαμβανόμενη όσο και οι ανάσες μας.
Έπαιρνε πίσω τα μαλλιά σου ο αέρας, χόρευαν εκείνα θαρρείς συνεπαρμένα απ’ τ’ άγγιγμα του.
Χάθηκε ο αέρας κι εσύ μαζί του.
Ένα ταξίδι μελετημένο από χρόνια…
Σε κρατούσα από το χέρι.
Μου έλεγες «θα γίνω ήλιος ν’ ανατέλλω κάθε πρωί», ξεχνούσες όμως πως έπρεπε πρώτα να δύσεις.
Θύμωνες κάθε που σου το θύμιζα.
Γέρνω πάλι στο πλάι.
Ακόμα και ο ήχος της μηχανής έχει πάψει.
Ο αέρας φέρνει ένα άρωμα ξένο.
Ηλιοβασιλέματα κι ανατολές μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους…