Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Για κάτι μεγάλο που ονειρευθήκαμε

Έρχεται κάποτε η στιγμή που όλοι δακρύζουμε για κάτι μεγάλο που ονειρευθήκαμε.
Να ‘ταν τάχα που μας κούρασαν τα ταξίδια ή το κατάρτι που ράγισε απ’ τον άνεμο λίγο πριν αγγίξουμε το σκαρί του;

Αλίμονο, πόσες να ‘ναι οι φορές που πεθάναμε καθώς είχαμε τα μάτια κλειστά κι αφημένες τις αισθήσεις στην ανάγκη του ταξιδιού αναζητώντας εκείνο το όνειρό…



Ο Χρήστος Θηβαίος ερμηνεύει από το CD «Πέτρινοι Κήποι» το τραγούδι «Μείνε».

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Μ’ ένα ποτιστήρι γλυκάνισο στο χέρι…


-
Σ’ αγαπώ!
- Κι εγώ.
- Έτσι; Έτσι σκέτα μ’ αγαπάς;
-
Ναι, έτσι σκέτα!

-
Τι, κλαίς;
- Ένα δάκρυ είναι, σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι μου.
- Να φυσήξω;
-
Φύσα.
-
Μα δε βλέπω κάτι...
- Κοίταξε πιο καλά…
- Μονάχα το καθρέφτισμα μου βλέπω στο υγρό των ματιών σου…
- Φθάνεις εσύ!
-
Για εμένα κλαίς;
-
Για εσένα…
- Και γιατί κλαίς;
- Είναι που δεν μ’ αγαπάς…
-
Μα σ’ αγαπώ…
- Ναι αλλά δεν μου το λες…
- Να σου το λέω θέλεις;
- Και να μου το δείχνεις...
-
Κοίταξες κάτω από το μαξιλάρι σου σαν σηκώθηκες;
- Δεν κοίταξα…

- Άφησες τα πέταλα σου Γιασεμί μου;
- Για να ταξιδεύεις ευωδιαστά κάθε που ταξιδεύεις…
- Κι εγώ τώρα θα φυσήξω απαλά και λίγο δροσερά να μπερδευτώ στα μαλλιά σου…

- Σ’ αγαπώ Άνεμε μου…
- Κι εγώ σ’ αγαπώ Γιασεμί μου…
...

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Καταγραφή

Κουράσθηκα απόψε να σε περιμένω.
Πήρα το τρένο που έλεγα.
Ταξιδεύω.
Μη ρωτήσεις για πού, έχω ξεχάσει
Ίσως και το εισιτήριο γράφει λάθος διαδρομή.

Τα βαγόνια κινούνται σα να χορεύουν στις γραμμές.

Είμαι μόνος.

Ψάχνω για εκείνο το τελευταίο βλέμμα
που θα με ξεκουράσει
μα είναι όλα τους ψεύτικα ή τόσο μακρινά
που φοβάμαι και κοιτάζω έξω από το παράθυρο.
Τα φώτα που σβήνουν. Τα τοπία που χάνονται,
κερδίζοντας κάτι από το βλέμμα μου που ξοδεύεται τριγύρω.
Τώρα γράφω για να ‘χω κάτι ν’ απασχολώ τη μοναξιά μου.

Στάση πρώτη. Γαλλικός.
Ταξιδεύω βουβός, νεκρός σχεδόν,
αφήνω την ώρα να περάσει.
Σιωπή.

Ποια φωτιά; Ποια μουσική;
Σιωπή και η ζέστη του βαγονιού.

Στάση τρίτη. Μουριές. Ταξιδεύω, στο ίδιο βαγόνι
ακίνητος, ακλόνητος από την επιθυμία μου να σε δω.
Τα πάντα έχουν κρυφθεί
στην παράξενη ησυχία που προσφέρουν
τα σβησμένα τώρα πια φώτα.
Μόνο κάποιοι στρατιώτες δε σταμάτησαν να ψιθυρίζουν…
Μόλις που ακούγεται ένα ροχαλητό
το τρένο χορεύει
ο πόνος στο κεφάλι σταθερός.

Κάνω μια σκέψη
πως όλα τελειώνουν κάπως ξεχασμένα
πως δηλαδή φεύγουν από τη μνήμη κάπως κουρασμένα
και δίχως να έχουν γνωρίσει τη δόξα
του ωραίου και του μεγάλου.

Σε σκέφτομαι διαρκώς.

Ο διάδρομος άδειος, ούτε πόδια απλωμένα
ούτε τσιγάρα πατημένα
μόνο μια σιωπή στηριγμένη στη γυάλινη βιτρίνα
ζωγραφίζει τα παιδιά της στο κενό του.

Κάποτε πρέπει να σταματήσω να σου γράφω.
άλλοι πίνουν
άλλοι τραβάνε πρέζα
κι εγώ
εκμεταλλεύομαι πρόστυχα το κορμί της ποίησης
να σου γράφω.
Ίσως πάψω.
Μια στάση ακόμα. Δίχως αριθμό.

Κάποιος μου ζήτησε την ώρα πριν από λίγο ˙
όλοι τώρα κοιμούνται
το τρένο κουνιέται αλλόκοτα καθώς ξεκινάει.

Ταξιδεύω όπως τα πουλιά το φθινόπωρο
μόνο που δεν έχω φτερά κι ούτε τόπο αλλάζω
απλώς ταξιδεύω
και καρφιτσώνω αργότερα σ’ ένα βιβλίο εισιτήρια κι αποδείξεις.

Μέσα σ’ ένα τρένο η ζωή περνάει τόσο δύσκολα
όσο σ’ ένα λεωφορείο ή ένα σπίτι άδειο
που γερνάει και κουράζεται όσο περνούν τα χρόνια.
Θέλω να πω
πως τα λουλούδια που βλέπω στον ύπνο μου
έχουν χρώμα κόκκινο.

Κάποια στάση.
Άγνωστη - όπως οι δρόμοι που περνάμε καθημερινά
δίχως να μάθουμε ποτέ πως λέγονται,
γιατί ποτέ δεν κοιτάξαμε τις πινακίδες τους -
κι άσημη – σα τα ονόματά μας στους τηλεφωνικούς καταλόγους
που πνίγονται αβοήθητα –

Δεν έχω τι άλλο να πω. Τι άλλο να σου πω;
Σε σκέφτομαι κι ας μη θυμούμαι μήτε τη μορφή σου,
το σφύριγμα, το περπάτημά σου.
Σε σκέφτομαι
κι ας ξέρω πως μπορεί να μην έρθεις ποτέ.

Στάση διαρκείας.
Κι ο θάνατος ατέλειωτος είναι.
Ξημερώνει.
Μια παρέα άρχισε να μοιράζει το γέλιο της.
Ξεκινάμε.

Θα ήθελα τώρα να ανάψω ένα τσιγάρο
όμως πάλι τι θα ήταν, της χαράς ή της λύπης;

Δεν είναι γέλιο αυτό που μοιράζουν
αλλά μια άλλη μορφή της ευτυχίας,
Στοίχειωσα σε τούτο το σταθμό,
τελικά παίξιμο του τρένου ήταν, δε φεύγουμε
ίσως γιατί τ’ αστέρια δεν έχουν σβήσει στον ουρανό
κι ο άγνωστος περαστικός
δεν έπαψε να κοιτάζει από τα παράθυρα μέσα…

Τώρα ξεκινάμε,
(κι ίσως πάλι να μη φτάσουμε ποτέ στο πουθενά).
Σε πλησιάζω
κι ίσως, αν δεν είχα στα χείλη μου το χαμόγελο
του ανθρώπου που αρνείται να χαμογελάσει
να μ’ αναγνώριζες, να με πλησίαζες.
Κάποια μοίρα θα υπάρχει φαίνεται
που κρατάει όλους αυτούς τους ανθρώπους στα τρένα
αυτούς που ταξιδεύουν πέρα δώθε με κάθε διαδρομή
και γυρίζουν κουρασμένοι στα σπίτια τους
κι αυτούς που ταξιδεύουν για να ξεχαστούν σ’ έναν τόπο.

Ταξιδεύω. Έτσι απλά.
Γιατί για να κρύψω αυτά που θέλω
πρέπει να μιλήσω με λόγια απλά.
Ταξιδεύω ακόμα.
Στάση τελευταία, κρύο πολύ.

Έχει ξημερώσει.
Φεύγω πια.

Σα φάντασμα περαστικό από κάποια διαδρομή…

Ταξιδεύοντας για Αλεξανδρούπολη 24. XI. 1995

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Ελάτε μ' ένα ποίημα, τρίτη φορά

”spirou”



Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια.
Είχα μπει δισταχτικά στο Ελιξίριο, μαγαζί που γνώριζα ήδη δεκαπέντε χρόνια.
Ο Σπύρος επέμενε να διαβάσω, δεν ήθελα.
Τελικά διάβασα, το χάρηκα κιόλας.
Τελικά έτσι γίνεται, ότι κάνεις το χαίρεσαι.
Κομμάτι δικό σου είναι.

Πέρυσι ήμουν πιο χαλαρός.
Διαφορετικός κι ο χώρος.
Bar 16 έγραφε η πινακίδα του μαγαζιού.
Οι φίλοι πιο πολλοί, το κλίμα αλλιώτικο.
Πιο ζεστό να πω;
Και την προηγούμενη χρονιά ζεστό ήταν, πιο αγαπησιάρικο θα έλεγα κι ας το λέω και λάθος.

Φέτος στον ίδιο χώρο.
Bar 16. Μεγάλου Αλεξάνδρου και Κανάρη 1 στη Σταυρούπολη.

Θέλουμε να είσθε κι όλοι εσείς, επιθυμία μας είναι και χαρά μας.
Είτε γράφετε είτε όχι.
Προϋπόθεση μοναδική να αγαπάτε την ποίηση.
Ελάτε και ρίξτε στη τσέπη, στην τσάντα ή όπου αλλού ένα ποίημα.
Δικό σας ή άλλου.
Διαβάστε κιόλας, για εκείνους που κάτι του φοβίζει, κανείς δεν κρίνει τέτοιες βραδιές, όλοι μονάχα ακούνε.

Συνδιοργανωτές μπορείτε να είσθε κι εσείς.
Το επιθυμούμε κι αυτό.
Άλλωστε τι ημέρα χαράς θα ήταν αν την κλείναμε μέσα σε τοίχους και παρενθέσεις;

Μπορείτε να επικοινωνείτε και με τους:
Ο δείμος του πολίτη
Το τσαλίμι
michalakis


”spirou”






Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Ποτίζει κρύο έξω η μοναξιά

Ακούμπησα στο παράθυρο ότι με σκοτώνει.
Κατεχόμενα εδώ, κι έξω περιπολεί η μοναξιά 12 – 3 το ξημέρωμα, κατάλοιπο μιας θητείας που δε λέει να σωπάσει.
Στην μέσα θήκη του πορτοφολιού η μικρή σου φωτογραφία - μικρή για να χωράει μα τόσο μεγάλη που ντύνει την ψυχή μου – με σώζει.
Ποτίζει κρύο έξω η μοναξιά μ’ ένα ποτιστήρι περασμένο αριστερό χέρι στον ώμο.
Κλείνω τα μάτια πλάι στη φωτιά.
Πόλεις πυρπολημένες κραυγάζουν φυλακισμένες στα κλειστά μου βλέφαρα.

Νιώθω το πέρασμα σου.

Χιονίζει έξω μα καταπίνει τις νιφάδες η νύχτα, καταπίνει τις φωνές.
Το όπλο μου έχει σκουριάσει πια, δε θυμάται τον τρόπο να μιλάει.
Αφήνει μικρές επιστολές στις γωνιές του τοίχου, στα πλαϊνά του παραθύρου.

Κάποτε θα βρεθώ άοπλος στον πόλεμο έχοντας εικόνισμα ευλογημένο την μικρή σου εκείνη φωτογραφία.

Στο διπλανό σπίτι, ξέχασαν αναμμένη την λάμπα για να γεννά στα στήθη την ελπίδα του χαμόγελου σου…



Το τραγούδι του Μιχάλη Νικολούδη «Ψίθυρος στο αίμα» ερμηνεύει η Σοφία Τσέρου.

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Αγάπη είναι…

Αγάπη είναι…
να βυθίζομαι πριν από εσένα στα όνειρα σου
να τα ποτίζω με φροντίδα κι έρωτα για να περάσεις
κι εσύ
ένα κανάτι με φιλιά να μου ακουμπάς τα χείλη
να ξεδιψάσω.




Το τραγούδι Agapimu Fidela Protini είναι παραδοσιακό της Grecia Salentina, σε γρεκάνικη διάλεκτο, η εκτέλεση που ακούγεται είναι του συγκροτήματος Γειτονία (Ghetonia)