Ο δρόμος ξετυλίγονταν μπροστά μας λουσμένος το πορφυρό φως του απογεύματος.
Καλοκαίρι κι όλα τριγύρω σου ταίριαζαν εκπληκτικά με το ζεστό σου άγγιγμα, τα χρώματα, τα λόγια που έπαψαν από καιρό να είναι υποσχέσεις…
Προχωρήσαμε ως την Ντάπια, η φωνή σου παιγνίδιζε ακλουθώντας την διάθεση σου, χαθήκαμε στα σοκάκια.
Μ’ έπιανες απ’ το χέρι κι εγώ ρουφούσα τα χείλη σου σα γλυκόπιοτο κρασί.
Βγήκαμε στην Κουνουπίτσα, την γαλήνη του απόβραδου διαπερνούσε το καμπανάκι της άμαξας και το χτύπημα των πετάλων πάνω στην πέτρα.
Σταθήκαμε λίγο κι ονειρευθήκαμε πάνω στα κύματα.
- Πόσο μακριά να φθάνουν τα όνειρα σαν ταξιδεύουν καβάλα στα κύματα; -
Επιστρέψαμε στο Παλιό Λιμάνι πότε πιασμένοι χέρι χέρι και πότε αγκαλιασμένοι.
Σ’ εκείνο το μαύρο του ορίζοντα, ανάμεσα από τα σποραδικά φυτεμένα φώτα των απέναντι νησιών άφησα μιαν επιθυμία να φωτίσει τα χρόνια που θα έρθουν.
Το σπίτι εκείνο που λέγαμε και οι δύο, δύο παιδιά, και ταξίδια πολλά, γεμάτα από έρωτα κι αγάπη…