Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Οι σκάλες


Ανεβαίνουμε με δυσκολία τις σκάλες
τα πόδια πονάνε, τα χέρια δε βαστάνε πιά.
Τα σκονισμένα πορτρέτα στους τοίχους
μας κοιτάζουν
αφήνοντας ένα ίχνος λύπης απ’ όπου περάσαμε.
Θα ναυαγήσουμε πριν την αυγή.
Η θάλασσα
θα βγάλει στην ακτή τα υπάρχοντα μας.
Λίγα κογχύλια, κάποιο δίχτυ
κάποιο σημάδι παραθαλάσσιου οικισμού.
Θα σταθούμε πάνω στην πέτρα την αγριεμένη
από της θάλασσας το χτύπημα
απ’ την αλμύρα της
από το βάρος των δακρύων που αφήσαμε
εμείς και τόσοι άλλοι ακόμα
χίλιους αιώνες τώρα βασανισμένοι
καταδικασμένοι από χέρι κάποιου Θεού
που πιά δεν υπάρχει.
Θα βλέπουμε τα φώτα της χαράς των ανθρώπων
μίλια μακριά, ξένα από εμάς
σα μικρές φωτοβολίδες
να μετράν τον ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη
γυρεύοντας μίαν απάντηση
ή μίαν άρνηση.

Κ’ οι σκάλες, ακόμα ατέλειωτες
τα βήματα μικρά
δεν αρκούν να προφτάσεις το φεγγάρι
θα λυγίσει η νύχτα στον πιο σκοτεινό της ουρανό.

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Η θλίψη της βροχής

Χαθήκαμε στις σιωπές και τ’ ασφοδίλια
γέρασαν μέσα μας κ’ οι αποστάσεις
δε μακραίνουμε πιά
μόνο στου χρόνου το πέρασμα δε λυγίσαμε
κι εκείνο το σκουριασμένο ντουλάπι
θα στέκει αγέρωχο στη θλίψη της βροχής
φυλάσσοντας ζωντανό
κάποιο άγγιγμα κρυφό μέσα απ’ το ρούχο
μια σταγόνα αρώματος πάνω στο πέτο
από την ορμή μια νιότης που σίγασε
αφήνοντας τη θέση της στη νοσταλγία…

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Καλό σου ταξίδι Παππού…


Το τραγούδι αυτό, μιλάει για τις γυναίκες που αποχαιρετούν τους άντρες τους καθώς εκείνοι φεύγουν να δουλέψουν στα ορυχεία του Βορρά.
Καλοκαίρι του ’62 ήταν που έφυγες για τα ορυχεία του Βελγίου.
23 χρόνια στο κάρβουνο, εκατοντάδες μέτρα κάτω από τη γη.
Άφησες τμήμα των δαχτύλων σου εκεί.
Όλοι κάτι αφήσατε, άλλοι δάχτυλα, άλλοι χέρια, τη ζωή τους άλλοι.
Σε θυμούμαι το ’84, σ’ εκείνα τα γκρίζα σπίτια του χωριού μας στο Μπέριγκεν, να μας περιμένεις με τη Γιαγιά -χρόνια που έφυγε εκείνη.
Βόλτες στις Κέρμες, γυρίσαμε θυμούμαι με σακούλες τις καραμέλες…
Βόλτες στο καφενείο της Σταυρούλας που σύχναζαν τα πατριωτάκια για μπύρα και καφέ-χρόνια πολλά κι αυτοί συνάδελφοι στη φάμπρικα οι πιο πολλοί.
Το σπίτι διώροφο, γεμάτο φωτογραφίες, εκείνες που κοσμούσαν και το σπίτι στην Ελλάδα, το πικαπ, η κούκλα με τη θρακιώτη στολή, τα βαριά του έπιπλα, που κατεβάσαμε από τα φορτηγά το ’87 με την επιστροφή σας.
Θυμούμαι κι εκείνες τις τσίχλες που μας φέρνατε τα καλοκαίρια, με τα σκρίπτ του Ντόναλντ, και γαμώτο, δε φύλαξα ποτέ κανένα από αυτά.
Σε θυμούμαι στο χωριό, να ταΐζεις εκείνο το κατσικάκι που έδιωξε η μάνα του, με το μπιμπερό, μας έμαθες να το ταΐζουμε κι εμείς.
Σε θυμούμαι στον μπαχτσέ, στα σταφύλια, στα δέντρα σου, στον κάμπο και στο μπαϊρι να πηγαίνεις φορώντας τη σάπκα σου.
Σε θυμούμαι στο κλείσιμο των σχολείων που ερχόσουν με τη Γιαγιά να μας πάρεις, να φύγουμε με το τρένο στο χωριό, κι ήταν πάντα όμορφη η διαδρομή κι ας ήταν μεγάλη, γιατί πριν το τέλος της, βλέπαμε από μακριά το σπίτι να μας περιμένει.
Τώρα εκείνο το σπίτι περιμένει τους νεκρούς του.
Θα στέκει πια σιωπηλό, όπως τόσα άλλα που κανείς από τους νοικοκυραίους τους δε θ’ ανοίξει τις κλειδωμένες τους πόρτες.
Καλό σου ταξίδι Παππού…