Αργά το βράδυ, πίσω απ’ τα μεγάλα δέντρα του κήπου, φανερωνόταν ένας ερωτευμένος βιολιστής. Άπλωνε
τις μουσικές του πάνω απ’ τις στέγες πλέκοντας έναν καινούργιο ουρανό γεμάτο
νότες και χρώματα. Η ξαδέρφη στο απέναντι σπίτι, έβγαινε στο παράθυρο, άνοιγε
τα χέρια της ψηλά στον ουρανό, θαρρείς να υποδεχθεί το φως της νέας ημέρας.
Ήταν Κυριακή, η εκκλησία τέλειωσε νωρίς, ήμουν
μικρός και δε γνώριζα, έμαθα μετά πως εκείνος ο λευκοντυμένος στη λειτουργία που
έμοιαζε με τον βιολιστή, ήταν άγγελος.
Η ξαδέρφη έφυγε, πίσω απ’ τις μαυροφόρες
στέκουνταν ο βιολιστής, έπαιζε μια μελωδία που μύριζε βροχή.
Δεν έβρεξε εκείνο το βράδυ, μήτε το επόμενο, ο
άγγελος μόνο χαμηλόφωνα έψαλε «Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται…»