Πασχίζω να θυμηθώ πως είναι να κυλιέσαι ανάμεσα στα ηλιοβασιλέματα.
Να κυλά η θάλασσα πάνω στα στήθη, να ονειρεύεσαι μ' εν’ αγέρα απαλό στο βάθος των ματιών, να τα μουσκεύει.
Η άμμος είναι υγρή ακόμα, νοτισμένη από την υγρασία.
Είναι πάντα υγρά τα πρωινά, πλαγιασμένα στο φινιστρίνι ενός πλοίου που έχει σαλπάρει μέσα στη γαλήνη της νύχτας γι’ άγνωστο προορισμό.
Χαράσσονται μ’ ευκολία μεγάλη επάνω της τα ίχνη.
Κι απόψε κάποιος έχει φύγει.
Δίχως αποσκευές, μ’ εκείνο μονάχα το βάρος στην ψυχή π’ αφήνει η ανάγκη για πέταγμα, μ’ εν’ αστέρι κι ένα προσευχητάρι στα χέρια.