Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

Ο ήχος που σημαδεύει τις ψυχές...

Υπάρχει ένας ήχος που σημαδεύει τις ψυχές μας.
Κάποτε ήταν το σφύριγμα ενός πλοίου ή τρένου.
Τελευταία το κουδούνι αναγγελίας πτήσεων αεροδρομίου.
Δεν έχει σημασία.

Εκείνο που μετράει είναι πως ο ίδιος ήχος φέρνει και τις καθυστερήσεις…


Θέλησα τ' όνομά σου να μάθω ΙΙ

Έμαθα ν’ ανασαίνω βαθιά, και βαθιά ανασαίνοντας να καταδύομαι ως τα βάθη του πελάγου κι απ’ του πελάγου τα βάθη ως την άκρη τ’ ουρανού.
Παρεμπιπτόντως, έμαθα και να πετάω.
Ν’ ανοίγω κάτι μεγάλα φτερά, δυνατά, πίσω στην πλάτη.
Νύχτα με βροχή ήταν κι έπρεπε να φθάσω κοντά σου.
Ακολούθησαν κι άλλες όμοιες μ’ εκείνη από τότε.
Κι άλλοτε πάλι από τα μακρινά μου ταξίδια έπρεπε να επιστρέφω, έστω για λίγο, έστω για τόσο, να σε κοιτάξω όπως στέκεσαι στην άκρη του παραθύρου σου, εκείνου τ’ ανοιχτού χειμώνα καλοκαίρι, που ‘βλεπε στην πλατεία και να επιστρέψω.
Να σου αφήσω στα μαλλιά ένα λουλούδι, από εκείνα τα δικά μου, τα μικρά, τα πολύχρωμα που ‘πλεκα με τις λέξεις – εκείνα είχε ανάγκη η ψυχή σου – και να καταδυθώ στα πιο σκοτεινά σπήλαια της θάλασσας· κι εκεί να σ’ ανακαλύψω.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2008

Θέλησα τ’ όνομα σου να μάθω

Θέλησα τ’ όνομα σου να μάθω.
Ήταν μια μικρή κόκκινη θάλασσα.
Έσταζαν πάνω του χρώμα τα μαλλιά καθώς το φεγγάρι σου έβρεχε το κεφάλι.

Έγερνα πάνω στη φωνή σου τα βράδια, κι αποκοιμόμουν.
Αποκοιμόμουν θαρρείς παιδί κουρασμένο σ’ αγαπημένη αγκαλιά, κι ονειρευόμουν…
Θυμάσαι τούτα τα όνειρα;

Λίγες φορές μονάχα, έπαιρνα χαρτάκι μικρό, σου τα ‘γραφα μ’ εκείνη την παράξενη γραφή μου κι εσύ τα χάζευες.
Μα πιο πολύ σ’ έπαιρνα απ’ το χέρι και χανόμασταν μέσα τους.

Θέλησα τ’ όνομα σου να μάθω κι έμαθα πρώτα να περιμένω το κόκκινο κύμα, να περιμένω όλα εκείνα τα δικά σου που θα έφερνε τ’ απαλό αεράκι της θάλασσας, το φεγγάρι να περιμένω να ξεμυτίσει στα ψηλά τ’ ουρανού.

Έμαθα τ’ όνομά σου μια νύχτα λουσμένη στη ζέστη και το φεγγαρόφωτο.
Γάντζωσα ένα αστέρι στον ουρανό και του ‘δωσα τ’ όνομά σου.
Άναψα κι ένα καντήλι στο κέντρο του περίτεχνα σκαλισμένο να ρίχνει ένα φως απαλό στα βήματα π’ απλώνονται μέσα στα όνειρα.

Φύλαξα εν’ αγέρα απαλό να τρεμοπαίζει το φως του αστεριού στο μισάνοιχτο παράθυρο σου, να σου μπερδεύει τα μαλλιά όταν στην άκρη του μπαλκονιού θα γύρεις το κορμί σου, όταν θα γύρεις για να κοιμηθείς εκείνο πρώτο να φουσκώσει τα πανιά εκείνων π’ ονειρεύθηκες.

Θέλησα τ’ όνομά σου να μάθω κι έμαθα πάλι ν’ ανασαίνω απ’ την αρχή…

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008

Το μίσος μου για τον χρόνο

Το μίσος μου για τον χρόνο.
Όταν συναντιόμαστε καλπάζει
κι όταν λείπεις
λιμνάζει στις άκρες της απουσίας σου
σαν δάκρυ.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Μείναμε τόσοι λίγοι πια

Μείναμε τόσοι λίγοι πια.
.
Τα σχολεία μας ρήμαξαν με τον πόλεμο.
Τα σπίτια το ίδιο.
Εμείς μονάχα, ρημάξαμε στην ειρήνη…
.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Έχω επιστρέψει

Έχω επιστρέψει.
Έχουν εντός μου κιτρινίσει τα λόγια.
Άυπνα από χρόνια.
Για χρόνια άυπνα λόγια, μάτια κι όνειρα.

Φύλαξε μου ένα ζεστό ποτήρι γάλα, όπως εκείνα που πίναμε παιδιά, λίγο ψωμί χτυπημένο μ’ αυγό, ένα μαξιλάρι ζεστό, ένα βιβλίο με παραμύθια.

Κλειδώνω μια μια τις σκέψεις.
Τα δωμάτια χάσκουν απορημένα, τόσα τριγύρω σύγνεφα κι όμως δεν βρέχει.
Τα παπούτσια μου έχουν σχισθεί απ’ το περπάτημα και την αρμύρα, μ’ άρεσε από παιδί να βαδίζω επί των υδάτων.

Γέρνω στην άκρη του παραθύρου.
Στο απέναντι σπίτι ένας σκύλος γαβγίζει, ένα παιδί κλαίει, κάποιος ετοιμάζεται πάλι να σκοτώσει.
Έχουμε γεράσει περιμένοντας οι μισοί τον θύτη κ’ οι άλλοι μισοί το θύμα.
Κανείς δεν φάνηκε ποτέ τελικά.

Σκέφτομαι πως όλα κάποτε νυχτώνουν.
Όλα κάποτε αναζητούν έναν ξένο εαυτό μήπως και πάλι ανθίσουν.

Αρχίζω τις σκέψεις μου μ’ ένα μεγάλο γράμμα, όπως τα παλιά ανθολόγια του δημοτικού, νιώθω πως έτσι αποκτούν βαρύτητα διαφορετική.

Διαβάζω παλιά συμβόλαια.
Πρέπει να θυμόμαστε τα ονόματα.
Προπαντός εκείνων που φύγαν.
Διαφορετικά μένουν δίχως ονόματα κ’ οι διαθήκες.

Άδεια χαρτιά κιτρινισμένα.
Κιτρινισμένα άδεια λόγια.

Έχω τραβήξει το κρεβάτι στη άκρη του παραθύρου.
Κοιτάζω πότε την πλατεία και πότε την θάλασσα.
Άδειες κ’ οι δύο.
Οι θύτες καραδοκούν τα θύματά τους.
Προσμένουν τα θύματα τους θήτες.

Πλάι στο κρεβάτι ανασαίνει μια παλιά φωτογραφία.
Οι παλιές φωτογραφίες ανασαίνουν πάντοτε βαριά.
Πίνει λίγο λίγο το νερό που έχω πλάι στο κρεβάτι.

Τυλίγομαι ένα ένα τα κίτρινα χαρτιά.
Σκεβρώνω μαζί τους.

Άυπνα χρόνια όπως άυπνα παραμένουν τα ρολόγια κι απλά παραφυλούν.
Παραφυλούν τα μεγάλα γράμματα.
Κι αφήνουν κουτσουρεμένες τις λέξεις.
Κιτρινισμένα, άδεια τα λόγια…

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

Χορεύοντας στο σεληνόφως

Είναι που χόρεψες στο εκχείλισμα του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα…

Ποιους χρόνους να μετρούν τώρα τα ρολόγια;




Το τραγούδι «Σ’ έχω βρεί και σε χάνω» από το CD «Μέχρι το τέλος» ερμηνεύει η πάντοτε μαγική Νατάσσα Μποφίλιου.
Η φωτογραφία είναι από το Deviantart. Χρήστης
meitantei.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Γυάλινη φυλακή

Έχω γεμίσει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
σπάζει το ποτήρι στο ξύλινο τραπέζι
χίλια κομμάτια γίνεται

δύσκολα κρατάς το αίμα σε γυάλινη φυλακή...