Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Χάνεται το άγγιγμα στο σκοτάδι

Πέφτει σκοτάδι.
Από τα σπλάχνα της νύχτας ακούγεται το περπάτημα κάποιου.
Δεν κοιτάζει κανείς.

Κάπου δεξιά υπάρχει σταματημένο ένα μικρό αυτοκίνητο, μια κοπέλα με μαγιό κάθεται στη θέση του οδηγού.
Ετοιμάζεται να φύγει.

Φεύγει.



Σε μια αφίσα κοιτάζει το πρόγραμμα συναυλιών του καλοκαιριού.

- Που διάθεση, ψιθυρίζει.

Κατηφορίζει προς τη θάλασσα, στο σημείο απ’ όπου πριν λίγο είχε φύγει η κοπέλα.

Αγγίζει την θάλασσα.
Χάνεται το άγγιγμα στο σκοτάδι.

Αργότερα θα φανερωθεί ένα μουδιασμένο φεγγάρι πίσω απ’ το απέναντι βουνό.
Βρίσκονταν πριν λίγο εκεί.
Το σπίτι απόμεινε με φώτα αναμμένα, δεν είναι κανείς πια μέσα.
Το κοιτάζει από εκεί που βρίσκεται.

Η κοπέλα επιστρέφει.
Έχει ντυθεί.

- Σε πρόσμενα, λέει αφήνοντας απαλά πίσω του την φωνή της να τον αγκαλιάσει.
- Δεν κατάφερα να φύγω νωρίτερα. Ας κατέβουμε ως την πλατεία.

Γνέφει καταφατικά.
Προχωράνε.

Έναν δρόμο πριν την πλατεία γέρνει το κεφάλι του, την φιλά στα χείλη.
Εκείνη αποσβολωμένη τον κοιτάζει.
Ρωτάει με το βλέμμα της «γιατί;»

- Θα φύγω, έπρεπε κάποτε να το μάθεις.

Το αλάτι έχει σφίξει τα χείλη.

Έμεινε εκεί να κοιτάζει το σκοτάδι που τον κατάπιε.
Ο ήχος των βημάτων ίσως και να ήταν δικός του.

Ποιος γνωρίζει να πει.
Τα σκοτάδια κρύβουν πάντα την μικρή τους αλήθεια…






Δε θυμούμαι πόσα βράδια ξημέρωσα αφήνοντας την φωνή της Τάνιας να κατακλύσει την ψυχή μου.
Σε πόσα χαρτάκια σημείωσα λέξεις – υποσχέσεις για να βουλιάξουν με τον καιρό στην λύπη.
Αναρωτιέμαι ακόμα πόσο μπορούν να δυσκολέψουν ακόμα οι χαραυγές…


Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Πήρε να βρέχει


Μιλούσανε για ταξίδια.


.


- Μην έρθεις, είπε.


.


Έξω απ’ το τζάμι ο ουρανός μαύριζε ολοένα.


Μέσα, όλα φυλαγμένα στο ζεστό άγγιγμα του τζακιού.


Πήρε να βρέχει.


Δεν φάνηκε κανείς στον δρόμο.


Στο απέναντι διαμέρισμα ένα παιδί


έχει κολλήσει στο τζάμι το πρόσωπο του.


Έστρεψε το βλέμμα της.


Έπεσε επάνω του.

.

- Κοίταξε!!!


.


Κόλλησε έπειτα και το δικό της πρόσωπο στο παράθυρο.


Έβρεχε ακόμα.


Απ’ το πρόσωπο το κολλημένο στο τζάμι πήρε να μπαίνει η βροχή.


.


Εκείνος είχε γίνει ένα φωτεινό μικρό άστρο


στον λυπημένο ουρανό του δωματίου.


.


.


από το e-book¨Ιωάννης Τσιουράκης, Δρόμοι Παλιοί

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Δακρύζω καθώς νυχτώνει

Δακρύζω καθώς νυχτώνει.
Τι φέρνουν άραγε οι νύχτες στην ψυχή μας;
Είναι φορές που βρίσκω στην άκρη του μαξιλαριού μου ίχνη από τριαντάφυλλα.
Υπολείμματα πετάλων και δροσοσταλίδες.
Άλλοτε ένα φτερό βουτηγμένο στο φεγγάρι.
Δεν θέλω να αναπολώ.
Με πονά περισσότερο από το να μην έχω.
Το ημερολόγιο μου σταμάτησε μέρες πριν κ’ οι μέρες δεν αργούν ποτέ να γίνουν χρόνια.
Ήθελα να έχω μια λέξη μικρή, ένα νεύμα, ένα χαμόγελο.
Μοιάζουν να είναι υποσχέσεις οπότε δεν βρίσκω τίποτε από αυτά.

Οι λέξεις που δε λέω με πληγώνουν, είναι εκείνες που δε βρίσκουν τον δρόμο να εκτεθούν.
Τα νεύματα μου χάνονται που κανείς δεν μπορεί να τα δει.
Τα χαμόγελα μου όπως γεννήθηκαν πέθαναν.

Δακρύζω καθώς νυχτώνει.
Αφήνουν έναν ήχο αλλόκοτο τα δάκρυα μου καθώς σπάζουν στο πάτωμα.
Πέρασε ο καιρός και ποια δεν μπορώ να θυμάμαι, να έχω θέλω.

Δυσκολεύουν ολοένα οι μέρες και η «αισιοδοξία» μου δεν με βοηθά.
Μήτε οι ελλείψεις με βοηθούν.
Μήτε οι εφιάλτες μου.

Φοβάμαι μη σπάσω, μα δεν με ακούς…





Μακρινός ταξιδευτής ο Αλκίνοος ανοίγει άλλη μια φορά πανιά κι μακραίνει στις θάλασσες της ψυχής.

«Είπα να ζήσω την γιορτή του κόσμου / κι είπα να πάω μακριά.
Κι είπα στον ήλιο “τη ζωή σου δώσ’ μου / και μου ‘δωσε φωτιά”

Θα γράψει, θα συνθέσει και θα ερμηνεύσει στην «Νεροποντή» του,
και το κατάστρωμα της ψυχής ως πότε θα αντέχει στις βροχές, ως πότε την αρμύρα του αγέρα;
Ως που θα αντέξει να κουβαλά τους πειρατές του;

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

Μπερδεύομαι ακόμα

Μπερδεύομαι ακόμα.
Ξεχνώ διαρκώς που έχω βάλει τα κλειδιά
που έχω βάλει τα ρούχα
τις λέξεις, τις υποσχέσεις.
Ομόνοια – Κοτζιά το δρομολόγιο μου.
Ότι είδα.
Ότι έζησα.

Ένας τοίχος έχει γραμμένο το όνομά μου.
«Επανάσταση».
Μα έχω χάσει την δύναμη μου
Δακρύζω απέναντί από τις μολότοφ τα βράδια.
Πλαγιάζω με τους πεθαμένους συντρόφους.
Έχουν χρόνια να χαμογελάσουν.
Πίνουν θορυβώντας τον καφέ τους
μιλούν γι’ αθλητικά.

Οι επαναστάσεις μας
φυλακίσθηκαν στα κάγκελα των γηπέδων.
.
.
από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Μυρίζει χαμομήλι ο τόπος, αγιάζει τα βήματα μας...

Πότε παύεις να πονάς;
Μυρίζει χαμομήλι ο τόπος, αγιάζει τα βήματα μας, αγιάζει τη μυροβόλο σκέψη μας, αγιάζει την θλίψη.
Η άγια θλίψη μας.
Σηκώνω στα χέρια σταυρωμένη την ψυχή μου.
Σηκώνω έναν κόσμο που κοίμισα στα όνειρα μου, που κοίμισε τα όνειρα του στα όνειρά μου.
Πλέκουν οι νύχτες ρούχο βαρύ κ’ οι κτιστάδες σε μαρμάρινα σπίτια φυλακίζουν χάρτινα τα πρόσωπα μας.

Τι θυμάσαι από τούτο τον κόσμο;

Έχω θυμιάσει τους χώρους που έζησα, όχι με την παρουσία μου μα για την παρουσία μου…
Θυμούμαι ένα ηλιοβασίλεμα, θυμούμαι το φτερούγισμα κάποιου πουλιού στα ξύλινα δοκάρια της σκεπής.
Θυμούμαι το αέρινο περπάτημα της γυναίκας που αγάπησα.
Ένα δάκρυ θυμούμαι.
Ταξιδεύω στα λαγούμια που ανοίγει στο χώμα.
Στη στοές που ανοίγει στο σώμα της ψυχής μου.

Παράμερα χάσκει με το στόμα ανοιχτό η πιο παιδική μας ανάγκη.
Για αγάπη.
Όχι εκείνη που έχουμε μα εκείνη που δε βρήκαμε τον τρόπο να κερδίσουμε ή να κλέψουμε.
Μεγάλη ανάγκη.
Διαχρονική ανάγκη τυλιγμένη με ευχές και δώρα εορταστικού χαρακτήρα.

Τούτες τις γιορτές να θυμηθώ…
Τούτες τις γιορτές πρέπει…

Τίποτε δεν πρέπει και τίποτε δεν θα θυμηθώ.
Ότι νιώθω μονάχα.
Η εσχάτη προδοσία έχει το άρωμα του αίματος του θυσιασμένου που δεν δόθηκε ο ίδιος σε προσφορά.
Η μοναξιά έχει το βάρος των βημάτων μας.
Η λύπη το χρώμα των ματιών μας.

Πότε παύεις να πονάς;
Ρωτώ, γιατί πάντα στην πίσω τσέπη του παντελονιού υπάρχει σα σκονάκι η λύπη να θυμίζει τις εξισώσεις που ξέχασες, τα γινόμενα και τα υπόλοιπα των πράξεων που διαδραματίσθηκαν έστω πριν πολλά χρόνια και κάποτε, κάποτε μονάχα, ένα μικρούλι άθροισμα βρίσκεται να γυροφέρνει στις κενές πια θέσεις ενός τρένου που αδιάκοπα ταξιδεύει…

Τούτες οι γιορτές μ’ ένα παιγνίδι παραμάσχαλα παιδικό, κι ένα όνειρο να σπρώχνει με βέργα ξύλινη μια γυμνή ρόδα ποδηλάτου σ’ έναν δρόμο χωμάτινο.

Χωμάτινους δρόμους βρίσκω μονάχα στην ψυχή μου πια…





Είναι στα χρόνια που ο Παύλος θα τραγουδήσει Μαρκόπουλο και θα χτυπηθεί από το σύστημα για την αλλαγή στην μουσική του πορεία και που ο Μιχάλης Κατσαρός θα θέσει θεμέλια για τον κόσμο εκείνων που αντιστέκονται.
«Δεν ήρθα να καταργήσω το νόμο / δεν κρατώ τη ρομφαία / κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στους ήχους σας» θα γράψει αφήνοντας να διαρρεύσει από τις λέξεις το σύνθημα μια επανάστασης που τελικά αναρωτιέμαι πόσοι κατάφεραν ή πιο σωστά θέλησαν να ακούσουν…

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Κάθε απόγευμα τον παίρνει το παράπονο

Κάθε απόγευμα τον παίρνει το παράπονο.
Βγαίνει στο μπαλκόνι κι αγναντεύει το Λιβυκό.
Κρεμνά στον πίλο τση καρέκλας το καππότο του, σέρνει απ’ το κελύφι την λύρα, κάθεται και μοιρολογά τον έρωντα…



Δεν έχω στη χαρά Θεό
να μ’ αποχαιρετίσει
μον’ έχω θάνατο οχτρό
να με προϋπαντήσει

αν ‘κούσεις αναφιλητά
θε να ‘ναι μάνας δάκρυ
απού ζητά συγχώρεση
στου ουρανού την άκρη

πέψε μάνα του Θεού
πως έχει κάμει λάθος
να μη με πάρει ο καιρός
μα του έρωντα το πάθος.



Έχει αφημένο ένα ποτήρι με ρακί σ’ ένα τρίταβλο σκαμνί, κάποτε και λίγη αγκινάρα να μερώνει το κάψιμο στο μπέτη.
Πλάι ντου μιαν φωτογραφία, ένα δαχτυλίδι χρυσό κι ένα γιασεμί λευκό οσάν το λευκό στσι άκρες των μαθιών τζη.


Καμιά φορά μονάχα, έτσι καθώς το κύμα ανασκαλίζει τα σπλάχνα τση θάλασσας και δροσίζει τ’ ακροθαλάσσι, μοιάζει η μνήμη να λαμπιρίζει πάνου στα αλμυρόνερα πριν τα πιεί το χώμα.
Γλυκαίνει την φωνή τζη η λύρα, γλυκαίνει εκείνος την δική ντου φωνή.
Τραγουδά θαρρείς και τση μιλεί.
Θαρρείς κι αντίκρυ ντου στέκουν τα μάθια τζη και τον ξανοίγουν.



Άνε ξανοίξεις τ’ ουρανού
τα πλάτη θ’ αντικρίσεις
πόση αγάπη σου φυλώ
και τότε θα δακρύσεις

κι αν απ’ τσι άκρες τ’ ουρανού
μου ζαλιστείς και πέσεις
κύμα θα γίνω του γιαλού
ποτέ να μην πονέσεις

να κάμω αγκάλη το νερό
ν’ αφήσω σου ένα δάκρυ
να σου γιατρεύγει την ψυχή
να διώχνει σου τα πάθη

ανε ποτέ σου χαριστείς
του πόνου και μαυρίσεις
πέψε μου βιόλα απόκριση
για να ‘ρθω και ν’ ανθίσεις

θα ‘χω στα χέρια μου χρυσό
σμύρνα μα και λιβάνι
μιαν ευλογία στην ψυχή
που μόν’ η αγάπη βάνει

έχω κι αστέρι φωτεινό
τον δρόμο να μου δείχνει
για των μαθιών σου τσι αυλές
π’ όλο το φως του ρίχνει.



Κι αν τραγουδεί τον έρωντα κι αν κάποτε το παράπονο του ορίζει τσι στράτες, ένα κατέχει και κάθε που ακούνε να τον παινέυουν εκείνο πέμπει ως απάντηση.



Μη τσι ζηλεύγεις τσι αετούς
περήφανοι που στέκουν
έχουν σεβντά λαβωματιές
που μόνο αυτοί κατέχουν.



Να ‘σαστε καλά και να καλοστρατίζετε πάντα.





Παρεάκια συναντά κιανείς ανα την Ελλάδα.
Οι Κρήτες που είχα την χαρά να γνωρίσω με κάθισαν απέναντί τους και μ’ αγκάλιασαν σαν αδελφό.
Τα παρεάκια τους βγάζουν εκείνο που λένε «πίεση».
Είτε μιλούνε για χαρά είτε για λύπη, εκείνη η πίεση είναι που θα σου βάλει τα βήματα στα πόδια και θα χορέψεις.
Μ’ ένα μαντολίνο, ένα βιολί ή μια λύρα ανοίγουν οι ψυχές και όλα τα τραπέζια γίνονται ένα.
Μιλούν οι ψυχές κι ας την φωνή την βγάζουν τα χείλη…
Είχα την χαρά να ξημερώσω με πολλά παρεάκια, όχι όμως τόσα ώστε να νιώθει η ψυχή πως δεν χρειάζεται άλλα.
Αν είναι ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο.

Για τα Ανώγεια τι να πω…
Οι κατέχοντες θα συμφωνίσουν πως ότι κιανείς και να πεί θα είναι μικρό και φτωχό.




«Τ' Ανώγεια τραγουδούν» λοιπόν από το cd του Ζαχάρης Φασουλάς
Τραγουδούν οι: Ν. Αεράκης, Γ. Βρέντζος, Ν. Βρέντζος, Μ. Καλλέργης, Γ. Καλομοίρης, Μ. Μανουράς, Β. Ξυλούρης, Ν, Ξυλούρης, Δ. Πασπαράκης, Δ. Σκουλάς, Μ. Σκουλάς