Κάθε απόγευμα τον παίρνει το παράπονο.
Βγαίνει στο μπαλκόνι κι αγναντεύει το Λιβυκό.
Κρεμνά στον πίλο τση καρέκλας το καππότο του, σέρνει απ’ το κελύφι την λύρα, κάθεται και μοιρολογά τον έρωντα…
Δεν έχω στη χαρά Θεό
να μ’ αποχαιρετίσει
μον’ έχω θάνατο οχτρό
να με προϋπαντήσει
αν ‘κούσεις αναφιλητά
θε να ‘ναι μάνας δάκρυ
απού ζητά συγχώρεση
στου ουρανού την άκρη
πέψε μάνα του Θεού
πως έχει κάμει λάθος
να μη με πάρει ο καιρός
μα του έρωντα το πάθος.
Έχει αφημένο ένα ποτήρι με ρακί σ’ ένα τρίταβλο σκαμνί, κάποτε και λίγη αγκινάρα να μερώνει το κάψιμο στο μπέτη.
Πλάι ντου μιαν φωτογραφία, ένα δαχτυλίδι χρυσό κι ένα γιασεμί λευκό οσάν το λευκό στσι άκρες των μαθιών τζη.
Καμιά φορά μονάχα, έτσι καθώς το κύμα ανασκαλίζει τα σπλάχνα τση θάλασσας και δροσίζει τ’ ακροθαλάσσι, μοιάζει η μνήμη να λαμπιρίζει πάνου στα αλμυρόνερα πριν τα πιεί το χώμα.
Γλυκαίνει την φωνή τζη η λύρα, γλυκαίνει εκείνος την δική ντου φωνή.
Τραγουδά θαρρείς και τση μιλεί.
Θαρρείς κι αντίκρυ ντου στέκουν τα μάθια τζη και τον ξανοίγουν.
Άνε ξανοίξεις τ’ ουρανού
τα πλάτη θ’ αντικρίσεις
πόση αγάπη σου φυλώ
και τότε θα δακρύσεις
κι αν απ’ τσι άκρες τ’ ουρανού
μου ζαλιστείς και πέσεις
κύμα θα γίνω του γιαλού
ποτέ να μην πονέσεις
να κάμω αγκάλη το νερό
ν’ αφήσω σου ένα δάκρυ
να σου γιατρεύγει την ψυχή
να διώχνει σου τα πάθη
ανε ποτέ σου χαριστείς
του πόνου και μαυρίσεις
πέψε μου βιόλα απόκριση
για να ‘ρθω και ν’ ανθίσεις
θα ‘χω στα χέρια μου χρυσό
σμύρνα μα και λιβάνι
μιαν ευλογία στην ψυχή
που μόν’ η αγάπη βάνει
έχω κι αστέρι φωτεινό
τον δρόμο να μου δείχνει
για των μαθιών σου τσι αυλές
π’ όλο το φως του ρίχνει.
Κι αν τραγουδεί τον έρωντα κι αν κάποτε το παράπονο του ορίζει τσι στράτες, ένα κατέχει και κάθε που ακούνε να τον παινέυουν εκείνο πέμπει ως απάντηση.
Μη τσι ζηλεύγεις τσι αετούς
περήφανοι που στέκουν
έχουν σεβντά λαβωματιές
που μόνο αυτοί κατέχουν.
Να ‘σαστε καλά και να καλοστρατίζετε πάντα.
Παρεάκια συναντά κιανείς ανα την Ελλάδα.
Οι Κρήτες που είχα την χαρά να γνωρίσω με κάθισαν απέναντί τους και μ’ αγκάλιασαν σαν αδελφό.
Τα παρεάκια τους βγάζουν εκείνο που λένε «πίεση».
Είτε μιλούνε για χαρά είτε για λύπη, εκείνη η πίεση είναι που θα σου βάλει τα βήματα στα πόδια και θα χορέψεις.
Μ’ ένα μαντολίνο, ένα βιολί ή μια λύρα ανοίγουν οι ψυχές και όλα τα τραπέζια γίνονται ένα.
Μιλούν οι ψυχές κι ας την φωνή την βγάζουν τα χείλη…
Είχα την χαρά να ξημερώσω με πολλά παρεάκια, όχι όμως τόσα ώστε να νιώθει η ψυχή πως δεν χρειάζεται άλλα.
Αν είναι ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο.
Για τα Ανώγεια τι να πω…
Οι κατέχοντες θα συμφωνίσουν πως ότι κιανείς και να πεί θα είναι μικρό και φτωχό.
«Τ' Ανώγεια τραγουδούν» λοιπόν από το cd του Ζαχάρης Φασουλάς
Τραγουδούν οι: Ν. Αεράκης, Γ. Βρέντζος, Ν. Βρέντζος, Μ. Καλλέργης, Γ. Καλομοίρης, Μ. Μανουράς, Β. Ξυλούρης, Ν, Ξυλούρης, Δ. Πασπαράκης, Δ. Σκουλάς, Μ. Σκουλάς
Βγαίνει στο μπαλκόνι κι αγναντεύει το Λιβυκό.
Κρεμνά στον πίλο τση καρέκλας το καππότο του, σέρνει απ’ το κελύφι την λύρα, κάθεται και μοιρολογά τον έρωντα…
Δεν έχω στη χαρά Θεό
να μ’ αποχαιρετίσει
μον’ έχω θάνατο οχτρό
να με προϋπαντήσει
αν ‘κούσεις αναφιλητά
θε να ‘ναι μάνας δάκρυ
απού ζητά συγχώρεση
στου ουρανού την άκρη
πέψε μάνα του Θεού
πως έχει κάμει λάθος
να μη με πάρει ο καιρός
μα του έρωντα το πάθος.
Έχει αφημένο ένα ποτήρι με ρακί σ’ ένα τρίταβλο σκαμνί, κάποτε και λίγη αγκινάρα να μερώνει το κάψιμο στο μπέτη.
Πλάι ντου μιαν φωτογραφία, ένα δαχτυλίδι χρυσό κι ένα γιασεμί λευκό οσάν το λευκό στσι άκρες των μαθιών τζη.
Καμιά φορά μονάχα, έτσι καθώς το κύμα ανασκαλίζει τα σπλάχνα τση θάλασσας και δροσίζει τ’ ακροθαλάσσι, μοιάζει η μνήμη να λαμπιρίζει πάνου στα αλμυρόνερα πριν τα πιεί το χώμα.
Γλυκαίνει την φωνή τζη η λύρα, γλυκαίνει εκείνος την δική ντου φωνή.
Τραγουδά θαρρείς και τση μιλεί.
Θαρρείς κι αντίκρυ ντου στέκουν τα μάθια τζη και τον ξανοίγουν.
Άνε ξανοίξεις τ’ ουρανού
τα πλάτη θ’ αντικρίσεις
πόση αγάπη σου φυλώ
και τότε θα δακρύσεις
κι αν απ’ τσι άκρες τ’ ουρανού
μου ζαλιστείς και πέσεις
κύμα θα γίνω του γιαλού
ποτέ να μην πονέσεις
να κάμω αγκάλη το νερό
ν’ αφήσω σου ένα δάκρυ
να σου γιατρεύγει την ψυχή
να διώχνει σου τα πάθη
ανε ποτέ σου χαριστείς
του πόνου και μαυρίσεις
πέψε μου βιόλα απόκριση
για να ‘ρθω και ν’ ανθίσεις
θα ‘χω στα χέρια μου χρυσό
σμύρνα μα και λιβάνι
μιαν ευλογία στην ψυχή
που μόν’ η αγάπη βάνει
έχω κι αστέρι φωτεινό
τον δρόμο να μου δείχνει
για των μαθιών σου τσι αυλές
π’ όλο το φως του ρίχνει.
Κι αν τραγουδεί τον έρωντα κι αν κάποτε το παράπονο του ορίζει τσι στράτες, ένα κατέχει και κάθε που ακούνε να τον παινέυουν εκείνο πέμπει ως απάντηση.
Μη τσι ζηλεύγεις τσι αετούς
περήφανοι που στέκουν
έχουν σεβντά λαβωματιές
που μόνο αυτοί κατέχουν.
Να ‘σαστε καλά και να καλοστρατίζετε πάντα.
Παρεάκια συναντά κιανείς ανα την Ελλάδα.
Οι Κρήτες που είχα την χαρά να γνωρίσω με κάθισαν απέναντί τους και μ’ αγκάλιασαν σαν αδελφό.
Τα παρεάκια τους βγάζουν εκείνο που λένε «πίεση».
Είτε μιλούνε για χαρά είτε για λύπη, εκείνη η πίεση είναι που θα σου βάλει τα βήματα στα πόδια και θα χορέψεις.
Μ’ ένα μαντολίνο, ένα βιολί ή μια λύρα ανοίγουν οι ψυχές και όλα τα τραπέζια γίνονται ένα.
Μιλούν οι ψυχές κι ας την φωνή την βγάζουν τα χείλη…
Είχα την χαρά να ξημερώσω με πολλά παρεάκια, όχι όμως τόσα ώστε να νιώθει η ψυχή πως δεν χρειάζεται άλλα.
Αν είναι ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο.
Για τα Ανώγεια τι να πω…
Οι κατέχοντες θα συμφωνίσουν πως ότι κιανείς και να πεί θα είναι μικρό και φτωχό.
«Τ' Ανώγεια τραγουδούν» λοιπόν από το cd του Ζαχάρης Φασουλάς
Τραγουδούν οι: Ν. Αεράκης, Γ. Βρέντζος, Ν. Βρέντζος, Μ. Καλλέργης, Γ. Καλομοίρης, Μ. Μανουράς, Β. Ξυλούρης, Ν, Ξυλούρης, Δ. Πασπαράκης, Δ. Σκουλάς, Μ. Σκουλάς