Οι νύχτες που με ταξίδευαν
τώρα σιωπαίνουν
ανεξόφλητοι λογαριασμοί
πλάι σε σημειώσεις που δεν αγγίζω.
Δεν ξέρω πια τι φέρνει ο καιρός
τρέχω στις γειτονιές
πάνω απ’ τα φτερά των πουλιών
- μέχρι τις τρείς το ξημέρωμα
τραγουδούσαν εψές
παράδοξο τέτοια εποχή -
από μπαλκόνι σε μπαλκόνι
μέρα Κυριακή
της λιτανείας του Αγίου Στεφάνου.
Θα ξαποστάσω πλάι στη θάλασσα
σ’ ένα φανάρι του Αιγαίου
ν’ αγναντεύω τα παλιά ταξίδια
μ’ ένα εισιτήριο φθαρμένο απ’ την αρμύρα.
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020
Αν χάσαμε τόσους πολέμους
Αν χάσαμε τόσους πολέμους
είναι απ’ τη σκόνη που τύλιξε τη ζωή μας
όχι απ’ τα δάκρυα
είναι που κουρασθήκαμε περιμένοντας
που έσκισε τα ρούχα μας ο χρόνος
που δεν τρέξαμε όταν έπρεπε
τώρα, στα παλιά μας βιβλία
σελιδοδείκτες απόμειναν σε λευκές σελίδες
ζωή δίχως μνήμη
θάνατος δίχως μνήμη
κ’ οι πόλεμοι εδώ
δικοί μας
για πάντα χαμένοι.
είναι απ’ τη σκόνη που τύλιξε τη ζωή μας
όχι απ’ τα δάκρυα
είναι που κουρασθήκαμε περιμένοντας
που έσκισε τα ρούχα μας ο χρόνος
που δεν τρέξαμε όταν έπρεπε
τώρα, στα παλιά μας βιβλία
σελιδοδείκτες απόμειναν σε λευκές σελίδες
ζωή δίχως μνήμη
θάνατος δίχως μνήμη
κ’ οι πόλεμοι εδώ
δικοί μας
για πάντα χαμένοι.
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020
Μεγαλώσαμε φίλε
Πέρασαν κιόλας 25 χρόνια.
Μεγαλώσαμε φίλε.
Σκαλίζω πότε πότε τις παλιές φωτογραφίες.
Αμούστακα παιδιά, άλλοτε χαμογελαστά κι άλλοτε πάλι με βλέμμα αγριεμένο απ’ την εκπαίδευση.
Μεγαλώσαμε.
Μ’ αδιέξοδες πολλές φορές διαταγές, με απουσίες πολυήμερες από την οικογένεια, και με γιορτές που χάθηκαν ανάμεσα στα βήματα μιας περιπόλου κι ενός «Αλτ τις ει;»
Κανονισμοί, αναφορές, τιμωρίες για κάτι απ’ τα πολλά που σ’ ενόχλησε κι αντέδρασες.
Άνθρωποι που γνωρίσαμε και μείναμε κοντά, άλλοι που θάφτηκαν στις αποθήκες με τα σκάρτα, σκονισμένα υλικά.
Αυτοί οι τελευταίοι, οι τοξικοί, από χόμπι μας έκαναν τη ζωή δύσκολη.
Αντάμωσα κι εγώ κάποιους από αυτούς, μου χρωστούν το χαμόγελο που δεν έχω πιά.
Αλλάξαμε και τόπους πολλούς, δέσαμε σε κάποιο λιμάνι, άλλοι επέστρεψαν στα γνώριμα.
Θυμούμαι τους πιο πολλούς από εμάς, κάποιοι μας άφησαν, άλλοι απλά έφυγαν.
Ο Γιώργος Κ., ο Στέργιος Τ., ο Πέτρος Χ., ο Γιώργος Μ., ο ο Τάσος Π. που μοιραζόμασταν, το πάνω εγώ το κάτω εκείνος κρεβάτι στη Ροδόπολη, ο Στέργιος Λ. που υποδεχθήκαμε τον ερχομό του ’96 σε μια σκοπιά στις Κεχριές, ο Σταύρος Α. που φεύγοντας από Κομοτηνή μου έκανε έναν ιδιαίτερο αποχαιρετισμό και τον ευχαριστώ, ο Μένιος Τ. που συνεργασθήκαμε όμορφα στη Σάμο, ο Βασίλης Κ. που άλλαξε πλεύση πιά, ήταν οι δικοί μου, ας πούμε, άνθρωποι, έστω για λίγο, έστω για κάτι.
Άλλοτε δρόμοι παράλληλοι, άλλοτε κάπου τέμνονταν.
Δε λέω πολλά, όχι ακόμα.
Ο κυρ Νίκος, υπολοχαγός τότε, σκεπτόμενος κάποτε μεγαλόφωνα σε μια συζήτηση για τον στρατό, κοιτάζοντας το βουνό του Χορτιάτη, είπε: «πως μας ξεγέλασαν έτσι, περάσαμε μια ζωή μ’ ένα ψέμα».
Κ’ ήμουν στην αρχή ακόμα.
Μου άλλαξε την κοσμοθεωρία.
Θέλησα να ζήσω έξω από αυτό.
Σ’ ένα μεγάλο βαθμό το κατάφερα.
Βρίσκομαι στη στιγμή εκείνη που τα όπλα έχουν πια βαρύνει, και τ’ άρβυλα πονάνε τα πόδια.
Εύχομαι μονάχα ν’ αντέξω…
Μεγαλώσαμε φίλε.
Σκαλίζω πότε πότε τις παλιές φωτογραφίες.
Αμούστακα παιδιά, άλλοτε χαμογελαστά κι άλλοτε πάλι με βλέμμα αγριεμένο απ’ την εκπαίδευση.
Μεγαλώσαμε.
Μ’ αδιέξοδες πολλές φορές διαταγές, με απουσίες πολυήμερες από την οικογένεια, και με γιορτές που χάθηκαν ανάμεσα στα βήματα μιας περιπόλου κι ενός «Αλτ τις ει;»
Κανονισμοί, αναφορές, τιμωρίες για κάτι απ’ τα πολλά που σ’ ενόχλησε κι αντέδρασες.
Άνθρωποι που γνωρίσαμε και μείναμε κοντά, άλλοι που θάφτηκαν στις αποθήκες με τα σκάρτα, σκονισμένα υλικά.
Αυτοί οι τελευταίοι, οι τοξικοί, από χόμπι μας έκαναν τη ζωή δύσκολη.
Αντάμωσα κι εγώ κάποιους από αυτούς, μου χρωστούν το χαμόγελο που δεν έχω πιά.
Αλλάξαμε και τόπους πολλούς, δέσαμε σε κάποιο λιμάνι, άλλοι επέστρεψαν στα γνώριμα.
Θυμούμαι τους πιο πολλούς από εμάς, κάποιοι μας άφησαν, άλλοι απλά έφυγαν.
Ο Γιώργος Κ., ο Στέργιος Τ., ο Πέτρος Χ., ο Γιώργος Μ., ο ο Τάσος Π. που μοιραζόμασταν, το πάνω εγώ το κάτω εκείνος κρεβάτι στη Ροδόπολη, ο Στέργιος Λ. που υποδεχθήκαμε τον ερχομό του ’96 σε μια σκοπιά στις Κεχριές, ο Σταύρος Α. που φεύγοντας από Κομοτηνή μου έκανε έναν ιδιαίτερο αποχαιρετισμό και τον ευχαριστώ, ο Μένιος Τ. που συνεργασθήκαμε όμορφα στη Σάμο, ο Βασίλης Κ. που άλλαξε πλεύση πιά, ήταν οι δικοί μου, ας πούμε, άνθρωποι, έστω για λίγο, έστω για κάτι.
Άλλοτε δρόμοι παράλληλοι, άλλοτε κάπου τέμνονταν.
Δε λέω πολλά, όχι ακόμα.
Ο κυρ Νίκος, υπολοχαγός τότε, σκεπτόμενος κάποτε μεγαλόφωνα σε μια συζήτηση για τον στρατό, κοιτάζοντας το βουνό του Χορτιάτη, είπε: «πως μας ξεγέλασαν έτσι, περάσαμε μια ζωή μ’ ένα ψέμα».
Κ’ ήμουν στην αρχή ακόμα.
Μου άλλαξε την κοσμοθεωρία.
Θέλησα να ζήσω έξω από αυτό.
Σ’ ένα μεγάλο βαθμό το κατάφερα.
Βρίσκομαι στη στιγμή εκείνη που τα όπλα έχουν πια βαρύνει, και τ’ άρβυλα πονάνε τα πόδια.
Εύχομαι μονάχα ν’ αντέξω…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)