Δευτέρα 30 Απριλίου 2007

Έρημα Σπίτια

«Η καμπάνα της πλώρης εκτύπησε αλλαγή βάρδιας. Εγώ τώρα δε νυστάζω καθόλου…»
Νίκος Καββαδίας «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη»

i

Φεύγουν μακριά τα καράβια,
παίρνοντας γέλια κ’ εικόνες μαζί
στο ταξίδι της λησμονιάς τους.


ii

Άκουσα τη θάλασσα να σπάει
στην πέτρα της ψυχής.
Απόμακρος ήχος.

Τούτο το πλοίο έχει κρυμμένους τους νεκρούς ναυτικούς του.
Στις κουκέτες
στρωμένα σεντόνια καινούρια
αφημένα δίχως αναμνήσεις στο χρόνο.


iii

Είχα τη δύναμη ν’ ακούω
όλο τούτο τον καιρό.
Τώρα που μιλώ ποιος μ’ ακούει;

Γυμνώνω τις λέξεις,
παίρνει γδύνεται η ψυχή μου.
Κανείς δεν ακούει.

Μπερδεύεται η ηχώ της φωνής
στης άγκυρας την αλυσίδα.


iv

Ερημώνουν οι αναμνήσεις
όταν δε βρίσκουν προορισμό.
Όσες είχα δε βρήκαν.
Τα λιμάνια που ζήτησα
είχαν το χρώμα τ’ ουρανού στα μάτια
όπου πλησίασα
μια φωτιά πυρπολούσε τους κάβους.
Δεν έδεσα.


v

Γέρασαν ακατοίκητα τα σπίτια μου.

Τα παράθυρα χάθηκαν
κοιτάζοντας τον βαθύ ουρανό.


vi

Φως εκ φωτός η ζωή μου.

Με ληστεύουν ακόμα οι νύχτες
κι ας έσβησα...


vii

Πως ρωτάς τα όνειρά μου;

Μήτε τα βήματά μου θέλησες να μάθεις
να με φωνάξεις
όταν περνούσα απέναντι.
Και τώρα,
Έρχεσαι σωτήρας να με σώσεις...


viii

Σε μια αίθουσα αναμονής άδεια
μια ζωή.

Δε θα σε ντύσω τώρα
με ρούχα επίσημα κι αρώματα
να σ’ απορρίψω
λέγοντας δεν είσαι ‘συ που γνώρισα.

Δεν καλλωπίζω ποτέ την ερημιά.

Απόπλους Τεύχος 35 - 36. Σάμος, Νοέμβριος 2006
.
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Ο καιρός της επιστροφής

i

Ίσως ήρθε η ώρα να ζητήσω συγνώμη
γιατί κάποτε έκλεψα
το ρούχο της χαραυγής
να σκεπάσω το βρόμικο κορμί μου.
Τιμωρήθηκα γι’ αυτό.
Έζησα χρόνια βουτηγμένος
στη λάσπη
παγωμένος απ’ τις βροχές
της ψυχής μου.
Έζησα
κυνηγημένος και σιωπηλός
γιατί είχα φωνάξει
ή τουλάχιστον πίστεψα έτσι
αλλά ήχος κανένας δεν βγήκε
κι αντίλαλος πάλι κανείς.

Έτσι τώρα ξυπνώ
με δάκρυα τα πρωινά
αναζητώντας ένα σώμα
ξένο για ζεστασιά.


ii

Επέλεξα τη σιωπή
να μην ηχώ σε δρόμους σκοτεινούς
να μην παραμιλώ
τ’ όνομά σου να μη φωνάζω.
Επέλεξα τη σιωπή
μήπως κερδίσω κάποτε
την βασιλεία των ουρανών.


iii

Με πίστεψα καλότυχο κάποτε
έγειρα στην άκρη του γκρεμού
ένα λουλούδι να κόψω να προσφέρω
έκλεισα τα μάτια τραβώντας το
έχασα το φως μου
έφτασα τυφλός στο προσκεφάλι σου
άπλωσα τα χέρια να στο προσφέρω
έχασα τα χέρια μου
δεν έγραψα άλλο τίποτα πια
μου έμεινε η ικανότητα να μιλάω
έκανα μια καληνύχτα να σου πω
μα δε βγήκε παρά ένας λυγμός.


iv

Σ’ ένα σταθμό ό,τι ζήσαμε
σκέψεις ιδρωμένες
κούρασαν την ψυχή
κι έφυγα μαζί σου
με εισιτήριο δανικό
γιατί, ξέχασες, είπες
πως θα ερχόμουν κι εγώ μαζί..


v

Χρόνια που πέρασα στην νεκρική ησυχία
και χάθηκαν
χρόνια που στάθηκα στην άκρη του γκρεμού
κι έμαθα τον ήχο του κύματος επάνω στον βράχο
μετρώντας την απόσταση για τον βυθό.
Χρόνια που άφησα στη λύπη να χαθούν
και τώρα επιστρέφουν
πιο λυπημένα
κι άηχα
να συλλέξουν ό,τι σκόρπισε ο άνεμος
κι όσα η ζωή δεν κράτησε.


vi

Η απέραντη θάλασσα στην τρομαχτική μου σιωπή
απέναντι
και γυμνή
σαν την αλήθεια των ματιών σου
κι εν’ αντίο τελευταίο
που ‘φερε τούτο το μεγάλο ταξίδι.


vii

Πέρασα χρόνια πολλά να σ’ αγαπώ
κι άλλα τόσα να σε προσμένω
έγινες σύννεφο στα μάτια
κι όλο βρέχει στα όνειρά μου
και σε προσμένω
όπως το πουλί την άνοιξη
για να πετάξω.


viii

Ο καιρός της επιστροφής, δε θα ‘ρθει ποτέ.
Σφράγισε τις πόρτες η ερημιά.
Μπαγιάτεψε ο αέρας.
Μούχλιασε.
Φίλησε ο καιρός μάτια που κλείσαν
κι άφησε ένα τριαντάφυλλο,
μαραμένο σχεδόν
πάνω στο σκουριασμένο μάρμαρο.


ix

Για ν’ ανταμώσεις την ερημιά
ντύνεσαι πόρνη και βγαίνεις στον δρόμο
ξεπουλιέσαι
κι επιστρέφεις λυπημένη στο πατρικό σου σπίτι
έτοιμη
ν’ αποδεχθείς τον πρωινό σου θάνατο.


x

Έτσι που άλλαξες τ’ όνομά σου
με τι όνομα να σε γυρέψω
που χάθηκες,
κι έσβησες πίσω σου τα πάντα;


xi

Προχώρησες στην άδεια μου ζωή
με βήματα που έβαλα στα πόδια σου
κ’ ύστερα ξεστράτισες.


Απόπλους Τεύχος 35 - 36. Σάμος, Φεβρουάριος 2006
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Η παραβολή του ασώτου


i

Μου κλέβεις τον ήλιο
δίχως φως πορεύομαι τις νύχτες
σκοντάφτω στους ήχους
στης σιωπής τα περβάζια
στις ρυτίδες της μοναξιάς
που κρύβω στα μάτια
Μου κλέβεις τον ήλιο
δε βλέπω να ζωγραφίσω τη μορφή σου
βάζω στα μάτια σου των αγγέλων το χρώμα
στα μαλλιά σου, της ανατολής
Σκύβω να σ’ αγγίξω
μα έτσι που πορεύομαι δίχως φως
πέφτω στης ψυχής σου τις θάλασσες.

Λίγο να ναυαγήσω!
Μου επιτρέπεις;


ii

Δίχως συντροφιά κοιμούμαι
όταν φυσάει το αποκλείω κι αυτό.
Μου ‘χες πει πως φοβάσαι
Κι άρχισα να ζω με τον δικό σου φόβο.


iii

Στις άκρες των νυχιών σου να φτάσω
πληγές ν’ ανοίγω στο σώμα σου
το αίμα σου να νιώθω στο κορμί μου

Να που ο έρωτας λοιπόν
μ’ έκανε να δείχνω αιμοδιψής


iv

Έχω εν’ άγγιγμα να δώσω
και που δεν ξέρω.

Λίγο να στρέψεις το κεφάλι σου
ν’ αγγίξω τούτα τα χείλη!


v

Διαβάζω για εσένα στου ήλιου το κοίταγμα
λέξεις που χώρεσαν το φως.
Ας είχα λίγο σκοτάδι
στα δωμάτια που επιστρέφεις τα βράδια
τουλάχιστον να σε κοιτάζω στα μάτια.


vi

Άλλαξαν πορεία τα χνάρια μας
έγιναν βότσαλα παρασυρμένα από το κύμα.
Η άγρια θάλασσα.

Της ψυχής τα φεγγάρια μου λιγόστεψαν.
Κι όταν κοιτώ το γαλάζιο τ’ ουρανού
μοιάζει με σπασμένο παιδικό παιγνίδι.


vii

Ύστερα θυμήθηκα την παραβολή του ασώτου.
Έφυγα.

Επιστρέφοντας βρήκα την πόρτα κλειδωμένη.


viii

Φόρεσες και το ένδυμα της αποστασίας
έκοψες κοντά αγορίστικα τα μαλλιά σου
θέλησες ν’ αλλάξεις
κι έγινε ο κόσμος σου όλος
μια προδοσία.

Ό,τι αγάπησα σ’ εσένα άλλαξες
Και τίποτα πια δεν αντέχω.


ix

Ύστερα, ο κόσμος μου ολόκληρος
έγινε ένα φλεγόμενο πουλί.
Από δωμάτιο σε δωμάτιο
πήρε φωτιά η ψυχή μου.


x

Το άρωμα σου
περνάει στις μέρες του μικρού μου καλοκαιριού.

Σε σκέφτομαι διαρκώς.
Σα να περνάς από τον βραδινό μου ύπνο,
σα να ήσουν από πάντα η μικρή μου αγαπημένη.
Έχω την αίσθηση σου στο σώμα μου.

Τα χνάρια του έρωτά σου.

Και να που τώρα θέλω λίγο ακόμα από εσένα,
να πιω από του στήθους σου τις πηγές,
απ’ τις θάλασσες των χειλιών σου,
ν’ αγγίξω τον ιδρώτα του κορμιού σου.

Θα σ’ επιθυμώ όλο τούτο το καλοκαίρι.


xi

Σε νοσταλγώ με το πάθος, απόψε,
του μελλοθανάτου
μ’ ένα λουλούδι στο χέρι
με τη γεύση του ονόματός σου στα χείλη
για καλημέρα.


xii

Έχω μια οφειλή στον θάνατο.
Για τούτο σκοτώνω κάθε βράδυ.

Για τούτο σκοτώνομαι.

Απόπλους Τεύχος 33 – 34. Σάμος, Χειμώνας – Άνοιξη 2005
.
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Όσο κρατάει ένα φιλί

i

Ακόμα και τώρα που γαλήνεψε η θάλασσα
σε νιώθω τρικυμισμένη
ναυαγισμένη στη μουσική της χτεσινής νύχτας.
Σα να ταξίδεψες για χρόνια
κι ήταν ασέληνες οι νύχτες σου
ακουμπισμένες κάποτε στοργικά στα χέρια της σιωπής.
Και τώρα, σα να θέλεις μόνο λίγο
μόνο τόσο για ν’ αρχίσεις πάλι να ταξιδεύεις
για κάποια σου θάλασσα άγνωστη.


ii

Γίνεσαι φεγγάρι και φέγγεις τ’ απομεσήμερο.
Συλλέγω τις αχτίδες σου και ζωγραφίζω
θάλασσες, ποτάμια, τοπία βροχερά
όπως τα μάτια μου.
Γίνεσαι φεγγάρι και ταξιδεύεις στις νύχτες μου
σιωπή και με μαγεύεις.
Γίνεσαι φεγγάρι
και μες στην ταραχή της ψυχής μου ναυαγείς
μ’ όλους τους μύθους και τα παραμύθια σου.


Απόπλους Τεύχος 28. Σάμος, Χειμώνας 2003

Κυριακή 29 Απριλίου 2007

Χώρος που ξέμεινε από χρόνο

i

να σ’ ανακαλύπτω σ’ αδιέξοδα στενά
σε πλοία πυρπολημένα
σε θυροκολλημένες απαγορεύσεις να σε βλέπω
σε κενές θέσεις λεωφορείων
άλλο δεν το αντέχω
να σε εισπνέω σαν αιθάλη
από φουγάρο βιομηχανίας καπνού


ii

τώρα που άλλο πια δεν παίρνει
σου μιλώ με λέξεις πυρακτωμένες
καίγομαι καθώς σου μιλάω

μα εσύ

γίνεσαι ηλιόλουστο πρωινό
μακριά από κάθε πυρκαγιά μου


iii

η ώρα του χωρισμού μας

σκηνή από σειρά της τηλεόρασης
που θα παιχτεί σ’ επανάληψη


iv

ικετεύεις
σε διάλογο αρχαίας τραγωδίας παραπέμπεις
δείχνεις να γνωρίζεις
πως ο απομηχανής θεός
δε θα φανεί


v

στην Αλίκη Μαμουλή
-που μου ‘πε κάποιο βράδυ
πως είναι ο καθρέφτης της ζωής της
δύο επί δύο η ζωή σου
χώρος που ξέμεινε από χρόνο

ό, τι μου ζήτησες σου πρόσφερα
και το ‘χασες σε μέρα βροχερή


vi

υποτάσσεσαι
σ’ ένα όνειρο της στιγμής

λυπάσαι,
όπως λυπούμουν εγώ πριν από καιρό
κι έμαθα να συλλαβίζω
ξανά το όνομά σου


vii

έμαθα υπό συνθήκες δύσκολες να σ’ αγαπώ
χρόνια που χάθηκαν σ’ επαναστάσεις

γερασμένη τώρα
ή πιο σωστά
υπό συνθηκολόγηση η κάθε σου λέξη
κι ας λες πως είσαι επαναστάτρια

ήσουν καρδιά μου
τώρα τα σήμαντρα
διατάσσουν στάση προσοχής


viii

οι νύχτες που ζήσαμε κοντά
μοιάζαν μ’ εκείνα τα ροζ πουλιά
που δείχνουν πότε πότε στα ντοκιμαντέρ

μόνο που τώρα είναι χειμώνας
κι έχουν μεταναστεύσει πια


ix

« για πάντα »
η λέξη που δεσπόζει στον έρωτα
στα κοκκινισμένα απ’ το παιγνίδι χείλη
στην ιδρωμένη από την επαφή πλάτη
στ’ ακροδάχτυλα που ανιχνεύουν
παντού το για πάντα
εκτός από τα μάτια
που φοβούνται πάντα το κοίταγμα


x

μη γδύνεσαι το ρούχο του έρωτα
μοιάζει φτωχό το υπέροχο κορμί σου
μικρά τα μάτια σου
που ταξίδευα τα καράβια μου
μη γδύνεσαι το ρούχο του έρωτα
κάνεις δύσκολη την πράξη
μίσθιο το άγγιγμα


xi

δεν ικέτευσα ποτέ την αγάπη σου

και δε μου το συγχώρησες


xii

παράφορα κουρασμένη επιστρέφεις
από τις νύχτες
της σαρκικής σου απόλαυσης
αμαρτωλή
αιώνια έφηβη κι αμαρτωλή
θαρρείς κι απόμεινε μονάχα
για τους νέους η αμαρτία
και κούρνιασες μέσα της

Απόπλους Τεύχος 31 – 32. Σάμος, Φθινόπωρο 2004
.
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Έξι στιγμές κι ένα ηλιοβασίλεμα

i

Έτσι για την επαλήθευση της
μοναξιάς μου
έμαθα να πηγαίνω σε γάμους


ii

πάντοτε μετά σιωπούσα.
Τρεις μέρες αργότερα
μ’ ένα νεύμα
σ’ έκανα να καταλάβεις
πως σκεφτόμουν πάλι.
Μετά έφευγες.


iii

Ίσως και δίχως γυρισμό.
Κι έγραφα
για ψυχές τρομαγμένες τότε
για βλέφαρα ματωμένα.
Έτσι έμαθα να δακρύζω για μέρες


iv

μετά έμαθα να χάνομαι
και να χάνομαι
και να χάνομαι
δίχως αιτία.

Πόσος καιρός λοιπόν
και πόσες λέξεις.


v

Απόψε μιλήσαμε,
έμεινα όλο το βράδυ
με τη σκέψη σου…


vi

…έτσι ξημέρωσα.


***

Στο καφενείο.
Ο Νικόλας
με φωνάζει ποιητή
όταν θέλει να μου μιλήσει.
Τον ακούω.
Λίγο αργότερα
βγαίνω στον δρόμο
και κοιτάζω τα σπίτια πικραμένα.


Εξώπολις Τεύχος 12 – 13. Χειμώνας 1999

Νύχτες

Αγκαλιάζω τις νύχτες.
Έχουν κρύψει στην πούδρα του προσώπου τους τις αμαρτίες.
Μοιάζουν τώρα μικρά κορίτσια λίγο πριν την εφηβεία, μεταξύ αμαρτίας κι αγνότητας η ψυχή παίζει, σα σκίρτημα στο στήθος.
Πόσο ανύποπτοι ήμαστε για όσα συντελούνται στους μέσα μας κόσμους.
Με κοιτάς στ’ ακροθαλάσσι, σε κοιτώ κι όλα είναι τόσο οικεία θαρρείς λατρεμένα από χρόνια, το κύμα, ο βράχος, τ’ ακρόσπιτα του νησιού, οι σκέψεις, τα αισθήματα…
Θαρρώ πως βάνω τ’ αφτί μου μια πιθαμή από τη θάλασσα κι ακούω τη φωνή σου.
Ξέρεις, υπάρχουν ακόμα αναμνήσεις στα στήθη μου που ευωδιάζουν κι οδηγούν τις αισθήσεις.
Νιώθω να έχω τις λέξεις λησμονήσει που ξετυλίγουν τους πόνους.
Κι ας σε λίγο πονέσω, κι ας λίγο ακόμα χρειάζεται να περάσω το σημείο επιστροφής.
Μέσα μου τρέχουν δυο μικρά παιδιά, δεν έχουν όνομα, μόνο φωνή έχουν και φωνάζουν, μόνο να παίξουν επιθυμούν και παίζουν.
Αφήνουν τα μαλλιά τους στον άνεμο, έχουν τα χέρια ανοιχτά, πότε πιασμένα απ’ τις παλάμες, πότε με φτερά ανοιχτά πετάνε κι απ’ τα σύγνεφα με κοιτούν και χαμογελούνε.
Θριαμβεύουν οι Θεοί στο χαμόγελο των παιδιών.
Νυμφεύονται την Άνοιξη.
Απ’ τις ερήμους που δεν υπήρξαν παρά μόνο γράφθηκαν σε χαρτί λευκό επιστρέφουν οι ανυπόταχτες σκέψεις, τρένα για χρόνια ταξιδεμένα που δε στάθηκαν σε κανέναν σταθμό.
Κουβαλούν τις φανταστικές ερωμένες της εφηβικής ηλικίας κι όλες τις επόμενες που άρρυθμα κι ανυπόφορα πόνεσαν την ψυχή.
Ξαναμιλούν με χρώματα του χθες.
Έκδηλη η ενοχή για όσα δεν έγιναν, για όσα μορφή απέκτησαν μίλησε η ποίηση.

Είναι πάντα εδώ οι νύχτες, συγκινημένες – υποκριτικά άραγε; - κι έρημες.
Βοηθούν τις σκέψεις να δραπετεύσουν, και στο μεσόνειρο που κατοικούν παίρνουν την άγια σου μορφή.
Αγιάζουν οι μορφές των ανθρώπων και μέσα από την αμαρτία.
Αν αγγίξεις τον χρόνο ότι από εκείνον χάθηκε θα έχεις κερδίσει.

Μια μικρή ιστορία

Χτύπησε το τηλέφωνο πριν λίγο, ο ήχος του αδιάφορος, η φωνή σου πάλι καθόλου.
Με πήραν τα δάκρυα, δεν το κατάλαβες, όπως ποτέ σου δεν κατάλαβες τι περνούσα.
Έπρεπε πάντα να σου λέω εγώ “πονάω” ή ”πνίγομαι” και πάλι δυσκολευόσουν, σε ζόριζαν οι απαντήσεις στα γιατί σου.
Κατάφερες και μ’ έκλεισες σ’ ένα μικρό κομμάτι πλαστικού, μ’ έκανες μπρελόκ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου, να το ανοίγεις και να φεύγεις, και σκέψου, έλεγες “εσένα καρδιά μου, μήτε ολάκερη η γη μπορεί να σε κλείσει!”.
Θυμάσαι;
Ερχόμουν στο καταφύγιο σου.
Σ’ Αθηναϊκό προάστιο, δύο μικροί χώροι, ο ένας κουζίνα, ο άλλος... γραφείο, δωμάτιο, αποθήκη αναμνήσεων.
Τα χώρεσες όλα στο τέσσερα επί τρισήμιση του.
Κι ένιωθα άνετα, δεν ασφυκτιούσα κι ας του έλειπε η θέα.
Ήταν ο δικός σου χώρος, ο γεμάτος από εσένα, πλημμυρισμένος, τόσο πολύ που ένιωθα να κολυμπώ μέσα στα στήθη σου.
Ποτέ δε μ’ έπνιξε, μήτε η ανάμνηση του με πνίγει.
Δεν ήθελες να βγαίνεις, μήτε να βγαίνουμε, είχες μια παράξενη εμμονή με τον χώρο, σαν να τον λάτρευες και δεν επιθυμούσες κάτι πέρα από αυτόν.
Ερχόσουν, κούρνιαζες στην αγκαλιά μου, κι αν κοιμόμουν ακόμα τα μεσημέρια, έβγαζες αθόρυβα απ’ την ντουλάπα το πάπλωμα, με σκέπαζες κι έπαιρνες τη θέση σου μέσα της.
Κ’ ίσως να ήταν η μόνη τρυφερή στιγμή σου απέναντι μου.
Έτρεμες καθώς σ’ αγκάλιαζα, όπως κάθε άλλη σου στιγμή, κι έπειτα γαλήνευες.
Ένιωθα τα όνειρα σου να κυλούν στις φλέβες, με το αίμα ένα, με την ανάγκη, με την αγάπη μου ένα, με την πνοή μου κ’ ίσως μόνο τότε είχα πραγματικά κάτι από εσένα.
Άνοιγα τα μάτια, ίσα να σε δω, τη βεβαίωση να έχω πως δεν είσαι της φαντασίας μου, και τα ξαναέκλεινα, γνώριζα πως θα είναι για λίγο, κι αφηνόμουν, είχα κι εγώ ταραγμένη ψυχή κι ας μην έτρεμα, γαλήνευα, αφηνόμουν και γαλήνευα.

Κι επέστρεψα πολλές φορές στην πόλη ετούτη.
Μ’ ακούς, λέω επέστρεψα, μ’ έκανες να νιώθω σπίτι μου τούτη την πόλη.
Δε σ’ αναζήτησα, μήτε κι απ’ τα μέρη που διάβαινες για την δουλειά σου πέρασα ποτέ ξανά.
Κι ας το επιθυμούσα, κι ας ποθούσα τόσο πολύ να σε δω.
Τούτη η ανάγκη μ’ έκανε να ονειρεύομαι πάλι.

Κάποτε κοιτάζω το ρολόι.
Έχω την αίσθηση πως αν δεν τρέξω θα χάσω το τρένο που εκεί θα με φέρει.
Λίγες ώρες μόνο μακριά κι όμως αιώνια.
Πασχίζω ακόμα να γεφυρώσω τα κενά που άνοιξες μέσα μου, να επαναφέρω τις ισορροπίες.
Ο έρωτας μου για εσένα δεν ήταν παρά η μετάβαση σου στη σωτηρία.
Σου επέτρεψα να φρενάρεις τη ζωή μου και δε μου το συγχωρώ.
Έχω μόνο μία σου φωτογραφία, κ’ ίσως καμία εσύ, δε θυμούμαι.
Ήμασταν ένα καράβι που έμοιαζε να βουλιάζει μεσοπέλαγα και βουλιάζαμε, μόνο που λάτρεψα το βούλιαγμα αυτό γιατί πια δε βάδιζα στην ερημιά.
Ακόμα σου γράφω πιστεύοντας πως θα γυρίσεις.
Και σου διαβάζω τα χαρούμενα στις τηλεφωνικές μας συνομιλίες, βαστώ τα λυπημένα για ώρες άλλες.
Τότε συνειδητοποιώ πως είναι αδύνατο να γυρίσεις κάπου που ποτέ δεν υπήρξες...

Αγία Αναμονή

Η σκόνη των ονείρων έχει απομείνει στ’ άδεια σεντόνια.

Δικαιοσύνη καμία δεν έχει ο χρόνος, προσφέρει αθανασία σε δόσεις των 2ml κι ανασαίνει ξανά.
Η ελπίδα μόνο, παίρνει το χρώμα το σκουριασμένο των πολυκατοικιών 40 χρόνια μετά.
Περιπλανώμενες οι σκέψεις επιστρέφουν κουρασμένες, μόνο μια λάμψη παίζει κρυφτό με τις σκιές του νου.
Σα να κρυφοκοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, σα να τραγουδάς…
Μόνο που… …μόνο που έχεις γράψει την απουσία σου στους τοίχους κάθε χώρου που υπάρχω.
Η αγία αναμονή παρατηρεί στη γωνιά του δωματίου το κερί π’ αργοσβήνει.
έχουν όλα σιωπήσει, κι όλα στο σκοτάδι βουλιάζουν.
“Δε φθάνεις πουθενά” φωνάζει “μόνο τα πανιά του χρόνου θα σ’ οδηγήσουν στο αιώνιο”.
Άρχισαν να γράφουν τα χέρια, να δακρύζουν τα μάτια, να πονά η ψυχή.
Γίνεται απέραντος ο δρόμος όταν λείπει η ζωή…
Σε τούτο εδώ το βουνό ακούεται το πέρασμα τ’ αγέρα τις νύχτες, σα να περνάει άνθρωπος απ’ τ’ αντικρινό σοκάκι.
Ακούεται το ψιθύρισμα των σπιτιών, η σιωπή που μετράει την ώρα με το παίξιμο μιας φυσαρμόνικας.
Τα ξύλα στο τζάκι τ’ αναμμένο αφήνουν την αίσθηση πως κάποιος θα ‘ρθει.
Ποιος όμως έρχεται νύχτα σε τούτο τον τόπο της ψυχής αν δε το επιθυμεί;

Κάποιος μονάχα είπε πως η ψυχή πάντα επιθυμεί και πάντα άλλα διεκδικεί από εκείνα που επιθυμεί και χάθηκε μέσα στην ίδια νύχτα.