Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Κ’ είναι πάλι αργά τις νύχτες

Τα βράδια κατηφορίζω ξυπόλυτος δρόμους πλατιούς

δείχνουν να χωρούν μέσα τους υποσχέσεις περασμένες

μένουν όμως έξω από αυτούς

κι άλλες φορές, ταξιδεύω

έχοντας τα μάτια της ψυχής πάντοτε ανοιχτά…

.

Είναι μακρινά τα ταξίδια

κανείς επιβάτης δε θα πει που κατέβηκα

γιατί απλά όλοι ξεχνούμε

θυμούμαστε το φθινόπωρο, το χειμώνα

μα τίποτε έξω από αυτό

το χιόνι, τη βροχή

όχι το πότε και το που.

.

Κ’ είναι πάλι αργά τις νύχτες

που αντικρίζω τα χνάρια μου πάνω στο χιόνι

εκεί που τα σύγνεφα αφουγκράζονται τον ήμερο ύπνο

κι χρόνος το απέραντο σιωπηλό λευκό.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Φοράω στοργικά τα παπούτσια μου

Είμαι ένα είδωλο στην άκρη του καθρέφτη.

Χρόνια τώρα

περνάω ήσυχα τις τάξεις

δεν καταλαβαίνουν πως θορυβώ

πως τρύπες ανοίγω στους τοίχους για καρφιά

που θα σηκώσουν μια μέρα τον κόσμο.

.

Φοράω στοργικά τα παπούτσια μου

λασπώνω μαυροπίνακες

κουβέρτες ντυμένες με ημερομηνίες

καπέλα μεταλλικά.

Ακουμπώ τρυφερά στην ντουλάπα την καρδιά μου

καρδιοχτυπά ο σκόρος πλάι της καθώς αλλάζει.

Λέξεις ευλαβικές παραθέτω στα γράμματα

μα εκείνα δεν έχουν παραλήπτη κανέναν

ή έστω δε βρίσκεται κάποιος να τα παραλάβει.

.

Έτσι είναι.

Κάποτε θα με συλλάβουν

θα είναι παράνομη η λύπη

και διωκόμενοι οι λυπημένοι.

.

Έχω φυλαγμένα τα παιδικά παραμύθια

έχουν όλα τους αίσιο τέλος

κι εγώ, κρατημένο εκείνο το σπαθί στα χέρια το ματωμένο

από την καρδιά του δράκου.

.

Θα βραδιάσει νωρίς κι απόψε.

Θα ξεθωριάσει το είδωλο πάνω στον καθρέφτη.

Χρόνια τώρα βαδίζω σιωπηλός στα σκοτάδια

έχοντας εκείνο το βρόχινο δαχτυλίδι κάτω από το μαξιλάρι.

Για τούτο

έχω από καιρό ξεχάσει να κοιμάμαι…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Ξύλινο τρενάκι

Το γλυκό στο βάζο έχει τελειώσει

το παιδί επίμονα μου ζητάει λίγο κυδώνι.

Τ’ αφήνω να παίζει στο σαλόνι μ’ ένα τρενάκι ξύλινο

πετάγομαι στο μπακάλικο της γειτονιάς

γλυκό κυδώνι μ’ αμύγδαλο λευκό.

Δε θέλω, μου λέει, δεν είναι σπιτικό.

.

Κι αργά τα βράδια με παίρνουν τα δάκρυα

ο καθρέφτης στο μπάνιο φανερώνει το πρόσωπο μου.

Δεν θυμούμαι τούτα τα μάτια πια.

Τούτα τα χείλη…

.

Στο πάνω διαμέρισμα μένει κάποιος άγνωστος

στο κάτω, άλλος ένας.

Μιαν εποχή παλιά γνωριζόμασταν οι γειτόνοι

έχουμε κλειστά πατζούρια τώρα και κουρτίνες τραβηγμένες.

.

Το ημερολόγιο δείχνει Φθινόπωρο

δε γνωρίζει το παιδί ποια μέρα είναι αυτη

ρωτάει

κι όπως βρέχει έξω

βρέχει στα μάτια του.

.

Κι αργά τα βράδια

η ίδια σκέψη τριγυρίζει στο μυαλό

η ίδια καταιγίδα πάντα στα μάτια…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Κοιμάσαι, κι έχεις έναν πόνο, λες

Κοιμάσαι, κι έχεις έναν πόνο, λες, στα όνειρα σου.

Γέρνω ανάμεσα σ’ εκείνον και σε σένα.

Γέρνω ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ όσα θυμάσαι.

.

Έχω χάσει το χαμόγελο μου.

.

Με συναντώ τα πρωινά του Σαββάτου στην λαϊκή

παιδί μικρό μ’ ένα ποδήλατο που έχουν ξεφουσκώσει τα λάστιχα του.

Μισό το παιγνίδι

και μισώ τις άδειες απο εκείνο σελίδες των καλοκαιρινών ημερολογίων.

.

Μαθαίνω ξανά την αλφαβήτα

προσπαθώ να κατανοήσω πώς γίνεται

εικοσιτέσσερα γράμματα να με κλείνουν σ’ εν’ άδειο δωμάτιο

να συνθέτουν λέξεις κλειδιά

όπως «Μοναξιά»

που ανοίγουν για να μπεις

αφήνοντας κλειδωμένη την έξοδο.

.

Παιδί μικρό είμαι

με μια σάκα ριγμένη στον ώμο

δεν έμαθα ακόμα

πόσο δύσκολο είναι να ξεστομίσεις κάποιες λέξεις

πώς δύσκολο είναι να ακούσεις κάποιες άλλες.

.

Κοιμούμαι, κι έχω έναν πόνο στα όνειρα μου.

Έχω χάσει το χαμόγελο, τις φωτογραφίες που χαμογελώ

τα παιδικά μου παιγνίδια τα έχω χαρίσει.

.

Κοιμάσαι, κι έχεις έναν πόνο λες στα όνειρα σου.

.

Ήθελα να ‘μαι ένα παιδί στα ανοιχτά σου χέρια μα

δε θυμούμαι πια πώς να κάνω κάτι τέτοιο.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Πότε όστρια, πότε σιρόκος

Στον άνεμο αφήνω λόγια που χορεύουν

.

πότε όστρια, πότε σιρόκος

ζαλίζουν τα σημεία στίξης και τ’ αφήνουν

στα πόδια προτάσεων παλιών

που ξέμαθαν πια να περπατάνε

.

στα υγρά του φθινοπώρου μάτια μου

να πάρουν μουσική οι λέξεις

από εκείνον τον ήχο τον παράξενο

του βιολιού μέσα απ’ το κύμα

.

πριν βρουν στην αγκαλιά σου απάγκιο.

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Ολημερίς χτένιζα τα μαλλιά σου

Κίτρινα τα χέρια μου από τον πηλό.

.

Ολημερίς χτένιζα τα μαλλιά σου γυναίκα

με τα δάχτυλα τα πληγιασμένα

και μου ‘γινες στο τέλος της

μιαν άψυχη μορφή

πάνω σε βάθρο πέτρινο

γυμνή

να σε ορέγονται μάτια αδιάκριτα

κι εγώ

να λυσσομανώ στην ψυχή μου

για τον έρωτα

που δε πρόλαβα να σου κάνω απόψε

κάτω απ’ το φεγγάρι…

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Είναι Σάββατο

Είναι Σάββατο, έχει από ώρα χαράξει.


Ξημερώνει Φθινόπωρο τελευταία.


Σε μια παράτολμη τελευταία προσπάθεια το ημερολόγιο


δείχνει ακόμη καλοκαίρι.


.


Άδειο και σιωπηλό το κρεβάτι.


Στρωμένο ακόμα με τις τσακίσεις στα σεντόνια του


και τις μαξιλαροθήκες.


Κοιτάζω τ’ αστέρια κάθε που νυχτώνει


κι αφήνω το παράθυρο στην ανάκληση.


Τα λόγια της βροχής αφήνουν


ένα γλυκό νανούρισμα στην ψυχή μου.


.


Δεν κοιμούμαι.


Μια προσευχή κάνω.


Δικά μου τα λόγια, τα πρόσωπα, οι υποσχέσεις.


Ο Θεός όλων μας.


.


Νύχτες όπως τούτη που πέρασε με φθείρουν.


Σκορπίζουν στάχτη στις άκρες της ψυχής μου


κι αυτήν


στις τέσσερις άκρες του κόσμου.


.


Τρέμω ακόμα.


.


Αν ήταν να φυλάξω κάτι απ’ όλο αυτό


θα ήταν η προσευχή.


.


.



από το e-book¨Ιωάννης Τσιουράκης, Δρόμοι Παλιοί

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Τυχαία…

Ναι, είναι παράξενη η εποχή, κουρασμένη.

Στέκουν μέσα στον καθρέφτη μας οι ζητιάνοι.

Έχουν τα μάτια και τα χέρια μας, νυχτώνουμε το ίδιο, με τις ίδιες πυτζάμες κοιμόμαστε, με τα ίδια παραμύθια.

.

«Ήταν, λέει, κάποτε ένας βασιλιάς…», και πέρασαν από την ζωή μας βασιλιάδες πολλοί.

Αποδείχτηκαν όλοι τους ιπποκόμοι.

.

Κάποιο άλλο μιλούσε για ένα σύγνεφο μικρό που έφερνε βροχή απ’ όπου περνούσε, δε θυμούμαι ακριβώς την ιστορία, για την ακρίβεια δε θυμούμαι καθόλου την ιστορία μου έρχεται απλά η εικόνα κάθε που βρέχει και με σαρώνει το άγγιγμα της.

.

Είναι παράξενη η εποχή.

Έχω κρυμμένες σημειώσεις στις σελίδες των βιβλίων.

Μην τις ψάξεις τούτη τη στιγμή, είναι πιο όμορφο να βρίσκεις κάποια πράγματα τυχαία.

.

Τώρα που είπα τυχαία.

Βρήκα στο μπαούλο που έφερα από τον πόλεμο ένα αδιάβροχο.

Παλιό, υφασμάτινο.

Μπορεί να ‘ναι και του πενήντα.

Θυμούμαι πως το φόρεσα κάποια φορά και βγήκα έξω.

Τριώδιο, στο κλείσιμο του και η ψυχή μου το ίδιο ρούχο ακόμα φοράει.

Εκείνο το παλιό αδιάβροχο.

.

Σεπτέμβρης είναι κι εκείνο υφασμάτινο όπως είπα, και πόση βροχή να αντέξει…

Mr Tambourine Man

Μισό Φθινόπωρο, μισό Καλοκαίρι τούτος ο Σεπτέμβρης.

Σ’ ένα λεωφορείο επί της Εγνατίας με ξεσκίζει με κάθε του σταγόνα στο αναποφάσιστο παράθυρό που άλλοτε τις συγκρατεί κι άλλοτε τις ξορκίζει.

Λαθρεπιβάτης της ψυχής μου τούτο το βράδυ ο θείος Dylan, με την αμερικάνικη προφορά του, μια φυσαρμόνικα και μια κιθάρα γι’ αποσκευές.

Μιλάει βαθιά στα ακουστικά μου όργανα και νιώθω το σύγνεφο στα μάτια να μην παίρνει μακριά την βροχή του.

.

Τετάρτη βράδυ κι η ψυχή μου κάπου αλλού από εκεί που τα βήματα αφήνω φθάνει.

Τετάρτη βράδυ είναι και περπατώ στις σκιές.

.

Έι, Mr. Tambourine Man, πες μου ποιο τραγούδι θα παίξεις απόψε για εμένα;

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Έχω χαθεί στα κύματα των μαλλιών σου

Χαράματα είναι κι έχω χαθεί στα κύματα των μαλλιών σου.

Τούτη η θάλασσα η πρωινή μ’ έχει τυλίξει.

Έξω απ’ αυτή πέφτει μια βροχή παγωμένη, μέσα της, δύο χέρια ζεστά μ’ αγκαλιάζουν.

Αφήνομαι, κι έχω μάτια κλειστά.

Αφήνομαι, κι όλα τριγύρω μοιάζουν με παραμύθι θαλασσινό.

.

.

.

Βυθίζομαι ολοένα στα βαθιά νερά.

Μια γοργόνα μ’ ένα κλεφτοφάναρο πλησιάζει και με παίρνει από το χέρι.

Πια δεν είναι σκοτάδι τριγύρω.

.

Μπαίνουμε στην αυλή κάποιου μεγάλου σπιτιού.

Πρέπει να είναι το δικό της.

Το τραπέζι είναι στρωμένο.

- Κάθισε μου λέει.

Από ευγένεια της ζητώ πρώτη εκείνη να καθίσει.

- Σε περίμενα, συνέχισε την κουβέντα της, κι όλα ετούτα για εσένα από καιρό τα ετοίμαζα.

Της έβαλα ένα μετάξινο μαντίλι στον λαιμό.

Άπλωσα τους λίγους αστερίες που μάζεψα όσο στεκόμουν μόνος στο δωμάτιο.

Εκείνοι, σαν την είδαν με μιας χαμογέλασαν.

Φώτισε το δωμάτιο.

Χαμογέλασε εκείνη, φώτισε η ψυχή της.

Η δική μου ακολούθησε το φως που είχε απέναντι της.

Δε θέλησα να μιλήσω.

Με το μελάνι μιας σουπιάς έγραψα κάτι πάνω στον βράχο.

.

«Τη θάλασσα την πιο μεγάλη την βλέπω μέσα στα μάτια σου»

.

Άφησε το βλέμμα το παραξενεμένο στα μάτια μου.

- Όταν έχουμε το βλέμμα ενός ανθρώπου ιδιαίτερου απέναντι στο δικό μας άλλο δε μένει να κάνουμε από το να ταξιδέψουμε εντός του.

Κι εμένα μου αρέσουν τα ταξίδια τα θαλασσινά.

Για τούτο είναι θάλασσες στην ψυχή μου τα μάτια σου.

.

Χαμογέλασε ξανά.

Ντράπηκαν τ’ αστέρια τα θαλασσινά για το ελάχιστό τους φως που χάθηκε στη λάμψη που φανέρωσαν τα χείλη της.

.

Ένα στρείδι μεγάλο άνοιξε την αγκαλιά του κι εμείς, αγκαλιασμένοι χωθήκαμε εκεί μέσα…

.

.

.

Βυθίζομαι ολοένα μέσα σου.

Κι έξω πιθανό πάλι να βρέξει.

.

Ας ήταν τουλάχιστον στην βροχή να άφηνα δύο λέξεις γραμμένες σε λευκό πανί και να ‘ξερα πως το καράβι θα βγάλει στην αγκαλιά σου….

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Γυναίκα πανσέληνη IIΙ

Γυναίκα της φωτιάς

που λίκνισες τούτο το κορμί το αληθινό

στα ξύλινα στηρίγματα της νύχτας

και φώτισε η πλάση

.

γυναίκα της φωτιάς

που άπλωσες τα χέρια

πόθους να συδαυλίσεις πυρωμένους στα στήθη

και ράγισες στα δύο την πέτρα που πατώ.

.

Γυναίκα

που λίμνασες πάνω στα χείλη το φιλί

κι έπειτα το ταξίδεψες στο σώμα

νύχτα και μέρα κάνοντας ένα

μπερδεύοντας τη λογική με το παράλογο

πάνω στα σεντόνια της ψυχής μου.

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Γυναίκα πανσέληνη II

Kοιτάζω τα φεγγάρια στα μάτια σου

γυναίκα καλοκαιρινή

πως σμίγουν το πριν με το μετά

το σήμερα με το αύριο πως κάνουν ένα

.

κοιτάζω τα λιμάνια

όχι που πίσω τους άφησαν τα χρόνια

μα εκείνα που θα ταξιδέψουν

τα χέρια και τα μάτια που θ’ αγγίξουν

τους καβοδέτες τους αρμυρισμένους

.

γυναίκα θαλασσινή

που χάραξες με διαβήτη την πορεία

κι ανοίγεται το καράβι στα πελάγη.

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Γυναίκα πανσέληνη

Αγκαλιάζω τα δειλινά

που κρύβουν εντός τους το βάδισμα σου

.

γυναίκα πανσέληνη

κάποιου φεγγαριού ψιθύρισμα στις καλαμιές τις λίμνης

το χαμόγελο σου

.

γυναίκα των νερών που τραγουδούν

και των βημάτων που σπαρταρούν ανάμεσα στα κύματα

πριν τρέξουν να μπερδευτούν σε μια αγκαλιά

.

αγκαλιάζω τα μάτια τα γιορτινά

αγκαλιάζω τη σιωπή και τη φωνή τους

.

γυναίκα πανσέληνη

το χρώμα που τύλιξες το τελευταίο του ήλιου

κι έφτιαξες ρούχο βραδινό να το φορέσεις

σ’ ένα περίπατο καλοκαιριού

στην αγκαλιά μου.

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Αφού κι απόψε μ’ αγαπάς

Αγάπησε με απόψε, δίχως υπόσχεση καμία στα χείλη, δίχως λέξεις, δίχως επιθυμίες, μ’ εκείνο μονάχα το χάδι των μικρών παιδιών όταν ξυπνούν χαρούμενα την ώρα που μοιράζει χρώματα ο Θεός στη μέρα και τρέχουν στο κρεβάτι να κουρνιάσουν πλάι ή ανάμεσα μας…

.

Αγάπησε με απόψε, με την φρεσκάδα του ανέμου στα ψηλά βουνά, με την γλυκάδα της βροχής της απαλής στο πρόσωπο, στις μέρες του καλοκαιριού…

.

Αγάπησε με απόψε, κι ένα καράβι θα σου πλέξω με κογχύλια του βυθού να σε ξανοίξω στα πελάγη…

.

Αφού κι απόψε μ’ αγαπάς, με τούτο το φεγγάρι, το σχεδόν πανσέληνο θα σου φωτίσω μονοπάτια μικρά, παραδομένα στην αγάπη του δάσους να περάσεις και στων πηγών το δροσερό νερό του στήθους σου να γαληνέψεις την φωτιά.

.

Κι εκεί, έτσι αναπάντεχα θαρρείς, πάνω σε τούτο το κορμί το αληθινό, τα μάτια μου θα ιδρώνουν καθώς τα δάχτυλα σμιλεύοντας το θα χορεύουν, πότε σε λάβα πότε σε βροχή.

.

Αφού κι απόψε μ’ αγαπάς, θα μετοικίσω στα άκρα το πιο ερεθισμένα, που ταξιδεύουν τις αισθήσεις στο όνειρο κάθε φορά…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου