Πέμπτη 31 Μαΐου 2007

Τα βήματά σου...

Οι Ήχοι, λέω, όταν πλαγιάσουν πολύ από τον άνεμο, παύουν να είναι ήχοι.
Γίνονται μικρά κορδόνια να μπορούν τα παιδιά να κρατούν τα κόκκινα τους μπαλόνια στο Λουνα Παρκ.
Να κρατούν το πλαστικό φορτηγάκι τους καθώς τρέχουν στον δρόμο...
Να συγκρατούν ένα παπούτσι επάνω στο πόδι καθώς εκείνο βρίσκεται σε γρήγορο βηματισμό.
Κι εγώ πλάγιασα.

Βρίσκεσαι απέναντι μου.
Έχεις εκείνο το χαμόγελο ντυμένο στην ψυχή.
Καθρεφτίζεται επάνω στα χείλη.
Κοιτάζεις άραγε χαμηλά ή έτσι χαμηλά καθώς είμαι θα πρέπει να δονήσω τις πλάκες του πεζοδρομίου που βαδίζεις για να με κοιτάξεις;
Παίρνω γεμίζω τον χώρο των ιχνών που αφήνεις στις ίδιες πλάκες να μάθω την έκταση του πέλματός σου μήπως και καταλάβω πόση έκταση καταλαμβάνεις στην ψυχή μου.
Μα με τι μπορείς την έκταση μιας ψυχής να μετρήσεις;
Κ’ ίσως με τίποτα.
Έτσι γι’ αρχή, βαστώ μονάχα τα βήματά σου…
.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Τετάρτη 30 Μαΐου 2007

Βαθύ κόκκινο

Κάπου εδώ τελειώνει η διορία της σιωπής κι αρχίζει η μελωδία του ανικανοποίητου, του σχεδόν χαμένου, του ανύπαρκτου.
Η αίσθηση της αφής επάνω στα έπιπλα, τις κίτρινες κουρτίνες των παραθύρων, από τη ζέστη των κεριών την νύχτα στο μικρό δωμάτιο, μοιάζει νοσταλγία.
Κοιτάζω την πλάτη σου.
Φεύγεις.
Πάντα φεύγεις, κι εγώ, μαζεύω τις σταλαγματιές του κορμιού σου από τα ιδρωμένα σεντόνια του βραδινού ύπνου.
Βρέχει από ώρα.
Κινείσαι από παράθυρο σε παράθυρο σαν ερημιά.
Που αρχίζει ο φόβος και που η χαρά, δεν γνωρίζω.
Κάτι μέσα μου εξακολουθεί να ποζάρει σα μοντέλο σε φωτογράφηση ασπρόμαυρη.
Ποζάρεις αργά, μπροστά σε μισόκλειστα παράθυρα, αλλάζεις στάσεις σαν ωροδείκτης μεθυσμένου ρολογιού κι αναρωτιέμαι, αν είσαι εσύ που γνώρισα πριν χρόνια τόσο μακριά από το εδώ μου.
Βαθύ κόκκινο το γαλάζιο τ’ ουρανού μέσα μου.
Χάνω τα χρώματα και σιγά σιγά την υπομονή να σε περιμένω πίσω από ένα παράθυρο που δε γνώρισε ήλιο, μήτε ουρανό.
Νιώθω το ίδιο σιγά τις σταγόνες της βροχής να μου γεμίζουν τα μάτια.
Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένα όνειρο, μια λέξη, ένα γράμμα απ’ αυτά που τις νύχτες σου γράφω.
Έκανες ποτέ σου τον συλλογισμό;
Πίσω από το φως των κεριών υπάρχει πάντοτε μια σκιά, έχει το χρώμα του φεγγαριού και με κοιτάζει στα μάτια καθώς παίζει με τη φλόγα πασχίζοντας να κρατηθεί στη ζωή.
Το είδωλο του προσώπου σου στον καθρέφτη.
Δεν κατάφερα ποτέ να καταλάβω τι έκρυβες, τι κρύβεις, τι πάσχιζες να κρατήσεις στα χέρια όταν σ’ άγγιζα με τις άκρες των δακτύλων στους ώμους.
Πίσω από την νοσταλγία των ημερών, υπάρχει πάντοτε μια λύπη, νόμιζα κάποτε ό,τι έχει το χρώμα των ματιών σου, τώρα γνωρίζω ό,τι είναι κάτι το ακαθόριστο, κάτι το σιωπηλό, κάτι που μπορεί να με οδηγήσει στο πολύ μεγάλο και στο πουθενά, στην αιώνια χαρά και την αιώνια λύπη.
Νιώθω πως έχω φτάσει στο πολύ μεγάλο και ταυτόχρονα στην αιώνια λύπη.
Νιώθω τα ταξίδια μου να τελειώνουν, νιώθω ν’ ασφυκτιώ σ’ έναν χώρο που με βία ανασαίνει την εντός του παρουσία μου.
Που πηγαίνεις και που στρέφεις τα φώτα της σιωπής σου προσπαθώντας να κρύψεις την μελωδία που σε κρατάει πιο κοντά στο εδώ, πιο κοντά στο κοντά μου, θέλω να μάθω.
Μέρες τώρα επιχειρώ να μετρήσω τα όρια της σιωπής.
Όταν σε γνώρισα, είχες ποτισμένη στην ψυχή σου την σιωπή, τώρα άνθισε ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα.
Σ’ ακούω να μιλάς μερικές φορές, να μιλάς, να μιλάς και να μη διακρίνω ούτε ένα σημάδι λύπης, ούτε ένα δάκρυ, ούτε μια προσμονή να ξεφεύγει πέρα από τα όρια της ζωής σου.
Μου άφησες τη σιωπή και τη λύπη σου σ’ ένα ποτήρι, κάθε πρωί, σε δώσεις μικρές των 10 μιλιγκράμ.
Την συνήθισα, άρχισε στο αίμα μου να κυλάει, στην ψυχή, στην λογική μου.
Ήταν τότε που άρχισες ν’ αλλάζεις στάσεις για μια στιγμιαία φωτογράφηση, το συνήθισα κι αυτό όπως το χρώμα των ματιών σου, το άρωμα των στιγμών σου λίγο πριν κοιμηθείς.
Δε βρίσκω όρια στη σιωπή, έτσι όταν νιώθω να τελειώνει σπάζει το τσόφλι του μυαλού μου σα νεοσσός, βγάζει το κεφάλι και φωνάζει το όνομά μου.

Τρίτη 29 Μαΐου 2007

Βρέχει Μάη μήνα...

Πρέπει πάλι να ταξιδέψω.
Κλείνω σε μια βαλίτσα λέξεις, αναμνήσεις και ξεστρατίζω.

«…τον Μάη μήνα λένε πως θα βρέξει κι ένα παράπονο θα τρέξει…» παίζει το ραδιόφωνο, κι έξω βρέχει ακόμα.
Άραγε βρέχει πάντα Μάη μήνα στο κακό τον τόπο;
Αν ναι., τότε που ζω;

Να θυμηθώ να πάρω, μονάχα, τούτη τη φορά και τις ενοχές.
Πολλές ενοχές.

«…θ’ αλλάζουν μοίρες κι εποχές και τις λιακάδες οι βροχές θ’ ακολουθάνε…» κι εγώ στάθηκα στην άκρη του φεγγαρόφωτου.
Μιας δέσμης ελλειπτικού ανοιξιάτικου φεγγαριού, διψασμένης για έρωτα.

Που είναι τα χέρια σου και τούτο το βράδυ;

Αγκαλιάζω πάλι την νύχτα προσμένοντας το πέρασμά σου για να κινήσω.
Έκοψα και δύο ελάχιστα κλαδάκια ίριδας από το φεγγαρόφωτο να χρωματίσω τον δρόμο που θα διαβείς για να φθάσεις.

Κοίταξε τον, έχει το χρυσό των σταχιών στα μάτια, λαμπιρίζουν θαρρείς χρυσάφι στον ήλιο.

Κ’ ίσως είναι τα χνάρια της βροχής που ξελογιάζουν το βλέμμα.

Πάλι δίχως εσένα θα πρέπει να κινήσω.
Δε θα ‘ρθεις.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2007

Των ματιών σου οι δρόμοι

Ξημέρωσα με την βροχή τ’ ουρανού στων δακτύλων τις άκρες.
Μουσκεύει ό,τι αγγίζω.
Τα μάτια μου αγγίζω, την ψυχή μου.
Απλώνω τις λέξεις που σου γράφω, να στραγγίσουν πρέπει τα δάκρυα τους πριν τις διαβάσεις.
Έμαθα να βαδίζω στις λάσπες, να κυλιέμαι, να ανασαίνω τον βρόμικο αέρα τους και τώρα εσύ με βγάζεις, μ’ ανατέλλεις σε πρωινά ηλιόλουστα, σε νύχτες ξεκούραστες με κοιμίζεις σ’ έναν ύπνο από χρόνια χαμένο.

Απορροφώ των ματιών σου τους δρόμους, τις αποστάσεις που διανύουν για να με φτάσουν, την απαλότητα στων κινήσεων σου το πέρασμα.
Μένω βουβός να κοιτάζω το παιγνίδι, τον χορό, του κορμιού σου το λίκνισμα στου φεγγαριού τα παραμυθένια μονοπάτια.
Παιδί και γυναίκα κι άρωμα καλοκαιριού στους χειμώνες μου.
Πονάω, πώς να το κρύψω;
Δεν έμαθα στην τόση σου ομορφιά.
Για να πω την αλήθεια όμορφα στη ζωή μου υπήρξαν ελάχιστα μόνο ηλιοβασιλέματα παγωμένα κι αυτά.
Πλάστηκαν όλα τους στην καρδιά του χειμώνα.
Έτσι λοιπόν βαδίζω πιο αδόκιμα από ποτέ.
Γυρεύοντας μονάχα των ματιών σου το πλάνεμα.
Δεν αξιώθηκα τίποτε άλλο.

Κυριακή 27 Μαΐου 2007

Δέυτερη θέση, κάθισμα είκοσι έξι


Δίπλα στις ράγιες.
Και πέρασα ώρες πολλές περιμένοντας κάποιο τρένο.
Έρχονται ή φεύγουν τάχα οι διαδρομές;
Πώς να πιστέψω ό,τι επιστρέφω όταν πάλι φεύγω.
Φθινόπωρο και ζέστη καλοκαιριού.
Μπλούζες και μέχρι αργά πουκάμισα κοντομάνικα, καλοκαιρινά, ζακέτες μετά.
Αλλάζουν άραγε οι εικόνες στα βραδινά δρομολόγια;
Μόνο οι ανομολόγητες σκέψεις βρίσκουν στην τρυφερότητα της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, τον δρόμο να αποκαλυφθούν, να αμοληθούν σα τα σκυλιά και να παίξουν σ’ ένα λιβάδι, να αλητέψουν.
Η αίσθηση αλλάζει όχι η εικόνα.
Μεταναστεύεις πάλι στη σκέψη μου, ντυμένη ένα φόρεμα από παλιά αγαπημένο.
Και μετά φεύγεις με ένα τρένο κι εσύ μακριά.
Αργά, για να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου.
Αργά, για να συγκρατήσω στη θύμησή μου τις τελευταίες συσπάσεις των ματιών και των χειλιών σου.
Αργά, μήπως και με κάποιο τρόπο καταφέρω να σταματήσω τούτο το τρένο που πάντα φεύγει.
Φεύγεις δίχως τίποτε να έχεις αγγίξει.
Φεύγεις δίχως να έχεις μιλήσει.
Μόνο κοιτάζεις.
Μόνο για μια στιγμή κοιτάζεις κι έπειτα φεύγεις.
Γιατί έρχεσαι άραγε;
Για να με πληγώσεις ή για να μη πληγωθείς;
Να δεις αν έχω το κουράγιο να σε προδώσω ή για να μη με προδώσεις;
Πως μεταφράζονται οι λέξεις και οι εικόνες;
Δεν έμαθα ποτέ μου να τις μεταφράζω – μεταφράζονται άραγε;
Ακόμα περιμένω.
Το τρένο ή κάτι άλλο (;) δε θυμούμαι.
Θυμούμαι μόνο πως περιμένω.
Έχω μια βαλίτσα ακουμπισμένη στα πόδια μου.
Ραγίζω.
Το μεσημέρι μέσα στη χαρά, μου ήρθαν δάκρυα κι άρχισα να κλαίω.
Κλαίγοντας, λένε, ποτίζεις τα όνειρα.
Μόνο που εγώ τα πνίγω.
Έτσι τα λουλούδια που κατά καιρούς αγόρασα, πνίγηκαν στα ίδια τους τα δάκρυα.
Γι’ αυτό έμεινα μόνος.
Γι’ αυτό έμαθα να συλλαβίζω στο μισοσκόταδο στίχους λησμονημένων τραγουδιών.
Έμαθα να ταξιδεύω μα δε το μπορώ άλλο.
Τι να κρατήσεις από ένα ταξίδι δίχως προορισμό.
Όλα τους, χωρισμένα σε θέσεις καπνιζόντων και μη, και τα ταξίδια και τα τρένα.
Σε θέσεις παραθύρου και διαδρόμου.
Έτσι ξεχνιέται η ζωή.
Ταξιδεύει και ταξιδεύει δίχως έλεγχο εισιτηρίων.
Πάντοτε δεύτερη θέση, τώρα στο κάθισμα είκοσι έξι.

Σάββατο 26 Μαΐου 2007

Όνειρα

Πίσω από τις κλειστές πόρτες των δωματίων
υπάρχουν τα τραγούδια μιας εποχής εξαντλημένης
στέκουν σα φανοστάτες στις άκρες τους
και φωτίζουν τα χρόνια
κάθονται στο πάτωμα παίζοντας παιγνίδια
και κάποτε σκύβοντας κάτω από το κρεβάτι
για ένα ζάρι που ξέφυγε
ανακαλύπτουν τις αγωνίες και τα όνειρα
φυλαγμένα σ’ ένα κοφίνι ή σ’ ένα κουτί
ζωγραφισμένο στο επάνω μέρος με άνθη λεμονιάς.

Αργά τα βράδια μαζεύονται στην άκρη του κήπου,
δίπλα στη μεγάλη καγκελόπορτα
άλλοτε πάλι στα παγκάκια και την αιώρα πίσω από το σπίτι
μιλούν για εκείνα που θα ‘ρθουν
για εκείνα που από τότε χάθηκαν
και για στιγμές νομίζω πως τ’ ακούω να κλαίνε
μα όταν προβάλει κανείς – από λάθος περισσότερο –
στον τόπο της λιτανείας τους
με κινήσεις βιαστικές σκουπίζουν τα δάκρυα από τα μάτια
νομίζοντας, αν δε γνωρίζεις,
πως ζωγραφίζουν εικόνες στον αέρα.

Άλλοτε κάθονται μαζί μας δίπλα στο τζάκι
αγγίζουν τους ώμους
και τα πιο τρυφερά ίσως
μας αγκαλιάζουν.

Ένα βράδυ
- σε κάποια πανσέληνο καλοκαιριού πρέπει να ήταν -
βρήκα τα πιο μικρά χρόνια
κρυμμένα στις κουβέρτες της μεγάλης ντουλάπας
να μοιράζουν τα κομμάτια ενός ήλιου χαρούμενου.

Από τότε ψάχνω να βρω έναν ήλιο χαμογελαστό
μες στους αιώνες.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2007

Για τούτο...

Έχω ακόμα την αίσθηση πως με κοιτάζεις.
Την ίδια αγωνία για το τι θα διακρίνεις στα μάτια μου.
Τα δικά σου μοιάζουν το ταξίδι ακόμα να ψάχνουν κι ας έχουν κουρασθεί σε διαδρομές δίχως προορισμό.

Έχω την εικόνα σου στις πρώτες αχτίδες του απογέματος πλάι στ’ αρχαία.
Κ’ ήσουν, αλήθεια, κυκλάμινο πάνω σε βράχο γαντζωμένο, θαρρείς για να κοιτάξει τον ορίζοντα τον μακρινό μόνο, που εσύ την ανάσα τη γλυκιά αναζήτησες, κι από συνήθειο ίσως όταν θα ‘ρθει, την αίσθηση της πικρίας να έχεις ακόμη στα χείλη.
Καρδιά μου, δε σου είπαν ποτέ για τα ηλιοβασιλέματα;
Δε χρειάζεσαι άλλο ήλιου φως εσύ, είσαι ήλιος λαμπερός στο πιο ψηλό της βασιλείας τ’ ουρανού σημείο.
Κι αλήθεια, πες μου, δε σου δείξε ποτέ κανείς το δρόμο για τα ηλιοβασιλέματα, κ’ ύστερα από αυτά, εκείνους της ανατολής, να μην πονάς καθώς αγγίζεις τι πτυχές της ψυχής σου, να μη δακρύζεις τα βράδια σ’ ένα σπίτι δίχως αγκαλιά να σε γαληνέψει;
Αρχίζω κι ανησυχώ για τον Θεό, μήπως και πήρε κατάφορα ν’ αδικεί εκείνους που προσπαθούν, θαρρείς από χόμπι μη και πάψουν κάποτε ν’ αγωνίζονται.

Κ’ είχα εχθές ένα χαμόγελο για εσένα, που χρόνια τώρα ξέχασα να το φορέσω στα χείλη μου τα θυμωμένα, τα λυπημένα κάποτε σαν τα βροχερά του φθινοπώρου απογεύματα στην πλαγιά ενός βουνού, που βυθισμένα στην ερημιά χάνονται δίχως παρουσία καμιά για συζήτηση.
Κι έμαθα ν’ αλυχτώ με τον καιρό σαν αγρίμι σ’ αναζήτηση.
Είναι κι ο χρόνος που μας βγάζει αλλού.
Τα λάθος βήματα που κάνουν και το χρόνο να μη ξέρει τι να φέρει, και τέλος δε φέρνει τίποτα.
Πια δε περιμένω, καραδοκώ.
Μα και πάλι δεν ξέρω πότε το χέρι ν’ απλώσω να νιώσει την αίσθηση, να μεταδώσει την άλλη, εκείνη που οι λέξεις δεν μπορούν να κυοφορήσουν.
Κ’ οι λέξεις μοιάζουν να μην υπήρξαν ποτέ μέσα μου, σα να προσμένουν του ποτηριού το κούνημα που γέμισε ως το χείλος για να κυλίσουν να πέσουν στην ψυχή ή στο χώμα.

Θα ήθελα πραγματικά να είμαι εκεί ή να είσαι εσύ εδώ.
Για τούτο η αγωνία που σου έλεγα, για το αν έχεις αλλάξει.
Κι άλλαξες.
Φόρεσες τη στολή της ψυχής σου κι όρμισες στον άνεμο.
Θαρρείς κι ο Θεός έτσι σε μικρόφτιαξε για να γλιστράς στον άνεμο, κι όταν είναι για να σε σκοτώσει να σου λειαίνει απλά τις ακμές σου.
Για τούτο τώρα μου μοιάζεις με διαμάντι.
Για τούτο τώρα από ποτέ περισσότερο μου γαληνεύεις της ψυχής τους τυφώνες.
Για τούτο κρατώ το βλέμμα σου που κυλά νερό και μου ξεπλένει το πρόσωπο που αιμορραγεί.
Για τούτο…

Πέμπτη 24 Μαΐου 2007

Αργά τα βράδια


Αργά τα βράδια,
στα όνειρά μου
σαλπάρουν πλοία ναυαγισμένα.
Απλώνουν τα σκισμένα τους πανιά
και μ’ ένα ναύτη μεθυσμένο ξεκινάνε.

Εγώ
τριγύριζα στο σαλόνι του καραβιού
να βρω κάποιον να μιλήσω.

Εκεί
βρισκόταν μόνο ο Ορφέας
μα κι εκείνος
ήθελε να μιλήσει
για την Ευρυδίκη.

Τετάρτη 23 Μαΐου 2007

Περνούν τα τρένα

Στην άκρη του κόσμου, του δικού μου, του φανταστικού, εκείνου που λέει πως μ’ αγαπάς, βρίσκομαι εκεί, προσμένω την ώρα που θα μ’ αγκαλιάζεις καθώς επιστρέφω απ’ τα πολλά μου ταξίδια.
Μόνο που τότε δε θα ‘ναι πολλά, δε θα ‘ναι καν ταξίδια.
Δεν θα υπάρχει λόγος να φεύγω μακριά, μήτε καν ν’ απομακρύνομαι.
Όλα όσα θέλω, όσα επιθυμώ, όσα χρειάζομαι είναι κοντά σου, είναι εσύ.
Ντυμένη ακόμα και το λυπημένο σου πρόσωπο – εύχομαι ποτέ – και τότε ακόμα εσύ θα είσαι.
Ο ήλιος και το φεγγάρι, ο αγέρας ανάμεσα στα μαλλιά της ψυχής, μέσα στα μάτια, να φέρνεις δάκρυα, να καθαρίσει η ψυχή.

Στέκουμαι ανάμεσα στο τίποτα και το πουθενά, τούτο είναι το τοπίο, στέρφο χώμα και πέτρα, μήτε κι ο χρόνος βαδίζει άνετα εδώ, βαρυγκωμάει σε κάθε του βήμα και σκοντάφτει.
Κοιτάζω πέρα απ’ αυτό το τοπίο, φθάνει στη θάλασσα το βλέμμα κι ανοίγεται – πάντοτε δίπλα στη θάλασσα θα μένεις – σε πλησιάζει κλέβει λίγες σου εικόνες, τις κρύβει σ’ ένα μικρό κουτί μεταλλικό – πως γίνηκε και χωράνε δε το κατάλαβα ακόμα – και τις φυλάει στον κόρφο του το βλέμμα.
Έτσι κυλάει ο καιρός, μια με τη σκέψη σου, μια με τ’ όνειρο, μια με τον παραλογισμό…
Θέλω να σ’ ανασαίνω, πιστεύω πως σ’ ανασαίνω, να νιώθω την κίνησή σου στα αισθητήρια όργανά μου.
Σ’ έχω φορέσει στον λαιμό μου σταυρό καθολικό.
Τούτο είσαι, καθολική, όχι αγία, μήτε κι αναμάρτητη, απαλλαγμένη κι απ’ την αγνότητα των λέξεων των ποιητών, είσαι η μία, η μόνη, η απόλυτη, η αμαρτία και η άφεσή της, το όνειρο, ο εφιάλτης, η προσμονή…
Βαδίζεις εντός μου αποστάσεις που χορτάριασαν απ’ τα χρόνια.
Ξεχάσθηκαν όλα, μέσα κι έξω από εμένα.
Νιώθω να σε γοητεύω και τούτο που φοβούμαι είναι μη σ’ απογοητεύσω.
Θέλω μόνο να σ’ ακούω να γελάς, να σε κάνω να γελάς, να γελάς κι ας το μικρό σου καραγκιοζάκι είμαι εγώ.
Δεν ακούς τη φωνή μου που σε προσκαλεί;
Έλα και στάσου λίγο πλάι μου, σε λίγο τη γαλήνη θ’ αποζητάς.
Έλα χέρι χέρι ν’ ανέβουμε ως εκεί που άνθρωπος άλλος δεν έχει φτάσει.
Ν’ ανέβουμε στο δικό μας σύγνεφο κι όπου μας βγάλει.
Που μ’ οδηγεί άραγε η απελπισία μου, πόσους ακόμα θα πνίξω προσπαθώντας ν’ ανέβω στη βάρκα;
Τα μάτια σου μου δίδουν ελπίδα, απλώνει χέρια η φωνή σου, με τραβάνε επάνω.
Σκύβεις πιάνεις τρυφερά το πρόσωπό μου, πρώτη φορά θαρρείς – στα όνειρά μου κάθε βράδυ επαναλαμβάνεις την πράξη αυτή θαρρείς τελετουργικά – παίρνεις τους πόνους, τις λύπες, τα δάκρυα, κάθε αποχαιρετισμό απομακρίνεις από τη μνήμη.
Όλα τα εντός μου σε προσμένουν, όλα τα εντός μου σ’ έχουν ερωτευθεί, όλα ανασαίνουν με το δικό σου ρυθμό, με τον δικό σου παλμό στα στήθη.
Πιάνω σου χέρι και τρέχω στα λιβάδια π’ αγάπησα και ποτέ δε χάρηκα, στις όχθες ενός ποταμού, στην αυγή κάποιου καλοκαιριού.
Τούτες τις μέρες τις τελευταίες νιώθω εκείνο που έλεγα πάντα, να συμβαίνει, να σου παίρνω τον πόνο, να πονάω για δύο.
Όταν σου μιλώ χαμογελάς, κι έπειτα γελάς, σου κλέβω στιγμιαία έστω τον πόνο ή την έγνοια που σε κατατρώει.
Και θα ήθελα να γνωρίζω αν τα καταφέρνω.

Σου μιλώ, κ’ είναι σα να μου λες «μη νιώθεις τύψεις για όσα νιώθεις, για όσα η ψυχή σου ονειρεύεται».
Δε νιώθω τύψεις, καρδιά μου, μη σε τρέψω σε φυγή φοβούμαι, μη μου φύγεις και χάσω το νερό που σβήνει μου τις φλόγες στο στήθος, που μου πυρώνει τις λέξεις κι ανεβαίνουν λόγχες ψηλά, κι απ’ τον Θεό διεκδικούν ένα ψήγμα ευτυχίας.
Λιώνω στη σκέψη πως μπορεί κάποτε να σιωπήσεις.
Θα ζήσω και τούτη τη φορά, δεν ξέρω αν θα ‘μαι όμως ο πρίγκιπας ή ο επαίτης.

Περνούν τα τρένα και με παίρνουν μαζί τους.
Θέλω να τρέξω εκεί κοντά σου, μα γι’ άλλη μια φορά η τύχη μου γυρίζει ανάποδα το παιγνίδι.
Που με βγάζει δε ξέρω.
Που μας βγάζει.
Νιώθω κάθε που σου μιλώ να μ’ αγγίζεις, κλείνω τα μάτια πολλές φορές, νιώθω ευτυχία, ψηλαφώ το πρόσωπό σου.
Με την αίσθηση των τυφλών μπορώ και σ’ αναγνωρίζω.
Σφαλίζω τις νύχτες μακριά από ‘μένα κι από εσένα, να μη σε βρίσκουν μόνη, να μη πληθαίνουν τη μοναξιά σου, μη περάσεις άθελά σου και πλημμυρίσεις σκοτάδι, κι ό,τι έπειτα ζωγραφίσεις είναι πλασμένο από τις αποχρώσεις του μαύρου.
Δεν ξέρω πως, μήτε το γιατί, μονάχα τη στιγμή ξέρω, κ’ ήταν η στιμή η πρώτη που σ’ άκουσα που πήρες να βαδίζεις εντός μου, κι ας έδιωξα τα βήματά σου, κι ας είπα κράτησε μακριά τα βήματά σου.
Όμως πάλι έκανα λάθος, στα πάντα μαζί σου έκανα λάθος.
Εκτός απ’ την αίσθηση, μόνο εκείνη μοιά.ζει ακόμα με κήπο ανθισμένο στον καύσωνα του καλοκαιριού…

Δευτέρα 21 Μαΐου 2007

Ρόδο και μετάξι

Ρόδο και μετάξι η ψυχή σου.
Παίρνω το μετάξι, πλέκω σου φύλλα, και φύλλα φύλλα φτιάχνω σου φορέματα να σε στολίζω, πόσο να στολίσεις όμως έναν ήδη ανθισμένο ουρανό;
Κ’ ύστερα μιλάς τις νύχτες, χαρίζεις τους το πάφλασμα του γέλιου σου του παθιασμένου, την αίσθηση του παιδικού βηματισμού της φωνής σου.
Μην κλαις, δε θα σ’ αφήσει ο καιρός να λιτανεύεις άλλο την ψυχή σου.
Χρώμα απ’ τα χρώματα του δειλινού δίδεις κι όποιος ξέρει να τα πάρει μονάχα να ζωγραφίζει της ψυχής σου το πρόσωπο θέλει.
Της ψυχούλας σου, με τα κεντήματα τα χειροποίητα και τις ατέλειες ενός παιδικού ποιήματος.
Της ψυχούλας σου, της πονεμένης που λιμάνι πρόσφορο δε βρίσκει για να δέσει.
Να ‘μουν εκεί κι ας ήμουν το ντοκ, το μεταλλικό, το άψυχο που θα σ’ έκανε να νιώσεις σιγουριά, να δέσεις.

Ρόδο και μετάξι.
Και πήρες ν’ απλώνεις το μετάξι, μα δε το πετάνε το μετάξι πνοή μου, πρόσφορο το κάνουν σ’ ό,τι αγαπούν, όχι στολίδι ν’ αλλάξεις κάτι που νιώθεις να σ’ αρέσει.
Κι εσύ ουρανέ μου πλάστηκες να σου προσφέρουν τα μετάξια.
Δημιούργημα του έρωτα.
Μόνη φωνή και μόνη γνώση του έρωτα.
Επιθυμία μόνη.
Προσμονή και ανάγκη.

Ρόδο μισάνοιχτο στου ανέμου το πέρασμα, ν’ αντέχεις.
Μ’ αγκάθια μυτερά, ν’ αμύνεσαι.
Και χρώμα κόκκινο, να σε προσφέρουν οι ερωτευμένοι.
Να σου προσφέρουν εκείνο το πρώτο φιλί ξανά και ξανά σ’ εκείνο το ποθούμενο ραντεβού, έχοντας την ίδια αγωνία, το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι κάθε φορά.
Ρόδο και μετάξι.
Κι έφτασες στου κόσμου την άκρη πλανημένη πότε από μιαν αγάπη, πότε απ’ τ’ ανέμου τα φερμένα αρώματα.
Κι έμεινε η ψυχή μου μακριά, σα μνηστευμένη απ’ τη γέννησή της μ’ έναν άγγελο του Παραδείσου.
Κι έγινε η ψυχή σου τραγούδι ερωτικό, μ’ ένα δάκρυ προσμονής στα μάτια.

Είμαι εδώ, καρδιά μου, χρόνια τώρα απλώνω μετάξινα σεντόνια στα κρεβάτια - σαν σε ακατοίκητα σπίτια περιμένουν –
Μα δε περνάς, κοιτάζεις στην άλλη πλευρά της λίμνης προσμένοντας κάποιον να περάσει.

Δεν είσαι η Ηλέκτρα κάποιον Ορέστη να προσμένεις!

Οι ουρανοί αγκαλιάζουν τ’ αστέρια καθώς φωτισμένα φτάνουν στα χέρια τους.
Είσαι ο ουρανός ο γαλανός μιας μέρας ανοιξιάτικης κ’ ίσως πάλι των ημερών του μεσοφθινόπωρου.
Με τη γλυκιά ανάμνηση του καλοκαιριού και πριν τις μελαγχολικές σκέψεις των πρώτων βροχών.
Είσαι η πορεία που παίρνει ο άνεμος στα ψηλά βουνά με τις πηγές κι εφορμεί να δροσίσει τις ανθρώπινες ψυχές, Αύγουστο μήνα.
Η ανάγκη για ομιλία, για όνειρα, για γιορτή.
Η σιωπή.
Το φεγγάρι που απλώνει το χρώμα του μέσα στα μάτια, που βάφει πορφυρά τα νερά, που πυρώνει τα χείλη των ερωτευμένων και φουντώνει τις ψυχές.

Είμαι εδώ, κι είμαι εκεί, όσο ακούω τη φωνή σου να χτυπάει τις παλάμες της γελώντας.
Είμαι εδώ και θα είμαι εκεί όταν το επιθυμείς.
Είμαι παντού και σε γυρεύω κάθε που σιωπείς.
Χάνομαι σε ρεματιές, σε δάση φλεγόμενα, σε υποσχέσεις που δε δόθηκαν σε προσφορά.
Σε πτήσεις που έγιναν μαγικές μέσα στα μάτια σου.

Σε τούτο τον τόπο, με τους τόσους βάλτους, ήρθες και μ’ έπιασες απ’ το χέρι, έξω με τράβηξες.
Άκουσα τη φωνή σου να μου λέει «είμαι εδώ, δεν είσαι μόνος».
Κ’ ίσως η ανάγκη μου να έπλασε τούτες τις λέξεις.
Όμως είσαι εδώ, θα είσαι πάντα εδώ.
Δίχως προσδοκίες θα προσμένω να φανείς, αχτίδα λεπτή, τις μισάνοιχτες γρίλιες να περάσεις του παραθύρου να με ξυπνήσεις.

Πορεύθηκες όπως τα όνειρα μέσα στα μάτια μου.
Όνειρο είσαι.
Ό,τι ζήσεις να σε βοηθά να ονειρεύεσαι, να ποθείς, και μετά από χρόνια ακόμα να κοιτάζεις τους ανθρώπους στα μάτια με ειλικρίνεια κι ευτυχία.
Στις ψυχές να υπάρχεις των ανθρώπων, κι όπως ως τα σήμερα, μ' αυτές να πορεύεσαι.

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

Απόγευμα θα 'ναι

Απόγευμα θα ‘ναι
όλα γύρω θα πλέουν ανάμεσα
στις οσμές του ηλιοβασιλέματος
κι εκεί, από την πιο όμορφη κορυφή των ματιών σου
θα αρχίσω να ζωγραφίζω τον κόσμο
με χρώματα βγαλμένα από τα μάτια σου μέσα.

Σάββατο 19 Μαΐου 2007

Θρυμμάτισε η βροχή τον χρόνο

Τώρα πια δεν έχω αγωνία καμία.
Θρυμμάτισε μια βροχή τον χρόνο κι ότι απέμεινε, στα χέρια της ξηρασίας θρυμματίστηκε κι εκείνο.
Το πλοίο φθάνει άλλη μια φορά κουρασμένο να δέσει – χρόνια και χρόνια στο ίδιο κύμα αφημένα τα πλευρικά του.
Σε λίγο θα πιάσουν και τα μπουγάζια.

Φύλαξα σ’ ένα κουτί μικρό δύο αναμνήσεις.

Καλοκαίρι, κ’ η θάλασσα γλυκοφιλούσε τα πέλματα.
Ήσουν χαρούμενη, σα να ‘χα στα χέρια σου αφήσει με το πρώτο του ήλιου φως μια αγκαλιά λουλούδια που μόλις φανερώνονταν, θαρρείς πεταλούδες , απ’ το τρυφερό τους κουκούλι.
Χόρευες κ’ είχες ένα τραγούδι στα χείλη.
Ξαπόστασες την κούρασή μου σ’ εκείνο το ακρογιάλι.
Καθώς πλησίαζε το μεσημέρι αφέθηκες στο άγγιγμά μου.
«Παίζεις πιάνο στο κορμί μου» είπες, κι ας ήσουν εσύ η μουσικός, κι ας άκουα τις μελωδίες καθώς εκείνες έξω απ’ τα στήθη σου δρασκελούσαν.
Ένας ήχος ήμουν, φτωχός – κι ας με τους ανέμους πλάγιασα όπως τα στάχια και πια μήτε ήχος ήμουν.
Το ηλιοβασίλεμα, νωρίτερα από ποτέ, είχε απλώσει τα χέρια να σ’ αγγίξει.
Κι άφησες τα ομορφότερα, τριγύρω, χρώματα, ίσως τούτα να ζήλεψε το ηλιοβασίλεμα και δρασκέλησε νωρίς να κλέψει λίγο απ’ το χρώμα τούτο.
Έπειτα όλα γίναν σιωπή.
Μαύρος βροχερός ουρανός.
Κι έτρεχες στη βροχή, δίχως ομπρέλα, ψυχή μου, και τη μισούσες τη βροχή – αντίθετα μ’ εμένα που την λάτρευα.
Μπήκες στο σπίτι, προέκταση του κορμιού σου τα ρούχα.
Τα πέταξες στο μπάνιο, τυλίχθηκες με το λευκό ζεστό μου μπουρνούζι και κάθισες στο σαλόνι.
Ήρθα, σε φύλαξα άγιο φυλαχτό στην αγκαλιά μου.
Κούρνιασες.
Ταξίδεψα τ’ ακροδάχτυλα στο πρόσωπο – οικεία αίσθηση των τυφλών – τα ναυάγησα στων μαλλιών σου τις θάλασσες.
Πήραν οι εικόνες να ποτίζουν της ψυχής μου τα μάτια.
Ένα σπιτάκι χαμηλό, δύο παιδιά να παίζουν, τρέχοντας να φωνάζουν «μάνα – πατέρα».
Να μου χαμογελάς καθώς έρχομαι ή καθώς φεύγω.
Να φέρνεις στον κόσμο τα δύο αυτά παιδιά, αγόρι το ένα τ’ άλλο κορίτσι …
Στην αγκαλιά μου να κρύβεσαι καθώς νυχτώνει…

Κι έπειτα πάλι βροχή.
Μόνο βροχή…
…πάντα βροχή…
…κι ένας μαύρος του θανάτου ουρανός…

Παρασκευή 18 Μαΐου 2007

Καλοκαιρινή Μυθοπλασία - IV (Δρόμοι)

Μένουν κλειστά τα φώτα τη νύχτα στους δρόμους
.
Έμαθες τις λεπτομέρειες τους στο σκοτάδι
σε φοβίζουν τη μέρα
σε καθηλώνουν.
Κι όλα τριγύρω ένας χορός
που έσυρες τα βήματα του στις παλιές φωτογραφίες
τώρα τα ‘χεις ξεχάσει
βαδίζεις αργά
και δακρύζεις.
.
Οι δρόμοι που προσπέρασες σ’ επιστρέφουν
σ’ εκείνα που κάποτε είπες πως δεν
και τώρα τα επιθυμείς.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

Καλοκαιρινή Μυθοπλασία - III (Μοναξιά)

Τούτη η σιωπή
κάνει το σύρσιμο της άμμου να μοιάζει τραγικό
μορφές φαντασματόδεις μας κυκλώνουν
δεν μας αγγίζουν
ανάμεσα περνούν απ’ τις σχισμές των ψυχών
κι απ’ των ονείρων τις πτυχές
αφήνοντας την αίσθηση του ακατανόητου
και του ατελείωτου στα χείλη ν’ ανασαίνει.
.
Τάχα να ζήσαμε στιγμές ευτυχισμένες
ή μι’ αυταπάτη;
Τάχα τις πόρτες πίσω έχουμε κλείσει
ή από κάπου τα περασμένα θα εισβάλουν
να μας πνίξουν;
.
Νύμφη
πως χώρεσες τόση λύπη
σ’ ένα τέτοιο σώμα;
.
Κι αναζητάς του χρόνου το ελάχιστο
να δραπετεύεις
που δε σου δίδεται
μήτε που κατάφερες να το κερδίσεις
κι αναμετράσαι στις επάλξεις με τη μοναξιά
ελπίζοντας πως θα νικήσεις.
Δε νίκησε κανείς τη μοναξιά
δε την ξεστράτισε.
Πίσω από τις όμορφες στιγμές μας καραδοκεί
κι απλώνεται στο βλέμμα
όπως το δάκρυ.
Κι όταν δακρύζεις
μην πιστέψεις ποτέ πως φεύγει
ή λιγοστεύει
στις φλέβες κυλάει με το αίμα.
.
Μας συντηρεί η μοναξιά.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Τετάρτη 16 Μαΐου 2007

Καλοκαιρινή Μυθοπλασία - II (Έρημος)

Τούτη η έρημος στοιχειώνει τις αποστάσεις
.
Φυλάκισε τα βήματά σου

σ’ αραχνιασμένους καθρέφτες
των χεριών την κίνηση

σε μια πλαστικότητα θεατρική
δεν μπορείς να πετάξεις στον ήλιο.
.
- ο Ίκαρος παραμονεύει το επόμενο θύμα του
ψάχνει σύντροφο για το μεγάλο ταξίδι -
.
κι εγώ, σε νιώθω
π’ ανοίγεις κλείνεις τα φτερά των αγγέλων
κι αιωρείσαι.
.
Νύμφη παράξενη του καλοκαιριού
σ’ άδειους καιρούς πασχίζεις να πετάξεις
κι ο χρόνος δεν σου αρκεί.
.
Αφέθηκε η αιωνιότητα στους ανθρώπους
και χάθηκε.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Τρίτη 15 Μαΐου 2007

Καλοκαιρινή Μυθοπλασία - I (Πέλαγο)

Σκούπισε το μέτωπο απ’ τις πευκοβελόνες
λιγοστεύουν το φως
από φθινόπωρο γεμίζει η ψυχή που αγγίζουν.
Τ’ άγρια μάτια πρέπει να κοιτάζουν το πέλαγο
να ταξιδεύουν πρέπει.
.
Και το δες φορεμένο το πέλαγο

στης γοργόνας το ένδυμα
στης αχτίδας του φεγγαριού το σεργιάνι
στης νεότητας τ’ απομεσήμερα.
Και το ταξίδεψες
με χίλιες ευχές κι ελπίδες χίλιες
και το συγκράτησες στ’ ακροδάχτυλα
όπως τον άνεμο
και το ψιθύρισες
όπως ψιθυρίζουν το σ’ αγαπώ
χείλη ερωτευμένα
στην άκρη του ονείρου τ’ οδήγησες
και το ξαπόστασες
όπως τα αισθήματα.
.
Σκούπισε το μέτωπο
θαρρείς πως θα ματώσουν τα βλέφαρα
κι όλα τριγύρω κόκκινα θα γίνουν
κι άφησε πλάι στο πρωινό φλιτζάνι του καφέ

το άγγιγμα σου να προσμένει εν’ άλλο άγγιγμα
και σαν φανεί στην άκρη του δρόμου
και πλησιάσει τριγύρω

αφήνοντας εν’ άρωμα γιασεμιού
σα χρώμα ησυχίας στην απογευματινή γαλήνη
της ψυχής
αγκάλιασε το.
.
Και τα χρωμάτισα τα βράδια
από το φως των βημάτων σου στην βρεγμένη άμμο
με του κορμιού σου τον ιδρώτα.
.
Να ‘ταν τάχα τα μάτια σου το πέλαγο
ή
να ‘κλεψαν λίγη από την αίγλη
των παραμυθιών;

Δευτέρα 14 Μαΐου 2007

Συζήτηση με την ψυχή

Πάει έν’ ακόμα καλοκαίρι!
Πόσα ηλιοβασιλέματα είδα άραγε από ‘δω; Αρκετά, σίγουρα.
Κι από ανατολές, καρδιά μου, πόσες είδαμε;
Καμία, έ!
Είναι σα να χτίζεις ένα σπίτι κι άλλος να έρχεται να την αράζει στις βεράντες του και μ’ απλωμένα τα πόδια άλλοτε να τρώει μια φέτα καρπούζι κι άλλοτε να γλυκοκοιμάται στ’ απαλό αεράκι.
Τούτο το φθινόπωρο, λέω να ταξιδέψω ως εκεί που η ψυχή αντέχει, δίχως εισιτήριο κι όταν λαθρεπιβάτης θα έχω φτάσει στο εκεί θα την σπρώξω να πάει και παραπέρα, ως εκεί που δεν τολμά.
Πάντα φθινόπωρο πρέπει να ταξιδεύεις, έλεγα, είναι ακόμα μεγάλες οι μέρες κ’ οι δρόμοι δεν καίνε τόσο πολύ, έτσι τα πέλματα της ψυχής δεν φλοήζονται.
Κάπου εκεί, μέσα Οκτώβρη με τις πρώτες βροχές αρχίζουν όλα, τότε που οι περισσότερες ψυχές ταμπουρώνονται πίσω απ’ ένα παράθυρο μισάνοιχτο στο ψιλόβροχο, οι ταξιδευτές βγαίνουν για περπάτημα κι άλλοι πάλι για τρέξιμο, οι τολμηροί δε, καβαλάνε μια χιλιάρα μηχανή κι ανοίγουν τα χιλιόμετρα στο κοντέρ, κι ανοίγονται οι δρόμοι και χάνονται πίσω τους σαν κάτι πολύ μακρινό.
Τότε θα βγω, θα κλέψω μια χιλιάρα μηχανή και θα περάσω τούτη τη θάλασσα, τούτη την ανεξάντλητη θάλασσα που θέλει τόσο να με πνίξει, κι όταν πιάσω στεριά θα τρέξω, θα τρέξω ως που πια δρόμος άλλος μην υπάρχει, κι εκεί στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού θα βγάλω τη μπλούζα ν’ αφήσω στον αέρα τα στήθη να κρυώσει η ψυχή κ’ η καρδιά ν’ ακολουθήσει κι ας αρρωστίσουν κ’ οι δυο τους.
Υπάρχουν γιατρικά για τις ψυχές και τις καρδιές ακόμα.
Αν τύχει και σε δουν να περνάς απ’ τον απέναντι δρόμο, λένε «τούτη η καρδιά χρίζει γιατρειάς» κι έρχονται τα γιατρικά ένα ένα με τη σειρά τους, πότε πότε και δύο δύο ή τρία τρία κι τότε, καρδιά μου, θα ‘χεις να διαλέγεις γιατρικό, κι ας καλομάθεις, κι ας τα πολλά φάρμακα σε “μολύνουν” τι σημασία έχει, μία είναι η ζωή και μια φορά μπορούμε να τη γλεντήσουμε.
Έτσι δεν είναι;

Κι εδώ τι θα λες, άλλο ένα ποτάκι ψυχή μου, και θα πίνεις;
Θα περιμένεις ένα τελευταίο καμάκι και θα φύγεις;
Και ξέρεις, η θάλασσα κάνει επικίνδυνους τους ψαράδες κ’ ιδίως εκείνους που κάνουν ψαροντούφεκο, τους χομπίστες σα να λέμε.
Είναι σκληρό να πληγώνεις από χόμπι τους ανθρώπους.
Κι εσένα γλυκιά μου πόσες φορές σ’ έχουν πληγώσει έτσι, πόσες φορές ύψωσες τοίχο να μη σε πονέσουν κι εκείνοι σκαρφάλωσαν και τσούπ, βρέθηκαν στα σκοτεινά μπροστά σου και σε ξεμονάχιασαν ψυχή μου;
Στο επόμενο ηλιοβασίλεμα που θα δεις από τούτη την άκρη πες θα δω και την ανατολή, μονάχη, για να φοβούνται όσοι σ’ επιβουλεύτηκαν, για να χαίρονται όσοι ως τα σήμερα σε θαύμαζαν, για να ζηλεύουν όσοι δε μπορούν, μα πιο πολύ για εσένα, μωρό μου.
Γιατί η ψυχούλα μας δεν ήταν που πονούσε τόσον καιρό;
Τα μάτια μας δεν ήταν που βλέπαμε δακρυσμένα όταν βρίσκαμε το κουράγιο να κοιταχτούμε στον καθρέφτη;
Η ζωή μας δεν είναι ρε ψυχούλα μου – που τόσο σε περιφρόνησα τελευταία;
Ε, και τότε θα φορέσεις το όμορφό σου φουστάνι, κόκκινο να ‘ναι όπως το λέει και το τραγούδι, κι έτσι όπως θα ‘σαι πυρκαγιά θα βάλουμε φωτιά στον κόσμο, στους ανθρώπους και στη ζωούλα μας ακόμα.
Και τότε είναι που θα το γλεντάμε πραγματικά, γιατί ρε γαμώτο δική μας είναι κι εμείς την καίμε και καθώς θα καίγεται εμείς θ’ ανάβουμε τσιγάρο και θα χορεύουμε «βρέχει φωτιά στη στράτα μου...» κι αφού κανένας δε θα κλάψει, που λέει και το τραγούδι, θα γελάμε κι εμείς.
Έτσι δεν είναι;
Τούτο το φθινόπωρο λοιπόν, κι ας μοιάζει με ραντεβού σε γιατρό.

Σάββατο 12 Μαΐου 2007

Χρόνια πολλά μητέρα

Πίσω από τις κίτρινες κουρτίνες του παραθύρου φανέρωνε δειλά δειλά το πρόσωπό της η Άνοιξη.
Καστανά σπαστά μαλλιά, μ’ ένα χαμόγελο κάποτε μεγάλης γυναίκας πιο συχνά μικρού χαρούμενου κοριτσιού.
Φώτιζε το δωμάτιο, γέμιζε μ’ αρώματα από άνθη λεμονιάς ή πασχαλιάς, δε θυμούμαι το χρώμα της οσμής.
Με τ’ απαλά της χέρια χάιδευε τη νοσταλγία μέσα στα μάτια, μας έστρωνε τα ακανόνιστα, ακόμα, από τον ύπνο μαλλιά με μια τρυφερότητα που σε υποχρέωνε κάποτε να ξεχάσεις το πώς και το γιατί άνοιξες τα μάτια σε τούτη τη μέρα, το πώς και το γιατί έμαθες να την λατρεύεις.
Πέρασαν χρόνια από τότε.
Η μητέρα μεγάλωσε.
Η συνήθεια άλλαξε με τα χρόνια, από ανάγκη περισσότερο.
Δεν ξέρω αν τελικά έμοιαζε ποτέ με την Άνοιξη.
Ταξίδεψε μέσα μου αιώνια ακαθόριστη, μυστήρια και ομορφότερη από την Άνοιξη.
Τώρα τις νύχτες κλείνω τα μάτια και περπατώ στις τότε εικόνες, άλλοτε με ένα αστέρι στις περασμένες γειτονιές με τις άγνωστες τώρα πια παιδικές τους φωνές.
Λυπούμαι μόνο για τους ιριδισμούς του φεγγαριού στους φρεσκοβαμμένους τοίχους του τότε καινούργιου μας σπιτιού και για το τραγούδι των πουλιών, το ψιθύρισμα της θάλασσας πίσω από τους βράχους, το χρώμα που μέσα μου άφηνε το περίγραμμα του φεγγαριού επάνω στα μαθητικά μου βιβλία και κάποτε το αθόρυβο περπάτημα του αγέρα μέσα στα δικά μου σπαστά μαλλιά, που δε βρήκα ποτέ, εγώ, με τις τόσες λέξεις, λέξεις να σου τα περιγράψω.

Συγνώμη μητέρα.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2007

Ο πλοηγός μου

Τα παράθυρα, λέω,
πνιγμένα στη σκόνη από τον διπλανό δρόμο
αγκυλωμένα
κοιτάζουν τα βήματά σου καθώς ανεβαίνεις τις σκάλες του σπιτιού.
Τα φώτα αναμμένα ακόμα στον δρόμο,
τα σημάδια σου ανεξίτηλα από όπου πέρασες,
τα κοιτάζω.
Μπαίνοντας, χαμογέλασες όπως πάντοτε έκανες
είπες καλημέρα μ’ έναν τρόπο γλυκό.

Πως κατάφερες και διατήρησες τούτη την τρυφερότητα;
Νιώθω πως σκλήρυνα.
Πως κάθε που απλώνω τα χέρια θα τα δω να ραγίζουν.

Το παλτό σου, ξεθώριασε από τη πολυκαιρία.
Μαύρο κάποτε τώρα αφημένο στο γκρίζο του χρώμα
γέρασε κι αυτό μαζί μας.
Καμιά φορά νιώθω τις αρθρώσεις μου να πονάνε.
Κλείνω τα μάτια ν’ απορροφήσω τον πόνο.

Καθώς φθάνει τ’ απόγευμα,
βγαίνω κάθουμαι στη βεράντα.
Απαλό τ’ αεράκι έρχεται και εισδύει στα μαλλιά μου
με τ’ ακροδάχτυλα μου πιέζεις απαλά το κεφάλι
– λάτρευα την κίνηση σου αυτή – .

Τα παράθυρα που έλεγα
είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες της ζωής μας.
Ασάλευτα στο κρύο και τη ζέστη,
στη μοναξιά μας
κάθε ηλικίας, κάθε στιγμής.
Πολλές φορές αποκοιμήθηκα στο πλατύ περβάζι του παραθύρου,
έμαθα έτσι να ενώνω τη ζωή μου με τη δική του.
Στο ίδιο παράθυρο περίμενα ακουμπισμένος πολλά απογεύματα να φανείς.
Κι αλήθεια που ήσουν
γιατί πάντα αργούσες να περάσεις όταν σε περίμενα;
Σα με κάποιο τρόπο να το γνώριζες
και ήθελες να παρατείνεις την αγωνία μου.
Τώρα πάλι περιμένω.
Μόνο που τώρα περιμένω γνωρίζοντας πως θα ‘ρθεις.
Μόνο που τώρα θέλω να ξέρω τι ρούχα φοράς
την χαρά ή την λύπη στο πρόσωπό σου
τη νοσταλγία ή την λησμονιά.

Δεν άλλαξες
με βήματα μικρά σα μόλις να τελείωσες το μάθημα του μπαλέτου
χορεύεις ακόμα με τα μικρά σου ροζ παπούτσια
μπαίνεις στο σπίτι και πετώντας από τη μια στην άλλη άκρη του δωματίου
πιστεύω πως σε φυλακίζω
ανοίγω τις πόρτες να δραπετεύσεις
δε δραπετεύεις
έρχεσαι,
μ’ αγκαλιάζεις
και καθώς ταξιδεύω τα χέρια μου στο κορμί σου δακρύζεις.

Γίνεται καράβι το προηγούμενο χαμόγελο σου
το δάκρυ σου θάλασσα κι όλα ταξιδεύουν
κι ο πλοηγός μου
πάντα και μόνο εσύ.

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

Οι γυναίκες που αγάπησα

Οι γυναίκες που αγάπησα
είχαν χρώμα λυπημένο στα μάτια.
Κόβαν κομμάτια, μοίραζαν έναν σκοτεινό ουρανό
με κάθε τους βλέμμα.

Λύγιζαν ξερόχορτα θαρρείς από το πέρασμα τ’ αγέρα.
Έμαθα να λυγώ μαζί τους.
Ταξίδεψα έχοντας το πρόσωπό τους οδηγό
μ’ έβγαλε στην ανοιχτή θάλασσα.

Τα καράβια που ταξίδεψα δεν έδεσαν
πήρε να βρέχει ο σκοτεινός ουρανός.
Απέμειναν φώτα κυκλάμινα
στην άκρη του πελάγου όσα ένιωσα.

Άφηναν την αίσθηση του θυμωμένου χρόνου.
Μπορούν άραγε να ξεμακραίνουν το ίδιο οι σκέψεις
σε δύο χρόνια
το ίδιο σε δυο λεπτά;

Επέστρεφαν σιωπηλές απ’ τα μακρινά τους ταξίδια
μ’ άθικτες αποσκευές
με λίγο αρισμαρί κρατημένο
στις σελίδες κάποιου τσακισμένου βιβλίου.
Στ’ αφτιά τους ηχούσε ο πόνος των πελμάτων
στον κοφτερό βράχο.
Ψαλίδισα τις εικόνες τους.
Έπλασα έναν διαφορετικό κόσμο μα φάνταζε ξένος
ίσως για τούτο ξαπόστασαν τόσο λίγο.

Έριξαν εκείνες τις ίδιες αποσκευές στην πλάτη.
Ξεμάκρυναν.
Ξέφτισαν τα ίχνη επάνω στον βράχο.
Γίνονται επίμονα τα κύματα καθώς χειμωνιάζει.

Το βλέμμα τους απέμεινε να τριγυρίζει μέσα στις λέξεις,
Έτσι γνώρισαν οι λέξεις την ερημιά.
.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Τετάρτη 9 Μαΐου 2007

Ένα νιόβγαλτο κυκλάμινο είμαι

Έρχομαι με τα καλύτερα γιατροσόφια, εσύ μου το ‘πες, να σου προσφέρω ό, τι σου λείπει.
Κι ας έχω ελλείψεις, κι ας έμαθα τόσα χρόνια να ζω μόνος.
Σου γράφω πως έχεις την τρυφερότητα των λουλουδιών.
Κάθε που μ’ αγγίζεις το νιώθω.
Νιώθω στο αίμα μου να κυλάς.
Των φύλλων σου τα νεύρα αγγίζω, να σε σμιλέψω σε μάρμαρο, ν’ αγγίζω στης ψυχρής σου μορφής το κορμί την αίσθηση του μεσομαγιού.
Να βρω τον έρωτα μέσα σου.
Τις αδιάβατες αποστάσεις σου να βαδίσω.
Στην αυτολύπηση σου να κολυμπήσω την αδιόρατη, στην άλλη της άκρη να σε φτάσω.
Τ’ άρωμά σου ν’ ανθίσει τα πάντα τριγύρω.

Έχει νυχτώσει πια.
Πρέπει να κοντεύει στ’ ουρανού να σε φτάσει τις εικόνες το όνειρο.
Κοίταξε τη θάλασσα, έχει πάντα εκείνο το περήφανο βλέμμα.
Άκουσε την που τραγουδάει.
Μοιάζει ακόμα η μελωδία της με βαλσάκι ερωτικό;
Αυτό μονάχα πες μου.
Όταν από τους κήπους περάσεις, μη κόψεις και μη μαδήσεις ποτέ σου κάποια μαργαρίτα για να μάθεις, μαθαίνεις όταν μονάχα χάνεις κάτι απ’ τη ζωή σου όχι ένα λουλούδι μαδώντας.
Μόνο να, σα περάσεις από εκείνους τους βράχους, εκείνους που μοιάζαν κάποτε με την ψυχή μου, κόψε και φύλαξε ένα μικρό νιόβγαλτο κυκλάμινο.
Σαν τις παιδικές φωτογραφίες είναι.
Έτσι έμοιαζα στα πέντε, στα οχτώ, στα έντεκά μου χρόνια.
Έτσι, μια γλυκιά καληνύχτα μαζί με μια μου σκέψη και μια προσευχή θα έχεις.
Να προσέχεις μονάχα καθώς έρχεσαι, μη και ζητήσεις πράγματα που δε μπορώ να σου προσφέρω και λυπηθείς.

Για πόσο θα μου λείπεις;
Πόσο ακόμα θα αντέξω αυτή σου την απουσία;

Τρίτη 8 Μαΐου 2007

Μετά τη μετακόμιση

"Εσύ, πρέπει να είσαι κάπως καλύτερα από μένα, ε; Ελπίζω ναι, το εύχομαι δηλαδή. Να ήσουν εδώ, να πηγαίναμε Διέξοδο, δεν έχει ανοίξει ακόμα βέβαια, αλλά λέμε τώρα, να πίναμε, κυρίως να έπινα εγώ και να τα έκανα όλα…
Έχω και μίσος, μάλλον όχι μίσος, αλλά θυμό! Γιατί να γίνουν έτσι τα πράγματα;"

Είχα κάτι να πω, και να που τώρα στέκουμαι στην άκρη αυτού του κόσμου και σου γράφω.
Άνοιξα κάποια κουτιά από τη μετακόμιση μόλις το πρωί, κι έκλεισα χρόνο σε τούτο το σπίτι!
Φαντάσου.
Βρήκα μέσα τις λέξεις σου να προσμένουν άλλη μια φορά να διαβαστούν.
Και μ’ αυτές ξεκινώ.
Τώρα με βοηθά η απόσταση του χρόνου.
Η σιωπή που απλώθηκε στους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος μας.
Στέκουμαι στην μπαλκονόπορτα, το κρύο μπαίνει γι’ άλλη μια φορά και πρόστυχα αγκαλιάζει το κορμί μου.
Ό,τι μ’ αγγίζει πια είναι μόνο το κρύο.
Μάνιασε μέρες τώρα θάλασσα κ’ οι ήχοι της φθάνουν θυμωμένοι εδώ ψηλά που βρίσκομαι.
Πιο θυμωμένη από εσένα, όπως τη γυναίκα που ξαπόστασαν στο κορμί της περαστικοί παραθεριστές που τώρα την ξέχασαν.
Σε φέρνω συχνά στη θύμηση, μια θύμηση που πονάει κάποτε και πληγώνει.
Αν ακόμα θυμούμαι εκείνη την πόλη είναι για λίγους ανθρώπους που όταν επιστρέψω εκεί να τους γυρέψω δε θα ‘ναι.
Γιατί πρέπει να φεύγω.
Γιατί εκεί που η ψυχή δεν γαληνεύει γίνεται σκόνη η ζωή και την λερώνει.
Μόνο που ο τόπος που όλα γαληνεύουν είναι μια άλλη ψυχή, μια αγκαλιά.
Για εμένα, όσο κι αν ακούεται πικρό ή άδικο βρίσκεται πολύ μακριά τούτο ο τόπος.
Βγάζουν τα βήματα σε πόλεις που ξένα πατάνε στους δρόμους τους.
Είναι μοναχικό να μη νιώθεις τίποτα για πατρίδα σου.
Τα πρωινά βρίσκω δάκρυα στα μάτια, είναι για όλα.
Για εκείνα που χάνονται δίχως ελπίδα επιστροφής. για ό,τι αμέλησα να ευχηθώ χρόνια πολλά ή έστω ένα ευχαριστώ να ψελλίσω.
Για τη βροχή που πάντα κάνει τη μνήμη να επιστρέφει σε σκονισμένα μονοπάτια.
Μα πιο πολύ για την απέραντη σιωπή που συναντώ μέσα μου τα βράδια στους περιπάτους που αποπειράται η ψυχή.
Σ’ έβλεπα να περνάς απ’ άκρη σ’ άκρη μέσα της εκείνες τις μέρες ή μήπως χρόνια(;).
Δεν είχα λόγια μήτε και τώρα έχω να μπορέσω να μιλήσω για τότε.
Πέρασαν στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας που γράφει ο κάθε ένας από εμάς.
Ένιωσα τους χτύπους της καρδιά σου, όπως νιώθει η μάνα τους πρώτους χτύπους του νιογέννητου παιδιού τους.
Έτσι ήσουν.
Αναστάτωση και ξεκούραση.
Απόδραση από κάθε τι που μπορεί να με κούρασε ή να μ’ αφόπλιζε απ’ όσα μέσα μου πολεμούσα.
Έζησα μ’ αυτό.
Και τ’ άφησα πίσω για να μπορέσω κι άλλο να ζήσω.
Δεν τα κατάφερα.
Κι ίσως να ήταν το ψέμα μου απέναντί σου - ή λιγότερο πονεμένα - η ελλειπτική μου αλήθεια.
Και τούτη η βροχή με κάνει να μιλάω σ’ έναν άτυπο αποχαιρετισμό, που αντί γι’ αντίο – μεγάλη λέξη, κι από το σ’ αγαπώ ακόμα πιο μεγάλη – σου αφήνω έναν στίχο στα χείλη:

Ανοίγω τα χέρια να σ’ αγγίξω,
τα δάχτυλα
με την αφή του τυφλού
στην ψυχή να σμιλέψω
το χαμόγελό σου.

Να σε κοιτάζω.
Να σ’ ανασαίνω.

Να με χρειάζεσαι.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2007

Ερωταπαντήσεις λοιπόν..!

Ευχαριστώ για την πρόσκληση aniaris.

1) Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;
Ο χτύπος της καρδιάς ανθρώπου λατρεμένου επάνω στο στήθος μου.

2) Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
Ο ήχος του κινητού στις 05:13

3) Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;
Ειλικρινά δε θυμούμαι.

4) Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;
Η δύναμη να κατευθύνω τους γύρω.

5) Το βασικό ελάττωμά σας;
Η αδυναμία να διαχειριστώ τη δύναμή μου.

6) Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;
Σε όλα εκτός απ’ τα δικά μου.

7) Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;
Με καμία.

8) Ποιοι είναι οι ήρωες σας σήμερα;
Οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται διαφορετικά από τους πολλούς τον κόσμο γύρω τους.

9) Το αγαπημένο σας ταξίδι;
Όπου η καρδιά μπορεί και γαληνεύει.

10) Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Σαχτούρης – Σεφέρης – Λειβαδίτης κ.α.

11) Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
Την παλικαριά.

12) ... και σε μια γυναίκα;
Την δύναμη να στηρίζει.

13) Ο αγαπημένος σας συνθέτης;
Miles Davis

14) Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;
Κανένα

15) Το βιβλίο που σας σημάδεψε;
" Η μοναξιά είναι από χώμα " - " Ο μικρός πρίγκιπας"

16) Η ταινία που σας σημάδεψε;
"The notebook"

17) Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης

18) Το αγαπημένο σας χρώμα;
Του ηλιοβασιλέματος μέσα στη θάλασσα

19) Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Το χαμόγελο στα χείλη των απέναντι. Απίστευτό;

20) Το αγαπημένο σας ποτό;
Tequila

21) Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;
Που δεν έμαθα να αφήνω πίσω ανθρώπους και καταστάσεις.

22) Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ' όλα;
Τους ανεύθυνους «ειδήμονες»

23) Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;
Να χάνομαι στα λόγια των άλλων.

24) Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Αυτό που «αγωνίσθηκα» να κερδίσω. Η μοναξιά.

25) Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
Δε λέω.

26) Ποιο είναι το μότο σας;
1ο Ό χρόνος είναι ένα παιγνίδι που δεν κερδίζουμε ποτέ.
2ο Ποτέ μη λες ποτέ και για τίποτε.

27) Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;
Πλήρης…

28) Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;
Αν πραγματικά ο κάθε ένας παίρνει σε τούτη τη ζωή ό, τι αξίζει.

29) Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
Της Αγιότητας.

Ψηλοτάκουνα παπούτσια

Μπήκες στις μέρες που ζούσα φορώντας παπούτσια ψηλοτάκουνα.
Γέμισες τρύπες την ψυχή μου.
Ό, τι η ζωή μου έδιδε και το έπινα, κυλούσε έξω απ’ την ψυχή, μήτε το νερό μπορούσε να με ξεδιψάσει.
Κι έπειτα χάθηκες.
Ήταν απέραντο το Αιγαίο για τις δικές μου δυνάμεις.
Έγινε λιμάνι η ζωή μου έκτοτε.
Κι αν δε μπήκαν καράβια που χάθηκαν στα κύματα, κι αν δε μάτωσαν το ντόκ μου που έδεσαν για να ξαποστάσουν.
Μπήκε κι αγέρας στην ψυχή μου πολύς και πήρε με χειμώνα να μοιάζει π' ακατάπαυστα χιονίζει.
Την ξενύχτησα τη ζωή μου, σα τους νεκρούς συγγενείς, μόνο που τα δάκρυα αδυνατούσαν να βγουν.
Έφερνα στροφές στο βραδινό μου κρεβάτι.
Ζαλίστηκε σιγά σιγά, άρχισε να παραπατάει.
Συνήθισε να σκοντάφτει στις ανηφόρες, να ματώνουν τα γόνατα, κ’ ύστερα μ’ οινόπνευμα και ιώδιο να καθαρίζει τις πληγές.
Πέρασε καιρός στο τροπάριο τούτο, βδομάδες, μήνες και χρόνια ίσως.
Δεν έχει σημασία ο χρόνος κι ας περνάει κι ας πίσω του αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια του.
Άσπρισαν εκτός απ’ τα μαλλιά κ' η ψυχή μου.
Τρέμουν τα χέρια περασμένες δώδεκα.

Από κούραση, από φόβο, ποιός ξέρει ν’ απαντήσει το ερώτημα τούτο;

Κυριακή 6 Μαΐου 2007

Λύπη

Ντύθηκε η θύμηση τα λινά της ρούχα και κατηφόρισε.
Φθάνοντας στη θάλασσα πλάι στα βράχια, έβγαλε απ’ τη τσέπη του παντελονιού ένα γράμμα και διάβασε:


"Ο χρόνος που η πνοή μου ήταν πνοή σου, π’ απ’ της καρδιάς μου τους χτύπους κ’ ή δική σου χτυπούσε, π’ απ’ τα όνειρά μου τα βραδινά περνοδιάβαινες για να κρυφθείς με ποτισμένο την εξάντληση το κορμί σου στην αγκαλιά μου, ο χρόνος τούτος, βυθίστηκε στην αγκαλιά της θάλασσας που πέρασες για να φύγεις."


Γονάτισε στην άμμο.
Βασταζόμενος απ’ τα μαχαίρια των βράχων άφησε να κυλίσουν δάκρυα στ’ αρμυρό νερό.
Πλησίασε η λύπη, στάθηκε πλάι του.
"Είμαι η μόνη σύντροφος που σου έμεινε πιστή", ψέλλισε και τον αγκάλιασε θαρρείς για πάντα…

Σάββατο 5 Μαΐου 2007

Όμορφα και χαμηλά τα σπίτια

Το πέλαγο τ’ αγριεμένο στα στήθη μου οδηγεί τα βήματά μου σ’ έν’ άγνωστο προορισμό.
Κοιτάζοντας μονάχα τα ίχνη καταλαβαίνεις το πώς το γιατί και το πού.

Είχα χρόνια πολλά να νιώσω το άγγιγμα της βροχής Σεπτέμβρη μήνα, μούσκεψε η ψυχή μου, μα δε μαλάκωσε.
Ψάχνει ακόμα τους δρόμους για να φύγει, απ’ ανάγκη, ίσως και για να κρυφθεί.
Όπου και να πάω πια θα ζητώ την φυγή.
Όταν δεν έχεις λόγους επιστροφής ή λόγους παραμονής σ’ έναν τόπο δεν πρέπει να μένεις μα κι αν φύγεις δεν πρέπει να επιστρέφεις.
Ξένη πόλη είναι τώρα τούτη η πόλη, με ξέχασε όπως την ξέχασα κι εγώ.
Το μόνο που μοιάζει ακόμα οικείο είναι η βόλτα δίπλα στη θάλασσα μόνο που κι αυτό πονάει, στα δέκα μέτρα στέκουμαι μακριά και την κοιτάζω.
Θυμούμαι την καθημερινή περαντζάδα δίπλα στη θάλασσα στο νησί, άρωμα νησιού κι όνειρα π’ απλώνονταν στα κύματα.
Φεύγοντας από εδώ τίποτε δεν μνημόνευσα, τίποτε δεν πεθύμησα σα να μην έζησα μήτε για μια στιγμή εδώ, σα να μη μ’ έβγαλε ποτέ ένα δρομολόγιο περαστικό μ’ αυτοκίνητο ή τρένο.
Είχα χρόνια πολλά να περπατήσω στους δρόμους που κάποτε βάδιζα καθημερινά – δεν τους αγάπησα, δεν τους πεθύμησα – ξέχασαν κι αυτοί τα βήματά μου.
Ονειρεύθηκα του νησιού τα σοκάκια, τα βροχερά σαρανταήμερα, τα σιωπηλά της βράδια, τα βράδια με τεκίλα και κρασί…
Είπα να κλέψω λιγάκι απ' το χώμα του να ‘χω μαζί μου, πήρα μόνο αναμνήσεις κοντά μου κι ενοχές.
Πολλές ενοχές…
Πήρα τ’ αρώματα των λουλουδιών, της ρίγανης στη Μουρτιά, του νερού τον ήχο στο Ποτάμι.
Το χειροκρότημα μιας παράστασης θεατρικής.
Είχα κλείσει σ’ ένα χαρτί λίγες λέξεις για τον καθένα.
Είναι από εκείνες που φέρνουν δάκρυα.
Δεν έχει σημασία πιά τι έλεγαν.

Όμορφα και χαμηλά τα σπίτια που ζήτησα να ζήσω.
Δεν αξιώθηκα ακόμα.
Ένα με τη γή, ένα με τον Θεό.
Ένα με της ψυχής τα κύματα που μ’ έφεραν εκεί για λίγο και με πήραν πάλι μακριά.
.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Παρασκευή 4 Μαΐου 2007

Στην πόλη ετούτη

Πίσω από εμάς, λένε, υπάρχει ο χρόνος, πίσω από τον χρόνο, λέω, υπάρχει η μοναξιά μας.
Μήπως τάχα, μέσα μας δεν κυριαρχεί η ενοχή για κάτι που πράξαμε ή χειρότερα για κάτι που δεν αποτολμήσαμε και σβήνουμε σε μια σιωπή ψυχοφθόρα.
Τούτο πάλι υπάρχει μακριά από κάθε καλή ή κακή μας διάθεση, είναι απλά εκείνο που μας κόβει στη μέση την κίνηση του χεριού καθώς εκείνο πάει ν’ αγκαλιάσει ή ν’ αγγίξει, που μας αλλάζει τον ήχο της φωνής όταν εκείνη φωνάζει «βοήθεια» ή ψιθυρίζει το «σ’ αγαπώ», που μεταμορφώνει το γλυκό όνειρο σ’ εφιάλτη κάποιες φορές.
Παράδοξο μα νιώθω καλά, αφημένος στην αγκαλιά μιας πόλης που από χρόνια νιώθω σα ξένη να τριγυρίζει στην ψυχή μου, οριστικά ξένη τώρα σα να θέλει να μ’ αγκαλιάσει.
Έχει ντυθεί το λάγνο φόρεμά της και γύρω μου χορεύει τον παντοτινά αμαρτωλό της χορό.
Δεν ξέρω αν τη αφήσω να με παρασύρει, δεν έμαθα σε παρόμοιες αποπλανήσεις.
Κ’ ίσως αν τελικά αφεθώ, πιότερο να πονέσω από κάθε άλλη φορά.
Έχουν μια μαγεία τα βράδια στην πόλη ετούτη.
Ίσως η απόσταση του χρόνου να μη κατάφερε να κλέψει την εικόνα απ’ τη θύμησή.
Ίσως πάλι και να ‘ναι η ανάγκη να κρύβουν κάτι μέσα τους οι νύχτες.

...και ξεχύνονται οι ήχοι, θαρρείς σαξοφώνου σε μεταμεσονύχτιο αλέγκρο.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

Πολεμικές επιχειρήσεις

Αναρωτιέμαι κάποτε τι να γίνεται όλη εκείνη η τρυφερότητα που έχουμε να δώσουμε μα δε βρίσκουμε που και σε ποιον να την δώσουμε.
Χάνεται άραγε ή σωρεύεται στην ψυχή μας και παίρνει μορφές διάφορες;
Τούτη την ώρα προσπαθώ να σκέφτομαι άλλο από το μαύρο τ’ ουρανού.
Αρπάζω από ένα ποτήρι δυο πινέλα και ζωγραφίζω μια θάλασσα επάνω σε χαρτί λευκό, έναν ουρανό γαλανό κι ένα καράβι με πανιά ανοιγμένα.
Καθώς νυχτώνει και στη ζωγραφιά, ανάβω ένα κερί, τ’ αφήνω στην κουπαστή του καραβιού.
Σκέφτουμαι πως κάπως έτσι χανόμαστε κι εμείς μες στη ζωή και κλείνω τα μάτια να διατηρήσω ζωντανή μέσα τους την υγρασία και την λύπη που νιώθω.
Τελικά παρά τις ζωγραφιές, καταλαβαίνω πως δε μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο από το μαύρο τ’ ουρανού.
Κοιτάζω τους δείκτες του ρολογιού, βαδίζουν γρήγορα κι αυτοί ακολουθώντας τα βήματά μου στην καταστροφή ή τουλάχιστον ερήμωση.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους θυμίζουν πολέμους περασμένους μα κι επερχόμενους.
Έτσι λοιπόν ακονίζω τα όπλα, με το ένα χέρι σέρνω το σακίδιο, με τ’ άλλο κλείνω την πόρτα πίσω μου καθώς ξεκινάω για τον πόλεμο που πάλι αρχίζει.
Παίρνω μαζί μου ένα γράμμα κι ένα βιβλίο, το πρώτο για να πιστέψω πως δεν υπάρχει λόγος επιστροφής, το δεύτερο για να μη πάψω να ελπίζω.
Σ’ αποκόμματα εφημερίδων και παλιών διαταγών μ’ ένα μολύβι κρατώ σημειώσεις για τις ημέρες που λιποταχτούν.
Κάποτε προσπαθώ ν’ απαντήσω στο γράμμα που έχω μαζί μου όμως είναι η διεύθυνση δίχως παραλήπτη πια και το σπίτι δίχως λουλούδια ανθισμένα στον κήπο.
Το κρατώ κρυμμένο μέσα στις σημειώσεις ελπίζοντας να ξεχαστεί κάποτε.
Φυσάει δυνατά μέσα στα χαρακώματα.
Η άμμος από τα σαπισμένα σακιά που τρέχει, ο ήχος των οβίδων και η οσμή του πολέμου σε κάθε ανάσα μου διακόπτουν την σκέψη.
Κάθομαι για αρκετή ώρα διατηρώντας το σκοτάδι στην όρασή μου, να μη βλέπω τον δίπλα μου τραυματισμένο, μα να ανασύρω ξανά την μορφή σου από βαθιά μέσα μου.
Είναι μεγάλη η κούραση, ο φόβος και η σκόνη πιο πολύ.
Απομένω ναυαγισμένος κι απελπισμένος μέσα σ’ αυτό τον όλεθρο.
Βγαίνουν σιγά σιγά σα σωσίβια και ξύλα σπασμένα στην επιφάνεια οι εικόνες, δεν θέλω να είμαι εκεί να τις κοιτάζω, όμως είμαι, και τις κοιτάζω που εισβάλουν μέσα μου με τόση βία που πονάω.
Και πρέπει να πέρασαν ημέρες πολλές από τότε, είδα τον ήλιο να έρχεται και να φεύγει πολλές φορές μέχρι να εξοικειωθώ με τον πόνο.
Ψάχνω έναν καθρέφτη να βρω, να δω πόσο βαθιά τα σημάδια στο πρόσωπό μου έγιναν από τη μοναξιά.
Στο σακίδιο που έχω στην πλάτη, ψάχνοντας βρίσκω τις σημειώσεις κι ένα από εκείνα τα γράμματα τα δίχως παραλήπτη.
Ναυαγεί η ελπίδα μου να ξεχαστεί, κι έτσι άλλη μια φορά το διαβάζω:


« Έρχεσαι πάλι και πάλι βρέχει, όχι στην πλάση μα στην ψυχή μου.
Νιώθω καράβι κουρσεμένο από δικούς του ναυτικούς.
Έτσι αναπνέω τώρα μ’ αρμύρα για το αλήτικο πουλί της ζωής που ακόμα παίζει μαζί μου.
Σ’ ένα κομμάτι λεύκας σκαλίζω μ ‘ έναν σουγιά το πρόσωπό σου κι αντί να ματώσει ματώνω εγώ κάθε φορά που το κοιτάζω.
Μια μια επιλέγω τις μέρες για να ζήσω και μια μια τις διαγράφω, μια μια τις συλλέγω και πάλι ένα πηγάδι να φτιάξω βαθύ να πνίξω τη μοναξιά μου.
Στην ακροποταμιά κάθομαι κι έχω βλέμμα συλλογισμένο μου λέει η ξαδέρφη και κουρασμένο.
Και πώς να μην είναι σκέφτομαι, ώρες μέσα στο απόγευμα κι έχω κρατημένη ακόμα την εικόνα του ξημερώματος μέσα τους, κι ακόμα πιο βαθιά από εκείνο που ονομάζω ‘’μέσα τους’’, ακατάσχετα βρέχει.
Προσπαθώ να απλουστεύσω τις διαδικασίες, να αλλάξω κάποιες λέξεις μικρές μέσα μου, να γίνει γλυκύτερος ο πόνος, πιο μικρή η αναμονή – τι να περιμένω άραγε ακόμα;
Οι δρόμοι που βαδίζω μοιάζουν απέραντοι, με θάλασσα μοιάζουν κι εγώ φελούκα που χορεύει, πέρα δώθε με πάνε τα κύματα, πότε στη χαρά, πότε στη λύπη.
Δεν ξέρω αν θέλω να σου ξεφύγω ή να λιώσω.
Παλεύω με τις μέσα μου εικόνες.
Πώς να κλείσω τα μάτια που γέμισαν φως απ’ όταν σε είδαν, πως στεγνά να μείνουν που δακρύζουν απ’ όταν έπαψαν να σε βλέπουν;
Τα βυθίζω μέσα σε σκιές να πάψουν να βλέπουν, αυτό τουλάχιστον το καταφέρνω.
Σ’ ερωτεύθηκα τόσο όσο χρειάσθηκε για να μη μπορώ να σε μισήσω, για τούτο απέτυχε κάθε προσπάθεια να σε ξεχάσω.
Σ’ ερωτεύθηκα τόσο όσο χρειάσθηκε για να πονάω.
Σ’ ερωτεύθηκα τόσο όσο χρειάσθηκε για να νιώθω απελπισμένος μα να μη σ’ έχω ανάγκη.
Οι έρωτες, λένε, βγάζουν πόδια τα βράδια, από την ψυχή μας κατεβαίνουν, στην ακροποταμιά βαδίζουν μέχρι κάποτε να ξεχασθούν σε μια φελούκα κι αυτοί να ξεμακρύνουν, ώσπου μια ανάμνηση να γίνουν γλυκιά.»



Δεν ξέρω τελικά πόσο βαθιά μέσα μου ταξιδεύουν οι νύχτες.
Υγρά κρύσταλλα σε χρώμα κόκκινο, μαύρο και μπλε συνθέτουν σχεδόν κάθε μου νύχτα, κι όταν κάποιο από αυτά ραγίζει και σπάζει μένει ένα κενό, έρχεται από το κενό η σιωπή κι αφήνει κίτρινα ίχνη επάνω στο κόκκινο χαλί που άπλωσα στην ψυχή να περάσει η νύχτα.
Έρχεσαι κι εσύ, απλώνεις τα χέρια να σε αγγίξω.
Δεν σε αγγίζω.
Έχεις ακόμα την αμφιβολία στα μάτια.
Απομένω να σε κοιτάζω με μάτια λυπημένα όπως τα ηλιοβασιλέματα.
Μαζεύω μια μια τις αναπνοές σου, τις λέξεις, τις κινήσεις σου.
Ένα ένα τα βλέμματα, τα ίχνη και κλείνομαι σ’ ένα δωμάτιο, παιδικό κάποτε και τα ακουμπώ ανάμεσα στις φωτογραφίες, στα βιβλία, στα κουκλάκια του λούνα πάρκ και στις αναμνήσεις.
Μια δύναμη με σπρώχνει εδώ και μέρες να κλάψω, μα δεν κλαίω.
Κλείνω τα μάτια από τον πόνο αλλά δεν κλαίω.
Ο πόλεμος μέσα μου δεν έχει τελειώσει, ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους τα στρατεύματα κι ετοιμάζονται να χτυπηθούν ξανά και ξανά.
Κουβαλώ στο σακίδιο δύο γάζες, επίδεσμο, λίγο βαμβάκι και οινόπνευμα γιατί ποτέ δεν ξέρεις πως τα φέρνει ο πόλεμος.
Βλέπω τους γυμνασιακούς συμμαθητές που πέφτουν νεκροί, μα εγώ κλείνω τα μάτια όπως και πριν μέσα στο χαράκωμα και με τον αέρα να διαπερνά τ’ ακροδάχτυλα και τις ρίζες των μαλλιών, και προχωράω.
Μη ρωτήσεις για πού.
Όπως απάντηση δεν υπάρχει για το ξεκίνημα ενός πολέμου έτσι και τούτη η πορεία δεν έχει λόγο ή τουλάχιστον δε βρήκα δικαιολογία πιστευτή για να κλείσω την πράξη αυτή και την ύπαρξή μου σ’ ένα μπουκάλι όπως τα μηνύματα των ναυαγών, μήπως και καταφέρω να σώσω κάποτε κάτι.

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Μικρές πανσέληνες αποδράσεις

Μικρό πανσέληνο φεγγάρι η θύμησή μου απόψε.
Αναρωτιέμαι κάποτε τι μένει από τούτο το χρώμα...
Τα ίχνη των δακρύων στις κόγχες των ματιών δεν αφήνουν περιθώρια για πάρα πολλά.
"Κράτα με απ' το χέρι κι ώσπου να φύγουμε από 'δω όλα θα είναι αλλιώς", είπες.
Και φύγαμε μακριά...
Πόσο μακριά μπορείς να φθάσεις δίχως εισιτήριο, λαθρεπιβάτης και στα όνειρα...
Κάπου σκοντάφτεις, κάποιος βρίσκεται πάντοτε στην άκρη του γκρεμού καθώς φθάνεις ν' απολαύσεις τη θέα και φωνάζει "αυτός , αυτός είναι..." κι απλώνοντας τα χέρια «τυχαία» εντελώς σε σπρώχνει κι αρχίζεις να πέφτεις, να πέφτεις, να πέφτεις...

Πανσέληνο φεγγάρι αγκάλιασε τη νύχτα απόψε.
Πανσέληνο φεγγάρι και με μάτια κλειστά, με την αίσθηση των τυφλών στην ψυχή, τα χέρια ψηλαφούν στη θύμηση μια κενή θέση λεωφορείου.
Σαν κάποιος να 'φυγε πριν λίγο, σαν κάποιος να ξεθώριασε την εδώ παρουσία του.

...κ' ίσως αν λίγο έβρεχε όλα να είχαν ταξιδέψει μακριά...

Τρίτη 1 Μαΐου 2007

Παράξενος Χρόνος

Αφήνω σημάδια δικά μου απ’ όπου περνάω.
Και τα λόγια μου φαντάζουν κουρασμένα που δάκρυα όμοια χάνονται στο χώμα.
Χαμογελώ, όχι από υποχρέωση ή φόβο μήπως κάποιος με καταλάβει.
Χρόνια τώρα μήτε στα δάχτυλα της μιας παλάμης μετρούνται όσοι κατάλαβαν όσα να πω είχα, οι λοιποί, γοητευμένοι από το απέναντί τους άγνωστο και παραδομένοι στην άνεση της ανεπάρκειας του δε μπήκαν στον κόπο να πλησιάσουν.
Φοβούμαι πως έτσι από πάντα ήταν κι έτσι θα είναι.
Λέω πως πρέπει να συμβιβασθώ .
Όταν το παράθυρο μου ανοίξω στον ήλιο να έχω τη γνώση πως μόνο εγώ βλέπω την εικόνα που πλάθει η ψυχή μου.
Ίσως κάποτε υπάρξει εκείνη που ίδια θα νιώθει ή τουλάχιστον την ψυχή μου να νιώθει, θα βρίσκεται τόσο μακριά που οι άνεμοι μόνο θα φθάνουν, οι άνεμοι και το όνειρο.
Ανοίγω τα φτερά μου κι αγγίζω ουρανό.
Δε φαντάσθηκα την τόση ερημιά τ’ ουρανού, την τόση σιωπή.

Νοσταλγώ τα κύματα, νοσταλγώ τον ήλιο του νησιού.
Εκφράσεις ανθρώπων αγαπημένων που άλλαξαν πια.
Δεν άκουσα από τότε το κύμα να σπάει, μήτε κάποιο πλοίο να σφυρίζει μπαίνοντας στο λιμάνι.
Άλλον αέρα αλμυρό και δροσερό δεν έβαλα στα στήθη μου.
Πως έχασα έτσι τα εισιτήρια για τα δρομολόγια της ψυχής μου;
Ποιο μέσο θα πάρει τώρα να με ταξιδέψει;
Ξέχασα το πέρασμα των πουλιών, πάνω στην πλώρη σε μέρα που οι άνεμοι πνέουν δυνατά.
Θέλω ν’ απλώσω τα χέρια, πάλι ν’ αγγίξω έστω τα χνάρια της ζωής μου μα καίγομαι.
Κ’ ίσως να είναι από αναζήτηση του έστω ελάχιστου.
Θεό, μου λένε, ψάχνω όχι άνθρωπο, για τούτο λέω να ψάξω τον Θεό, που ο άνθρωπος μ’ έχει πονέσει.

Κι αν έζησα δεν ήταν για εμένα ήταν για ότι αναζήτησα.
Κι αν έκλαψα για ότι αναζήτησα ήταν όχι για εμένα.

Ο παράξενος χρόνος που έζησα, δίχως υπεκφυγές, "δε θα ‘μαι δω", μου είπε, κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Δεν έζησα.
Κ’ είναι σοφός ο λόγος σου Άγιε Μπρεχτ, που λέγε πίσω μην κοιτάξεις πριν στο τέλος φθάσεις, ποτέ πριν απολογισμό μην κάνεις, θ’ αναζητείς και θα τυραννιέσαι.
Απομένω στις άκρες όσων έχω περάσει.
Με βοηθά να βλέπω πιο καθαρά.
Γελά η ψυχή μου κ’ είναι στιγμές που το χαίρεται.
Τότε πρέπει να την δεις.
Θα την λατρέψεις.
Και θα σ’ εξομολογήσει, πίστεψέ με.
Γοητεύονται οι άνθρωποι απ’ τα χαμόγελα, λέω πρέπει να φοβούμαστε τα μεγάλα αναίτια χαμόγελα.
Κρατώ ένα σύγνεφο να ταξιδεύω.
Την γύρισα σχεδόν την Ελλάδα, βγήκα και παραέξω.
Αν με ρωτήσεις για μνήμες πάλι για τους ανθρώπους θα σου πω.
Πάντα για τους ανθρώπους θα μιλώ.

Είναι κάποιες στιγμές που νιώθω πως ίδια βλέπουμε κάποιες εικόνες ακούω τους συνειρμούς σου, τα βήματά σου εντοπίζω στα περάσματα.
Κι όταν περνάει η ψυχή μου και παρεκτρέπεται, μου μιλάς, δε μου φωνάζεις, μου μιλάς με στοργή και με την ίδια στοργή τα χέρια σου απλώνεις και με συγκρατείς, με μερεύεις.
Κ’ είναι τότε που νιώθω την ανάγκη να σου πω ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Πρέπει κάποτε να μάθουμε να λέμε ευχαριστώ σ’ όσους μας κάνουν ευτυχισμένους.
Μα θα επιστρέψουν στα χείλη σου κουβέντες όπως "ντροπή, εγώ ευχαριστώ" κι άλλες ακόμα του ίδιου «αμαρτωλού» παρελθόντος.

Σκέφτομαι πως κάποτε πρέπει ν’ αλλάξει η τύχη μας.
Αναρωτιέμαι το πότε.

Στα βλέφαρά μου μένουν οι φωτεινές μέρες.
Ακόμα με δυσκολία κοιμούμαι.
Αν λάχει πάλι κι ονειρευθώ θα είναι για όσα επιθυμώ.