Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

Πολεμικές επιχειρήσεις

Αναρωτιέμαι κάποτε τι να γίνεται όλη εκείνη η τρυφερότητα που έχουμε να δώσουμε μα δε βρίσκουμε που και σε ποιον να την δώσουμε.
Χάνεται άραγε ή σωρεύεται στην ψυχή μας και παίρνει μορφές διάφορες;
Τούτη την ώρα προσπαθώ να σκέφτομαι άλλο από το μαύρο τ’ ουρανού.
Αρπάζω από ένα ποτήρι δυο πινέλα και ζωγραφίζω μια θάλασσα επάνω σε χαρτί λευκό, έναν ουρανό γαλανό κι ένα καράβι με πανιά ανοιγμένα.
Καθώς νυχτώνει και στη ζωγραφιά, ανάβω ένα κερί, τ’ αφήνω στην κουπαστή του καραβιού.
Σκέφτουμαι πως κάπως έτσι χανόμαστε κι εμείς μες στη ζωή και κλείνω τα μάτια να διατηρήσω ζωντανή μέσα τους την υγρασία και την λύπη που νιώθω.
Τελικά παρά τις ζωγραφιές, καταλαβαίνω πως δε μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο από το μαύρο τ’ ουρανού.
Κοιτάζω τους δείκτες του ρολογιού, βαδίζουν γρήγορα κι αυτοί ακολουθώντας τα βήματά μου στην καταστροφή ή τουλάχιστον ερήμωση.
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στους τοίχους θυμίζουν πολέμους περασμένους μα κι επερχόμενους.
Έτσι λοιπόν ακονίζω τα όπλα, με το ένα χέρι σέρνω το σακίδιο, με τ’ άλλο κλείνω την πόρτα πίσω μου καθώς ξεκινάω για τον πόλεμο που πάλι αρχίζει.
Παίρνω μαζί μου ένα γράμμα κι ένα βιβλίο, το πρώτο για να πιστέψω πως δεν υπάρχει λόγος επιστροφής, το δεύτερο για να μη πάψω να ελπίζω.
Σ’ αποκόμματα εφημερίδων και παλιών διαταγών μ’ ένα μολύβι κρατώ σημειώσεις για τις ημέρες που λιποταχτούν.
Κάποτε προσπαθώ ν’ απαντήσω στο γράμμα που έχω μαζί μου όμως είναι η διεύθυνση δίχως παραλήπτη πια και το σπίτι δίχως λουλούδια ανθισμένα στον κήπο.
Το κρατώ κρυμμένο μέσα στις σημειώσεις ελπίζοντας να ξεχαστεί κάποτε.
Φυσάει δυνατά μέσα στα χαρακώματα.
Η άμμος από τα σαπισμένα σακιά που τρέχει, ο ήχος των οβίδων και η οσμή του πολέμου σε κάθε ανάσα μου διακόπτουν την σκέψη.
Κάθομαι για αρκετή ώρα διατηρώντας το σκοτάδι στην όρασή μου, να μη βλέπω τον δίπλα μου τραυματισμένο, μα να ανασύρω ξανά την μορφή σου από βαθιά μέσα μου.
Είναι μεγάλη η κούραση, ο φόβος και η σκόνη πιο πολύ.
Απομένω ναυαγισμένος κι απελπισμένος μέσα σ’ αυτό τον όλεθρο.
Βγαίνουν σιγά σιγά σα σωσίβια και ξύλα σπασμένα στην επιφάνεια οι εικόνες, δεν θέλω να είμαι εκεί να τις κοιτάζω, όμως είμαι, και τις κοιτάζω που εισβάλουν μέσα μου με τόση βία που πονάω.
Και πρέπει να πέρασαν ημέρες πολλές από τότε, είδα τον ήλιο να έρχεται και να φεύγει πολλές φορές μέχρι να εξοικειωθώ με τον πόνο.
Ψάχνω έναν καθρέφτη να βρω, να δω πόσο βαθιά τα σημάδια στο πρόσωπό μου έγιναν από τη μοναξιά.
Στο σακίδιο που έχω στην πλάτη, ψάχνοντας βρίσκω τις σημειώσεις κι ένα από εκείνα τα γράμματα τα δίχως παραλήπτη.
Ναυαγεί η ελπίδα μου να ξεχαστεί, κι έτσι άλλη μια φορά το διαβάζω:


« Έρχεσαι πάλι και πάλι βρέχει, όχι στην πλάση μα στην ψυχή μου.
Νιώθω καράβι κουρσεμένο από δικούς του ναυτικούς.
Έτσι αναπνέω τώρα μ’ αρμύρα για το αλήτικο πουλί της ζωής που ακόμα παίζει μαζί μου.
Σ’ ένα κομμάτι λεύκας σκαλίζω μ ‘ έναν σουγιά το πρόσωπό σου κι αντί να ματώσει ματώνω εγώ κάθε φορά που το κοιτάζω.
Μια μια επιλέγω τις μέρες για να ζήσω και μια μια τις διαγράφω, μια μια τις συλλέγω και πάλι ένα πηγάδι να φτιάξω βαθύ να πνίξω τη μοναξιά μου.
Στην ακροποταμιά κάθομαι κι έχω βλέμμα συλλογισμένο μου λέει η ξαδέρφη και κουρασμένο.
Και πώς να μην είναι σκέφτομαι, ώρες μέσα στο απόγευμα κι έχω κρατημένη ακόμα την εικόνα του ξημερώματος μέσα τους, κι ακόμα πιο βαθιά από εκείνο που ονομάζω ‘’μέσα τους’’, ακατάσχετα βρέχει.
Προσπαθώ να απλουστεύσω τις διαδικασίες, να αλλάξω κάποιες λέξεις μικρές μέσα μου, να γίνει γλυκύτερος ο πόνος, πιο μικρή η αναμονή – τι να περιμένω άραγε ακόμα;
Οι δρόμοι που βαδίζω μοιάζουν απέραντοι, με θάλασσα μοιάζουν κι εγώ φελούκα που χορεύει, πέρα δώθε με πάνε τα κύματα, πότε στη χαρά, πότε στη λύπη.
Δεν ξέρω αν θέλω να σου ξεφύγω ή να λιώσω.
Παλεύω με τις μέσα μου εικόνες.
Πώς να κλείσω τα μάτια που γέμισαν φως απ’ όταν σε είδαν, πως στεγνά να μείνουν που δακρύζουν απ’ όταν έπαψαν να σε βλέπουν;
Τα βυθίζω μέσα σε σκιές να πάψουν να βλέπουν, αυτό τουλάχιστον το καταφέρνω.
Σ’ ερωτεύθηκα τόσο όσο χρειάσθηκε για να μη μπορώ να σε μισήσω, για τούτο απέτυχε κάθε προσπάθεια να σε ξεχάσω.
Σ’ ερωτεύθηκα τόσο όσο χρειάσθηκε για να πονάω.
Σ’ ερωτεύθηκα τόσο όσο χρειάσθηκε για να νιώθω απελπισμένος μα να μη σ’ έχω ανάγκη.
Οι έρωτες, λένε, βγάζουν πόδια τα βράδια, από την ψυχή μας κατεβαίνουν, στην ακροποταμιά βαδίζουν μέχρι κάποτε να ξεχασθούν σε μια φελούκα κι αυτοί να ξεμακρύνουν, ώσπου μια ανάμνηση να γίνουν γλυκιά.»



Δεν ξέρω τελικά πόσο βαθιά μέσα μου ταξιδεύουν οι νύχτες.
Υγρά κρύσταλλα σε χρώμα κόκκινο, μαύρο και μπλε συνθέτουν σχεδόν κάθε μου νύχτα, κι όταν κάποιο από αυτά ραγίζει και σπάζει μένει ένα κενό, έρχεται από το κενό η σιωπή κι αφήνει κίτρινα ίχνη επάνω στο κόκκινο χαλί που άπλωσα στην ψυχή να περάσει η νύχτα.
Έρχεσαι κι εσύ, απλώνεις τα χέρια να σε αγγίξω.
Δεν σε αγγίζω.
Έχεις ακόμα την αμφιβολία στα μάτια.
Απομένω να σε κοιτάζω με μάτια λυπημένα όπως τα ηλιοβασιλέματα.
Μαζεύω μια μια τις αναπνοές σου, τις λέξεις, τις κινήσεις σου.
Ένα ένα τα βλέμματα, τα ίχνη και κλείνομαι σ’ ένα δωμάτιο, παιδικό κάποτε και τα ακουμπώ ανάμεσα στις φωτογραφίες, στα βιβλία, στα κουκλάκια του λούνα πάρκ και στις αναμνήσεις.
Μια δύναμη με σπρώχνει εδώ και μέρες να κλάψω, μα δεν κλαίω.
Κλείνω τα μάτια από τον πόνο αλλά δεν κλαίω.
Ο πόλεμος μέσα μου δεν έχει τελειώσει, ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους τα στρατεύματα κι ετοιμάζονται να χτυπηθούν ξανά και ξανά.
Κουβαλώ στο σακίδιο δύο γάζες, επίδεσμο, λίγο βαμβάκι και οινόπνευμα γιατί ποτέ δεν ξέρεις πως τα φέρνει ο πόλεμος.
Βλέπω τους γυμνασιακούς συμμαθητές που πέφτουν νεκροί, μα εγώ κλείνω τα μάτια όπως και πριν μέσα στο χαράκωμα και με τον αέρα να διαπερνά τ’ ακροδάχτυλα και τις ρίζες των μαλλιών, και προχωράω.
Μη ρωτήσεις για πού.
Όπως απάντηση δεν υπάρχει για το ξεκίνημα ενός πολέμου έτσι και τούτη η πορεία δεν έχει λόγο ή τουλάχιστον δε βρήκα δικαιολογία πιστευτή για να κλείσω την πράξη αυτή και την ύπαρξή μου σ’ ένα μπουκάλι όπως τα μηνύματα των ναυαγών, μήπως και καταφέρω να σώσω κάποτε κάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: