Σάββατο 5 Μαΐου 2007

Όμορφα και χαμηλά τα σπίτια

Το πέλαγο τ’ αγριεμένο στα στήθη μου οδηγεί τα βήματά μου σ’ έν’ άγνωστο προορισμό.
Κοιτάζοντας μονάχα τα ίχνη καταλαβαίνεις το πώς το γιατί και το πού.

Είχα χρόνια πολλά να νιώσω το άγγιγμα της βροχής Σεπτέμβρη μήνα, μούσκεψε η ψυχή μου, μα δε μαλάκωσε.
Ψάχνει ακόμα τους δρόμους για να φύγει, απ’ ανάγκη, ίσως και για να κρυφθεί.
Όπου και να πάω πια θα ζητώ την φυγή.
Όταν δεν έχεις λόγους επιστροφής ή λόγους παραμονής σ’ έναν τόπο δεν πρέπει να μένεις μα κι αν φύγεις δεν πρέπει να επιστρέφεις.
Ξένη πόλη είναι τώρα τούτη η πόλη, με ξέχασε όπως την ξέχασα κι εγώ.
Το μόνο που μοιάζει ακόμα οικείο είναι η βόλτα δίπλα στη θάλασσα μόνο που κι αυτό πονάει, στα δέκα μέτρα στέκουμαι μακριά και την κοιτάζω.
Θυμούμαι την καθημερινή περαντζάδα δίπλα στη θάλασσα στο νησί, άρωμα νησιού κι όνειρα π’ απλώνονταν στα κύματα.
Φεύγοντας από εδώ τίποτε δεν μνημόνευσα, τίποτε δεν πεθύμησα σα να μην έζησα μήτε για μια στιγμή εδώ, σα να μη μ’ έβγαλε ποτέ ένα δρομολόγιο περαστικό μ’ αυτοκίνητο ή τρένο.
Είχα χρόνια πολλά να περπατήσω στους δρόμους που κάποτε βάδιζα καθημερινά – δεν τους αγάπησα, δεν τους πεθύμησα – ξέχασαν κι αυτοί τα βήματά μου.
Ονειρεύθηκα του νησιού τα σοκάκια, τα βροχερά σαρανταήμερα, τα σιωπηλά της βράδια, τα βράδια με τεκίλα και κρασί…
Είπα να κλέψω λιγάκι απ' το χώμα του να ‘χω μαζί μου, πήρα μόνο αναμνήσεις κοντά μου κι ενοχές.
Πολλές ενοχές…
Πήρα τ’ αρώματα των λουλουδιών, της ρίγανης στη Μουρτιά, του νερού τον ήχο στο Ποτάμι.
Το χειροκρότημα μιας παράστασης θεατρικής.
Είχα κλείσει σ’ ένα χαρτί λίγες λέξεις για τον καθένα.
Είναι από εκείνες που φέρνουν δάκρυα.
Δεν έχει σημασία πιά τι έλεγαν.

Όμορφα και χαμηλά τα σπίτια που ζήτησα να ζήσω.
Δεν αξιώθηκα ακόμα.
Ένα με τη γή, ένα με τον Θεό.
Ένα με της ψυχής τα κύματα που μ’ έφεραν εκεί για λίγο και με πήραν πάλι μακριά.
.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Δεν υπάρχουν σχόλια: