Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Με το φεγγάρι αγκαλιά

Τέλη Σεπτέμβρη κι έγειρε στους ώμους σου ένα κλωνάρι ανθισμένο γιασεμί.
Ανάβλυζε άρωμα, γεννούσε μια αίσθηση πρωτόγνωρη.
Βούτηξες το δάχτυλο στο χρώμα, θαρρείς παιδί μικρό.
Ζωγράφισες έναν ήλιο πάνω στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, «παλιό» το είχαμε ονομάσει γιατί χτίστηκε με την απελευθέρωση του ’12, άλλον έναν πάνω απ’ το παλιό ψυχιατρείο, ζωγράφισες έναν σε κάθε αλάνα που έπαιξες κρυφτό, σκοινάκι και λάστιχο, μπίλιες εγώ, κρυφτό και κάποτε πόλεμο.
Τώρα πολυκατοικίες υψώνονται στις αναμνήσεις μας αγκυλώνοντας τις εικόνες.
Όμως ανέβηκαν ψηλά οι ήλιοι σου, έγινε ένας ήλιος μεγάλος ουρανός.
Έκοβες κάθε τόσο ένα μικρό κομμάτι ηλιοουρανό, βουτούσες τα πινέλα σου και μ’ εκείνα τα δέντρα, κιτρίνιζες τα φύλλα, έδωσες πρόσωπο στο Φθινόπωρο του καμβά σου.
Κι ακόμα τώρα, με παστέλ και ξύλινα χρωματιστά μολύβια λίγες λίγες γεννάς τις εικόνες τις ψυχής σου.

Τρέξαμε στις ίδιες γειτονιές, κι ας τίποτε δεν έριξε τα βήματα του ενός επάνω στον άλλο.
Κυριακή, πρωί παράσταση στο MAXIM.
Πρωινές ακόμα οι προβολές, το εισιτήριο το πρόλαβα στο κατοστάρικο.
Υπήρχε και μία ταβέρνα «Θερμοπύλες» του μπάρμπα Γιάννη, απέναντι από το πάρκο του Φωκά στη Θερμοπυλών, ο κινηματογράφος ακριβώς από κάτω στην Κρήτης, Σούπερ Μάρκετ λίγο μετά, τώρα δε γνωρίζω.

Κι ο ήλιος σου χώρισε στα δύο.
Το ‘να κομμάτι Ναταλία τ’ ονόμασες, Αλέξανδρο τ’ άλλο.
Δύο ήλιοι μικροί μα συνάμα μεγάλοι κι αφού πια δύο έγιναν και δεν μπορούσαν ηλιοουρανός να ‘ναι, ηλιοθάλασσες έγιναν…
Κι εσύ, βούτηξες στα χρώματα σου, ζωγράφισες καράβι τρικάταρτο με πανιά ανοιχτά, να ταξιδεύεις.
Το ‘ριξες στη θάλασσα, την ηλιοθάλασσα σου, κι έτσι καθώς ταξίδευες νύχτωνε και καθρεφτίζονταν το φεγγάρι στα μάτια σου.
Πανσέληνο ήταν, το ερωτεύθηκες.
Του μίλησες, κι εκείνο κούρνιασε στην αγκαλιά σου.
Με το φεγγάρι αγκαλιά από τότε κι ένα κόκκινο φιλί στο στόμα αντί αέρα στα πανιά πάει μακριά το καράβι, κι από λιμάνια κι από υφάλους.

Αναρωτιέμαι πόσους άραγε, έχει ο καθ’ ένας, κόσμους να ταξιδεύει…

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Η απουσία σου, είναι ο καθρέφτης της ψυχής μου

«Η απουσία σου, είναι ο καθρέφτης της ψυχής μου» έγραψες στον καθρέφτη του μπάνιου να το βλέπεις κάθε που ρίχνεις στο πρόσωπο νερό για να συνέλθεις από τον βραδινό κακό σου ύπνο.
Σέρνεις πάντα στην αγκαλιά το μαξιλάρι που πότισε απ’ τον ιδρώτα του έρωτά του.
Σμιλεύεις το πρόσωπο του στο λευκό ταβάνι, κι έτσι σύγνεφο που μοιάζει εκείνο βρέχει, ολοένα βρέχει.
Παίρνεις, βότσαλα πετάς στις λίμνες τις βροχής.
Πάντα για την απουσία του μιλάς.
Χέρι γιατρού την έραψε στ’ αριστερά στου στήθους σου την πληγή, μα για την ψυχή γιατρειά καμία δεν υπάρχει.

Στα τραγούδια του ραδιόφωνου δακρύζεις.
Όλα τους για μοναξιά και χωρισμό μιλούν.

Έχεις δει την φύση πόσο ομορφαίνει με τον ερχομό του Φθινοπώρου;
Έτρεξες ποτέ πλάι σε μια λίμνη ανακατεύοντας τα πεσμένα κίτρινα φύλλα;
Περπάτησες ποτέ φορώντας φόρεμα ή τζιν παντελόνι και μπλουζάκι στις σταγόνες της βροχής ανάμεσα καθώς εκείνες χορεύουν στην κατακόρυφη διαδρομή τους;

Κι όλα τα τραγούδια μιλούν για την απουσία.
Κι εσύ που έμαθες το πρόσωπο της απουσίας πιο καλά κι απ’ το δικό του, που ξάπλωσες παίρνοντας εκείνη αγκαλιά κι όχι το δικό του, μουσκεμένο από ιδρώτα μαξιλάρι, που μου έλεγες κάποτε πως έζησες με ότι είχες, με ότι σου άφηνε καθώς ερχόταν ή καθώς έφευγε, με ότι έπαιρνε μαζί του καθώς έφευγε, ακόμα δυνατά φωνάζεις το μου λείπεις.

Και τούτο το μου λείπεις φθάνει «Σ’ αγαπώ» στον ουρανό, έτσι δεν είναι;

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2007

Ρούχο καλοραμμένο η βροχή

Η βροχή, ρούχο καλοραμμένο, ταιριάζει στις ψυχές, όχι μονάχα εκείνων που ταξιδεύουν αλλά όλων.
Έμαθα να ταξιδεύω μα δεν έμαθα να οδηγώ για τούτο από τρένο σε τρένο, από πλοίο σε πλοίο, από αεροπλάνο σ’ αεροπλάνο πέρασα τα τελευταία αρκετά χρόνια.
Φύλαξα ανθρώπους αγαπημένους σε δωμάτια όχι σ’ αποσκευές ενός ή πολλών ταξιδιών.
Ενθύμια δικά τους έπαιρνα πάντοτε μαζί μου, ένα φυλαχτό κάποιο κουκλάκι, λέξεις γραμμένες σε χαρτοπετσέτες ή δελτία παραγγελιών συνοικιακών ή μη καφέ.
Στις πόλεις της επαρχίας που κάποτε μ’ έβγαλε η ζωή – όμορφες όλες τους για διαφορετικούς η κάθε μία λόγους – καθώς κλείνω τα μάτια ταξιδεύω τις εικόνες της ψυχής κι εκείνες γαληνεύουν τα εντός μου, μαλακώνουν οι σκληρές, μ’ αγκαλιάζουν οι ήδη γαληνεμένες.
Με την μελαγχολία έχουν σχέση οι βροχές όχι όμως της ψυχής μα της διάθεσης, κάτι παροδικό δηλαδή, κάτι που μοιάζει περισσότερο με νοσταλγία.
Είπα κι άλλοτε πως έχουμε ανάγκη από Φθινόπωρο, από βροχή, γιατί οι Άνοιξες που ζήσαμε ή πιο σωστά δεν ζήσαμε μας δίψασαν.
Νιώθω να ομορφαίνει η ψυχή μου με την βροχή.

Αλήθεια, κάποτε ταξιδεύοντας σε μια πόλη από εκείνες τις επαρχιακές που έλεγα, βαδίζοντας στα πέτρινα σοκάκια κι έχοντας αντίκρυ σπίτια πετρόχτιστα παραδοσιακά και μια πλατεία με σιντριβάνι, τούτη η πόλη δεν αποκτά μια ομορφιά αλλιώτικη με την βροχή;

Τούτο πιστεύω για τις ψυχές, πως είναι πόλεις που ομορφαίνουν με την βροχή και καθώς εκείνη κυλάει στους δρόμους που ο χρόνος και οι καταστάσεις έκαναν πέτρινους, φορές πολλές δίχως ποτέ να το έχουμε καταλάβει, τους ξεπλένουν.

Έτσι, μετά την βροχή, μ’ ένα χαμόγελο βγαίνουμε πάλι να περπατήσουμε και να χαθούμε μέσα τους.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

Έμαθες τελικά οι βροχές τι σημαίνουν;

Αφήνεις τη φωνή σου στην βροχή, έλεγες τα λόγια ταξιδεύουν μαζί της.
Ίσως βρέχει απ’ το πρωί.
Λέω ίσως, γιατί από πάντα έφευγαν μακριά τα λόγια σου, για τούτο υποψιάζομαι πως μπορεί να βρέχει από πάντα.
Είναι τόσο παράξενες καμιά φορά οι βροχές!
Είναι τόσο δυνατές και μεγάλες που μόνο δύο μάτια αγαπημένα μπορεί να τις δουν κ’ ίσως πάλι μήτε κι εκείνα.

Στάθηκες στην άκρη του παραθύρου, ακούμπησες στο περβάζι.
Έχεις δει ποτέ πουλί που ετοιμάζεται ν’ ανοίξει τα φτερά του και να χαθεί;
Του μοιάζεις, θα δώσεις μια δυνατή και λίγο μετά θα βρίσκεσαι ψηλά και μακριά σαν όμορφο αλλά μακρινό άστρο.
Κι ας βρέχει.
Ίσως έτσι πέσει λίγο από το χρυσό σου στην ψυχή μου.
Έχεις δει ψυχές λουσμένες από φως χρυσό;
Μοιάζουν δαχτυλίδια μικρά φωτισμένα στην βιτρίνα κοσμηματοπωλείου.
Μόνο που εσύ δε θα ‘σαι εκεί να την κοιτάξεις.
Έχεις δει κοσμηματοπωλεία από καιρό κλειστά, με σκόνη πολύ στο τζάμι της βιτρίνας;
Δείχνουν τόσο έρημα, σα σπίτια που οι νοικάρηδες τους έμειναν για καιρό μακριά τους.

Αλήθεια, τόσον καιρό ταξιδεύεις με την βροχή.
Έμαθες τελικά οι βροχές τι σημαίνουν;

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Κάθε που βραδιάζει...

Έχεις ένα χρώμα στα μάτια πανσέληνο.
Κάθε που βραδιάζει κατηφορίζω προς τη θάλασσα.
Ρίχνω πέτρες στο νερό, ταράζεται το πανσέληνο φεγγάρι.

Τα μάτια σου άραγε, ταράζονται για μένα ποτέ;

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Η αγάπη πάει με κουπιά*

Κούρνιασε στα χέρια μου η σιωπή.
Μου ραγίζει τα μάτια, μου σφραγίζει τα χείλη.

Έμαθα πλάι στον άνεμο να ζω, πια δε με παρασέρνει.
Πια δε μου σταματά τα βήματα στο βρεγμένο χώμα του Φθινοπώρου.
Στέκουμαι στην άκρη του πελάγου, ημέρες σκίζω χάρτινες υποσχέσεις, τις ρίχνω στις ρωγμές του ανέμου.
Καθώς σκορπίζονται, παίρνει βάφεται χρώμα κίτρινο ο ουρανός, σταχτοκόκκινο η θάλασσα.

Ίσως, όταν η φωνή σου σκίσει στα δύο τον ουρανό, το ένα κομμάτι μείνει αιώνια στο σκοτάδι και τ’ άλλο στο φως.

Έχω φυλάξει πλάι στα όνειρα ένα χαμόγελο τρυφερό.
Έχω φυλάξει κι ένα μικρό βαρκάκι με κουπιά, "η αγάπη πάει με κουπιά", λένε.
Μονάχα έτσι ταξιδεύουν γαλήνια τα όνειρα.
.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

.
*Ο τίτλος του κειμένου είναι από το ομότιτλο τραγούδι του Θανάση Πλαταμώνα,
σε ερμηνεία του Παντελή Θεοχαρίδη και μουσική του Ευγένιου Δερμιτάσογλου.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

«Τρέχα μάνα, τρέχα»

Μαζέψαμε τη σημαία με βιάση.
Οι χωροφυλάκοι με τον στρατό, κινήσανε για το λιμάνι.
Ήβγαμε κι εμείς.
Τρομαγμένα.
Η μάνα στην αγκαλιά έσφιγγε το Γεωργανάκι, με τον Αλεξανδριανό είχαμε ένα μπόγο ο κάθ’ ένας.
Τρέχαμε.
Ξεπηδούσαν φωτιές από παντού.
«Τρέχα μάνα» φώναζε ο Αλεξανδριανός «τρέχα» και τρέχαμε αλαφιασμένοι, πυρωμένοι απ’ τις φωτιές των σπιτιών κι απ’ των γυναικών τσι φωνές.
Ο αγέρας ήσφιγγε ολοένα, θαρρείς θηλιά στον λαιμό, πύκνωνε η στάχτη, έπηζε το αίμα στις φλέβες.
Η αγωνία…

- Τι θα κάνουμε μάνα;

- Θα ζήσουμε!

Κι έκλεγε το Γεωργανάκι, δεν ακούονταν πια σα κελάηδημα αηδονιού.
Σπάραζε, θαρρείς έβλεπε τον χαλασμό που γινόταν.
Έφτανε σα παλμός ο ήχος των σπιτιών που καίονταν και η θάλασσα κυμάτιζε.
Κόκκινη θάλασσα.
Θάλασσα αίμα.
Κι εμείς, ρημαγμένοι από τον χρόνο και τον πόλεμο.
Τ’ αφήσαμε πίσω όλα, τσι ζωές μας μονάχα ηπήραμε.
Κουρελιασμένες, βρομισμένες από χνώτο αγριεμένο.
Ανάβλυζε θάνατο το χνώτο.
Πεθάναμε κι εμείς, χίλιες ο καθένας φορές ως ν’ ανέβουμε στο «Αγία Γαλήνη».
Ήρχαμε στον Πειραιά.
Πρώτα Μυτιλήνη. Χίο μετά.
Κοιμόσουν και μες στο σκοτάδι του ύπνου ήβλεπες τη λύπη παχιά, μαύρη να κυλάει μπροστά σου.
Ποτάμι η λύπη.

Δεν μας ηχωνεύανε.
Είχαμε κι ένα κόνισμα παρμένο από το σπίτι, το φιλάγαμε.
Ηπήγαμε μπουλούκι στη Νέα Σμύρνη.
Κι εκεί, παλιότουρκους μας ήλεγαν.

Ο πατέρας, Στελλάκης, τον πήραν, στον σκότωσαν με άλλους στ’ Αξάρι.
Η μάνα, Αγνή, ήφυγε στην κατοχή.

Καθώς ηβλέπω φωτιά, τρομάζει ακόμα το βλέμμα.
Θυμάται.
Για ώρες δακρύζει η ψυχή και τα μάτια....

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Κι άραγε, με συγχώρεσες ποτέ;

Έγειρες στην άκρη του γκρεμού.

«Κοίταξε!», μου είπες, δείχνοντας μου ένα φεγγάρι κρεμασμένο από ένα κλαράκι στην άκρη του βράχου.

Έκανα να πιάσω το φεγγάρι από το χέρι, να το βγάλω ψηλά μα εκείνο τραβήχτηκε.

«Φοβούνται και τα φεγγάρια τελικά» σκέφτηκα.

Κι έτσι όπως ήμουν πεσμένος στη γη σε είδα ψηλά ν’ ανεβαίνεις σαν άστρο.


Κι άραγε, με συγχώρεσες ποτέ που σου μιλούσα με παραβολές;

.

από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Θυμάσαι για ποιο ταξίδι κινήσαμε;

Απ’ ώρα παίζουν με τον ήλιο τα σύγνεφα.
Λόγια και νότες δρασκελούν στο στήθος και κάθουνται.

Θυμάσαι για ποιο ταξίδι κινήσαμε;
Κι αν ναι, τότε πες μου πως σκέψη τη σκέψη βγήκαμε στους χειμώνες;

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Μεσάνυχτα

Μεσάνυχτα, κι ακόμα κυοφορώ τη μορφή σου από το τελευταίο μου όνειρο.
Πότε άραγε τελευταία σ’ αντάμωσα;
Πότε την μορφή σου έσφιξα στα χέρια μου;

Βαστιέμαι ακόμα από τους ουρανοδρόμους των αστεριών.
Δε μ’ άφησες δρόμους για το φεγγάρι, πήραν τα μάτια σου και λούστικαν το φως του.
Πήραν τα μάτια σου τον δρόμο της νύχτας κι αντάμωσαν με τα όνειρα…

Πέρασε μήνας τάχα, χρόνος, αιώνας ή ώρα που τελευταία σε είδα;
Πάντα μ’ ερωτηματικά αφήνεις την ψυχή μου και τρυφερότητα.
Πως γίνεται και συνδυάζονται τα δύο πες μου.



(Η φωτογραφία He calls at Midnight... I-II by ~Cierx)
(Το τραγούδι είναι απο την ΟΚΤΑΒΑ - Συχνά Ρωτώ)

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Τα λυπημένα παιδιά

Μα πιο πολύ
με συγκλονίζει το βλέμμα των λυπημένων παιδιών
καθώς διασχίζουν το κέντρο της πόλης.
Έχει την γεύση των ανθρώπων που λύγισαν
από το βάρος των εικόνων που φύλαξαν μέσα τους
μα δε βρήκαν ποτέ τον τρόπο να τις σηκώσουν.
Έτσι λοιπόν τα παιδιά
έχοντας ολόκληρο τον κόσμο μέσα στα μάτια τους
παίρνουν από το χέρι τη σιωπή του και πορεύονται
αφήνοντας ίχνη γκρίζα στις απ’ τη βροχή
κουρασμένες πλάκες των πεζοδρομίων
στο σημείο εκείνο που στέκεσαι και σκέφτεσαι καμιά φορά
αν πρέπει απέναντι ή όχι να περάσεις.

Κ’ ίσως να μου ήταν αδιάφορο το βλέμμα τους
αν δεν ένιωθα θάλασσα κάποια περάσματα δρόμων
για το απέναντι πεζοδρόμιο
που φοβήθηκα πως θα με πνίξει.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Θα χτίσουμε άλλα σπίτια

απ’ τις ρωγμές των τοίχων δραπετεύουν τα χρόνια

θα χτίσουμε άλλα σπίτια
θα φυλάξουμε μέσα στην ψυχή μας


στους πέτρινους διαδρόμους του κήπου
καθώς βαδίζω τέτοιες μέρες
θυμούμαι τα σχέδια
για τούτο το σπίτι
κι ένα ταξίδι

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Οι φυλακές των πολυκατοικιών

Ήρθε ένα βράδυ, πάει καιρός πια,
που συνάντησα βγαίνοντας απ’ τ’ όνειρο
έναν άγγελο.

«Κατά που πέφτει το λιμάνι» με ρώτησε.
Κι απλώνοντας το χέρι
του ‘δειξα ένα κομμάτι ουρανό
μέσα απ' τις φυλακές των πολυκατοικιών.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

Πίστεψα κάποτε το μεγάλο ταξίδι

Απ’ τον καθρέφτη ξεπροβάλουν οι επιθυμίες

Λίγο το φως το παράξενο των ημερών
Λίγο η βροχή
Η γεύση του ξύλου του καμένου στην ατμόσφαιρα

Το πίστεψα κάποτε το μεγάλο ταξίδι
Τώρα ταξιδεύω
Με την ψυχή ενός σύγνεφου για οδηγό

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Τι τάχα ν’ αποχαιρετούσα;

Κρατώ με μιαν αλυσίδα το πέλαγο, κρατώ ένα όνειρο και ταξιδεύω.
Τώρα που φύγανε οι παραθεριστές του καλοκαιριού κι απέμειναν οι ταξιδευτές του Σεπτέμβρη, μ’ ένα ψάθινο καπέλο στο χέρι και το αεράκι τ’ απαλό στα μαλλιά.

Οι πιο τρυφερές σκέψεις παίρνουν ένα ξύλινο καθισματάκι και στρογγυλοκάθονται στην ψυχή.
Προσμένουν κέρασμα γλυκό του κουταλιού και δροσερό πηγής νερό.
Προσμένουν έναν λόγο τρυφερό που καθώς όμως φθάνει σέρνει πίσω του τη λύπη.

Πήρα τα βήματά μου.
Στάθηκα πάνω στον καταπέλτη του πλοίου σαν γι’ αποχαιρετισμό.
Κι αλίμονο, τι τάχα ν’ αποχαιρετούσα;
.
από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…