Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

Μου γνέφουν...

«Μου γνέφουν» είπες κι έγειρες πλάι, στο παράθυρο του τρένου.
Σου γνέφουν πάλι αλλού.
Ντύθηκες και το κίτρινο σου φόρεμα, ίδια νεράιδα απόψε.
Χαμογελούσες μα η λέξη πονώ ή πιο παθιασμένα η λέξη πονάω έφτανε στα χείλη μα δε γλιστρούσε.
Καλή η περηφάνια, μάτια μου, μα κάποτε σκοτώνει.

Σε πήρε μαζί του το τρένο.
Εσένα, και τη ζωή σου πήρε, και την σήκωσε τούτη την τελευταία.
Την χώρισε στα δύο.
Στη ζωή μαζί του και στη ζωή δίχως αυτόν.

Η μεν πρώτη ένα κενό.
Ένα απέραντο και μαύρο κενό.
Όπως οι ασέληνες νύχτες του Αυγούστου.
Εκείνες οι νύχτες δηλαδή, που θα καθίσεις απέναντι από τον καθρέφτη σου και θα κοιτάξεις μέσα του την δεύτερη ζωή σου, εκείνη, την δίχως εκείνον.
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου δε θα πεις, μα θα σκουπίσεις πάλι τα δάκρια και θα προσπαθήσεις να καλλωπίσεις το αγγελικό σου πρόσωπο.
Θα περάσεις σκιά στα μάτια, λίγο ρουζ στα μάγουλα, ένα απαλό κραγιόν, θα ξεκρεμάσεις το ανοιξιάτικο ή λόγο περιόδου το καλοκαιρινό σου χαμόγελο, θα στηθείς μπροστά στο μικρόφωνό σου και θα πεις την πιο γλυκιά σου καλημέρα.
Θα πεις για τον καιρό, ηλιοφάνεια και σήμερα, καύσωνας.
Μα το δελτίο καιρού στους μέσα σου κόσμους δείχνει πάλι βροχή.
Η ζωή σου δίχως αυτόν είναι τούτη η βροχή.

Σε παίρνουν μακριά τα δάκρυα.
Λίγες ημέρες ακόμα και διακοπές μαζί του.
Άραγε σ’ εκείνη την μηχανή, με το σαγόνι ακουμπισμένο στον ώμο του;
Διακοπές από τι;
Δεν διακόπτεται το δάκρυ, κορίτσι μου, τούτο είναι σαν το ποτάμι που όλο κυλά και κυλά κι αν κάποτε σταθείς τυχερός άνθρωπος και πέσεις σε ανομβρία, τότε την γλύτωσες, στέρεψε το ποτάμι, πια δεν υπάρχει κάτι για να κυλήσει.

Τώρα πες μου.
Κοίταξε ψηλά και πες μου τι χρώμα έχει ο ήλιος, τι χρώμα έχουν τα λουλούδια στον κήπο, τι άρωμα έχουν.
Ανοιγόκλεισε τα χέρια αν βρεις τα προηγούμενα και πες μου αν μπορείς να πετάξεις…

Σ’ εσένα, π’ αλλάξαμε ρόλους το πρωί.
Που παρόλο τον πόνο σου είχες ένα χαμόγελο να μου αφήσεις στις εικόνες που θα πάρω φεύγοντας μακριά.

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007

Φρασοπαίχνιδο

Έχουμε μια γνωστή φράση συγγραφέα ή ποιητή κτλ και μια προσωπική φράση του ίδιου blogger που του πασάρει ο συνάδελφός του blogger που κάνει την πρόσκληση την οποία πρέπει να σχολιάσει. Στη συνέχεια ο blogger που έχει προσκληθεί επιλέγει μια γνωστή φράση συγγραφέα και μια φράση που φτιάχνει ο ιδιος με τις οποίες δύο προσκαλεί άλλους πέντε.



Φράση πρώτη:
"Μήπως λοιπόν πρέπει να έχει κανένας σπουδάσει τον κόσμο, για να μάθει να αγαπάει τη φύση..; Αν οι νέοι άνθρωποι το ήξεραν αυτό, πόσα βάσανα θα απέφευγαν! Πόσες δυσαρέσκειες των πικρών ημερών θα μπορούσαν να γλυτώσουν! Πώς θα έμεναν στην γενέθλια γη τους , πόσο θα ήταν ευτυχισμένοι!"

ΝΤΕ ΖΙΡΑΝΤΕΝ


Αναμφίβολα η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται κοντά στην φύση.
Το πιο μεγάλο μας σχολείο.
Είναι τρόπος για να μάθουμε τον άνθρωπο αφού είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Φράση δεύτερη:
Το να αγαπήσεις έναν άνθρωπο είναι πολύ εύκολο… Το να σε αγαπήσουν επίσης…
Το να αγαπήσεις κάποιον και να αγαπηθείς από αυτόν δύσκολο και σπάνιο..

Ηλιαχτίδα

- Αναρωτιέμαι όμως κατά πόσο τούτη η ευκολία οδηγεί σε μία γρήγορη αδιαφορία -
Είναι πράγματι δύσκολο να πετύχει κάποιος την στιγμή, τον τρόπο, τον τόπο.



Η πρώτη μου επιλογή είναι από το βιβλίο "Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου" του Τάσου Λειβαδίτη και είναι απόσπασμα του ποιήματος "Ο πρώτος στίχος".

«Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ –
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.»


Η δεύτερη, μετά φόβου ψυχής, αναρτήθηκε ως σχόλιο:
«Οι ποιητές χάραξαν καινούργια σημάδια για να χτίσουν τον κόσμο, ο Θεός μονάχα, επέλεξε να μη δώσει τα ινία του κόσμου στους αμαρτωλούς ποιητές….»


Κατανοώντας την δυσκολία της ανταπόκρισης θα προσκαλέσω τους παρακάτω πέντε σύν έναν.

Το τσαλίμι
Κατερίνα Καριζώνη
Vel…
Χαρά Τσακίρη
Σεμέλη
Μαρίνα Γκ.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Ψηλάφησα τις λέξεις

Περπάτησα από άστρο σε άστρο τούτη τη νύχτα,
πασχίζοντας να διακρίνω τα ίχνη της ψυχής σου
που χάθηκαν μέσα στον χρόνο.
Ψηλάφισα τα όνειρα,
ψηλάφισα τις λέξεις,
το πρόσωπο σου δε διέκρινα πουθενά.
Που κρύφθηκες;
Ποίος φόβος παραστρατεί τα βήματά σου;
Ακολουθώ.
Μοιάζουν τα δέντρα να φωνάζουν τ' όνομά σου,
έχω τη δύναμη μονάχα να ψιθυρίσω εγώ,
σε τούτη την πολύβουη νύχτα πως θα μ' ακούσεις;

Σάββατο 21 Ιουλίου 2007

Ποτάμι ο χρόνος...

Εφάρμοσες το σώμα σου επάνω στο δικό του, πέρασες τα χέρια στη μέση του, τον έσφιξες.
Κ’ είχες ονειρευθεί πολλές φορές την εικόνα αυτή.
Βρίσκεται στην αγκαλιά σου, με φιλιά ποτίζεις το κορμί του από πίσω αρχίζοντας, από την πλάτη.
Απαλά, τρυφερά αγγίγματα με τα χείλη έπειτα στα χέρια, στα μπράτσα, στους αγκώνες, στις παλάμες.
Ήρθε η σειρά του να σε πάρει ψηλά.
Έκλεισε στις παλάμες το πρόσωπό σου, γύρεψε τρυφερά τα χείλη σου, ξεκίνησε από τη μύτη, έσμιξαν στιγμές αργότερα.
Σου ρουφούσε τη ζωή.
Παραδόθηκες.
Άφηνε τα σημάδια του στο λαιμό σου, στο στέρνο.
Τύλιξε απαλά με τα δάχτυλα το στήθος σου, εκείνο όμορφο, στητό, ερεθισμένο πάλλονταν από τους χτύπους της καρδιάς σου.
Χίλια σφυριά στο στήθος σου οι χτύποι.
Νεκρή και ζωντανή μαζί
Όμορφα νεκρή.
Λυτρωτικά ζωντανή.
Παραδομένη στο σαρωτικό του άγγιγμα, στο παθιασμένο του φιλί.
Ανάσαινες τη μια στιγμή βαθιά κι αργά, θαρρείς να πιει το στήθος τη θάλασσα ολάκερη, την άλλη γρήγορα θαρρείς τρέχοντας να προφτάσεις εν’ άγγιγμα τελευταίο.
«Τώρα , τώρα Θεέ μου, κλείσε μου τα μάτια» έπιασες την ψυχή σου να προσεύχεται κι έκανες να χαμογελάσεις, δεν πρόλαβες.
Βγήκε από το σώμα το αγγελικό η ψυχή, το είδες να σπαρταράει στα δυνατά του χέρια, ψυχορραγούσε κι άφηνε απ’ τα κόκκινα ηδονισμένα του χείλη κραυγές, άναρχες και δυνατές…

Ήσουν δεμένη επάνω του τώρα, πίσω του.
Πάνω σε μία μηχανή.
Ένιωθες τουλάχιστον τους χτύπους της καρδιάς από το άγγιγμά του.
Έγειρες πιο πολύ.
Ακούμπησες το σαγόνι σου στον ώμο του.
Τουλάχιστον έτσι μπορούσες να νιώθεις το χάδι των μακριών του μαλλιών, να κλέβεις εικόνες του λαιμού του.
Ποθούσες πολύ να τον φιλήσεις τούτη την ώρα στο λαιμό, κι ας του έφευγε η μηχανή, κι ας συναντούσατε τον θάνατο.
Ο πιο γλυκός θα ήταν.
Έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι, άστραφταν τα μάτια του, δυο ήλιοι που σου θάμπωναν τα μάτια της ζωής ήταν και σε κρατούσαν χαμηλά στη γη.
Ποθούσες τούτη τη στιγμή ν’ ακούσεις το «σ’ αγαπώ».
Δεν άκουσες τι σου είπε, έμεινες άλλη μια φορά στην αίσθηση της φωνής του ν’ αγγίζει σου τα στήθη μ’ εκείνη την λέξη.
Δεν άκουσες τίποτα.
Κι αν σε κοίταζε, θα έβλεπε το δάκρυ στα μάτια, ίσως να καταλάβαινε πόσο πολύ τον αγάπησες.
Χάθηκαν τα χιλιόμετρα, χάθηκαν οι μέρες, οι μήνες.
Ότι έμεινε από εκείνον στο περιθώριο του χρόνου κι έγινε ζωή σου.

Σου είπα να προσέχεις κορίτσι μου.

Ένα ποτάμι είναι ο χρόνος, κι εμείς μέσα του ριγμένοι.
Βρίσκονται κορμοί που παρασέρνει στον δρόμο μας και καθώς πλάι μας περνούνε αγκιστρώνουν το ρούχο που φοράμε και μας παίρνουν μαζί.
Σ’ ολόκληρο το ταξίδι, οι μόνες στιγμές που νιώθουμε την ανάγκη να σταθούμε κάπου είναι εκείνες που απλώνουμε τα χέρια και κρατιόμαστε από τη σχισμή ή την προεξοχή ενός βράχου.
Στις άλλες περιπτώσεις, εκείνες του αγκιστρώματος, μια κίνηση του χεριού χρειάζεται για να ξεφύγεις.
Μονάχα μία.
Κι εσένα σε παρασέρνει.

Στο λέω εγώ που ταξίδεψα για χρόνια αγκιστρωμένος…

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007

το κόκκινο σου φόρεμα


Σε είδα να γεννιέσαι στα χέρια του ήλιου.
Ντυμένη το κόκκινο σου φόρεμα, το κόκκινο του βλέμμα.
Πνοή καλοκαιριού.
Χαμογελούσες.
Κι αργά,
είχες πάρει το μονοπάτι για τη ζωή
που ξέχασες πως υπάρχει τελευταία.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007

Βάλε κι εσύ μια φωτιά. Μπορείς!

Μετά από ευγενική πρόσκληση του melomenos για φιλικούς εμπρησμούς αποφάσισα τα παρακάτω.

Λέω να βάλω φωτιά φέτος στις αισθήσεις.
Φημισμένος άλλωστε στην πιάτσα Γνωστός – Άγνωστος βγήκα στην αγορά και βρήκα βαλίτσα στα μέτρα και στα γούστα μου.
Τοποθέτησα εντός τις γυάλινες φιάλες με το γνωστό περιεχόμενο, θα στήσω απέναντι τις αισθήσεις «πάρε αυτή, πάρε και τούτη, πάρε από εδώ πάρε κι από εκεί»

Είναι μέρες τώρα, που με συναντούν στον δρόμο και μου λένε «Καλημέρα», «Καλή σας ημέρα» απαντώ ευγενέστατα κι ακολουθεί η κλασσική πια ερώτηση «Πως τα περνάς;», «Ζωή και κότα» λέω και τους τρώει η απορία «Δηλαδή;», η επόμενη ερώτηση.
«Έρχεται η Ζωή και τρώμε την κότα» και μένουν κόκαλο από την απάντηση.

Ποια είναι η Ζωή;
Μάλλον η ζωή που ζω, γιατί έχω τόσο να δω, όσο να γνωρίσω κάποια Ζωή πάνω από επτά χρόνια.

Θα ήθελα πολύ να έβαζα φωτιά σε όλους εκείνους που κατάργησαν σιωπηλά τις παιδικές ραδιοφωνικές εκπομπές.
Τα κουκλοθέατρα.
Τις μαριονέτες.
Που κατάργησαν όλα εκείνα που μεγάλωναν τα παιδιά εν ειρήνη.
Που μας έκαψαν απο χρόνια την μέσα μας παιδικότητα και μαζί πολλές απο τις παιδικές μνήμες...

Τρίτη 17 Ιουλίου 2007

Μ’ αφορμή τα πανηγύρια του καλοκαιριού

Μεσοκαλόκαιρο πια.
Αρχίζουν σε λίγο τα πανηγύρια.
Οι γύφτοι – μια που άλλος δεν καταδέχεται πια την παιδική ευτυχία – θα στήσουν τους πάγκους με τα παιγνίδια έξω από τις εκκλησιές και στην πλατεία.
Θα πάρουμε πάλι νεροπίστολα – ο πιο ξέγνοιαστος πόλεμος της ζωής μας ήταν - κάρτες μ’ αυτοκίνητα πολυτελείας ή φόρμουλες, άλλοτε με σκάφη.
Κοσμήματα και κουζίνες πλαστικές τα κορίτσια.

Θυμάσαι;
Έρχονταν και το τρενάκι κάποτε, εκείνο το πράσινο, που χτύπησα το μέτωπό μου στις ράγιες του και με τρέχατε με τις γάζες και τα ιώδια.
Έχω ακόμα το σημάδι.

Καθώς θα παίρνει να νυχτώνει, τα όργανα θ’ αρχίσουν τον δικό τους τροπάρι.
Πατιρντί θα γίνει.
Θυμάσαι τι πάει να πει πατιρντί;
Σαματάς θα πει, γλέντι μεγάλο θα πει, με βιολιά και λαούτα.
Τα πιάτα γύψινα, μια στοίβα, προσμένουν την ώρα του σπασίματός τους.

Κι εμείς, ώρα για κρυφτό, θα ξεχυθούμε αφήνοντας τον Αργύρη να τα φυλάει.
- Είδε κανείς την Sylvia; Που κρύφθηκε πάλι αυτό το κορίτσι;
- Βαλάνη, κάνε χώρο επάνω στο δέντρο ν’ ανέβω κι εγώ!
- Δημήτρη, πρόσεχε εκεί στις τριανταφυλλιές, θα σκίσεις τα ρούχα σου!
Κι άλλοτε μακριά γαϊδούρα, τζαμί και χώρες στην αυλή του σχολείου και στον δρόμο μπροστά από αυτό.

Τ’ Αγίου Παντελεήμωνος στις 27, του Σωτήρος στις 7 τ’ Αυγούστου, της Παναγίας στις 15 κ’ οι γύφτοι, εκείνοι οι ίδιοι με τα παιγνίδια, πλάι στον Ερυθροπόταμο θα στήσουν το γλέντι τους και θα το πάψουν με το φως του ήλιου.
Γέμισε η ψυχή μου πανηγύρια ή πιο σωστά πλημμύρισε, θάλασσα τα πανηγύρια μας κι εμείς βαρκούλες μέσα τους.

Μεσοκαλόκαιρο κι έχω χρόνια να δω τα παιδιά.
Άλλος με τη δουλειά, άλλος με την οικογένεια, στις τέσσερις άκρες του κόσμου σκορπίσαμε.

Έχω ακόμα κρατημένο εκείνο το καμένο δολάριο.
- Θυμάσαι Pete;
1995 ήταν, ξημερώματα δεκαπενταύγουστου.
Μέχρι εδώ γράφω, οι λεπτομέρειες είναι δικές μας.
Φυλαγμένες καλά οι μνήμες μας.
Στις αναβροχιές και στις πλημμύρες.

Πότε θα βρεθούμε άραγε όλοι μαζί ξανά;
Ίσως ποτέ, κι ας τ’ ονειρευόμαστε όλοι.
Να παίξουμε πάλι εκείνο τον παπουτσοπόλεμο στο κάτω σπίτι, να μαζευτούμε στο ορμητήριο μας στο καμαράκι μας, να την αράξουμε πάλι στην ταράτσα να μιλήσουμε με τ’ αστέρια.
Να μαζευτούνε οι γιαγιάδες να φτιάξουν λαλαγγίτες πάνω στο σάτσ’ και μικίκια στη μασίνα.
Έχω ακόμα την εικόνα της θείας Susan στα μάτια, με τ’ ανύπαρκτα ελληνικά της και πασπαλισμένη μ’ αλεύρι να χοροπηδάει, παιδί μικρό θαρρείς, φωνάζοντας «μικίκες, μικίκες» σα ν’ ανακάλυπτε εκείνη τη στιγμή τον κόσμο, σα να μην ήταν απλά λουκουμάδες!

Τώρα που το θυμήθηκα.
Μεγαλώσαμε, οι μαχαλάδες όμως βρίσκονται ακόμα σε πόλεμο.
Μόνο ο πόλεμος δεν τελείωσε.
Στήνουν ακόμα γραφεία και στρατηγία οι ψυχές και πολεμούνε, με τον καιρό περισσότερο.

Ο Σταύρος έφυγε, δε θα τον δούμε ποτέ ξανά, κοντεύουν δυο χρόνια, δεν πέρασα ν’ αφήσω λουλούδι.
Δύναμη δεν είχα.
Θα σε δω τώρα.
Sylvia, εσύ μου το είπες καρδιά μου, από τηλεφώνου.
Μένουμε οι υπόλοιποι να συνεχίσουμε το παιγνίδι.
Το γήπεδο στ’ αλώνια δεν υπάρχει πια - μας τ’ άλλαξαν το χωριό μας - πέρασε ο δρόμος από πάνω του.
Έμεινε η πλατεία, η εκκλησία, το σχολείο ρήμαξε κι αυτό.
Μονοθέσιο.
Ιεροδιδάσκαλος ο τελευταίος του κλειδούχος.
Λουκουμάκι, εκείνο με τον τσολιά επάνω, αν γνώριζες να πεις μάθημα, χτύπημα στο χέρι με βέργα μουριάς αν όχι.
Κι ακόμα όταν παίζαμε μπάλα στ’ αλώνια και βριζόμασταν, τα κορίτσια απειλούσαν φωνάζοντας από τον τοίχο που κάθονταν για να μας δουν «στον Πάτερ, στον Πάτερ, στον Πάτερ» κι όχι πως έγινε ποτέ τίποτα.
Άλλωστε δεν πήγαν ποτέ να του το πουν.

Ξέφυγα όμως, κ’ ήθελα απλά να μιλήσω για τα πανηγύρια.
Δεν ξέρω τι θυμάστε και τι όχι.
Κουβαλώ τις μνήμες μου.

Σας αγαπώ όλους.
Πάντοτε κι από πάντα.

Σάββατο 14 Ιουλίου 2007

Προορισμοί II

Πάνε λίγες μέρες τώρα, ψάχνοντας σε χαρτιά της δουλειάς, που βρήκα μια έκθεση των χρόνων του Γυμνασίου με θέμα «Που θα ήθελα να ζήσω και γιατί».
Ομολογώ πως δεν τα κατάφερνα ποτέ με τις εκθέσεις.
Τούτο μου φαντάζει προορισμός, για τούτο λοιπόν, γλυκιά μου Βασιλική, σου δίδω ένα δεύτερο προορισμό, γραμμένο δεκαέξι χρόνια πίσω, κι έναν τρίτο καθώς απομακρύνομαι, τόσο για ξεκούραση όσο και για περισυλλογή.



τόπος που έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια έχει μαγικά κρατήσει την καρδιά μου.
Είναι ένα μικρό χωριό χτισμένο από Έλληνες ξεριζωμένους απ’ τ’ άγια χώματα της Ανατολικής Θράκης.
Κούρνιασε πλάι στην πόλη του Διδυμοτείχου, στην πλαγιά του βουνού, με χρυσό στα πόδια του έναν κάμπο και τον πάντοτε ζωοδότη ποταμό Έβρο.

Τα καλοκαίρια βλέπεις παιδιά απ’ τις τέσσερις άκρες του κόσμου να τρέχουν ανάμεσα στις μουριές εκείνου του χρυσού κάμπου, να ξέχνιουνται για ώρες κάτω από τα κυπαρίσσια και τις λεύκες μιλώντας για όλα εκείνα που μεσολάβησαν από την τελευταία συνάντηση.
Βλέπεις ανθρώπους να μεθούν ακούωντας το τραγούδι του ποταμού ξεχνώντας κάθε σκέψη στην μελωδία του.

Τ’ απογεύματα, στη μεγάλη βόλτα, οι άνθρωποι που συναντάς, και οι δικοί σου ακόμα, έχουν κάτι διαφορετικό από κάθε άλλη στιγμή της μέρας.
Έχουν μια διάθεση για εξιστόρηση που σε κάνει κι αφήνεσαι στον όποιο τους λόγο.
Παλιός ή νέος δεν έχει σημασία, σημασία έχει ο τρόπος.

Το σπίτι, έχει κουρασμένες απ’ τα χρόνια σκάλες μα νιώθω τα βήματά μου να προσμένει καθώς βρέχει ή καθώς κάνω να φύγω.
Τ’ όνομά μου νιώθω να φωνάζει, σειρήνα στο μεσοπέλαγο.
Σε κάθε του κάμαρα βλέπεις μορφές ακουμπισμένες στους τοίχους, προσμένουν κι εκείνες να διαβείς το κατώφλι να σου μιλήσουν, αν πιστέψεις πως μπορούν αν σου μιλήσουν, να σου τραγουδήσουν, να σε παρηγορήσουν ακόμα.
Η γιαγιά Θανάσω, ο πάπο Αγγελής, η γιαγιά Θεοδώρα, τα ξαδέρφια μικρά με τις τσολιαδίστικες στολές, ο θείο με τη στολή του στρατιώτη, κι ο πατέρας με τα λοχιόσημα να φαντάζουν τόσο μεγάλα στα φοβισμένα, από κάτι στιγμιαίο, μάτια της παιδικής μου φωτογραφίας.
Σε τούτο τον τόπο οι εποχές έρχονται μα και φεύγουν στην ώρα τους.
Στις αρχές του Φθινοπώρου κάτι απ’ τα χαμόγελα και τα τραγούδια του καλοκαιριού έχει μείνει να ζεστάνει τους μεγάλους κι από τώρα άδειους του δρόμους.
Χειμώνας πια κ’ η μοναξιά των σκυθρωπιασασμένων τοίχων γίνεται δύσκολη στις ατέλειωτες νύχτες, ακούς τον ψίθυρο του χιονιού με τις κόκκινες στέγες ώσπου γλυκά σ’ αγκαλιάζει το όνειρο ταξιδεύοντας σε στις μεγάλες τους αναμνήσεις.
Συχνά χάνεσαι στ’ ατελείωτα μονοπάτια της ποίησης που αρχίζει μεταξύ των ξύλινων παραθύρων και της ξύλινης πόρτας με τα χαραγμένα τζάμια.
Η Άνοιξη βρίσκει σπίτια κι ανθρώπους να περιμένουν στ’ αναμμένα ακόμα τζάκια.
Λίγο λίγο κυλάει ακόμα το παραμύθι, από εκείνα του χειμώνα με την γιαγιά, στις φλέβες τους.

Μόνος βαδίζοντας, από ανάγκη άλλοτε κι άλλοτε όχι στους δρόμους αυτούς, ανεβαίνουν λέξεις στα χείλη, γίνονται τραγούδια ερωτικά πένθιμα άλλοτε.
Φθάνουν κ’ οι εικόνες, δακρύζω και ταξιδεύω καπετάνιος κι εγώ στα μακρινά της ανατολής λιμάνια.

Είναι φορές που ξαπλώνω στους σκληρούς τοίχους τούτης της πόλης και χάνομαι στο εκεί, στα δρομάκια και στα πρόσωπα των ανθρώπων τα θλιμμένα και τα χαμογελαστά.
Το δικό μου πρόσωπο και η δική μου σιωπή δεμένα με τον τόπο αυτό τόσο που καθώς κοιτάζω δαμάζω με το βλέμμα τον ορίζοντα ανασκάπτοντας τα κατεχόμενα και τα δάκρυα του ποταμού."



Φυσικά η έκθεση χαρακτηρίστηκε εκτός θέματος.


Προορισμός τρίτος Κρήτη.
Στο μήκος και το πλάτος της.
Με τους ανθρώπους και τις παραδόσεις της.

Στην καρδιά μου σας έμπασα και το κατέχετε ούλοι.

"Όρκο θα κάμω η καρδιά
για πάντα να γυρίζει
από τση Θράκης τα βουνά
στση Κρήτης, όντε χιονίζει. "

Καλό καλοκαίρι σε όλους σας.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007

Η πείνα της ψυχής

Κάποτε είπες κάνουμε τη ζωή μας μίζερη
και τότε θυμήθηκα τα παιδικά μας παιγνίδια
κρυφτό στο σχολείο, άλλοτε στην πλατεία
πετροπόλεμος και κάποτε ποδόσφαιρο
κι έψαξα μάταια να βρω μια στιγμή μίζερη.
Μετά ήρθε η σιωπή, η απομάκρυνση
η απόλυτη επίγνωση των πραγμάτων.
Η μοναξιά.
Η πείνα της ψυχής.
Μα μιζέρια όχι.
Μόνο καμιά φορά σαν κλείσω τα μάτια
φαντάζομαι κάτι πιο όμορφο.


Ίσως κι έτσι
για την απλή διαπίστωση πως ακόμα ελπίζω.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007

Καλο καλοκαίρι..

Κοιμήσου, άγγελέ μου
και μη ξεχνάς με πόσο πόνο
έμαθες την τέχνη ν’ αγαπάς….

Ένας ουρανός σου μέλλεται για να πετάξεις
κι εν’ αστέρι να σε πάρει στα μακρινά
στου ονείρου τα γαλήνια πελάγη…

Λοιπόν
καληνύχτα, άγγελε μου
κι ένα καραβάκι θα σου φτιάξω
για όταν ξυπνήσεις μακριά να ταξιδέψεις
ή πιο κοντά να σε φέρει.

Να ταξιδεύεις μονάχα.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

Γιατί;

Κοιτάζω το χρώμα που θυμώνει στα μάτια σου
κυνηγημένη θαρρείς από μια μοίρα άδικη
κι απ’ όλα της ζωής σου μακριά
κι απ’ τη ζωή μου πιο πολύ.

Τι έζησες και τι τώρα γυρεύεις
που δεν έχω να δώσω;

Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

Το γράμμα απο τον προθάλαμο κάποιου νοσοκομείου..

Να λοιπόν που φτάσαμε στο τέλος του γυρισμού.
Μόνο που αλλού μας έβγαλαν οι νύχτες.
Στην ερημιά εμένα, εσένα σ’ άλλη αγκαλιά..
Έκλεισα τα παντζούρια, άλλο να μη βλέπω, τ’ album των φωτογραφιών έκρυψα άλλο να μη θυμούμαι.
Πονάει η μνήμη.
Κάθε τι δικό σου με πονάει.
Κι όλα δικά σου είναι.
Κι όλα με ματώνουν.
Γεννάω παιδί δικό σου, με πιάνουν οι πόνοι.
Υποφέρω, μ’ ακούς, υποφέρω.
Την μπέρδεψα τη ζωή μου.
Της φόρεσα ένα μου φόρεμα παλιό νεανικό.
Είχε ακόμα τα σημάδια της αθωότητας μου επάνω.
Χάθηκαν όλα, για πάντα.
Πάνε ώρες τώρα, αιώνες μοιάζουν, που νιώθω του μυαλού μου τους τοίχους ν’ αγγίζεις.
Φοβάμαι.
Δε θ’ αντέξω.
Σ’ ευχαριστώ όμως.
Όπως οι απελπισμένοι ευχαριστούν τον δήμιο τους.
Σβήσε με καθώς θα φεύγεις.
Κάνε με λεκέ επάνω στο ρούχο σου κι ας χαθώ στο πρώτο πλύσιμο, μια σταγόνα ιδρώτα στο στήθος σου επάνω.
Παιγνίδι κάνε με και σπάσε με.
Παιγνίδι υπήρξαν στα χέρια σου τόσα χρόνια, αγάπη μου.
Με πόσο κόπο λέω τώρα τούτη λέξη.
Σα να στυφίζουν τα χείλη καθώς βγαίνει, κ’ ύστερα γλυκαίνουν από το δικό σου φιλί, ανασυρμένο έστω από τις πιο μακρινές μνήμες.
Έκλεισα καρδιά μου, κοντά σου.
Μόνο κοντά σου έζησα, και πέθανα.
Κι ίσως να ‘ναι ακόμα αναποφάσιστη η καρδιά μου, μια σε φέρνει και μια σε διώχνει, άλλο η ψυχή μου δεν αντέχει όμως, για τούτο σου λέω, έκλεισα καρδιά μου.
Σφάλισα μέσα μου κάθε πόρτα, κάθε παράθυρο, χαραμάδα δεν άφησα για να περάσεις κι ας αύριο όλα τ’ αντικρίσω ανοιχτά.
Πάλι από την αρχή.
Ποιος πόνος να ‘ναι άραγε ο πιο μεγάλος;
Αναρωτιέμαι, πνοή μου.
Αναζητώ το κορμί σου πλάι μου τα πρωινά, δε το βρίσκω, τα σημάδια του ιδρώτα σου ψάχνω, μα γι’ άλλη μια φορά δεν ήρθες, κι έτσι δεν μπορείς να φύγεις.
Άδειασα μέσα μου, η αναμονή μ’ άδειασε.
Έμεινα μ’ ελπίδες σκοτωμένες να υπάρχω μέσα της.
Στοίχειωσα.
Φέρνω βόλτες στο έρημο σπίτι μήπως και πάλι υπάρξει κάτι από εσένα.
Τ’ όνομά μου είναι απελπισία, αυτό ακούω, σ’ αυτό απαντάω.
Απελπισία.
Κι ας έλεγες πως έχω όνομα κομμένο και ραμμένο στα δικά μου μέτρα.
Μικρό και δυνατό.
Αλλάζω, μάτια μου.
Ακόμα και τούτη η απελπισία με βοηθά ν’ αλλάξω.
Σε λίγο, ο χρόνος μου θα είναι ένα κυκλάμινο ανθισμένο κι ας σ’ έχω κρατήσει μακριά.
Γιατί εγώ θα σ’ έχω μακριά, δε θα φεύγεις όταν πρέπει, μήτε θα έρχεσαι όταν μπορείς.
Σε λίγο, η ζωή μου θα υπάρχει στον κόσμο καθαρή, δίχως κι εμένα μέσα της.
Αφού εγώ είμαι εσύ, κι αφού αλλάζω, αγάπη μου, τίποτε από μένα δε μένει.
Θα ζήσω κενή, σα να ‘χασα τον κόσμο ολόκληρο από μέσα μου.
Απλά θα υπάρχω.

Να χαμογελάς πάντα.

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Τα λόγια μου...

Τα λόγια μου μιλούν για τον πόνο.
Φύλλα κίτρινα π’ αγγίζουν τη γη να σαπίσουν.
Φυσά αγέρας ανάμεσα στις λέξεις.
Μια ποίηση δαρμένη από το φως, κομματιασμένη απ’ το σκοτάδι.

"Φθάνουν γυμνοί οι φανοκόροι καθώς ξημερώνει
οι φανοστάτες ξεψύχησαν λυπημένοι.
Μαζεύουν ότι απέμεινε από αυτούς.
Πιο πίσω μοιράζει φως πρωινό ο θάνατος
ξεγελώντας τις διψασμένες ψυχές…"

Κυριακή 8 Ιουλίου 2007

Αγέρας λυσσασμένος

Αγέρας λυσσασμένος είμαστε
μέσα σε καμένα δέντρα
σε νερά που κύλισαν ατάραχα
και ξύπνησαν τις παιδικές επιθυμίες.

Κ’ ίσως όπως νυχτώνει εντός μας η μέρα
να ξυπνούν οι ερινύες
που μας κατατρώγουν το φεγγάρι μέσα στο στήθος.

Δε θυμούμαι τι έγινε και γέρασα
θυμούμαι μονάχα
πως ήταν κόκκινο το μέσα μου φαγωμένο φεγγάρι.

Σάββατο 7 Ιουλίου 2007

Από την οδό του μεσημεριού

i

Ένα ταξίδι γεμάτο ουρανό…

- Πως με κορόιδεψαν έτσι -

Στις μέρες μας δεν υπάρχει ουρανός
μόνο ένα σώμα υπάρχει
που συνεχώς το βιάζουν.


ii

Άπλωσα τα φτερά και πέταξα.
Δεν είδα αγγέλους
μήτε πουλιά.

Έτσι όπως πέταξα όμως
έχασα μέσα μου τη γη
μπορεί για πάντα τούτη τη φορά.


iii

Υποφέρω τη σιωπή μου
την αφημένη στους τοίχους,
στα μάρμαρα
την ξεχασμένη στους διαδρόμους
που βαδίζω για να σε βρω.


iv

Περίμενα ώρα
έχοντας χεσμένη την υπόσταση
και την υπομονή
ζωγραφισμένη στα μάτια
και στα χέρια η θλίψη μου έκλαιγε.

Μα εσύ, είχες από καιρό χαθεί.

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2007

Προορισμοί

Υπάρχουν, στους μέσα μας κόσμους προορισμοί όπου κάποιοι καταφέρνουν να φθάσουν κι άλλοι, που παρά την προσπάθεια, δεν έχουν επάρκεια χρόνου ή δύναμης για να το καταφέρουν.

Κλείνεις τα μάτια κάποτε κι αναρωτιέσαι τι είναι και ποια είναι τα ταξίδια.
Πολλές φορές παίρνεις λάθος συντεταγμένες στον χάρτη, υπολογίζεις λάθος τους ανέμους.
Έτσι λοιπόν, τα περισσότερα, πεθαίνουν ακόμα στην αίθουσα αναμονής.
Συχνότερα τα πιο μεγάλα, εκείνα που τα πίστεψες αγαπημένα.

Μαζεύεις, τακτοποιείς με τρυφερότητα τα ρούχα στη βαλίτσα, παίρνεις μηχανές φωτογραφικές, βιβλία, σημειώσεις σε μια τσάντα μαύρη δερμάτινη.
Αφήνεις το αυτοκίνητο στον χώρο σταθμεύσεως, ανεβάζεις στην αίθουσα αναμονής τα πράγματα και περιμένεις.
Ο άνθρωπος σου δεν είναι εκεί ή κι αν είναι, είναι αλλού.
Μαζί σου δεν είναι.
Και νιώθεις τότε να ταξιδεύεις με εισιτήριο δανικό και μάλιστα δίχως επιστροφή.
Κι αναρωτιέσαι τελικά ποιος είναι ο πιο αγαπημένος προορισμός.

Το πιο μεγάλο μου ταξίδι είσαι εσύ…παίζει το ραδιόφωνο της ψυχής κι αρχίζει να φέρνει κύκλους στο μυαλό σου ο στίχος κι όταν έχει πια ποτίσει το μυαλό, κατεβαίνει στο στήθος, κι εκεί να δεις αλήτεμα…
Ναι, ο πιο αγαπημένος προορισμός είναι εκείνος ο άνθρωπος ο απέναντι σου.
Κάθε που αφήνει ένα μονοπάτι δίχως εμπόδια και μπαίνεις, χάνεσαι…
Είναι ο Παράδεισος, κι ας εσύ στην Κόλαση οδηγείσαι για εκείνα που έκανες καθώς αγαπούσες.
Κάνει το ταξίδι να έχει προορισμό, το άγγιγμα να γίνεται τρυφερό, η φωνή απαλή.
Έξω από τον απέναντί σου άνθρωπο όλα μοιάζουν κενά ή έστω μισά.
Αν νιώσει το ταξίδι που κάνεις στο βλέμμα του μόνο τότε θα καταλάβει.
Θα νιώσει πως είναι να παίρνεις ζωή, να ενεργοποιεί κάποιος τις αδρανοποιημένες σου αισθήσεις.
Πως είναι να αποκτά νόημα το κάθε τι μέσα σου.
Το χρώμα το αληθινό της απουσίας καθώς λείπει.
Η ολοκλήρωση.

Δεν γνωρίζω άλλο να πω.
Άφησα πλάι στο κρεβάτι μια τσάντα μικρή.
Ξημέρωσε, άυπνος είμαι από ταξίδι, κουρασμένος.
Κάποιος την κουρτίνα να τραβήξει μη με χτυπάει ο ήλιος στα μάτια.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007

Να μη φωνάζεις θέλω

Αντιδρώ στους ήχους π’ αφήνεις στις άκρες μιας ζωής π’ αγωνίσθηκες να φτιάξεις και τα κατάφερες μα με μια σου κίνηση σκόρπησες τα πάντα από το τραπέζι στο πάτωμα.
Τι την πέρασες την ζωή, φαγητό μεσημεριανό σε ταβέρνα της Πλάκας και το βράδυ χορό;
Όχι γλυκιά μου!
Έχει και υποχρεώσεις η ζωή.
Υποχρεώσεις απέναντι στην δική σου ψυχή.
Βγήκες ποτέ νύχτα στ’ ακροθαλάσσι να την μαζέψεις που στέκεται για ώρες αμίλητη και κλαίει;
Βγήκες ποτέ χειμώνα καιρό ξυπόλητη να περπατήσεις πλάι της να καταλάβει πως την γνοιάζεσαι;
Ξενύχτησες ποτέ στο προσκέφαλο της όταν ψηνόταν στο πυρετό;

Τίποτε δεν έχεις κάνει.

Και τώρα που αντιδρώ στους ήχους που αφήνεις είναι γιατί την ξυπνούν, και με δυσκολία κράτησα μακριά τα δάκρια από τα μάτια και την οδήγησα στην αγκαλιά ενός γαλήνιου ονείρου.

Να μη φωνάζεις θέλω, κι όταν μιλάς, μονάχα όσα αισθάνεσαι να λές…

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2007

Φάροι σιωπές

Υπάρχουν φωτεινές σαν φάροι σιωπές,
ξανοίγονται στα πελάγη, στις θάλασσες
έρχονται τα βράδια με τις σκιές
πλησιάζουν, σε κοιτάζουν στα μάτια.
Το βλέμμα τους αντηχεί

καλπασμός αλόγου σε παλιό καλντερίμι.
Λυσσομανά σα θάνατος σε πεδίο μάχης.
.
Κι εσύ

απέναντι

δίχως δικαίωμα πια επιλογής
παραπλανημένος απ' το σκοτάδι που πίστεψες φώς
αφήνεις ανοιχτές τις πόρτες
ανοιχτά τα παράθυρα
να βγει ένα δάκρυ.
.
Κ' οι σιωπές θρονιασμένες

στο απίθανο μηδέν της ζωής σου.
Στήνουν χορό.
Κι ο θάνατος προχωρά στον δρόμο που ανοίγεις.
.

Κι ένα δέντρο ψηλό
σκύβει

αγγίζει την γη φορές επαναλαμβανόμενες
καθώς προσεύχεται για το μεγάλο ταξίδι.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Ήχος Πλάγιος. Απών...

Έρχομαι κάτω, στα καμένα.

Χάλια τα κάναμε.
Ταξιδεύω...

Κλείνω τα μάτια πάει να πει…

Κοιτάζω πέρα απ’ το πέλαγο, μια υποψία διαφυγής ταξιδεύει ατάραχα θαρρείς και γνωρίζει πως θα παραμείνει απλά υποψία, πίσω και πέρα από κάθε υπόσχεση.
Κλείνω τα μάτια, και κλείνω τα μάτια πάει να πει μοναστικά σιωπώ.
Αν ακούσεις τη φωνή μου, πάει, χάθηκε τότε.
Τα όρια πλαστικότητας θα έχουν ξεπερασθεί και φθάσαμε σ’ εκείνα της θραύσης.

Ισορροπώ στις ακμές μιας παράξενης γραμμής, δε γνωρίζω για πόσο, απλά ισορροπώ.
Αφήνω καθώς ξημερώνει μια καλημέρα, πότε στον Θεό που μου υποσχέθηκε, πότε σ’ εμένα που δέχθηκα την υπόσχεση.
Ακούει άραγε;
Κι αν πάλι φθάνει τόσο ψηλά η φωνή ίσως και να μ’ έχει μισήσει.
Κλείνω τα μάτια, και κλείνω τα μάτια πάει να πει ερμητικά σιωπώ.

Απλώνω τα χέρια, διαγράφω σ’ έναν ξένο από εμένα ουρανό κύκλους ομόκεντρους.
Θα περάσουν από μέσα τους αεροσκάφη μαχητικά, διμοιρίες επιδείξεως, αγήματα απόδοσης τιμών ενδόξων στρατευμάτων.

Από τα παιδικά παιγνίδια μου έμειναν σημάδια στα γόνατα, στα χέρια, στο κεφάλι.
Πόλεμος ήταν κι αυτός, ο πιο ειρηνικός.
Δίχως συνθήκες κι ανταλλαγές πληθυσμών, δίχως αντάρτικο.
Καθώς νυχτώνει απλώνω τα χέρια και παίρνω απ’ τις άκρες του ουρανού ένα λευκό σύγνεφο να σκεπάσω της ψυχής μου τη γύμνια.
Θα έρθεις άραγε ντυμένη το λευκό σου ένδυμα ή πίσω και μέσα από το συμπαγές κενό της εδώ απουσίας σου θα στοιχειώνεις τα όνειρά μου;
Κλείνω τα μάτια, και κλείνω τα μάτια πάει να πει πονάω.

Κλείνω τα μάτια και με την οικεία αίσθηση του τυφλού σμιλεύω στο πρόσωπο της νύχτας την ανάγκη μιας περιόδου που έφυγε δίχως τίποτε να έχει αφήσει, που χάθηκε δίχως να έχει ποτίσει με την παρουσία της το αγιόκλημα της ψυχής μου, που έσβησε ληστεύοντας κάθε απόθεμα ζωής από τ’ ανοιχτά μου μάτια, απ’ τα κόκκινα χείλη.
Κοίταξε με στα μάτια λοιπόν και πες μου τ’ όνομά σου, δίχως κι αυτό με άφησες στο περιθώριο του χρόνου που δε δόθηκε ποτέ σε προσφορά και για τούτο πληρώθηκε με πόνο.

Κοίταξε με, απλώνω τα χέρια κι ακόμα διαγράφω κύκλους ομόκεντρους σ’ έναν σκοτεινό πια ουρανό, μόνο που τώρα έχω τα φώτα ανοιχτά να εντοπίζεις πιο εύκολα τον στόχο, αν και δεν έχεις τέτοια προβλήματα εσύ, μόνο που τώρα θα σε προσμένω να έρθεις.
Κοίταξε μονάχα να είσαι ντυμένη με τα επίσημα σου ρούχα.
Με τα χρυσά σου τα φτερά σου και της ψυχής σου τα πολύτιμα.
Κλείνω τα μάτια, και κλείνω τα μάτια πάει να πει πως χαρτογράφησα τα εδάφη της νύχτας και πια δε μου ξεφεύγεις.

Κλείνω τα μάτια και τούτο πάει να πει πια δε με νοιάζει…

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

Είπα ψέματα για τον χρόνο

Σιωπηλές κι έρημες καθώς φθάνουν καραβάνια οι σκέψεις παίρνουν και γδύνουν τις λέξεις, αδυνατούν να μιλήσουν.
Πέφτουν στα γόνατα να περάσουν από μια σήραγγα σκοτεινή.
Χάνουν τον δρόμο τους, κι ενώ έξω ξημερώνει εδώ μένει σκοτάδι παχύ να διαπερνά την αρμονία των προηγούμενων στιγμών.

Πως είπες το όνομά σου, δε θυμούμαι πια.
Δε θυμούμαι μήτε το πέρασμα σου από τον απέναντι δρόμο.

Μια πόρτα μονάχα ξύλινη, ανοιχτή αφήνει μια υπόσχεση πως κάποιος μπορεί να έρθει ή πάλι πως κάποιος ελπίζεις πως θα έρθει ή πάλι πως κάποιος έχει φύγει.
Κι έχεις καθαρή τη συνείδηση πως το σπίτι έμεινε καθαρό από τη μέρα που έφυγες δίχως να υπολογίζεις το πέρασμα του αέρα από τις χαραμάδες της πόρτας, δίχως τη σαπίλα του χρόνου στα υφάσματα των επίπλων…
Πέρασε ο χρόνος κι εσύ κράτησες μονάχα ένα όνειρο σ’ ένα βάζο με νερό, θαρρείς τριαντάφυλλο μόνο που και αυτά πόσο ν’ αντέξουν.

Μένεις μονάχος αν το γύρισμα της μέρας σ’ αντικρίσει κι έχεις το χρώμα της μοναξιάς στα μάτια.
Τα μάτια σου κλαίνε νύχτα μετά, κι ερημιά.

Είπα ψέματα για τον χρόνο.
Ήταν εκείνος ο γέρος που ανέβαινες στα πόδια του τα Χριστούγεννα και σου έταζε δώρα δίχως να σου δώσει μήτε μια καραμέλα, κι ερχόσουν, καλοκαίρι κοντά, και με ρωτούσες πότε θα έρθει, δεν εύρισκα απάντηση να δώσω στο ερώτημά σου και σ’ έπαιρνα μαζί μου στην παραλία να ξεχαστείς και ξεχνιόσουν.
Απλώναμε τις ψάθες στον ήλιο κι έφτιαχνες πύργους χωμάτινους που καθώς στέγνωναν θρυμματίζονταν απ’ τον άνεμο.
Έπειτα έτσι που η κούραση σου είχε βαρύνει τα μάτια σου έλεγα κοιμήσου και σ’ έπαιρνα αγκαλιά.
Κοιμόσουν κι έβλεπα σύγνεφα να ταξιδεύουν στα βλέφαρά σου.
Χειμώνας στην ψυχή σου κι έξω καλοκαίρι 43ο C υπό σκιά.
Σου έμαθα τα ταξίδια του νου, και ταξίδεψες, με τον ήλιο να βλέπεις τις σκιές με το φεγγάρι τις ψυχές και καθώς απλώνεις τα χέρια ν’ αγγίξεις το κάθε τι μέσα τους.
Σε φίλεψα τη σιωπή μου.

Έτσι λοιπόν σου είπα ψέματα και για τις νύχτες.
Δεν ήταν νύχτα όλο εκείνο το σκοτάδι που έκανε το φεγγάρι να μοιάζει τεράστιο και μεγαλόπρεπο ψηλά στον ουρανό.
Νύχτα ήταν οι λέξεις που άφηνα στο προσκέφαλο σου καθώς έφευγα τα πρωινά.
Νύχτα ήταν να μπορείς να αγγίξεις τις ψυχές, να ψηλαφείς τα σώματα, θαρρείς πιάνο παίζοντας, και να βλέπεις τις εικόνες μέσα τους, τις ανάγκες, να μη μπορείς να τις αποβάλεις.
Ακόμα πιο πολύ ήταν ο τρόπος που σου μάθαινα να περπατάς στ’ ακρόβραχο βαστώντας στα χέρια έναν πέτρινο σταυρό.
Τούτος ο σταυρός ήταν οι νύχτες.

Έρημες και σιωπηλές σαν τις λέξεις που δεν έχουν τίποτε πια να πούν…

Κυριακή 1 Ιουλίου 2007

Γίνε...

Γίνε ένα μικρό πεφταστέρι στην αγκαλιά μου
εν’ απαλό θρόισμα στους ήχους της ψυχής
γίνε ο γιορτινός κήπος να σιγάσω τις κραυγές μου
να γλυκοκοιμίσω ό,τι αγαπώ.
Κι όταν βραδιάσει
σαν άρωμα θα κυλήσω από τα μάτια στα χείλη
από τα χείλη στους πόνους της ψυχής
θα σ’ αγκαλιάσω.
Κι όταν όλα θα γίνουν σα σιωπή τρυφερή
θα χαθώ
να νιώσω μια φορά εσύ να μ’ αναζητάς.