Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2007

Το κλειδί

Αργά το βράδυ, κατηφορίζουν οι ώρες βαριές έναν δρόμο μεγάλο, φθάνοντας έτσι στο δευτερόλεπτο που συναντιούνται να αλλάξουν οι δύο χρόνοι, και υποκλίνονται.
Ξοπίσω τρέχουν άνθρωποι ντυμένοι στα κόκκινα, στα μαύρα – τάχα να προϋπαντήσουν ή κάτι να προλάβουν; -

Είχα στην τσέπη ένα κλειδί, από εκείνα τα μεγάλα των τρένων, το έβαλα στο πάτωμα κι έστρεψα την πορεία του προς το εσωτερικό του δωματίου, λίγο μετά φάνηκε ο νέος χρόνος ντυμένος κατάλληλα για τούτη την ιδιαίτερη συνάντηση που για μια μοναδική φορά έπρεπε κάπου να πάει.

Στον ουρανό, άρχισαν κόκκινα μπαλόνια να ξεπροβάλλουν δίνοντας έτσι μια αίσθηση γιορτινή και πιο κάτω, πάνω στον πέτρινο τοίχο, μια παρέα παιδιών ετοίμαζε, έχοντας ένα αθώο χαμόγελο στα χείλη ζωγραφισμένο, τις σφεντόνες τους.



Χρόνια πολλά, καλή χρονιά να έχετε όλοι.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

Κόκκινο μπαλόνι

Θυμούμαι τις γιορτινές ημέρες τέλη εβδομήντα αρχές ογδόντα.
Βόλτα και φωτογραφίες στην μεγάλη φάτνη έξω από το Γ! Σώμα Στρατού.
Πολύχρωμα στολίδια στο δέντρο, κάτι παράξενο σαν λόγχη στην κορυφή, αγάπη και χαμόγελα.

- Μαμά, πότε θα στολίσουμε το δέντρο;
- Μαμά, θα έρθει Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά ο Άγιος Βασίλης;
- Μαμά, να του ζητήσω δώρο ή εκείνος γνωρίζει τι θα πρέπει να φέρει;

Κ’ ίσως να ήταν το μόνο παραμύθι που μας είπανε και πιστέψαμε δίχως σκέψη, θέλεις το συμφέρων, θέλεις η παιδική ανάγκη για κάτι διαφορετικό…

- Μαμά, στο σχολείο μας είπανε δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, κι αν είναι αλήθεια τότε τα δώρα ποιος τα φέρνει;

Από τότε οι γιορτινές μέρες άλλαξαν δρομολόγιο, περνούσαν από του Λαμπρόπουλου και του Κλαουδάτου.
Ένα πέρασμα από το Καπάνι για καραμέλες και γλειφιτζούρια, κίτρινα και πορτοκαλί κατά προτίμηση.
Τα δώρα τυλιγμένα κάτω από το δέντρο – και τώρα ακόμα – και η αγωνία για την ώρα του σχισίματος του χάρτινου πολύχρωμου περιτυλίγματος για να σκορπίσουν τα κομμάτια των παιγνιδιών στο χαλί του σαλονιού και να ξεκινήσει το παιγνίδι…

Βγήκα στην αγορά τις τελευταίες ημέρες.
Φώτα πολύχρωμα στα καταστήματα και στους δρόμους εκείνα τα, ένα με την πόλη πια, επαναλαμβανόμενα φώτα.
Αριστοτέλους, έξω από του Ιανού, ένα συγκρότημα από τις Άνδεις παίζει παραδοσιακά τραγούδια κι πουλά τα cd του.
Αριστοτέλους με Εγνατίας δύο ευρώ το σακουλάκι με τα κάστανα, επτά τον αριθμό, και παίρνω ένα καθώς κατηφορίζω.
Κόσμος σταματημένος έξω από βιτρίνες κι ένα κρύο διαπεραστικό σε κάνει να σφίγγεις δυνατότερα το χέρι του άλλου ή το χέρι σου μέσα στην τσέπη.
Η πόλη σκαμμένη στους κεντρικούς της δρόμους και η κίνηση αφόρητη.
Η Ελλάδα ανθεί αντικρίζοντας τα σκυθρωπά πρόσωπα των ανθρώπων στις ουρές των αυτοκινήτων και στις γεμάτες βιτρίνες των άδειων καταστημάτων.

- Θεέ μου, με πόση υπομονή έπλασες τούτο τον τόπο;

Με τον καιρό δυσκολεύουν οι επιλογές, σχεδόν ανύπαρκτες οι υλικές ανάγκες.
Λέω υλικές γιατί η ουσία βρίσκεται εκεί έξω, στο κρύο, στην απροσδόκητη ανάγκη να σφίξεις το χέρι που κρατούσες.
Τα ουσιαστικά πράγματα δεν αγοράζονται μα το σημαντικότερο δεν εξαγοράζονται.
Για τούτο λέω να μείνω στο σπίτι.
Για τούτο λέω να δώσω μεγαλύτερη αγάπη στους δικούς μου ανθρώπους.
Να προετοιμαστώ και για τον ερχομό του ανεψιού, Φλεβάρη θα έρθει – πρώτα ο Θεός – μα για τα όμορφα προετοιμάζεσαι καιρό πριν.

Κρέμασα ένα μεγάλο κόκκινο μπαλόνι στο μπαλκόνι, στην αλλαγή του χρόνου θα το αφήσω να πετάξει ψηλά.
Είναι για τα όνειρα, πρέπει να φθάνουν ή έστω να τα θυμίζεις κάποτε στον Θεό.

Εύχομαι να έχετε ανθρώπους με αγάπη αληθινή πλάι σας σε τούτες και κάθε επόμενες γιορτές.
Εύχομαι ακόμα να βρίσκετε την δύναμη να κοιτάτε ψηλά ακόμα κι όταν νιώθετε ντροπή ή φόβο, πάντα υπάρχει ένα αστέρι ψηλά που προσμένει να το κοιτάξετε για να πέσει και να ευχηθείτε κι αν πάλι δεν πιστεύετε στις ευχές των αστεριών υπάρχει ο Θεός κι Εκείνος είτε πιστεύετε είτε όχι κάνει πάντα το θαύμα του.
Αν κάτι δεν σας αρέσει στα δώρα που λάβατε σκεφτείτε μονάχα ότι προσφέρθηκαν όπως και τα δικά σου, με αγάπη.
Εύχομαι υγεία και ευτυχία σε όλους εσάς και σ’ εκείνους που αγαπάτε.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2007

Σπαράζω στην απουσία σου


Παιδί μου!

Πήρες το τρένο να ταξιδέψεις,
σ’ έβγαλε στην αγκαλιά Του,
παιγνίδια βρήκες που δεν είχες,
ξεχάσθηκες παίζοντας.

Μοίρασες τις αποστάσεις
πότε στον Παράδεισο μένεις τα βράδια
πότε στην επιθυμία μου.

Έκοψα ένα κυκλάμινο να σου χαρίσω
κυκλάμινο ήσουν
άνθισες κι έτσι ανθισμένο σε βρήκε ο Βοριάς
δυνατός
και σ’ έκοψε.

Ανεβαίνω κοντά Του κάθε που ξημερώνει
Του φιλώ τα χέρια, Του φιλώ τα πόδια
μα μένεις εκεί κι ούτε που θέλεις να μ’ αγκαλιάσεις.

Χάνομαι στο σκοτάδι της απουσίας σου κατεβαίνοντας
γέρνω στο χώμα κλαίγοντας την άδική σου μοίρα
μα τίποτε δεν αλλάζει
κι αν είχα μια ελπίδα
πνίγηκε απ’ τα δάκρυα των ματιών μου.

Σωρεύονται μέσα μου οι φωνές των ανθρώπων
σε καλούμε πίσω.
Δεν ακούς, όλο και περισσότερο σιωπείς, και κρύβεσαι
τ’ αλώνια τ’ ουρανού μονάχα γεύονται το τρέξιμό σου.

Σπαράζω στη απουσία σου!

Άγγελέ μου!
Τι σου ‘ταξε ο θάνατος να σε κερδίσει;
Για ποια ακρογιάλια σου μίλησε κι άπλωσες το χέρι να σε πάρει;

Άλλο δεν έχω ν’ αγαπήσω
κι άλλο δεν βρίσκω προσκεφάλι να γύρω απ’ το δικό σου
που το ‘κλεισε η πέτρα.

Δε θα μάθεις ποτέ πόσο ψηλά πετούν τα πουλιά
μήτε θα δεις τη θάλασσα να γκρεμίζει τους χωμάτινους πύργους σου
μήτε θ’ ανθίσει το χαμόγελό σου στα χείλη
μήτε το δικό μου χαμόγελο θ’ αντικρίσεις
τη φωνή μου δε θ’ ακούσεις
δε θα κρυφθείς ποτέ πια στην αγκαλιά μου…

Σπαράζω στην απουσία σου!

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

Παραμονές Χριστουγέννων

Παραμονές Χριστουγέννων, κι έχει απομείνει το χιόνι σιωπηλό στις παγωμένες αποστάσεις του μυαλού μου.
Άφησα στον κήπο ένα τσουβάλι ρούχα παλιά στρατιωτικά, ένα ζευγάρι άρβυλα γυαλισμένα, μια ταυτότητα αναγνώρισης πτώματος*.

Θυμούμαι τους χιονισμένους χειμώνες στον Χορτιάτη, εκείνους της Κομοτηνής, της Σάμου…
Πάλεψα χρόνια με τα κύματα κι έμεινα ζωντανός, όχι μ’ εκείνα της θάλασσας μα με της ψυχής τα κύματα, εκείνα που μια φίλη έλεγε πως δεν σε πνίγουν αν δεν το επιθυμήσεις.
Έχω καλά φυλαγμένες φωτογραφίες και μνήμες, συναισθήματα, χρώματα και ήχους.
Σε άσπρο μαύρο τα πρόσωπα, με χρώμα τα κύματα, τα δέντρα, τα βουνά, τα σπίτια.

Χώρεσα της ψυχής μου τα όνειρα, τι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις σε μια βαλίτσα και τα ταξίδεψα, για να επιστρέψω.
Πάντα επιστρέφεις, ακόμα κι όταν έχεις πιστέψει πως δεν υπάρχουν λόγοι για να το κάνεις.
Φύτεψα κι έναν βασιλικό, πλατύφυλλο, να θυμούμαι, να ελπίζω.

Μέρες που έρχονται, λέω να σηκώσω στον ουρανό μου ένα μεγάλο όμορφο φεγγάρι, χειμωνιάτικο, ντυμένο με το μάλλινο πανωφόρι και τα ζεστά του παπούτσια.
Στα χέρια θα έχει κρατημένο ένα μικρό, τοσοδούλικο χαμογελάκι ποτισμένο ελπίδα.
Κι ας έρχονται μέρες πιο λυπημένες, πιο παγωμένες.

Θ’ αφήσω πλάι στο τζάκι μια εικόνα παλιά να παίζει.
Εξάλλου, τούτες οι μέρες βοηθούν στην αναμόχλευση της μνήμης.


* Ταυτότητα Αναγνώρισης Πτώματος ή ΤΑΠ ονομάζεται η μεταλλική ταυτότητα που φέρουν στον λαιμό τους οι στρατευμένοι.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Κατοικώ στις κόγχες των ματιών σου

Κατοικώ στις κόγχες των ματιών σου
κατοικώ σε εκτάσεις υγρές.

Κ’ ίσως τα τόσα όνειρα
να λύγισαν από την λύπη
από του χρόνου τ’ αντάμωμα με τον άνεμο.

Μίλησα κάποτε για του σεισμούς
που έριξαν κάτω την ζωή μας
και την ρήμαξαν.

Σ’ ένα πέλαγο ρυτιδωμένο
χτίζουμε τώρα τις ζωές μας
και συθέμελα τις τρώει.

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Τόσους μήνες πρόσμενα

Τόσους μήνες πρόσμενα
στο μήνα της γεννήσεως να έρθει το θείο βρέφος.
Καθόμουν δίπλα στο τζάκι διαβάζοντας
πότε μια παιδική ιστορία, πότε κάποιο ποίημα.
Κι ακολουθώντας τα βήματα των ηρώων
άλλοτε των παραμυθιών κι άλλοτε των ποιημάτων
έχασα τον δρόμο για το βρέφος.
Λάθος έφταναν οι εποχές στην προσμονή μου
βρέθηκα στα καλοκαίρια να ταξιδεύω
κάνοντας πανί στον άνεμο
τόσους χειμώνες περασμένους.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

«…εγώ το φιλί θέλησα»

Ύστερα το φιλί έγινε κύκνος λευκός
χάθηκε μέσα στη λίμνη.
Το παιδί κοίταξε τον κύκνο
«μα, πως…» είπε με απορία
«…εγώ το φιλί θέλησα» κι άρχισε να κλαίει.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Διαμάντια πεταμένα στο χώμα

Εντελώς τυχαία καμιά φορά, συναντάς στον δρόμο σου κάτι διαμάντια πεταμένα που είναι στο χώμα.
Απλώνεις τα χέρια, τα κρατάς για λίγο κι έπειτα, δοκιμάζοντας έτσι την δύναμη σου, δίνεις μια δυνατή κι ακριβώς την στιγμή που σπάζει ο καρπός ελευθερώνεις τα δάχτυλα κι εκείνα χάνονται μακριά, αν πάλι είναι τυχερά χάνονται στα βαθιά νερά της θάλασσας και γαληνεύουν.
Αν πάλι ο τυχερός του παιγνιδιού έχει το δικό σου όνομα, έτσι καθώς τα παίρνεις, τα φυλάς στις χούφτες καλά και στην πρώτη που βρίσκεις στον δρόμο σου βρύση τα ξεπλένεις, τα σκουπίζεις με την μπλούζα και τα κρύβεις στην τσέπη την εσωτερική του σακακιού σου.
Εκείνα αρχίζουν και ζεσταίνουν σιγά σιγά.

Έχεις ποτέ σου νιώσει μια τέτοια ζέστη;

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2007

Μάτια πανσέληνα

Έχω τα χέρια μου ζεστά για τις νύχτες σου
μάτια δακρυσμένα για τα στεγνά σου βράδια
κι έχεις τα μάτια τα πανσέληνα
για τα πιο όμορφα όνειρά μου.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

Τρένα που διαρκώς ταξιδεύουν…

Δρασκελώ στη βραδινή υγρασία.
Πάει να χιονίσει μα βρέχει, όλα τριγύρω αναποφάσιστα.
Ήχοι δραπετεύουν απ’ την αγκαλιά του ραδιοφώνου, μοιάζουν τραγούδια.
Θεέ μου, που με φθάνουν πάλι;

Έριξα στην πλάτη την τσάντα που κουβαλάει τις αναμνήσεις τόσων χρόνων ταξιδιού, μόνο που χαράζοντας διαδρομή είπα «όπου με βγάλει τούτη τη φορά».

Καρλόβασι 2003.
Πρέπει όλα να ξεκίνησαν από εδώ.
Οι εικόνες που ομόρφυναν, οι σκέψεις που άλλαξαν, η ψυχή που δυνάμωσε.

Ηράκλειο 2004.
Πρόσωπα από χρόνια λατρεμένα.
Γάμος.
Στην ξεφάντωση, χορός ερωτικός, σούστα.
Βήματα που δεν αξιώθηκα ποτέ.
Άραγε αγάπησα ποτέ πραγματικά;

Θεσσαλονίκη 2000.
Πρέπει να φύγω.
Πουθενά θαλπωρή, τρυφερότητα ανύπαρκτη κι αυτή.
Πασχίζω να κρατηθώ.

2006 επιστρέφω.
Έχω στα χέρια την ψυχή μου πουλί μικρό, δε ξέρει ακόμα να πετά.

«…έχασα καιρό να σ’ αναζητώ άμοιρη ψυχή μου…»
Κι ακόμα ταξιδεύω…

Αλήθεια τι ώρα σαλπάρει το καραβάκι για Κουσάντασι;
Λέω να ταξιδέψω τούτη τη φορά για το “νησί των πουλιών” …

2007 …λίγο πριν τελειώσει…
Θάλασσες που δε βγάζουν πουθενά πια.
Τρένα που διαρκώς ταξιδεύουν…

Τελικά, που βγάζουν οι διαδρομές;

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2007

Αμίλητες νύχτες

Πλησιάζουν αμίλητες οι νύχτες.
Πότε απλώνουν ένα πέπλο και σκεπάζουν τα πάντα
πότε φωτίζουν από ένα ελάχιστο άστρο τις πτυχές τους,
αρχίζουν να διαγράφουν εικόνες, αρώματα, αγγίγματα.

Οι κινήσεις φυλαγμένες σ’ ένα μεγάλο βάζο σιωπής.

Διακρίνω στον απέναντι τοίχο το πρόσωπο μου.

Θαρρείς αδημονεί.
Θαρρείς κάθε τι προηγούμενο έχει σκοτώσει και περιμένει…