Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Έγινα ένα μικρό σπαθισμένο απ’ τον άνεμο φύλλο


Λυγίζουν στον ήλιο του απογεύματος σκέψεις και επιθυμίες.

Είπα κάποτε «πριν από τον έρωτα θα ζήσω για εσένα»
δίχως να γνωρίζω τότε πως έξω από τον έρωτα
δεν ζουν οι άνθρωποι.

Κι έγινα ένα μικρό σπαθισμένο απ’ τον άνεμο φύλλο
σε κλαδί Πλατάνου
κ’ ήταν ο Πλάτανος σε πλατεία αδειανή
από φωνές παιδιών και καφενείων καρέκλες.

Μέτρησα φυλακισμένος τις αχτίδες του ήλιου
τις ριπές του ανέμου ένιωθα να με διαπερνούν
κι εκτελεσμένος, γυρνούσα από γωνιά σε γωνιά
στο μικρό χωμάτινο κελί μου
ζητιανεύοντας το φως των αστεριών
μα γύρευε εκείνο τους ερωτευμένους.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Φθινόπωρο στην οδό της Άνοιξης II

Δε μέτρησε μήτε μια του φορά τα βήματα…
Άναψε πέντε κεριά κι έτσι γαληνεμένος που ήταν άρχισε να ανηφορίζει.
«Θεέ μου» έλεγε, κι άφηνε την επιθυμία να κυλιστεί κάτω απ’ τα σύγνεφα μέχρι να βρει εκείνη κάποιο κενό ανάμεσα τους ώστε να τα προσπεράσει.
Η σύντροφος του έφθασε λίγο μετά, τον αγκάλιασε τρυφερά στους ώμους αφήνοντας ελαφρά τα σημάδια της στο πρόσωπο του.
Όταν εκείνος κρύφθηκε στο παλιό κτήριο που βρέθηκε μπροστά του ξέσπασε εκείνη …
Άφηνε σε λίμνες τα δάκρυα της, μούσκεψε κάθε έναν που πήγαινε να τον συναντήσει.
Στάθηκε για λίγο εκείνος κάτω από το κεφαλόπορτο, έβλεπε τούτο το ταξίδι του νερού πάνω στο οδόστρωμα και τους ανθρώπους…

Πριν ξεκλειδώσει, ένοιωσε την μοναξιά να περιμένει στο ψυχρό του δωμάτιο.
Ευλαβικά δίπλωσε τα ρούχα ταχτοποιώντας τα παράλληλα στην παλιά ντουλάπα.
Πριν κλέψουν την ύπαρξη του σκοτάδι και ύπνος φανερώθηκε στα μάτια του εμπρός το πρόσωπο της Αγίας.
Απαράλλαχτο από εκείνο που συνάντησε στο παλιό κτήριο την ώρα της καταιγίδας.

Μέτρησε ξανά και ξανά τα χαρτιά του.
Κάποια σελίδα ένιωθε πως έλειπε παρόλο που η αρίθμηση ήταν σωστή.

Είχε πια ζεστάνει ο καιρός, τις σελίδες του είχε στο πλάι αφήσει και ταξίδευε πότε στην χαρά πότε στην λύπη.
Ένιωθε την ανάγκη να ζωγραφίσει το πρόσωπο εκείνης της Αγίας.
Άρχισε να προσεύχεται κι όταν δεν το μπορούσε να γράφει τις προσευχές του.
Ένιωσε την Αγία του να δακρύζει.
«Γιατί;» ρώτησε, «γιατί τα μάτια με τα δάκρυα καθαρίζουν την ψυχή» του άφησε μιαν απάντηση στο προσκεφάλι.
Δάκρυσε κι εκείνος.
Λίγος μέσα στο λίγο του.
Μόνος μέσα στο απέραντο του.

Εξομολογήθηκε.
Ένιωσε ένα Φώς να τον κατακλύζει.
Βρήκε μέσα του τις αλήθειες της ύπαρξης του.
Δάκρυζε εκείνη.
Ολοένα περισσότερο, ολοένα πιο πολύ την έκλεισε στις προσευχές της.
Σκόνταψε στις ίδιες του τις προσευχές εν’ απόγευμα.

Πως είναι να κλέβεις την αγιότητα του ανθρώπου που έμαθε για εκείνη να προσπαθεί;

Έχασε τον παράδεισο εντός του αναζητώντας έναν Άγγελο ή μιαν Αγία μορφή για να μπορέσει να ανασάνει.
Πιο αμαρτωλός από τους αμαρτωλούς, πιο έρημος από τις ερήμους.
«Τα Δώρα της Ερήμου» που ξέθαψε η αμαρτία του, προσεύχεται τώρα να κατανοήσει…

Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

Φθινόπωρο στην οδό της Άνοιξης

Στάθηκε στη βροχή και στην νύχτα ανάμεσα.
Βρήκε με δυσκολία άδειο ταξί να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε πριν βρεθεί στο κέντρο.
Παραλίγο δώδεκα όταν ξεκλείδωσε.
Βρήκε την θέση της στο πάτωμα η τσάντα, η ομπρέλα στο νιπτήρα για να μπει σε μια μπανιέρα μικρή καθώς εκείνη χτένιζε τα φρεσκολουσμένα της μαλλιά.
Ντύθηκε το ταιριαστό με το σώμα κοριτσίστικο νυχτικό της κι αποκοιμήθηκε έχοντας ένα βιβλίο φυλαγμένο στην αγκαλιά της.

Μικρό αυτόφωτο αστέρι φάνταζε στην αγκαλιά ενός φωτισμένου ουρανού κι έτσι καθώς τα μαλλιά της μπλέκονταν μεταξύ τους μέχρι λίγο πιο κάτω από τους ώμους, έμοιαζαν ανάμεσα τους να παίζουν οι αχτίδες του φεγγαριού…

Άφησε ένα χαμόγελο στο βλέμμα του τρυφερού Απριλιάτικου πρωινού ήλιου.
Όλα φώναζαν την παρουσία τους, τα βιβλία, οι μουσικές, οι φωτογραφίες, τα ριγμένα στην καρέκλα ρούχα.
Μια σιωπή μονάχα αντηχούσε περισσότερο από κάθε ήχο άλλο.
Μια απουσία απέραντη όσο το σεληνόφως την νύχτα.

Μέρα τη μέρα μερεύουν και οι σιωπές στα στήθη.
Κι ας φλέγονται, μόνο εκείνα γνωρίζουν και μόνο εκείνα επιλέγουν ποτέ θα ανασύρουν από τα βάθη τις φλόγες.

Νύχτα τη νύχτα, προσευχή την προσευχή φθάνουν όσα πρόσμενες καμιά φορά.
Καμιά φορά πάλι, έτσι καθώς φθάνουν, ανεβάζουν σημαία πειρατική και μ’ ένα ρεσάλτο σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμα τους.
Δακρύζουν οι προσευχές, θολώνουν τα μάτια, τρέμουν τ’ απομεσήμερο τα χέρια πάνω στο λευκό χαρτί, πάνω στ’ ανοιχτό βιβλίο.

Στάθηκε στη βροχή των ματιών και στη νύχτα ανάμεσα.
Βρήκε με δυσκολία το μαντήλι να σκουπίσει το πρόσωπο.
Παραλίγο ξημέρωμα την βρήκε στο τέλος της προσευχής.
Βρήκαν οι απαντήσεις τα χείλη να λεχθούν, βρήκαν τα δάκρυα χώρο κι άλλο στα μάτια να χορέψουν.
Κρύφθηκε στην μπανιέρα, χάθηκε σχεδόν μέσα της.
Ντύθηκε εκείνο το κοριτσίστικο νυχτικό της.
Περίσσευαν τα χέρια, περίσσευαν τα πόδια.
Άρχισε να τρέχει μέσα στην νύχτα.

Η γύμνια τ’ ουρανού παρέδιδε στο σκοτάδι τα βήματα της, τα όνειρα, τις σιωπές της.

Άφησε ένα δάκρυ στο ψυχρό δρεπάνι του Θεριστή.
Εκείνος είχε το χρυσό κλέψει από τους κάμπους, μόνο κομμένα σπαρτά που τώρα έκαιγαν τις ρίζες τους απέμειναν.
Αποπνικτική η οσμή, δρεπανηφόρο το μάσημα της φωτιάς τριγύρω.

Νύχτα τη νύχτα σπαράζουν οι σιωπές στα στήθη.
Κι ας μη φλέγονται εκείνα παρά μόνο στο κρυφτό τους με το πλήθος.
Δακρύζουν τα μάτια στις προσευχές.
Τα βήματα ματώνουν.

Στέκεται στο φώς και στην αλήθεια του Ανθρώπου ανάμεσα.
Η δική της αλήθεια.
Η μόνη πραγματική αλήθεια.

Η γύμνια του ρολογιού ράγισε στα δύο τον χρόνο.
Κάθισε αριστερά εκείνος που την πόνεσε.
Δεξιά της, το μυστικό της ζωής…

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Φύλλα ημερολογίου

στη Sylvia

.

Έχω χτυπήσει, φωνάζω την μητέρα.
Μικρό παιδί είμαι ακόμα, στα οκτώ

και φοβάμαι το αίμα.
Δεν πονάω.
Ποτέ δεν πόνεσα στο σώμα.
Στην ψυχή πονάω.
Με πονούν τα λόγια, οι πράξεις, οι ατυχίες.
Οι αποτυχίες μου.
.
Δεν έχω μεγαλώσει ακόμα.
Παίρνω από το χέρι την ξαδέρφη

δύο χρόνια μεγαλύτερη.
Κατεβαίνουμε στο βενζινάδικο

έχει ψυγείο με παγωτά και είναι καλοκαίρι.
.
Με ζεσταίνει ακόμα εκείνο το πιάσιμο των χεριών

με δροσίζει το παγωτό.
.
Μιλάμε στο τηλέφωνο.
Πονάει, πονάμε και οι δύο.
Χανόμαστε στις λύπες μας.
.
«Σ’ αγαπώ» της λέω πριν κλείσει η γραμμή

και δακρύζω.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

Σημείωση δεύτερη στις αναμνήσεις παράπλευρα της Πλατείας Συντριβανίου


Βρίσκομαι παρέα μ’ ένα Καναρίνι, μια Νεράιδα και μια Σαγήνη…
Μετράμε μπύρες, σκέψεις, λέξεις δεν μετράμε και δάκρυα.
Έχω καιρό να περάσω τόσο όμορφα.
Δεν με νοιάζει τι έχω και τι δεν έχω, είμαι εδώ και είμαι ζωντανός…
Είμαι εδώ και κάνω εκείνο που λατρεύω.
Συζητώ.
Καταλαβαίνω και με καταλαβαίνουν.
Αφουγκράζομαι τα πάντα.
Απορροφώ κάθε τι που υπάρχει στον χώρο.

Οι άνθρωποι μου είναι.
Οι ελπίδες μου.

…και είμαι ευτυχισμένος…

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Σημείωση στις αναμνήσεις παράπλευρα της Πλατείας Συντριβανίου


Είπα, άλλο δεν θα δακρύσω πια.
Φτάνουν τα δάκρυα, περίσσεψε το πρήξιμο στα μάτια.

Πως είναι να γέρνεις σε μια αγκαλιά θέλω να θυμηθώ.
Να αφήνεις το χέρι σου στα χέρια ενός ξένου
κι ας κοιτάξει σε δύο στιγμές την ζωή σου ολόκληρη
με ένα και μόνο άγγιγμα.

Θαρρώ “να αφεθώ” πως λέγεται ή πιο σωστά
”να παραδοθώ”.

Και είναι τόσος ο καιρός που νιώθω την ανάγκη.
Μα όλο σκοντάφτω στα “πρέπει” και τα “μη”.

Είπα, άλλο δεν θα δακρύσω πια.
Μα πήρε ο ουρανός να βρέχει, να μου κρύψει τα δάκρυα.

. * * * * *

Κόπασαν πια.
Μια φωνή αγαπημένη με πήρε από το χέρι.
Έχουν την δύναμη αυτή
οι άνθρωποι που κατοικούν στην καρδιά μου.

(I.T.)Σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Από τις αναμνήσεις μιας Παρασκευής παράπλευρα της Πλατείας Συντριβανίου

Έφερα τα χέρια στο πρόσωπο μου.
Άλλη μια φορά δεν έφθασε το νερό να πάρει μακριά όσα νιώθω.
Άλλη μια φορά το νερό ανοίγει τους πόρους του προσώπου μου και ζητούν την ύπαρξη σου.
Πως ξεδιψάζεις ένα τέτοιο πρόσωπο;
Τι βάζεις στους ανοιχτούς πόρους επάνω που φωνάζουν ώστε να μην πληγιάσουν από το δάκρυ;

Το ρολόι, χτυπάει κάθε ώρα την απουσία.
Σπασμωδικά σπρώχνει την ζωή μου στο πέρασμα του.
Περνά από πέτρινα στενά και με χτυπάει.

Τι ώρα φθάνεις;
Τι ώρα φεύγεις;
Δεν γνωρίζω πια.
Εκείνο που γνωρίζω είναι των χρώμα των απουσιών σου επάνω στους δρόμους της απελπισίας μου.

Κοίταξε με.
Έχω εκείνο το γιασεμί φυλαγμένο στα δύο μου χέρια.
Σε κάθε μου ταξίδι, κάθε μου κίνηση, σκέψη, ανάσα…

Πότε επιστρέφεις;
Έχω την αίσθηση της επιστροφής σου στα χείλη μου επάνω.
Έχω τον παλμό της καρδιάς σου στα ξύλινα παγκάκια μιας οδού παραλιακής.

Έχω γύρει.
Κάθε νύχτα γέρνω.
Κάθε πρωί σηκώνομαι για να μπορώ πάλι να γύρω.

Άκου τους χτύπους της καρδιάς μου…
Ακαθόριστα χτυπούν.
Θαρρείς πως θέλει εκείνη να σπάσει.
Την έχω φυλάξει σε μαντήλι λευκό.
Ήταν κάποτε λευκό.
Θα έλεγα πως έχει αίμα γεμίσει μα τα δάκρυα είναι πιο πολλά.

Θέλω να κοιτάξω ψηλά, όπως πρώτα.
Βαθιά ν’ ανασάνω πάλι όπως πρώτα.
Μα τίποτε πως πρώτα δεν μπορεί να είναι.
Θα ‘ναι όλα μετά από εσένα.
Τα μετά που πρέπει να υπάρχουν με σκοτώνουν.

Βήμα βήμα θα υπάρξουν κι αυτά.
Μ’ ακούς;
Θα υπάρξουν.

Έχω ακόμα τα χέρια στο πρόσωπο μου.
Αν κάποιος τ’ ακουμπήσει είναι σα να με κοιτάζει στα μάτια.
Δε φοβούμαι τα άσχημα μου.
Το πόσο πολύ υπάρχεις μέσα μου φοβάμαι.
Εκείνο προσπαθώ να κρύψω πίσω από χαμόγελα, αλκοόλ κι εξομολογήσεις.

Θυμούμαι ακόμα εκείνο το παιδί που έτρεχε μέσα μου ντυμένο ένα λευκό φουστάνι και παπούτσια τρία νούμερα παραπάνω.
Έγινε γυναίκα εκείνο το κορίτσι.
Και πόσο πολύ πονάει τώρα…

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Μοιρολόϊ


Πριν κλείσουν τα ματάκια μου
τη μαύρη γη πριν δούνε
να διω φέρτε τις κόρες μου
εκεί στα ξένα πού ‘νε.

Φέρτε να δω τα ‘γγονια μου
κορμιά κυπαρισσένια
που ‘χουν κλαδιά πολύ ψηλά
καρδιά μαλαματένια.

Στα σκοτεινά κλειδώθηκα
κι έχω μεγάλη θλίψη
ψάχνει να βρει ο Θάνατος
σπίτι για να με κρύψει.

Μη με κοιτάς στα μάτια μου
Θάνατε πριν να γνωρίσω
αυτούς που ήρθαν να με δουν
πριν να τσ’ αφήσω πίσω.

Ένα ποτήρι με νερό
να πιω να ξεδιψάσω
αφού ζωή δεν το μπορώ
άλλο να την χορτάσω.

Σκοτείνιασαν τα μάτια μου
οι πέτρες τα ‘χουν κλείσει
κι όσα μου τα δάκρυα
το φως δε θα γυρίσει.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Είναι η ώρα


Είναι η ώρα.
Πρέπει να έχεις φθάσει.
Το Παλικάρι να φιλήσεις Ομορφοκαπετάνισσα μου.

Πάνε τόσα χρόνια που έμεινες μόνη στο καράβι.
Έλυσες απόψε τους κάβους.
Κάτω απ’ το σπίτι ένα ακορντεόν παίζει μια μαζούρκα.
Δεν γνωρίζω αν μπορείς τον ήχο του να ακούσεις.

Έρχονται από μακριά για να σε δούνε.
Έρχονται από μακριά να σ’ αγκαλιάσουν.

Ξέρω πως είναι εκεί, να σε πάρει από το χέρι όταν θα φθάσεις.
Μια μια τις μνήμες θα τις λέτε και θα γελάτε.

Άλλα δεν έχω λόγια να σου πω…
Μονάχα αντίο, κι όσο σου μένει για να φθάσεις, να ‘ναι καλό το ταξίδι.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Είπε «διψώ»


Είπε «διψώ» η κοπέλα
άνοιξε στα δύο ο βράχος
φανερώθηκε πηγή πλούσια
λουλούδι φύτρωσε στα ποδιά τους

«θέλω στα μαλλιά να το ‘χω»
είπε πάλι
με μιας κόβει εκείνος
απ’ τη ρίζα το λουλούδι
και το βάζει στα μαλλιά
πέθαναν τα χρώματα του

επικίνδυνη που είσαι ηλικία
στο ματαιόδοξο της ομορφιάς αφήνεσαι μικρή
και στην πλεκτάνη του έρωτα
παραδίδεσαι σαν μεγαλώσεις



Το μουσικό θέμα ανήκει στον Σταμάτη Σπανουδάκη.
Ακούγεται είναι οι τίτλοι αρχής του φιλμ Όλα είναι δρόμος» σε σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Ο ήχος της βροχής

Πες μου, θυμάσαι πόσο μόνη νιώθει η ψυχή όταν βρέχει και δεν έχει που να γύρει;

Κοίταξε με πως στέκω στο άγγιγμα της βροχής!
Σμίγουν σκέψεις, σταγόνες και σιωπές μέσα στη νύχτα.

Σμίγει η ψυχή μου με το όνειρό…
Αφήνουν ίχνη στο βρεμένο χώμα τα βήματα του χορού.

Θυμάσαι πως είναι να χορεύεις βαλς στη βροχή;
Θυμήσου τα βήματα…
Τα αγγίγματα νιώσε τα βρεγμένα.

Το φιλί που ίδρωσε μέσα στα χείλη και ξεστράτισε…



Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Ρωτάς γιατί

Ρωτάς γιατί.
Μα τα διότι μου έχουν τελειώσει.
Έχω μόνο ελπίδες.
Κι ελπίδες που με τον καιρό ωριμάζουν.

Ρίξε ένα βότσαλο στο νερό κι εκείνο θα σου δείξει τη δύναμη του.
Πάρε έναν άνθρωπο από το χέρι και θα δεις την δική του.

Λοιπόν, θα πιάσεις το χέρι μου;

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Απάντηση σε ένα mail που δέχθηκα

Είναι παράξενες οι ανθρώπινες συμπεριφορές, πράγμα που τον τελευταίο καιρό με οδηγεί μονάχα σε μια σκέψη, γιατί έχουμε κάνει τόσο πολύπλοκη την ζωή και τις σχέσεις μας αφού η απόλυτη ομορφιά βρίσκεται τελικά μέσα στα πολύ απλά και καθημερινά πράγματα;

Πόσο, αλήθεια, βαθαίνουμε στην σκέψη πως τα παιδιά μας καθημερινά γίνονται πιο δύσκολοι άνθρωποι αναπτύσσοντας έτσι ιδιότροπες συμπεριφορές;
Πόσο, αλήθεια, θα μας άρεσε να ακούσουμε την αλήθεια πάνω σε τούτο το ερώτημα;
Αναρωτηθήκαμε πόσο προσπαθούμε να βρεθούμε εμείς κοντά στα παιδιά μας, πόσο γονείς είμαστε δηλαδή;
Η εγκατάλειψη ενός παιδιού είτε αυτή γίνεται με κάποια εξαγορά, ακριβά δώρα, εκδρομές κι ό,τι άλλο μπορεί κάποιος να σκαρφιστεί στον τομέα αυτό, είτε γίνεται με τον πλέον άσχημο τρόπο, με απόλυτη αδιαφορία δηλαδή και δίχως να εντάξω στην κατηγορία αυτή την κακοποίηση, έχει ως φυσικό επόμενο την εκδήλωση μιας ιδιάζουσας συμπεριφοράς.
Οπότε εκείνο που λείπει πραγματικά είναι ένας καλός γονιός, κι αυτό είναι πάντοτε αμοιβαίο, όσα περισσότερα δίδεις σε ένα παιδί τόσα περισσότερα κερδίζεις ως ανθρώπινη ψυχή.

Μιλώντας στις παρουσιάσεις του Ήχου Πλάγιου σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, μίλησα και στις δύο για την αγάπη.
Έχουμε πραγματικά ανάγκη από αγάπη και τούτο πάει να πει να αποδεχόμαστε τους γύρω μας με ότι εκείνοι φέρουν στις αποσκευές τους.

Δεν κοιτούν μήτε ηλικίες οι ασθένειες, μήτε τρόπο ζωής, μήτε καλές και κακές ψυχές.
Έρχονται, κι όταν έρχονται δεν έχουμε παρά να αγκαλιάσουμε ακόμα περισσότερο εκείνον στον οποίον ήρθαν, να βρεθούμε αληθινά κοντά του σε τούτο τον σκόπελο που έχει να περάσει όσο κι αν μας είναι δύσκολο κάτι τέτοιο.
Γνώρισα ανθρώπους που έχασαν ότι είχαν από μια αρρώστια ή κάποιο δυστύχημα, θα μπορούσαν να έχουν χάσει κάθε επιθυμία για ζωή, βρίσκουν όμως λόγους καθημερινά για να υπάρξουν γιατί κάτι όμορφο θα έρθει στο μέλλον και πάλι.
Τους ευχαριστώ από καρδιά που δεν εγκαταλείπουν τα όπλα είτε τους γνωρίζω από κοντά είτε η ζωή τα έφερε έτσι και δεν καταφέραμε να γνωριστούμε πιο καλά.
Πρόσφατα έχασα έναν φίλο, ήθελα να του τηλεφωνήσω κάποια στιγμή, είχε περάσει η ώρα και γνώριζα πως θα κοιμόταν, οι χημειοθεραπείες είναι πολύ δύσκολες, όσοι έχουν περάσει από το στάδιο αυτό καταλαβαίνουν τι λέω, δεν τηλεφώνησα.
Την επόμενη ημέρα το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο μου, σαν είδα το όνομα στην οθόνη του τηλεφώνου κατάλαβα τι είχε γίνει.
Δεν είχα πια καμία ευκαιρία να πω στον φίλο μου μια τελευταία κουβέντα.
Είτε φεύγουν είτε μένουν οι άνθρωποι μετά από μια αρρώστια μαζί μας, εμείς έχουμε το χρέος να είμαστε εκεί, για εκείνους και για εμάς.
Οι άνθρωποι μας κουβαλούν και άλλες ιδιαιτερότητες.
Ένα χρώμα διαφορετικό, μια διαφορετικότητα στην επιλογή ερωτικού συντρόφου, κάποια άλλα θρησκευτικά πιστεύω κ’ είναι εκείνα που θα πρέπει να μας περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο και να τους δείχνουμε με το δάχτυλο;
Πόσο όμορφα θα αισθανόμασταν να έκαναν το ίδιο με εμάς;
Να βρισκόμασταν σε μια χώρα μαύρων ας πούμε στην δεκαετία του είκοσι και να μας δαχτυλοδείχνει μια ολόκληρη κοινωνία γιατί έχουμε διαφορετικό χρώμα στο δέρμα ή τα μαλλιά;
Αν υποθέσουμε πως είναι διαστροφή να είναι κάποιος ομοφυλόφιλος δεν είναι άραγε διαστροφή να έχει κάποιος ερωτικούς συντρόφους περισσότερους του ενός στο ίδιο ή διαφορετικό κρεβάτι ταυτόχρονα ή να κάνει κι εγώ δεν ξέρω τι;
Μήπως ο έρωτας τελικά είναι κάτι τελείως προσωπικό και δεν πρέπει να μας αφορά το τι κάνει ο κάθε ένας εντός των τειχών του σπιτιού του;
Εξάλλου, θα μπορούσαμε να βρεθούμε κι εμείς με πολύ μεγάλη ευκολία στο απέναντι, όπως είπα, πεζοδρόμιο, όχι εκείνο που δείχνει αλλά εκείνου που τον υποχρεώνουν να κρύβεται κι αν δεν το κάνει τον πολεμούν.
Είπαμε, τους διαφορετικούς τους θέλουμε να δείχνουν αδύναμοι μπροστά μας κι αναρωτιέμαι πάλι, εμείς δεν διαφέρουμε σε τίποτε από τους πολλούς;

Παράδειγμα που όλοι γνωρίζουμε είναι η ψωρίαση.
Το άγχος, το κάπνισμα και η κακή διατροφή είναι λόγοι που μπορεί να εκδηλωθεί η πάθηση αυτή.
Πολλοί συνάνθρωποι μας πάσχουν από αυτήν.
Πόσοι από εκείνους όμως τολμούν να το παραδεχθούν;
Μήπως κάποια πράγματα είναι ταμπού για εμάς και υπάρχουν στο DNA μας;

Η διαφορά βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας μα πάλι δεν θέλουμε να την δούμε και το παράδειγμα κλασικό.
Αν κάποιος άντρας είχε κατά την διάρκεια της ζωής του πολλές διαφορετικές συντρόφους, εντός ή εκτός γάμου κοινωνίας δεν έχει σημασία, είναι απλά Ο Μάγκας και το κόβω εδώ για να μη δώσω άλλον χαρακτηρισμό, αν όμως μια γυναίκα είχε κι εκείνη πολλούς ερωτικούς συντρόφους τότε, και δίχως δεύτερη κουβέντα, είναι μια πόρνη.

Αν κοιτάξουμε καλά γύρω μας θα δούμε όχι μόνο άντρες αλλά και γυναίκες που αναζητούν ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Μια πρόσκαιρη ερωτική περιπέτεια και τίποτε παραπάνω.
Είναι και θέμα τύχης να μην πέσουν επάνω μας μα κι αν πέσουν να κάνουν την προσπάθεια τους με τρόπο που να μην μας προσβάλει.

Τις τελευταίες ημέρες μου στο νησί, επέτρεψε μου Νησί μου να πω, στη Σάμο, συζητώντας με έναν εκ τον υπευθύνων του περιοδικού «Απόπλους, Σαμιακών Γραμμάτων και Τεχνών Περιήγηση» μου ανέφερε ένα βίωμα δικό του.
Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα και καθώς βρέθηκε από το έδρανο του μαθητού σε εκείνο του δασκάλου είχε το μεγάλο όνειρο να σώσει την παιδεία, όχι κάτι διαφορετικό δηλαδή από εκείνο που θρέφουν στην ψυχή τους πολλοί εκ των εκπαιδευτικών που εγώ γνώρισα τουλάχιστον τόσο σε επίπεδο εκπαίδευσης όσο και φιλικό επίπεδο.
Τότε λοιπόν κι επιστρέφοντας στον τόπο του την Σάμο είχε την τιμή και την ευτυχία να γνωρισθεί με έναν μεγάλο άνθρωπο των γραμμάτων και της εκπαίδευσης του τόπου.
Εκμυστηρεύτηκε τις όποιες του αγωνίες, τα όνειρα του για όσα αγωνίστηκε να μάθει και να μεταδώσει στα παιδιά που πλέων ήταν παιδιά του.
Η απάντηση που έλαβε πραγματικά τον εξέπληξε στην πορεία κατάλαβε όμως πως πραγματικά δεν μπορείς να σώσεις την παιδεία, όχι τόσο γιατί υπάρχει κάποιο λάθος στο σύστημα όσο γιατί είναι σα να προσπαθείς να σώσεις ένα δάσος από την φωτιά ενώ τα μέσα που διαθέτεις αρκούν για ένα ή δύο, το πολύ πέντε με έξι δέντρα.
Οπότε αν στα τριάντα πέντε χρόνια εκπαιδευτικής σταδιοδρομίας εάν πραγματικά καταφέρεις να ανοίξεις έναν δρόμο άγνωστο σε κάποιο παιδί και είναι εκείνος ο δρόμος που θα καθορίσει την υπόλοιπη του ζωή τότε έχεις κάνει απόσβεση για όλα τα χρόνια που έλιωσες στα έδρανα ως δάσκαλος προσπαθώντας να μεταδώσεις όλα εκείνα που η ζωή και τα συγγράμματα σου έμαθαν.
Αυτό πάλι ισχύει και για όλα τα υπόλοιπα επαγγέλματα με τις όποιες ιδιαιτερότητες το κάθε ένα από αυτά έχει.
Ισχύει και για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Δεν μπορούμε με το στανιό να αλλάξουμε έναν άνθρωπο, επιλογές του δείχνουμε κι εκείνος επιλέγει.
Οι επιλογές μας πρέπει να μας καθορίζουν κι όχι εκείνοι που ακολουθούμε σαν άβουλα όντα.

Άνθρωπος καλός δεν γνωρίζω αν υπήρξα ή αν θα υπάρξω ποτέ.
Στον στρατό που δουλεύω, λίγο ή πολύ όλοι σχεδόν το γνωρίζουν, η βία σε όποια της μορφή είναι φαινόμενο καθημερινό, κυρίως ψυχολογική.
Είχα πάντοτε ανάγκη από γαλήνη.
Είπα κι άλλοτε πως όταν όλα δυσκολεύουν πολύ είναι η στιγμή που κάνουμε τα πιο μεγάλα όνειρα.
Αν δεν τα κάνουμε είναι σα να αφήνουμε το παιγνίδι στους άλλους και βγαίνουμε έξω από το γήπεδο.
Τα πράγματα έχουν πάλι δυσκολέψει πολύ, όχι τόσο όσο σε κάποιους άλλους που γνωρίζω.
Προσπαθώ με τον εαυτό μου να μην πληγώνω τους γύρω μου κάποιες φορές δεν το καταφέρνω.
Κουβαλώ κι εγώ τα δικά μου, όπως εσύ κι όπως όλοι μας.
Αν γράφω με τον τρόπο αυτό για όσα νιώθω είναι γιατί έχω να πω πράγματα κυρίως λυπημένα, φυλώ τα χαρούμε στην ψυχή μου να χαμογελά.

Υπέροχοι δεν είμαστε ως άνθρωποι, οι μεταξύ μας σχέσεις είναι που μας κάνουν να δείχνουμε υπέροχοι.
Ας προσπαθήσουμε λίγο παραπάνω με εμάς και με εκείνους που έχουμε δίπλα μας, συντρόφους, συγγενείς και φίλους μα πιο πολύ με εκείνους του αγνώστους που φθάνουν από το πουθενά στη ζωή μας και κάτι θέλουν να πουν.
Κάτι έχουν να πουν ας τους ακούσουμε.

ΟΜΟΡΦΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΕΚΕΙΝΟ TO ΑΥΡΙΟ ΠOY ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Συμβαίνει, φορές φορές...

Συμβαίνει, φορές φορές, να στέκεσαι σε μια πλατεία πυκνόφυτη μ’ αρώματα να πηγαίνουν και να ‘ρχονται στ’ ανοιχτά σου ρουθούνια μα εσύ να είσαι πλημυρισμένος από το λιβάνι και το θυμίαμα της απέναντι σου εκκλησίας και τούτο δίχως να έχεις φθάσει κοντά της, δίχως να έχεις ανέβει ακόμα τα πλατιά, πολλά και μαρμάρινα σκαλοπάτια της.

Παραμένουν αργά τα βήματα, βγαλμένα θαρρείς από παραμύθι που είχε πει ένα βράδυ η γιαγιά σε χρόνια που φυλάχθηκαν καλά στα άλμπουμ των φωτογραφιών, ώσπου φθάνεις και υψώνεται μπροστά σου η μεγάλη ξύλινη πόρτα αφήνω έξω από τον χώρο τα ανοίκεια λόγια, τα ψεύτικα, την ελλιπή αγάπη, την υποκρισία, φυλάσσοντας εντός πρόσωπα κουρασμένα, οστεωμένα από νηστεία και προσευχή, την αληθινή σου αγάπη, τα όνειρα, τις υποσχέσεις τις αληθινές σου, τις ελπίδες σου.

.

Στέκεσαι εκεί, έχοντας μπροστά σου υψωμένες τις ξύλινες πόρτες, σκέπτεσαι αν πρέπει εκείνο το βήμα να κάνεις, σκέπτεσαι αν πρέπει να μείνεις πίσω περιμένοντας το ένα και μεγάλο σημάδι για το τι πρέπει να κάνεις.

.

Κάποια στιγμή την απόφαση παίρνεις και προχωράς.

Και πες μου τότε, για ποιο ζητάς συγχώρεση, για τα πολλά που έκανες και κατά βάθος τα χάρηκες ή για τον έναν Άνθρωπο που πόνεσες, και είχε πρωτύτερα πονέσει πολύ, γιατί απλά δεν τόλμησες να σωπάσεις και τώρα πονάς μα δίχως να θεραπεύεις τον δικό του πόνο;

.

.

.

Ακούγεται ο Ψαλμός ΡΛΕ' (135) του Δαυίδ, σε Ήχο Πλάγιο του Α’

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Mήτε ένα σ’ αγαπώ

Έχουμε ξεχάσει τις έναστρες νύχτες

μαζί τους τις υποσχέσεις των χειμώνων

πως θα ‘ρθουν με τις πιο ευωδιαστές τους ημέρες.

.

Στο ψυγείο κρεμασμένοι μονάχα λογαριασμοί

μήτε ένα σ’ αγαπώ.

.

Έχουμε τα σ’ αγαπώ μας

κρεμάσει στην αγχόνη.

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Σεντέφια τ' ουρανού

Έχω φυλάξει ανάμεσα στο πριν και το μετά ένα πρόσωπο γαλήνιο

θαρρείς φωτισμένο από χέρι άγιο

ηλιοφώτιστο το ονομάζω

και λίγο πριν κλείσω ή τα μάτια ανοίξω

μου χαϊδεύει τα μαλλιά απλά και με κοιτάζει στα μάτια

.

«Αφέσου» ψελλίζει της ψυχής μου κι εκείνη υπακούει

απλώνει τα χέρια θαρρείς σε νερό θαλασσινό

κι εκείνο το ίδιο χέρι μια στ’ ανοιχτά την βγάζει και μια στα ρηχά

.

τις νύχτες μονάχα

σεντέφια στρώνει τον ουρανό να ξαπλώσει

κι εκείνα παιδιά μικρά καθώς μοιάζουν

μ’ ένα τσέρκι στο χέρι ξεσηκώνουν τις γειτονιές

κι άλλα, τα πιο μικρά, κουτσό παίζουν και κρυφτό …

.

θυμάσαι το κρυφτό;

Φτού ξελευθερία φώναζε ο τελευταίος

και πάλι εκείνος που φυλούσε τα φύλαγε…

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Γύρω μου απλώνεται θάλασσα χρυσή

Είναι μέρες τώρα, νιώθω σ’ ένα λιβάδι να βαδίζω απέραντο.

Στα χέρια βαστώ στάχυ ώριμο, με καρπό πλούσιο στην άκρη του.

Γύρω μου απλώνεται θάλασσα χρυσή.

Δεν θέλω τούτο το στάχυ να αφήσω, μήτε και στα χείλη να το βάλω κι έπειτα μ’ ένα αργό μάσημα να το καταστρέψω.

Νιώθω την ανάγκη να το φυλάξω σε μιαν αγκαλιά.

.

Μα έχω αμαρτήσει πολύ.

.

Όπου αφήσω το στάχυ θα μαραθεί μα κι αν δεν μαραθεί τον τρόπο αγνοώ να οδηγήσω τον καρπό του ώστε να θρέψει τον κόσμο…

.

.

.

Το τραγούδι "Αχ Αγέρα" ερμηνεύουν η Βασιλική Παπαγεωργίου και το συγκρότημα Gundogarken, παρέμεινε στα τουρκικά charts περισσότερο από τρία χρόνια.
περιλαμβάνεται στο cd «Βραδινός της πόλης ουρανός»

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

...ένα πρώιμο απόγευμα καλοκαιριού...

Συμβαίνει καμιά φορά

να σκοντάφτεις στο πόδι του ανέμου

που κουβαλάει εν’ άρωμα γιασεμιού

απ’ τ’ απέναντι περιβόλι.

.

Κι εμείς, μητέρα

που είχαμε ξαπλώσει από νωρίς.

έμοιαζαν τα παιδικά μας κρεβάτια

να μικραίνουν

σ’ ένα πρώιμο απόγευμα καλοκαιριού.

Πάσχιζες να μας κοιμήσεις

μα το σπίθισμα του λουλουδιού

στα όργανα τα αισθητήρια της όσφρησης

φούντωνε τις αισθήσεις

νιώθαμε να σκιρτά το σώμα.

.

Κι αλήθεια, μητέρα

από τα σχήματα που έπαιρναν οι σκιές

και γέμιζαν τους τοίχους του δωματίου

θυμάσαι ποια φύλαξα ατόφια στην μνήμη;

.

Ήταν εκείνου του τρελού

που έπλεκε στεφάνια για τον έρωτα

ισορροπώντας στα φτερά του ανέμου

καθώς εκείνος

μπερδεύονταν στα παιδικά μας μαλλιά.

.

.

.

.

.

Το τραγούδι το άκουσα από την συχνότητα του Ερωτικού στους 94,8 της μπάντας των FM, εδώ στην Θεσσαλονίκη.

Το αγάπησα.

Από το cd του Νίκου Τερζή «Μέσα από τον δικό μου κόσμο» η Αρετή Κετιμέ ερμηνεύει το τραγούδι «Κρυφή μου θάλασσα».