Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Μελάνι σε λευκό χαρτί

Άπλωσε το μελάνι στο λευκό χαρτί

κίτρινα κόκκινα καράβια ζωγραφίζει

στη γαλανή θάλασσα

κι έτσι όπως δε βουλιάζει το χαρτί

πάνω στο χαρτί που ταξιδεύει

πλέουν ολοταχώς οι αισθήσεις

στην αγκαλιά του καλοκαιριού…


Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Kάποια βράδια

Είναι κάποια βράδια

που ηχεί εντός μου

μια φωνή και με ξυπνά.

Βγαίνουν εικόνες αλαφιασμένες από τα στήθη

βγαίνουν μικρά βαρκάκια

μεσοπέλαγα της ψυχής για πυροφάνι.

Σηκώνουν τις πιο μεγάλες μου λύπες

μακριά τις παίρνουν.

Καθώς ξημερώνει μόνο

έχει το νερό απ' τα λαγήνια σωθεί

έχουν πονέσει τα χέρια απ' το κουπί

κι έτσι που ξυπνώ κουρασμένος

έχω μια διψασμένη αγωνία

φιλημένη στα χείλη.

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Ε, τι ονειρεύεσαι πάλι;


Παρατηρούσε το καθρέφτισμα του προσώπου της πάνω στα γαλήνια νερά της λίμνης.
Σε μια στιγμή, άπλωσε το χέρι και βύθισε ένα της δάχτυλο στο νερό.
Ένας κυματισμός απαλός έκανε το νερό να χορέψει για λίγο.
Μερικά νούφαρα πιο κάτω ανέβηκαν το ένα στο σβέρκο του άλλο, ακούσθηκε ένας μικρός ψίθυρος, σα να μην ξύπνησαν, σαν μόλις για λίγο να άνοιξαν τα μάτια κι έπειτα έκρυψαν κάτω από τα βλέφαρα την στιγμιαία απεικόνιση της γειτονιάς τους, κοιμήθηκαν πάλι.
Κοίταξε βαθιά μέσα στο νερό, είδε λίγες πέτρες μαζεμένες σε μια γωνιά να κάνουν παιγνίδια μ’ ένα μικρό ψαράκι, δύο βούρλα συζητούσαν για εκείνον τον άνεμο που πέρασε το πρωί και χάλασε το τραγούδι τους.
Πάνω στα βραχάκια κάθουνταν ένα παιδί «δε θα ‘ναι πάνω από δώδεκα» σκέφτηκε.
Εκείνο κοίταζε το φεγγάρι που ανέβαινε ολοένα στον ουρανό.
Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα.
Θυμήθηκε την ανοιχτή θάλασσα.
Μόλις εχθές ήταν εκεί.
Την γνώριζε από τις διηγήσεις των υπολοίπων.
Τα μεγάλα κύματα, τα πλοία τα φορτηγά, τα οχηματαγωγά, τα επιβατηγά…
Για τις φωνές τις παιδικές στα καταστρώματα που χάνουνταν με τη σειρά τους στο ξαλάφρωμα των σκέψεων από τον άνεμο.
Μήτε και σε ποτάμι είχε βρεθεί ποτέ, στάθηκε πολλές φορές στο πλάι μα την γεύση του νερού του, την αίσθηση του πάνω στο σώμα της, τα ρομαντικά τραγούδια από λέγονται στην κοίτη του, ποτέ δεν τα έζησε.
Και να που τώρα αυτή την μια, την ελάχιστη στιγμή είναι εκεί ώστε να την απολαύσει.

«Ε, τι ονειρεύεσαι πάλι;» άκουσε τη φωνή πλάι της.
Έστρεψε το βλέμμα κι αντίκρισε την μικρή της αδερφή.
«Αν δε βουτήξεις, θα αργήσει να νυχτώσει πάνω στα νερά» ψέλλισε πάλι εκείνη «ακούς εκεί, μια φεγγαραχτίδα που ονειρεύεται…» γέλασε αχνά και βούτηξε στα νερά, σκοτείνιασαν εκείνα στο σημείο που βούτηξε.
Παραδίπλα, μια δέσμη απογευματινό φως φώτιζε ακόμα τον βυθό.
«Τα πιο όμορφα είναι εκείνα που μόνο για λίγο μπορείς να τα ζήσεις μα τα φυλάς όσο θα ζεις στην ψυχή σου, κι όσο εκεί μέσα θα τα έχεις εκείνα με την ίδια πάντοτε ομορφιά θα στολίζουν τα δωμάτια που μένουν, γιατί θα εξακολουθούν να ζουν» σκέφτηκε μεγαλόφωνα.
Μια κουκουβάγια που άκουσε την σκέψη από το κλαδί της συμφώνησε αφήνοντας δύο ήχους δυνατούς να βγουν από το μισάνοιχτο στόμα της.
Ακούσθηκε η συγνώμη της κι αμέσως μετά έσβησε κι εκείνη η τελευταία δέσμη φωτός αφήνοντας στα πλάσματα της νύχτας τα νερά του ποταμού…

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Λησμόνησα τις νύχτες

Οι μέρες είναι ζεστές πια

σμιλεύουν ευκολότερα τα χέρια τον πηλό.

.

Πλάθω το πρόσωπό σου.

.

Μετρώντας αντίστροφα το κύλισμα των ωρών

αφήνω κεριά αναμμένα εκεί όπου θ’ ακουμπήσεις τ’ απαλά σου πέλματά

χτενίζω με τ’ ακροδάχτυλα τις άκρες των πήλινων μαλλιών σου

χαράζω τις πτυχές τους

χαράζω τους παφλασμούς των ονείρων σου επάνω τους.

.

Μια μετάξινη ανταύγεια ανασαίνει βαθιά πάνω στο στήθος

– Θεέ μου, πόσο όμορφο έπλασες τούτο τον κόσμο

και κράτησες φτωχούς τους ανθρώπους μακριά του;

.

Λησμόνησα έτσι τις νύχτες

έμαθα να ραγίζω με φως τα σκοτάδια

χώρεσα την μορφή σου μέσα τους

έσπειραν εντός σου μιαν ηλιαχτίδα τα σκοτάδια τρυφερή.

Αυτό ήταν λοιπόν

υποκλίθηκε κι ο ήλιος του μεσονυκτίου στην ύπαρξη σου

και τα φεγγάρια τα πανσέληνα

στο προσκέφαλο σου καταδύονται.

.

.

.

.

Μουσικό θέμα Cantabile του Carlo Modiconi αποδίδει ο Κώστας Κοτσιώλης.

Στοιχεία του εξαίρετου μουσικού θα βρείτε στην διεύθυνση:

http://www.naxosguitarfest.gr/BIOS/Kostas_Kotsiolhs.htm

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

O χορός

Να προσέχεις πρέπει τα βήματα σου
πάντοτε για δύο είναι ο χορός
πότε πίσω σ’ αφήνει εκείνος που οδηγεί
και πότε τον πατάς…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

Ρημαγμένες νύχτες

Οι νύχτες ρημαγμένες υποδέχονται
ένα καμιόνι στρατιωτικό.
Πέρα δώθε μεταφέρει
υπόχρεους θητείας στρατιώτες
περά δώθε ο σαλπιγκτής
εγερτήριο – σιωπητήριο
μια ζωή προσοχή την ώρα του καθήκοντος
μετάν0ια κάθε Κυριακή.
.
Το ίδιο ρημαγμένες οι νύχτες
με μιαν εστία
που δεν φωτίζει τη σιωπή.
Ένα τεφτέρι τα βερεσέδια
όνειρα και φυλακές
αραδιασμένα σε λεκιασμένες σελίδες
λάσπης λεκέδες και ιδρώτα
μεταμεσονύκτιες βρισιές αγγαρείας.
.
Πέντε μέρες άδεια
δύο οδοιπορικά
η ταυτότητα μεταλλική στο στήθος
ανασαίνει μαζί του βαθιά
καθώς γίνεται μίσθιο το άγγιγμα
καθώς η ανάγκη οδηγεί τα βήματα
στην πίσω πύλη του στρατοπέδου
παράνομο φιλί να ξεδιψάσει τα χείλη.

.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Τετάρτη 6 Μαΐου 2009

Η προοπτική των πραγμάτων

Είναι λίγες μέρες τώρα που δε βρίσκω το εισιτήριο για το επόμενο μου ταξίδι.
Όχι πως είναι κάτι ακριβό ή δύσκολο να επανεκδοθεί, αλλά να, είναι που δεν έμαθα να χάνω πράγματα, πόσο μάλλον εισιτήρια…

Έχω μια βαλίτσα, μικρού μεγέθους, όχι πολύ μικρού.
Στα σπλάχνα της κρύβει μερικές φορεσιές, ένα σίδερο ταξιδίου, λίγες σημειώσεις και κάποια μικροπράγματα.
Αν η διάρκεια είναι μικρή, την αλλάζω μ’ ένα σακ βουαγιάζ.

Ταξιδεύω τόσο συχνά που κάποτε δεν προλαβαίνω να μαζέψω την βαλίτσα.
Ίσως πάλι και να είναι που αγωνιώ να φύγω για το επόμενο μου ταξίδι.
Τούτο γίνεται από το 2000 μέχρι σήμερα.

Λατρεύω να βγάζω φωτογραφίες, είμαι απρόθυμος όμως στο να με βγάλουν.
Τελευταία δεν φωτογραφίζω σχεδόν καθόλου κι ας έχω την μηχανή σχεδόν πάντα μαζί μου.
Δεν έχασα το ενδιαφέρον μου για την φωτογραφία.
Μου αρέσει υπό συνθήκες να φωτογραφίζω, να κοιτάζω φωτογραφίες, να τις παρατηρώ…
Έκανα και μαθήματα φωτογραφίας στο νησί, σκοτεινό θάλαμο κι άλλα τέτοια.
Μου έμεινε νομίζω το σημαντικότερο.
Η προοπτική.

Η προοπτική των πραγμάτων, καμιά φορά, αλλιώς φαντάζει κι αλλιώς πραγματικά είναι.

Ξυπνάς το πρωί, έχεις κλειστό το πατζούρι, κι έτσι όπως ανοίγεις τα μάτια πιστεύεις πως είναι νύχτα ακόμα, γυρίζεις την πλάτη κι έτσι περνάει η ώρα.
Αργείς εσύ, αργούν τα παιδιά για το σχολικό, πρέπει τότε να τα μεταφέρεις εσύ στο σχολείο, εγκλωβίζεσαι σε μια κεντρική αρτηρία κάπου κοντά στην δουλειά, κι όταν τελικά φθάνεις οι περισσότεροι σε κοιτάζουν με ζήλια που κοιμήθηκες παραπάνω, οι άλλοι με συμπόνια, για εκείνον, τον έναν, που περιμένει με το σπαθί κρεμασμένο πίσω από την πόρτα να εκτονώσει το μίσος του για τους αργοπορημένους…

Άλλοτε πάλι ξυπνάς, ετοιμάζεσαι για την δουλειά, κι έτσι φρέσκος φρέσκος, με τα όμορφα χτενισμένα μαλλιά που ευωδιάζουν ακόμα από το σαμπουάν που χρησιμοποιείς τον τελευταίο καιρό, κατεβαίνει στον δρόμο και διαπιστώνεις πως επικρατεί μια παράξενη νωχέλεια στην πλάση γύρω σου.
Είναι Κυριακή πρωί κι εκείνο που σε ξύπνησε δεν είναι το ξυπνητήρι αλλά η καμπάνα της παρακείμενης εκκλησίας.
Α, μην απορείς, απλά συμβαίνει, και συμβαίνει πιο συχνά απ’ όσο μπορείς να φανταστείς.

Άλλοτε πάλι ξυπνάς κι όλα τριγύρω σου έχουν αλλάξει.
Έχουν αλλάξει όμως πραγματικά ή εσύ δεν μπορούσες να κοιτάξεις κατάματα την αλήθεια;

Η προοπτική των πραγμάτων σα να λέμε έχει να κάνει με τον ύπνο ή πιο σωστά με το ξύπνημα.
Όσο πιο γρήγορο, όσο πιο πρωινό δηλαδή, σου αφήνει το περιθώριο να κοιτάζεις την πλάση γύρω σου υπό ένα διαφορετικό φωτισμό, υπό την επήρεια όλων των χρωμάτων…




«Ξεχασμένη Αποσκευή» ερμηνεύει η Χαρούλα από τον δίσκος της «Οι μπαλάντες της Χαρούλας».
Χαμένο στην μνήμη μου, κι ανύπαρκτο στην δισκοθήκη που έφαγα τον τόπο για να το βρω.
Δώρο χθεσινοβραδινό, ανταμοιβή μιας ημέρας δύσκολης…