Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Μ’ ένα μικρούλι αχ

Μ’ ένα μικρούλι αχ αποσκευή
κι έναν δρόμο ουρανό
στις μυστικές επάλξεις της ψυχής σου
λουλούδι ολάνθιστο θ’ αφήσω

κι εν’ άρωμα κομμένου φρέσκου γιασεμιού
για να σε ντύσω….

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Που πας τη νύχτα παλικάρι...


Δυσκολεύομαι πολύ να σου γράψω.
Ίσως και να φταίει που δεν σε φύλαξε καθόλου η παιδική μου μνήμη.

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε.
Κάθισα βράδια κοιτάζοντας μια φωτογραφία με καπέλο στρατιωτικό και τα ινία ενός άλογου στο χέρι.

Γεννήθηκα λίγο πριν φύγεις.
Όταν ήρθαμε από το Βέλγιο και με είδες να περπατάω έκλαψες.
Βρισκόσουν από μέρες στο νοσοκομείο, ντυμένος εκείνο το θλιμμένο χρώμα που έχουν οι πιζάμες – για τούτο ίσως δεν μ’ άρεσαν ποτέ – περιμένοντας «απλά» τον χρόνο να περάσει.

Είναι φορές πολλές που ανακαλώ μέσα μου τη μνήμη.
Βλέπω πάλι εικόνες των παλιών σπιτιών.
Εικόνες εποχών περασμένων, πρόσωπα.
Δεν κατάφερα ποτέ ν’ ανασύρω μια εικόνα δική σου.
Μου γεννά μια έλλειψη τούτο.

Όλοι λένε πως είχες ένα χαμόγελο στα χείλη, βλέμμα λυπημένο, καρτερία στην ψυχή.
Πέρασες γαλήνια χρόνια δύσκολα.
Τον πόλεμο, το κυνηγητό, την αδικία, τις ανακρίσεις.

Μεγαλώνοντας καταλαβαίνω εντός μου πόσα δικά σου πράγματα κληρονόμησα.
Δεν δε γνώρισα.
Kληρονόμησα τ’ όνομα σου.
Συγχώρησε μου την αυθαιρεσία μα τούτο το όνομα ευωδιάζει αγιότητα.
Πράγματα δικά σου δεν έμειναν πολλά πίσω.
Λίγες φωτογραφίες, τρία κομμάτια μέταλλο από τα χρόνια που πέρασες στα ορυχεία του Στρατώνι.

Ένα μεσημέρι μου ‘πε η μητέρα πως όταν επιστρέφοντας στην Ελλάδα φθάσαμε στην κλινική, κόντευαν μεσάνυχτα.
Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες.
Πετούσε πέτρες η μητέρα στο τζάμι να μας ακούσετε για να μπούμε.
Δάκρυσα όταν μου το είπε, όπως κι εσύ.

Είχες μιαν ήρεμη δύναμη στην ψυχή, στο βλέμμα σου το έβλεπε κάποιος.
Πράος, δίκαιος.
Με μιαν αγάπη φυλαγμένη για όλους.

Διάλεξα μια τέτοια μέρα να σου γράψω.
Έχει συυηφαστει με ήρωες τούτη η μέρα εντός μου, κι εγώ έτσι σ’ έμαθα.
Γιατί έτσι ήσουν.
Μου λείπεις.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Στρατιώτης

Στο πεδίο ασκήσεων όλα ταγμένα ορθά.
Τα όπλα, οι χειροβομβίδες, οι σφαίρες.
Στρατιώτες παραταγμένοι αφ’ ενός ζυγού.
.
Αφ’ ενός ονείρου.
.
Πολυβολούν εκ του γονυπετώς
εκ του ορθίως.
Όνειρα, υποσχέσεις.
.
Αγάπες.
.
Δύο ηλιόσποροι στην τσέπη από την βραδινή σκοπιά
βαθύτερα η ερημιά.
Πόδι δεκαεννιάχρονου παιδιού
που γέρασε σε μια νύχτα.
Κουτσαίνει με τον καιρό.
Σκοντάφτει στο «μάλιστα» και το «διατάξτε».
.
Σκοντάφτει.
.
Αγάπες.
.
Σα νυχτωμένες όσες δεν τόλμησαν ν’ ακολουθήσουν.
Στοιχειώνουν βήματα.
.
Απέμειναν χαρακιές στο κοντάκιο του όπλου.
Από χέρι σε χέρι τα όπλα.
Από χέρι σε χέρι οι αγάπες.
Ένα μετάλλιο, έπειτα άλλο ένα.
Όλη η σιωπή
μαζεμένη σ’ ένα φύλλο τιμητικής αδείας απουσίας
σ’ ένα δεκαήμερο φύλλο πορείας.
.
Παραμεθόριος.
Ανάχωμα
κι ο Μουεζίνης να προσεύχεται στον Αλλάχ.
.
Ανακωχή.
.
Κ’ οι αγάπες
ένα ταξίδι που ξεχάσθηκε
σ’ ένα δωμάτιο κλειδωμένο
σε μιαν υπόσχεση επιστροφής.
.
απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Επτά αλήθειες για μια ζωή… …κι ένα ξημέρωμα…

Φθάσαμε στη καρδιά του φθινοπώρου, καιρός για παιγνίδια.
Δεν ξέρω να πω αν είναι ακριβώς παιγνίδι ή για διασκέδαση, όμως είναι η δική μου αλήθεια.

Την πρώτη μου μέρα στο σχολείο έβαλα τα κλάματα, είπα πως δεν θέλω να ξαναπάω.
Έκτοτε αγάπησα το σχολείο, τις πλάκες, τα διαλύματα και τους ανθρώπους του.
Οι συχνές μετακομίσεις είχαν ως αποτέλεσμα να χάσω πολλές από εκείνες τια παρέες και τους ανθρώπους.
Έμαθα να προσαρμόζομαι σε νέες περιοχές, νέες παρέες, νέα όνειρα.
Τούτο φυσικά δεν μείωσε στο ελάχιστο τον πόνο που αποχαιρετισμού από τις πόλεις που έζησα, από τους ανθρώπους που αγάπησα.

Κάθε φορά που κλείνω μια πόρτα πίσω μου νιώθω το πότε, το πώς και με ποιες προϋποθέσεις θα με φέρουν πίσω τα βήματα μου.
Το ίδιο νιώθω με τους ανθρώπους, είναι πολλές οι φορές που πιάνοντας τους από το χέρι νιώθω το είδος της επαφής, πράγματα για εκείνους, ακόμα και λόγια, πράξεις, εικόνες που έχουν κρύψει βαθιά μέσα τους.
Δεν μιλώ σχεδόν ποτέ για αυτά, τ’ αφήνω και ποτίζουν μέσα μου.
Βάρος μεγάλο μα δε γίνεται διαφορετικά.

Τα όνειρα μου έχουν κάτι το παράξενο.
Ονειρεύομαι καταστάσεις που με τον καιρό θα ζήσω, άνθρωποι, κινήσεις, συζητήσεις.
Λένε πως τα όνειρα δεν έχουν ενεργοποιημένη καμία αίσθηση.
Τα δικά μου έχουν γεύση, όσφρηση, συναισθήματα.
Τη στιγμή που βγαίνουν ακόμα κι αυτά είναι ίδια.

Πιστεύω στα μάγια, το μάτι και την γλωσσοφαγιά.
Έχω δει τα αποτελέσματα τους πάνω στους ανθρώπους.
Μπαίνοντας σ’ έναν χώρο αν υπάρχει κάτι από αυτά το νιώθω, με χτυπάει.
Δεν είμαι προληπτικός, δεν υπήρξα ποτέ, εξάλλου ο αριθμός που με συνοδεύει σε πολλές μου πράξεις είναι το δεκατρία.

Ταξίδεψα πολύ και κατά πως φαίνεται θα εξακολουθήσω.
Δεν είναι δική μου η επιθυμία αλλά προκύπτει.
Παρ’ ότι Βόρειος οι πόλεις που αγάπησα είναι η Αλεξανδρούπολη, το Γύθειο, η Μονεμβάσια, η Ναύπακτος, η Ύδρα, το Ναύπλιο, η Σάμος.
Υπάρχουν κι άλλες που δε μ’ έβγαλαν ακόμα τα βήματα μου, κυρίως νησιά.
Άλλες όπως οι Σέρρες, η Δράμα, το Κιλκίς, η Πάτρα μου δημιουργούν μεγάλη υπερένταση.
Έζησα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, την Κομοτηνή, την Σάμο, την Κόρινθο, την Πάτρα.
Θα ήθελα κάποτε να ζήσω σπιτάκι χαμηλό κοντά σε λίμνη, ποτάμι ή θάλασσα.

Ερωτεύθηκα πρώτη φορά στα δεκαπέντε μου, σ’ ένα ταξίδι μου στην Πελοπόννησο, στο Τολό.
Μια Πειραιώτισσα κι ολυμπιακό.
Για τους έρωτες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια δε μίλησα ποτέ μήτε και θα μιλήσω.
Τώρα απλά περιμένει με τις αισθήσεις σ’ εγρήγορση η ψυχή μου..

Γράφω για όλα αυτά, με όλα αυτά.
Βγάζω από μέσα μου εκείνα που με βαραίνουν, βγάζοντας τα κρατώ μόνο τα χαρούμενα.
Για τούτο μπορώ ακόμα και χαμογελώ.
Μπορώ ακόμα κι αστειεύομαι με τα δύσκολα κι ας παραπονούμαι.
Παραπονούμαι συχνά.
Κάποτε εύχομαι η ψυχή μου να μην έχει ανάγκη την γραφή.

Καθώς ξημερώνει, νιώθω πάντοτε την επιθυμία να παίξω κιθάρα.
Δεν έμαθα ποτέ μου κιθάρα.
Απόκτησα μία προπαραμονή Χριστουγέννων του 2002, στη Σάμο.
Από τότε δεν βρίσκω χρόνο – τούτο τουλάχιστον προφασίζομαι, αν και ισχύει για μεγάλες περιόδους κατά την επιστροφή μου στην Θεσσαλονίκη – ώστε να πάρω μερικά μαθήματα.

Οι αλήθειες μου οι πιο μεγάλες είναι εκείνες που για να τις πεις χρησιμοποιείς λόγια απλά και είναι αθώες.
Τις έχω φυλαγμένες σε ύφασμα βελούδινο για έναν άνθρωπο.

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Η ανάσα μου έχει τελειώσει

Έχω μουσκέψει ως το κόκκαλο.
Μπαίνω στο σπίτι μανιασμένα, θαρρείς ο πρότερος άνεμος που μ’ έφερε ως εδώ.
Κλείνω σ’ ένα ντουλάπι τους φόβους μου.
Έρχονται κάθε βράδυ μ’ ένα πριόνι και πριονίζουν τα κλαδιά του δέντρου, εκείνου που φύτεψα όταν παιδί ακόμα έτρεχα πάνω κάτω την αυλή και πίστευα πως γύριζα τον κόσμο ολάκερο και κουραζόμουν τάχα, πάντοτε πλάι στη βρύση κι ας μη διψούσα.
Τώρα δε μου φθάνει μήτε μια ζωή νερό να ξεδιψάσω, μήτε μια θάλασσα ωκεανός να ταξιδέψω, μήτε τα πιο όμορφα όνειρα να χαμογελάσω.
Τα χαρτιά μου κιτρινίζουν καθώς ο καιρός περνάει, τα ρούχα παραδίδονται στη φθορά τους, έγιναν άσπρα τα μαλλιά κ’ οι σχολικές εκθέσεις, οι παιδικές μου ζωγραφιές δεν νιώθουν πια οικείο τον χώρο κι απομακρύνονται.
Κοιτάζω στα μάτια όποιον μου μιλάει, τούτο τουλάχιστον το καταφέρνω ακόμα.
Φέρνω κύκλους το κλειδί στην πόρτα φορές πολλές, δυνατά, ν’ ακούγεται στους απ’ έξω το κλείδωμα να μην πλησιάζουν.
Τα παράθυρα τα έχω κλείσει, τα πατζούρια το ίδιο.
Είναι βλέπεις ξύλινα κι αφήνουν μια στριγκιά φωνή στο πέρασμα τ’ ανέμου.
Βρέχει ακόμα έξω.

Έχω μουσκέψει ως το κόκκαλο, μη βιάζεσαι για υποθέσεις, δεν είναι η βροχή.
Οι φόβοι μου κλεισμένοι πάντα εκεί.
Κι εγώ απέναντι τους να πίνω σ’ ένα φλιτζάνι τσάι ζεστό.
Με ταραγμένη την ψυχή, με σώμα ματωμένο απ’ τα καρφιά και την προδοσία.
Ερημώνω κι εγώ με τους αιώνες αντάμα που δεν χώρεσαν μέσα τους την ψυχή μου.
Ζω όσο ζει κι ο πόνος, είκοσι χιλιάδες χρόνια τώρα.
Και σιωπώ.
Ο παφλασμός ακούγεται του αίματος πάνω στο παγωμένο τζάμι.
Δεν είναι κανείς να τ’ ακούσει.
Δεν είναι κανείς να προσπαθήσει να δέσει την πληγή, μήπως και σωθεί κάποτε το κόκκινο, και πως θα μπορέσει ένα παιδί κάποτε να ζωγραφίσει ένα ηλιοβασίλεμα...
Έχω στα χέρια μου κρατημένο ακόμα το κενό πέρασμα των ανθρώπων έξω στον δρόμο.
Στο προσπέρασμα τους.
Οι ηλεκτροφόρες σιωπές τους τυλίγονται έξω απ’ το σπίτι.
Τόσες σιωπές ενάντια σ’ ένα σκοτεινό σπίτι.
Φοβούμαι τους βομβαρδισμούς, έχουμε πόλεμο ακόμα, το είπα κι άλλοτε.
Δεν πίστεψες ποτέ σου όσα έχω γράψει.
Δεν φόρεσες ποτέ κουστούμι και δε προσευχήθηκες ποτέ σ’ έναν έστω δικό σου Θεό.
Τόσα χρόνια δίχως Θεό μέσα σου.
Τόσα χρόνια δίχως εσένα μέσα σου.

Έχω κλείσει του φόβους μου σ’ εκείνο το ντουλάπι, κι αν έχω φυλάξει έναν φόβο εκτός, είναι που έχω ξεχάσει μέσα του τα album των παιδικών μου χρόνων.
Θα με βρουν, θα σημαδέψουν την ηλικία την παιδική μου.
Στο μέτωπο, στο στήθος, στα χέρια.
Εκεί θα χτυπήσουν.
Πάντοτε εκεί χτυπάνε.
Τα πόδια λυγίζουν από μόνα τους, μετά.
Δεν το φοβούμαι πως εκεί θα χτυπήσουν, το γνωρίζω.
Στο κρεβάτι έχω αφήσει μια κουβέρτα διπλωμένη.
Όσα κι φορέσω κρυώνω τελευταία.
Τρέμουν τα χέρια και τα γράμματα βγαίνουν ξινισμένα σα θυμωμένοι γείτονες που χτυπάνε την πόρτα γιατί τους ενοχλεί η ανάσα.
Κ’ η ανάσα μου ολοένα βαραίνει.

Οι ανάγκες μου παραμένουν μ’ εκείνον τον παιδικό αυθορμητισμό μονάχα οι πόνοι ενηλικιώθηκαν.
Έτσι τις νύχτες πονώ.
Κι αγρυπνώ τις περισσότερες φορές.
Κι αγρυπνώντας μετρώ τις μεθόδους καταστολής που εφαρμόζει η μνήμη στην ψυχή μου κι αποτυγχάνουν.
Και κομμάτια της μνήμης με πονούν.
Ένα παρελθοντικό σήμερα με κάνει και λιτανεύω την κάθε μου ώρα.
Δανεικές οι ώρες.

Το παιδικό δωμάτιο έγινε γκαρνταρόμπα.
Για την ακρίβεια δεν έγινε ποτέ δωμάτιο παιδικό.
Δεν λένε ποτέ ψέματα οι σιωπές.
Δε γέλασε ποτέ, ποτέ δεν έκλαψε παιδί εδώ μέσα.
Κι εγώ ακόμα ενήλικη ψυχή έκλαιγα πάντα.
Κι άφηνα σημειώματα στα παλιά ρούχα θαρρείς κάποιος από το παρελθόν τα είχε ξεχάσει.

Η βλακεία μου είναι πως αγάπησα τα παραμύθια.
Ή πιο σωστά η βλακεία μου είναι πως δεν έμαθα τίποτε από τα παραμύθια.
Δεν έμαθα πως σε κάθε τόπο παραμονεύει ένας λύκος κακός.
Βγαίνοντας από το παραμύθι έφαγε τα τρία γουρουνάκια, στρίμωξε την κοκκινοσκουφίτσα κι αφού κατάφερε ν’ αλλάξει όλα τα όμορφα παιδικά μας παραμύθια τώρα παραμονεύει τον κάθε έναν από εμάς.
Και τον συνάντησα.
Δεν αναγνώρισα μήτε το πρόσωπο μήτε το χρώμα.
Έμαθα μόνο να πεθαίνω κάθε φορά μ’ ένα χαμόγελο σφηνωμένο στα χείλη.

Η ανάσα μου έχει τελειώσει.
Μια σκέψη παραπληγική μου λέει πως πάλι θα ζήσω.
Ήταν κάποτε όμορφα εδώ.
Πράσινα, καταπράσινα όλα και τα όνειρα να κυλιούνται σαν παιδιά στο χορτάρι.
Μα τώρα απόμειναν μονάχα οι φόβοι εδώ πέρα, σα μικροί φόνοι γεμίζουν το ημερολόγιο συμβάντων αυτού του σπιτιού.
Θ’ ανάψω μια λάμπα θυέλλης τη στιγμή που θα βραδιάσει.
Έχουν πολύ σκοτεινιάσει οι λαβύρινθοι μου και μπερδεύομαι στα γυρίσματα που κάνουν.
Εκείνο που δεν κατάλαβα ήταν αν νύχτωσε ποτέ πραγματικά ή ήταν που έζησα στο ανύπαρκτο μέσα σου δίχως ελπίδα καμιά…

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Μην έρθεις να με σώσεις

Μην προσπαθήσεις να με σώσεις.
Στην πίσω κάμαρα του πάνω ορόφου έχω τα σχέδια πάνω στο τραπέζι.
Ετοιμάζω την απόδραση μου.
Σκοινί, μαχαίρι και μια βάρκα φουσκωτή να βουτήξω στο ποτάμι την πορεία μου να μην βρει κανείς, κανείς πίσω να μη με γυρίσει.

Μην έρθεις να με σώσεις.
Μ’ έχουν κουράσει πια οι προδοσίες.
Εσύ δίχως αντάλλαγμα τίποτε δεν κάνεις, τόσα χρόνια τίποτε δεν έχεις κάνει.
Φοβάμαι το αντάλλαγμα που θα ζητήσεις.
Φοβάμαι τα μάτια σου όταν κοιτάζουν μέσα στα χέρια μου.
Σε λίγο κι εκείνα τίποτε δε θα ‘χουν να κρατήσουν να προσφέρουν.
Θα μου πάρεις τις σάρκες.
Δεν θα τις κλέψεις, έτσι απλά κάποιο πρωί πριν προλάβω να κρατηθώ από κάπου θα έχεις απλώσει τα χέρια σου και με την οικειότητα των καταχραστών θα μ’ αφήσεις γυμνή την ψυχή.

Κι όλο έλεγα να ‘ρθω, πίσω να ζητήσω τα δανεικά, μα δεν έμαθα να ζητώ, σ’ έμαθα όμως να ζητάς.
Τούτο είναι το χειρότερο.
Και το πιο δύσκολο είναι να σε κάνω να πάψεις.

Μη έρθεις, γέρασε το σπίτι, δεν σε θυμάται πια.
Γέρασα κι εγώ μαζί του και δεν γέλασα.
Κάθε που άνοιγα τα χείλη έπαιρνες από μέσα τους τις λέξεις, τις ανάγκες, τις επιθυμίες.

Μην έρθεις, αυτό μονάχα μην έρθεις.
Προχθές ο καθρέφτης μ’ έδειξε με μια στολή λασπωμένη στρατιωτική.
Ζω μες στους πολέμους αν δεν μπορείς να καταλάβεις τις λέξεις των εικόνων.
Κάθε σωτηρία είναι μάταιη.
Μονάχα η απόδραση απομένει

κι έχω τον χάρτη απλωμένο στην πίσω κάμαρα του πάνω ορόφου…