Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Έλλειψη


η έλλειψη έλλειψη λέγεται
κι έχει πάντα το ίδιο χρώμα στα μάτια καθώς σε κοιτάζει
την ίδια βραχνή φωνή
την ίδια βαριά ανάσα
η έλλειψη είναι εκείνη που σου τραβά τα σκεπάσματα και παγώνεις
κι αν κάποτε ξεγελαστείς
κι ανοίξεις το παράθυρο σου στη νύχτα
μ' ένα σφύριγμα έρχονται κι άλλες ελλείψεις
ντυμένες όλες τα επίσημα φορέματα τους
τα καπέλα με το βέλο ριγμένο μπροστά στα μάτια
τα όνειρα κεντημένα πάνω στου στήθους την δαντέλα
και τότε
έτσι όπως έχουν στεγνώσει τα χείλη από την δίψα
- δέκα αιώνες αφίλητα -
πως να φωνάξεις εκείνο το “μου λείπεις”;


Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

Τσιγκελόφραχτες οι ζωές μας

Τσιγκελόφραχτες οι ζωές μας
γραπώνουν και γραπώνονται
σε γραφειοκρατικές διαδικασίες
σ’ ανακοινώσεις
σε νοσηρές γιορτούλες παρηγοριάς

κοίτα
στρατολογούνε πάλι την μνήμη

πάνω στα χέρια μου
χορεύουν οι απελπισίες

έζησα τόσες σιωπές να μάθω να πονάω
τίποτε δεν έμαθα
ενδύθηκα τόσους μαύρους χιτώνες
να χάνουμαι στις νύχτες
μα οι νύχτες μ’ απόβαλαν

ένας κόσμος ενάρετος με κοιτάζει στα μάτια
τι θυμούμαι πια

μήτε και την μέρα
που έπαψε ο κόσμος θυμούμαι

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα

Βαδίζει αγέρωχα κάθε βράδυ στην Ερμού.
Ανάβει ένα Gitanes.
Ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα του
στέλνει μικρά σήματα καπνού.
Δε λένε ποτέ βοήθεια.
Κοιτάζει βιτρίνες καταστημάτων.
Κάνει κουβάρι ρούχα και παπούτσια
μόνο στολίδια Χριστουγέννων κρατάει.
Χαμογελά.
Πιάνει κουβέντα με τους περαστικούς
κρύβει συνάμα κάτου απ’ το μαύρο του σακάκι
ένα φεγγάρι μικρό
κι ένα χαμόγελο
διάτρητο από λύπες.

Είναι ένα νησί μικρό κουρασμένο
από κύματα και καταιγίδες.
Απόψε έχουν μεθύσει τα λόγια του.
Τυλίγονται στις φασκιές των επιφωνημάτων τους.
Ένας βόγγος σημαδεύει κάθε βήμα.
Στο τέλος του δρόμου
πριν ο κόσμος όλος βυθιστεί
στην κάλπικη κατάνυξη του
κοιτάζει ψηλά
δύο μεγάλα φτερά ξεδιπλώνονται αργά
τα ανοίγει και χάνεται.
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

...γράφουν επαναληπτικά το σ’ αγαπώ...

Στ’ απόνερα του καλοκαιριού
ριζώνει σα βροχή το δάκρυ
κάτου από στέγες
πίσω από πόρτες κλειδωμένες
στις πιο μυστικές λέξεις

που γράφουν επαναληπτικά το σ’ αγαπώ
και το διαβάζουν πονάω.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Ένα παιδάκι χορεύει στη βροχή

Ένα παιδάκι χορεύει στη βροχή
με μιαν ομπρέλα ανοιχτή στα χέρια
είναι χαρούμενο

το πάρκο έχει αδειάσει από ώρα
στέκουμαι απέναντι του

ο θόρυβος των αυτοκινήτων
καθώς χάνουνται στους βρεμένους δρόμους
καλύπτει τις σκέψεις

σηκώνω τα μάτια στον ουρανό
δε με διαπερνά η βροχή

κοιμούνται ακόμα οι μέρες
τα Σάββατα μονάχα
λυγίζουν από το βάρος νοημάτων

σκορπίζονται οι σκέψεις και τ’ αρώματα
απ’ τη βροχή
οι πένες μουλιάζουν το μελάνι των γραπτών τους
πάνω στα πεζοδρόμια
οι λέξεις άστεγες περιφέρονται στη σιωπή τους

εκείνο το παιδάκι μονάχα χορεύει
χορεύει εξακολουθητικά
ολοένα πιο γρήγορα

γίνεται φύλλο που πετά
γίνεται μικρό περιστέρι

μια αχτίδα κόκκινου χαμόγελου
σ’ ένα δακρυσμένο ουρανό

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Ο «Ήχος Πλάγιος. Μόνος…» στο Πολυβιβλιοπωλείο Μαλλιάρης Παιδεία – Ανατόλια

Οι εκδόσεις Ηλίας Μπαρτζουλιάνος
και το βιβλιοπωλείο Μαλλιάρης Παιδεία
σας προσκαλούν
στην παρουσίαση της συλλογής ποιημάτων
του Ιωάννη Τσιουράκη
με τίτλο
«Ήχος Πλάγιος. Μόνος…»


Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Τόλης Νικηφόρου, ποιητής – συγγραφέας

Κατερίνα Καριζώνη, ποιήτρια – συγγραφέας


Ποιήματα και κείμενα της συλλογής θα διαβάσει
η Κυβέλη Δραγούμη, ηθοποιός


Η παρουσίαση θα γίνει την Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008 και ώρα 19:00
στον χώρο του Πολυβιβλιοπωλείου Μαλλιάρης Παιδεία – Ανατόλια.
Δ. Γούναρη 39, τηλ. 2310277113, Θεσσαλονίκη


Εκδόσεις Ηλίας Μπαρτζουλιάνος
Σοφοκλέους 5, Αθήνα 10559, τηλ. 2103835421, 6977306160



Την διασκευή του τραγουδιού «Φίλε» ερμηνεύει η Ιωάννα Μητσιάκη.
Ιωάννα μου σ’ ευχαριστώ πολύ για το τραγούδι.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Μια νεράιδα στο μπαλκόνι μου

Ένα βράδυ, συνάντησα μια νεράιδα στο μπαλκόνι μου.
Έπλεκε όνειρα με τις αχτίδες του φεγγαριού.
Ήταν κι ένα μεγάλο πανσέληνο φεγγάρι στον ουρανό.
Πρίγκιπας φωτεινός, ντυμένος τον μαύρο μανδύα του που κάλπαζε γυρεύοντας μια λίμνη να φυλάξει τα όνειρα που του ‘πλεκε η νεράιδα.

Με μια κίνηση αέρινη ανέβηκε στο παράθυρο μου η νεράιδα.
«Να κλείνεις τα μάτια» μου είπε, «και να ονειρεύεσαι, να ταξιδεύεις, να ψιθυρίζεις σιγανά μια λέξη μαγική που γυρεύουν οι ψυχές για χρόνια κι αφήνουν στο τέλος να χαθεί από κούραση ή άγνοια, να ζωγραφίζεις στην ούγια των ημερών μια γλυκιά καλημέρα, μια τρυφερή καληνύχτα, έτσι μονάχα θα καταφέρεις να χαμογελάς.
Κι όταν κάποτε θα λείπει η λέξη η μαγική από τα χείλη, η γλυκιά καλημέρα, η τρυφερή καληνύχτα, μ’ ένα βότσαλο να ταράζεις τα νερά της λίμνης που έλουζες ως τότε την ψυχή σου, θα φέρει πίσω τη λέξη, μια άλλη καλημέρα θα έρθει να προϋπαντήσει μια πιο τρυφερή καληνύχτα.

Κοίταξε εμάς, χάσαμε τη λίμνη μας, και πλέκουμε τις φεγγαραχτίδες όνειρα μήπως και βρούμε πάλι τα ίχνη που εκεί θα μας βγάλουν»

Από τότε, κάθε πανσέληνο, την βλέπω να πλέκει όνειρα φεγγαραχτίδες να φωτίζει πιότερο την πλάση αναζητώντας ένα γνώριμο καθρέφτισμα πάνω σε χρυσά νερά…

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Απόψε κατηφόρισα τυχαία...

Κι εγώ
απόψε κατηφόρισα τυχαία
στων ματιών σου τις αυλές τις ανθισμένες.

«Στάσου» φώναξες
κι έκοψες τριαντάφυλλο να μου χαρίσεις.

Από απόψε, πες μου
με δύναμη πια και βήματα πόσα
πίσω θα τραβώ τις ανηφόρες;

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Έκπτωτος


Ότι ζήσαμε βυθίζεται στην άκρη του χρόνου.
Μάτια παραδομένα στα δάκρυα, κινήσεις παγωμένες δίχως πνοή καμία.

«Κάποτε θα ζήσουμε με το χαμόγελο στα μάτια και την ελπίδα ποτισμένη στην ψυχή» είπες κι έκανες την ελπίδα ένα τρένο που ταξιδεύει δίχως επιβάτες και το χαμόγελο να μοιάζει ανάμνηση παιδική, ξεθωριασμένη από την βροχή και την πολυκαιρία.

Οι δρόμοι μοιάζουν ν’ αποχαιρετούν την ύπαρξη μας.

Κλείνω σ’ ένα τρένο μικρό κι εγώ τις αναμνήσεις, τις σπρώχνω για το μεγάλο τους ταξίδι.

Επιστρέφοντας θ’ αντικρίσω τη σιωπή σου αγκιστρωμένη πάνω σε λέξεις, φωτογραφίες, στις ζάρες των τσακισμένων σεντονιών.

Δε θυμούμαι πότε πήρα να γράφω.
Ένα πρωί μονάχα, μετά την λειτουργία, αντίκρισα ένα άγγελο, έπεφτε κατακόρυφα από τον ουρανό.
Από τότε, πιστεύω στα θαύματα.
Και Τη μοναξιά..

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Μ’ ένα μικρούλι αχ

Μ’ ένα μικρούλι αχ αποσκευή
κι έναν δρόμο ουρανό
στις μυστικές επάλξεις της ψυχής σου
λουλούδι ολάνθιστο θ’ αφήσω

κι εν’ άρωμα κομμένου φρέσκου γιασεμιού
για να σε ντύσω….

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

Που πας τη νύχτα παλικάρι...


Δυσκολεύομαι πολύ να σου γράψω.
Ίσως και να φταίει που δεν σε φύλαξε καθόλου η παιδική μου μνήμη.

Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε.
Κάθισα βράδια κοιτάζοντας μια φωτογραφία με καπέλο στρατιωτικό και τα ινία ενός άλογου στο χέρι.

Γεννήθηκα λίγο πριν φύγεις.
Όταν ήρθαμε από το Βέλγιο και με είδες να περπατάω έκλαψες.
Βρισκόσουν από μέρες στο νοσοκομείο, ντυμένος εκείνο το θλιμμένο χρώμα που έχουν οι πιζάμες – για τούτο ίσως δεν μ’ άρεσαν ποτέ – περιμένοντας «απλά» τον χρόνο να περάσει.

Είναι φορές πολλές που ανακαλώ μέσα μου τη μνήμη.
Βλέπω πάλι εικόνες των παλιών σπιτιών.
Εικόνες εποχών περασμένων, πρόσωπα.
Δεν κατάφερα ποτέ ν’ ανασύρω μια εικόνα δική σου.
Μου γεννά μια έλλειψη τούτο.

Όλοι λένε πως είχες ένα χαμόγελο στα χείλη, βλέμμα λυπημένο, καρτερία στην ψυχή.
Πέρασες γαλήνια χρόνια δύσκολα.
Τον πόλεμο, το κυνηγητό, την αδικία, τις ανακρίσεις.

Μεγαλώνοντας καταλαβαίνω εντός μου πόσα δικά σου πράγματα κληρονόμησα.
Δεν δε γνώρισα.
Kληρονόμησα τ’ όνομα σου.
Συγχώρησε μου την αυθαιρεσία μα τούτο το όνομα ευωδιάζει αγιότητα.
Πράγματα δικά σου δεν έμειναν πολλά πίσω.
Λίγες φωτογραφίες, τρία κομμάτια μέταλλο από τα χρόνια που πέρασες στα ορυχεία του Στρατώνι.

Ένα μεσημέρι μου ‘πε η μητέρα πως όταν επιστρέφοντας στην Ελλάδα φθάσαμε στην κλινική, κόντευαν μεσάνυχτα.
Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες.
Πετούσε πέτρες η μητέρα στο τζάμι να μας ακούσετε για να μπούμε.
Δάκρυσα όταν μου το είπε, όπως κι εσύ.

Είχες μιαν ήρεμη δύναμη στην ψυχή, στο βλέμμα σου το έβλεπε κάποιος.
Πράος, δίκαιος.
Με μιαν αγάπη φυλαγμένη για όλους.

Διάλεξα μια τέτοια μέρα να σου γράψω.
Έχει συυηφαστει με ήρωες τούτη η μέρα εντός μου, κι εγώ έτσι σ’ έμαθα.
Γιατί έτσι ήσουν.
Μου λείπεις.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Στρατιώτης

Στο πεδίο ασκήσεων όλα ταγμένα ορθά.
Τα όπλα, οι χειροβομβίδες, οι σφαίρες.
Στρατιώτες παραταγμένοι αφ’ ενός ζυγού.
.
Αφ’ ενός ονείρου.
.
Πολυβολούν εκ του γονυπετώς
εκ του ορθίως.
Όνειρα, υποσχέσεις.
.
Αγάπες.
.
Δύο ηλιόσποροι στην τσέπη από την βραδινή σκοπιά
βαθύτερα η ερημιά.
Πόδι δεκαεννιάχρονου παιδιού
που γέρασε σε μια νύχτα.
Κουτσαίνει με τον καιρό.
Σκοντάφτει στο «μάλιστα» και το «διατάξτε».
.
Σκοντάφτει.
.
Αγάπες.
.
Σα νυχτωμένες όσες δεν τόλμησαν ν’ ακολουθήσουν.
Στοιχειώνουν βήματα.
.
Απέμειναν χαρακιές στο κοντάκιο του όπλου.
Από χέρι σε χέρι τα όπλα.
Από χέρι σε χέρι οι αγάπες.
Ένα μετάλλιο, έπειτα άλλο ένα.
Όλη η σιωπή
μαζεμένη σ’ ένα φύλλο τιμητικής αδείας απουσίας
σ’ ένα δεκαήμερο φύλλο πορείας.
.
Παραμεθόριος.
Ανάχωμα
κι ο Μουεζίνης να προσεύχεται στον Αλλάχ.
.
Ανακωχή.
.
Κ’ οι αγάπες
ένα ταξίδι που ξεχάσθηκε
σ’ ένα δωμάτιο κλειδωμένο
σε μιαν υπόσχεση επιστροφής.
.
απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Επτά αλήθειες για μια ζωή… …κι ένα ξημέρωμα…

Φθάσαμε στη καρδιά του φθινοπώρου, καιρός για παιγνίδια.
Δεν ξέρω να πω αν είναι ακριβώς παιγνίδι ή για διασκέδαση, όμως είναι η δική μου αλήθεια.

Την πρώτη μου μέρα στο σχολείο έβαλα τα κλάματα, είπα πως δεν θέλω να ξαναπάω.
Έκτοτε αγάπησα το σχολείο, τις πλάκες, τα διαλύματα και τους ανθρώπους του.
Οι συχνές μετακομίσεις είχαν ως αποτέλεσμα να χάσω πολλές από εκείνες τια παρέες και τους ανθρώπους.
Έμαθα να προσαρμόζομαι σε νέες περιοχές, νέες παρέες, νέα όνειρα.
Τούτο φυσικά δεν μείωσε στο ελάχιστο τον πόνο που αποχαιρετισμού από τις πόλεις που έζησα, από τους ανθρώπους που αγάπησα.

Κάθε φορά που κλείνω μια πόρτα πίσω μου νιώθω το πότε, το πώς και με ποιες προϋποθέσεις θα με φέρουν πίσω τα βήματα μου.
Το ίδιο νιώθω με τους ανθρώπους, είναι πολλές οι φορές που πιάνοντας τους από το χέρι νιώθω το είδος της επαφής, πράγματα για εκείνους, ακόμα και λόγια, πράξεις, εικόνες που έχουν κρύψει βαθιά μέσα τους.
Δεν μιλώ σχεδόν ποτέ για αυτά, τ’ αφήνω και ποτίζουν μέσα μου.
Βάρος μεγάλο μα δε γίνεται διαφορετικά.

Τα όνειρα μου έχουν κάτι το παράξενο.
Ονειρεύομαι καταστάσεις που με τον καιρό θα ζήσω, άνθρωποι, κινήσεις, συζητήσεις.
Λένε πως τα όνειρα δεν έχουν ενεργοποιημένη καμία αίσθηση.
Τα δικά μου έχουν γεύση, όσφρηση, συναισθήματα.
Τη στιγμή που βγαίνουν ακόμα κι αυτά είναι ίδια.

Πιστεύω στα μάγια, το μάτι και την γλωσσοφαγιά.
Έχω δει τα αποτελέσματα τους πάνω στους ανθρώπους.
Μπαίνοντας σ’ έναν χώρο αν υπάρχει κάτι από αυτά το νιώθω, με χτυπάει.
Δεν είμαι προληπτικός, δεν υπήρξα ποτέ, εξάλλου ο αριθμός που με συνοδεύει σε πολλές μου πράξεις είναι το δεκατρία.

Ταξίδεψα πολύ και κατά πως φαίνεται θα εξακολουθήσω.
Δεν είναι δική μου η επιθυμία αλλά προκύπτει.
Παρ’ ότι Βόρειος οι πόλεις που αγάπησα είναι η Αλεξανδρούπολη, το Γύθειο, η Μονεμβάσια, η Ναύπακτος, η Ύδρα, το Ναύπλιο, η Σάμος.
Υπάρχουν κι άλλες που δε μ’ έβγαλαν ακόμα τα βήματα μου, κυρίως νησιά.
Άλλες όπως οι Σέρρες, η Δράμα, το Κιλκίς, η Πάτρα μου δημιουργούν μεγάλη υπερένταση.
Έζησα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, την Κομοτηνή, την Σάμο, την Κόρινθο, την Πάτρα.
Θα ήθελα κάποτε να ζήσω σπιτάκι χαμηλό κοντά σε λίμνη, ποτάμι ή θάλασσα.

Ερωτεύθηκα πρώτη φορά στα δεκαπέντε μου, σ’ ένα ταξίδι μου στην Πελοπόννησο, στο Τολό.
Μια Πειραιώτισσα κι ολυμπιακό.
Για τους έρωτες που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια δε μίλησα ποτέ μήτε και θα μιλήσω.
Τώρα απλά περιμένει με τις αισθήσεις σ’ εγρήγορση η ψυχή μου..

Γράφω για όλα αυτά, με όλα αυτά.
Βγάζω από μέσα μου εκείνα που με βαραίνουν, βγάζοντας τα κρατώ μόνο τα χαρούμενα.
Για τούτο μπορώ ακόμα και χαμογελώ.
Μπορώ ακόμα κι αστειεύομαι με τα δύσκολα κι ας παραπονούμαι.
Παραπονούμαι συχνά.
Κάποτε εύχομαι η ψυχή μου να μην έχει ανάγκη την γραφή.

Καθώς ξημερώνει, νιώθω πάντοτε την επιθυμία να παίξω κιθάρα.
Δεν έμαθα ποτέ μου κιθάρα.
Απόκτησα μία προπαραμονή Χριστουγέννων του 2002, στη Σάμο.
Από τότε δεν βρίσκω χρόνο – τούτο τουλάχιστον προφασίζομαι, αν και ισχύει για μεγάλες περιόδους κατά την επιστροφή μου στην Θεσσαλονίκη – ώστε να πάρω μερικά μαθήματα.

Οι αλήθειες μου οι πιο μεγάλες είναι εκείνες που για να τις πεις χρησιμοποιείς λόγια απλά και είναι αθώες.
Τις έχω φυλαγμένες σε ύφασμα βελούδινο για έναν άνθρωπο.

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

Η ανάσα μου έχει τελειώσει

Έχω μουσκέψει ως το κόκκαλο.
Μπαίνω στο σπίτι μανιασμένα, θαρρείς ο πρότερος άνεμος που μ’ έφερε ως εδώ.
Κλείνω σ’ ένα ντουλάπι τους φόβους μου.
Έρχονται κάθε βράδυ μ’ ένα πριόνι και πριονίζουν τα κλαδιά του δέντρου, εκείνου που φύτεψα όταν παιδί ακόμα έτρεχα πάνω κάτω την αυλή και πίστευα πως γύριζα τον κόσμο ολάκερο και κουραζόμουν τάχα, πάντοτε πλάι στη βρύση κι ας μη διψούσα.
Τώρα δε μου φθάνει μήτε μια ζωή νερό να ξεδιψάσω, μήτε μια θάλασσα ωκεανός να ταξιδέψω, μήτε τα πιο όμορφα όνειρα να χαμογελάσω.
Τα χαρτιά μου κιτρινίζουν καθώς ο καιρός περνάει, τα ρούχα παραδίδονται στη φθορά τους, έγιναν άσπρα τα μαλλιά κ’ οι σχολικές εκθέσεις, οι παιδικές μου ζωγραφιές δεν νιώθουν πια οικείο τον χώρο κι απομακρύνονται.
Κοιτάζω στα μάτια όποιον μου μιλάει, τούτο τουλάχιστον το καταφέρνω ακόμα.
Φέρνω κύκλους το κλειδί στην πόρτα φορές πολλές, δυνατά, ν’ ακούγεται στους απ’ έξω το κλείδωμα να μην πλησιάζουν.
Τα παράθυρα τα έχω κλείσει, τα πατζούρια το ίδιο.
Είναι βλέπεις ξύλινα κι αφήνουν μια στριγκιά φωνή στο πέρασμα τ’ ανέμου.
Βρέχει ακόμα έξω.

Έχω μουσκέψει ως το κόκκαλο, μη βιάζεσαι για υποθέσεις, δεν είναι η βροχή.
Οι φόβοι μου κλεισμένοι πάντα εκεί.
Κι εγώ απέναντι τους να πίνω σ’ ένα φλιτζάνι τσάι ζεστό.
Με ταραγμένη την ψυχή, με σώμα ματωμένο απ’ τα καρφιά και την προδοσία.
Ερημώνω κι εγώ με τους αιώνες αντάμα που δεν χώρεσαν μέσα τους την ψυχή μου.
Ζω όσο ζει κι ο πόνος, είκοσι χιλιάδες χρόνια τώρα.
Και σιωπώ.
Ο παφλασμός ακούγεται του αίματος πάνω στο παγωμένο τζάμι.
Δεν είναι κανείς να τ’ ακούσει.
Δεν είναι κανείς να προσπαθήσει να δέσει την πληγή, μήπως και σωθεί κάποτε το κόκκινο, και πως θα μπορέσει ένα παιδί κάποτε να ζωγραφίσει ένα ηλιοβασίλεμα...
Έχω στα χέρια μου κρατημένο ακόμα το κενό πέρασμα των ανθρώπων έξω στον δρόμο.
Στο προσπέρασμα τους.
Οι ηλεκτροφόρες σιωπές τους τυλίγονται έξω απ’ το σπίτι.
Τόσες σιωπές ενάντια σ’ ένα σκοτεινό σπίτι.
Φοβούμαι τους βομβαρδισμούς, έχουμε πόλεμο ακόμα, το είπα κι άλλοτε.
Δεν πίστεψες ποτέ σου όσα έχω γράψει.
Δεν φόρεσες ποτέ κουστούμι και δε προσευχήθηκες ποτέ σ’ έναν έστω δικό σου Θεό.
Τόσα χρόνια δίχως Θεό μέσα σου.
Τόσα χρόνια δίχως εσένα μέσα σου.

Έχω κλείσει του φόβους μου σ’ εκείνο το ντουλάπι, κι αν έχω φυλάξει έναν φόβο εκτός, είναι που έχω ξεχάσει μέσα του τα album των παιδικών μου χρόνων.
Θα με βρουν, θα σημαδέψουν την ηλικία την παιδική μου.
Στο μέτωπο, στο στήθος, στα χέρια.
Εκεί θα χτυπήσουν.
Πάντοτε εκεί χτυπάνε.
Τα πόδια λυγίζουν από μόνα τους, μετά.
Δεν το φοβούμαι πως εκεί θα χτυπήσουν, το γνωρίζω.
Στο κρεβάτι έχω αφήσει μια κουβέρτα διπλωμένη.
Όσα κι φορέσω κρυώνω τελευταία.
Τρέμουν τα χέρια και τα γράμματα βγαίνουν ξινισμένα σα θυμωμένοι γείτονες που χτυπάνε την πόρτα γιατί τους ενοχλεί η ανάσα.
Κ’ η ανάσα μου ολοένα βαραίνει.

Οι ανάγκες μου παραμένουν μ’ εκείνον τον παιδικό αυθορμητισμό μονάχα οι πόνοι ενηλικιώθηκαν.
Έτσι τις νύχτες πονώ.
Κι αγρυπνώ τις περισσότερες φορές.
Κι αγρυπνώντας μετρώ τις μεθόδους καταστολής που εφαρμόζει η μνήμη στην ψυχή μου κι αποτυγχάνουν.
Και κομμάτια της μνήμης με πονούν.
Ένα παρελθοντικό σήμερα με κάνει και λιτανεύω την κάθε μου ώρα.
Δανεικές οι ώρες.

Το παιδικό δωμάτιο έγινε γκαρνταρόμπα.
Για την ακρίβεια δεν έγινε ποτέ δωμάτιο παιδικό.
Δεν λένε ποτέ ψέματα οι σιωπές.
Δε γέλασε ποτέ, ποτέ δεν έκλαψε παιδί εδώ μέσα.
Κι εγώ ακόμα ενήλικη ψυχή έκλαιγα πάντα.
Κι άφηνα σημειώματα στα παλιά ρούχα θαρρείς κάποιος από το παρελθόν τα είχε ξεχάσει.

Η βλακεία μου είναι πως αγάπησα τα παραμύθια.
Ή πιο σωστά η βλακεία μου είναι πως δεν έμαθα τίποτε από τα παραμύθια.
Δεν έμαθα πως σε κάθε τόπο παραμονεύει ένας λύκος κακός.
Βγαίνοντας από το παραμύθι έφαγε τα τρία γουρουνάκια, στρίμωξε την κοκκινοσκουφίτσα κι αφού κατάφερε ν’ αλλάξει όλα τα όμορφα παιδικά μας παραμύθια τώρα παραμονεύει τον κάθε έναν από εμάς.
Και τον συνάντησα.
Δεν αναγνώρισα μήτε το πρόσωπο μήτε το χρώμα.
Έμαθα μόνο να πεθαίνω κάθε φορά μ’ ένα χαμόγελο σφηνωμένο στα χείλη.

Η ανάσα μου έχει τελειώσει.
Μια σκέψη παραπληγική μου λέει πως πάλι θα ζήσω.
Ήταν κάποτε όμορφα εδώ.
Πράσινα, καταπράσινα όλα και τα όνειρα να κυλιούνται σαν παιδιά στο χορτάρι.
Μα τώρα απόμειναν μονάχα οι φόβοι εδώ πέρα, σα μικροί φόνοι γεμίζουν το ημερολόγιο συμβάντων αυτού του σπιτιού.
Θ’ ανάψω μια λάμπα θυέλλης τη στιγμή που θα βραδιάσει.
Έχουν πολύ σκοτεινιάσει οι λαβύρινθοι μου και μπερδεύομαι στα γυρίσματα που κάνουν.
Εκείνο που δεν κατάλαβα ήταν αν νύχτωσε ποτέ πραγματικά ή ήταν που έζησα στο ανύπαρκτο μέσα σου δίχως ελπίδα καμιά…

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Μην έρθεις να με σώσεις

Μην προσπαθήσεις να με σώσεις.
Στην πίσω κάμαρα του πάνω ορόφου έχω τα σχέδια πάνω στο τραπέζι.
Ετοιμάζω την απόδραση μου.
Σκοινί, μαχαίρι και μια βάρκα φουσκωτή να βουτήξω στο ποτάμι την πορεία μου να μην βρει κανείς, κανείς πίσω να μη με γυρίσει.

Μην έρθεις να με σώσεις.
Μ’ έχουν κουράσει πια οι προδοσίες.
Εσύ δίχως αντάλλαγμα τίποτε δεν κάνεις, τόσα χρόνια τίποτε δεν έχεις κάνει.
Φοβάμαι το αντάλλαγμα που θα ζητήσεις.
Φοβάμαι τα μάτια σου όταν κοιτάζουν μέσα στα χέρια μου.
Σε λίγο κι εκείνα τίποτε δε θα ‘χουν να κρατήσουν να προσφέρουν.
Θα μου πάρεις τις σάρκες.
Δεν θα τις κλέψεις, έτσι απλά κάποιο πρωί πριν προλάβω να κρατηθώ από κάπου θα έχεις απλώσει τα χέρια σου και με την οικειότητα των καταχραστών θα μ’ αφήσεις γυμνή την ψυχή.

Κι όλο έλεγα να ‘ρθω, πίσω να ζητήσω τα δανεικά, μα δεν έμαθα να ζητώ, σ’ έμαθα όμως να ζητάς.
Τούτο είναι το χειρότερο.
Και το πιο δύσκολο είναι να σε κάνω να πάψεις.

Μη έρθεις, γέρασε το σπίτι, δεν σε θυμάται πια.
Γέρασα κι εγώ μαζί του και δεν γέλασα.
Κάθε που άνοιγα τα χείλη έπαιρνες από μέσα τους τις λέξεις, τις ανάγκες, τις επιθυμίες.

Μην έρθεις, αυτό μονάχα μην έρθεις.
Προχθές ο καθρέφτης μ’ έδειξε με μια στολή λασπωμένη στρατιωτική.
Ζω μες στους πολέμους αν δεν μπορείς να καταλάβεις τις λέξεις των εικόνων.
Κάθε σωτηρία είναι μάταιη.
Μονάχα η απόδραση απομένει

κι έχω τον χάρτη απλωμένο στην πίσω κάμαρα του πάνω ορόφου…

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Δύο λέξεις

Κι εγώ που χώρεσα τη νύχτα σε δυο λέξεις
να μην μπορώ την ψυχή μου να χωρέσω πουθενά;
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

Ζήσαμε σε χρόνους μίσθιους

Ζήσαμε σε χρόνους μίσθιους
γυρεύουμε τώρα να μικρύνουμε τις αποστάσεις
μα έχουν ερημώσει οι διάδρομοι του σπιτιού
θρυμματίζει η σκόνη τα έπιπλα των δωματίων
δεν κάνει αντίλαλο η φωνή

για τούτο
μη με ρωτήσεις
γιατί απομένει πάντα ένα παράπονο πάνω στα χείλη.
.
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Είναι κάποιες φορές

είναι κάποιες φορές
που σκοντάφτω στο περβάζι των ματιών σου
κι αφήνομαι εκεί
γονυπετής

εξάλλου
έχω νηστέψει τόσο την μορφή σου
που τώρα μπορώ να σε προσεύχομαι

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Με την ανάγκη στο αίμα

όσα μέσα μου κοιμήθηκαν τώρα πονούν
ξυπνούν με την ανάγκη στο αίμα να φωνάξουν

πιο κάτω, σπίτια αραχνιασμένα με ξεντύνουν
αφήνουν ένα νανούρισμα πάνω στα στρωμένα κρεβάτια

κι όλα τριγύρω βουβά
όλα τριγύρω ντυμένα ένα κόκκινο χρώμα
σα χώμα
π’ αφήνουν πίσω τους δυο σύννεφα ματωμένα



Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Γιάννης Φιλιππίδης – Ο εραστής η μέλισσα κι ένα μικρούλι «αχ»

«… τα δελφίνια, λέει, δεν σ’ εγκαταλείπουν ποτέ στα δικά σου δύσκολα, πονάνε κι αγαπάνε τους ανθρώπους, γιατί κι εκείνα, είναι οι ψυχές αυτών που βούλιαξαν στα βάθη και τα πλάτη, χιλιάδες χρόνια τώρα…»

Έτσι και τούτο το βιβλίο, στα δύσκολα με πήρε από το χέρι και μ’ έβγαλε στην απέναντι όχθη, κ’ ήταν τόσο στοργικό το ταξίδι θαρρείς κ’ είχαμε συντροφιά τους που βυθίστηκαν στα βάθη και τα πλάτη.

Βρέθηκα να βαδίζω στους δρόμους μιας πόλης σεισμόπληκτης, μιας πόλης που πήρε για μέρες να χορεύει ένα χορό σκληρό.
Ανάσανα βαθιά την αγωνία των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, γέλασα μ’ ένα γέλιο αβίαστο, παιδικό.
Δάκρυσα φορές αμέτρητες, σημάδεψα στις σελίδες του ένα «σ’ αγαπώ» απ’ τα πιο αληθινά που έχω ποτέ διαβάσει.
Χάθηκα σ’ ένα μικρούλι «αχ» που σε κάνει κι αναρωτιέσαι αν είναι πόνου ή πόθου.
Ρίγησα ξανά και ξανά με τούτη την καθημερινότητα που είτε κρύβουμε εντός μας είτε απλά δεν παρατηρούμε.

Έτσι το ένιωσα Γιάννη μου, κι αν το θέλεις ένιωσα και τις τέσσερεις εποχές του χρόνου ν’ αγγίζουν την ψυχή μου διαβάζοντας το.
Θυμάσαι μήπως πόσα χρόνια τώρα χάσαμε σε κάποιο γύρισμα τις δύο από αυτές;

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Δείπνο για δύο

Βράδυ από τα τελευταία του καλοκαιριού.
Μπαίνει αθόρυβα ένα σαράκι στο στήθος και σκαλίζει, που να ‘σαι;

- Που είσαι πες μου;

Γιατί η στοργή απέμεινε ραγισμένο κρυστάλλινο ποτήρι σ’ ένα τραπέζι στρωμένο για δύο.
Γιατί μονάχα ο ένας σηκώνει το ποτήρι σε πρόποση…

Έχει κυλίσει σαν ιδρώτας η ζέστη πάνω στα στήθη.
Χτυπά, χτυπά και δονεί τα στήθη.
Αναρωτιέμαι πόσα στήθη έμαθαν να χτυπούν από την μοναξιά, από την ερημιά τους.

- Που είσαι;

Τα ημερολόγια των απουσιών σου έχουν γεμίσει.
Τα ποτήρια της ερημιάς...
Κρασί λευκό, μόνο για δύο στυφό πάνω στα χείλη.

Που είσαι;
Έπαψα να μιλώ και με την απουσία σου ακόμα.
Δεν μιλώ πια.

Αφουγκράζομαι
το ράγισμα του ποτηριού που εξακολουθεί.

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

Όταν ονειρεύομαι δεν κινδυνεύω

Θα ξεχυθώ
όπως τα ποτάμια ξεχύνονται και θα χαθώ

θα σκορπιστώ στης θάλασσας τα κύματα

μονάχα όταν ονειρεύομαι δεν κινδυνεύω
κι όταν βραδιάζει
μέσα στις λέξεις μου κουρνιάζω
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Κυριακή 24 Αυγούστου 2008

Έρημες χώρες

Κοιτάζοντας ψηλά ένα κύκλος τα θαύματα
με κυκλώνουν, με συνοδεύουν
ένα ένα τα βήματα θηλάζουν μια μυστική αιωνιότητα
εκκωφαντική σιωπή την αγκαλιάζει

οι πιο έρημες χώρες που έζησα
ήταν εκείνες που κανείς δεν είδε από μακριά να πλησιάσει
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Πασχίζω να θυμηθώ πως είναι να κυλιέσαι ανάμεσα στα ηλιοβασιλέματα


Πασχίζω να θυμηθώ πως είναι να κυλιέσαι ανάμεσα στα ηλιοβασιλέματα.
Να κυλά η θάλασσα πάνω στα στήθη, να ονειρεύεσαι μ' εν’ αγέρα απαλό στο βάθος των ματιών, να τα μουσκεύει.

Η άμμος είναι υγρή ακόμα, νοτισμένη από την υγρασία.
Είναι πάντα υγρά τα πρωινά, πλαγιασμένα στο φινιστρίνι ενός πλοίου που έχει σαλπάρει μέσα στη γαλήνη της νύχτας γι’ άγνωστο προορισμό.
Χαράσσονται μ’ ευκολία μεγάλη επάνω της τα ίχνη.
Κι απόψε κάποιος έχει φύγει.
Δίχως αποσκευές, μ’ εκείνο μονάχα το βάρος στην ψυχή π’ αφήνει η ανάγκη για πέταγμα, μ’ εν’ αστέρι κι ένα προσευχητάρι στα χέρια.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

Ο ήχος που σημαδεύει τις ψυχές...

Υπάρχει ένας ήχος που σημαδεύει τις ψυχές μας.
Κάποτε ήταν το σφύριγμα ενός πλοίου ή τρένου.
Τελευταία το κουδούνι αναγγελίας πτήσεων αεροδρομίου.
Δεν έχει σημασία.

Εκείνο που μετράει είναι πως ο ίδιος ήχος φέρνει και τις καθυστερήσεις…


Θέλησα τ' όνομά σου να μάθω ΙΙ

Έμαθα ν’ ανασαίνω βαθιά, και βαθιά ανασαίνοντας να καταδύομαι ως τα βάθη του πελάγου κι απ’ του πελάγου τα βάθη ως την άκρη τ’ ουρανού.
Παρεμπιπτόντως, έμαθα και να πετάω.
Ν’ ανοίγω κάτι μεγάλα φτερά, δυνατά, πίσω στην πλάτη.
Νύχτα με βροχή ήταν κι έπρεπε να φθάσω κοντά σου.
Ακολούθησαν κι άλλες όμοιες μ’ εκείνη από τότε.
Κι άλλοτε πάλι από τα μακρινά μου ταξίδια έπρεπε να επιστρέφω, έστω για λίγο, έστω για τόσο, να σε κοιτάξω όπως στέκεσαι στην άκρη του παραθύρου σου, εκείνου τ’ ανοιχτού χειμώνα καλοκαίρι, που ‘βλεπε στην πλατεία και να επιστρέψω.
Να σου αφήσω στα μαλλιά ένα λουλούδι, από εκείνα τα δικά μου, τα μικρά, τα πολύχρωμα που ‘πλεκα με τις λέξεις – εκείνα είχε ανάγκη η ψυχή σου – και να καταδυθώ στα πιο σκοτεινά σπήλαια της θάλασσας· κι εκεί να σ’ ανακαλύψω.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2008

Θέλησα τ’ όνομα σου να μάθω

Θέλησα τ’ όνομα σου να μάθω.
Ήταν μια μικρή κόκκινη θάλασσα.
Έσταζαν πάνω του χρώμα τα μαλλιά καθώς το φεγγάρι σου έβρεχε το κεφάλι.

Έγερνα πάνω στη φωνή σου τα βράδια, κι αποκοιμόμουν.
Αποκοιμόμουν θαρρείς παιδί κουρασμένο σ’ αγαπημένη αγκαλιά, κι ονειρευόμουν…
Θυμάσαι τούτα τα όνειρα;

Λίγες φορές μονάχα, έπαιρνα χαρτάκι μικρό, σου τα ‘γραφα μ’ εκείνη την παράξενη γραφή μου κι εσύ τα χάζευες.
Μα πιο πολύ σ’ έπαιρνα απ’ το χέρι και χανόμασταν μέσα τους.

Θέλησα τ’ όνομα σου να μάθω κι έμαθα πρώτα να περιμένω το κόκκινο κύμα, να περιμένω όλα εκείνα τα δικά σου που θα έφερνε τ’ απαλό αεράκι της θάλασσας, το φεγγάρι να περιμένω να ξεμυτίσει στα ψηλά τ’ ουρανού.

Έμαθα τ’ όνομά σου μια νύχτα λουσμένη στη ζέστη και το φεγγαρόφωτο.
Γάντζωσα ένα αστέρι στον ουρανό και του ‘δωσα τ’ όνομά σου.
Άναψα κι ένα καντήλι στο κέντρο του περίτεχνα σκαλισμένο να ρίχνει ένα φως απαλό στα βήματα π’ απλώνονται μέσα στα όνειρα.

Φύλαξα εν’ αγέρα απαλό να τρεμοπαίζει το φως του αστεριού στο μισάνοιχτο παράθυρο σου, να σου μπερδεύει τα μαλλιά όταν στην άκρη του μπαλκονιού θα γύρεις το κορμί σου, όταν θα γύρεις για να κοιμηθείς εκείνο πρώτο να φουσκώσει τα πανιά εκείνων π’ ονειρεύθηκες.

Θέλησα τ’ όνομά σου να μάθω κι έμαθα πάλι ν’ ανασαίνω απ’ την αρχή…

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008

Το μίσος μου για τον χρόνο

Το μίσος μου για τον χρόνο.
Όταν συναντιόμαστε καλπάζει
κι όταν λείπεις
λιμνάζει στις άκρες της απουσίας σου
σαν δάκρυ.

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Μείναμε τόσοι λίγοι πια

Μείναμε τόσοι λίγοι πια.
.
Τα σχολεία μας ρήμαξαν με τον πόλεμο.
Τα σπίτια το ίδιο.
Εμείς μονάχα, ρημάξαμε στην ειρήνη…
.

απο το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος... δεύτερη γραφή

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Έχω επιστρέψει

Έχω επιστρέψει.
Έχουν εντός μου κιτρινίσει τα λόγια.
Άυπνα από χρόνια.
Για χρόνια άυπνα λόγια, μάτια κι όνειρα.

Φύλαξε μου ένα ζεστό ποτήρι γάλα, όπως εκείνα που πίναμε παιδιά, λίγο ψωμί χτυπημένο μ’ αυγό, ένα μαξιλάρι ζεστό, ένα βιβλίο με παραμύθια.

Κλειδώνω μια μια τις σκέψεις.
Τα δωμάτια χάσκουν απορημένα, τόσα τριγύρω σύγνεφα κι όμως δεν βρέχει.
Τα παπούτσια μου έχουν σχισθεί απ’ το περπάτημα και την αρμύρα, μ’ άρεσε από παιδί να βαδίζω επί των υδάτων.

Γέρνω στην άκρη του παραθύρου.
Στο απέναντι σπίτι ένας σκύλος γαβγίζει, ένα παιδί κλαίει, κάποιος ετοιμάζεται πάλι να σκοτώσει.
Έχουμε γεράσει περιμένοντας οι μισοί τον θύτη κ’ οι άλλοι μισοί το θύμα.
Κανείς δεν φάνηκε ποτέ τελικά.

Σκέφτομαι πως όλα κάποτε νυχτώνουν.
Όλα κάποτε αναζητούν έναν ξένο εαυτό μήπως και πάλι ανθίσουν.

Αρχίζω τις σκέψεις μου μ’ ένα μεγάλο γράμμα, όπως τα παλιά ανθολόγια του δημοτικού, νιώθω πως έτσι αποκτούν βαρύτητα διαφορετική.

Διαβάζω παλιά συμβόλαια.
Πρέπει να θυμόμαστε τα ονόματα.
Προπαντός εκείνων που φύγαν.
Διαφορετικά μένουν δίχως ονόματα κ’ οι διαθήκες.

Άδεια χαρτιά κιτρινισμένα.
Κιτρινισμένα άδεια λόγια.

Έχω τραβήξει το κρεβάτι στη άκρη του παραθύρου.
Κοιτάζω πότε την πλατεία και πότε την θάλασσα.
Άδειες κ’ οι δύο.
Οι θύτες καραδοκούν τα θύματά τους.
Προσμένουν τα θύματα τους θήτες.

Πλάι στο κρεβάτι ανασαίνει μια παλιά φωτογραφία.
Οι παλιές φωτογραφίες ανασαίνουν πάντοτε βαριά.
Πίνει λίγο λίγο το νερό που έχω πλάι στο κρεβάτι.

Τυλίγομαι ένα ένα τα κίτρινα χαρτιά.
Σκεβρώνω μαζί τους.

Άυπνα χρόνια όπως άυπνα παραμένουν τα ρολόγια κι απλά παραφυλούν.
Παραφυλούν τα μεγάλα γράμματα.
Κι αφήνουν κουτσουρεμένες τις λέξεις.
Κιτρινισμένα, άδεια τα λόγια…

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2008

Χορεύοντας στο σεληνόφως

Είναι που χόρεψες στο εκχείλισμα του φεγγαριού πάνω στη θάλασσα…

Ποιους χρόνους να μετρούν τώρα τα ρολόγια;




Το τραγούδι «Σ’ έχω βρεί και σε χάνω» από το CD «Μέχρι το τέλος» ερμηνεύει η πάντοτε μαγική Νατάσσα Μποφίλιου.
Η φωτογραφία είναι από το Deviantart. Χρήστης
meitantei.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2008

Γυάλινη φυλακή

Έχω γεμίσει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
σπάζει το ποτήρι στο ξύλινο τραπέζι
χίλια κομμάτια γίνεται

δύσκολα κρατάς το αίμα σε γυάλινη φυλακή...

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Οι αποχαιρετισμοί του καλοκαιριού

Προ ολίγων ημερών δέχθηκα πρόσκληση από τον φίλο και συγγραφέα Νικόδημου Διακογιάννη ώστε να γράψω ένα κείμενο με θέμα το καλοκαίρι.
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ιστολόγιο του Τέρα Άμου στις 24 Ιουνίου 2008.


Οι αποχαιρετισμοί του καλοκαιριού

Ομολογώ πως πάντοτε μου άφηναν μια γεύση παράξενη τα καλοκαίρια.
Προσέμενα τον ερχομό τους για να συναντήσω ανθρώπους αγαπημένους από την άκρη του κόσμου, από μια τέτοια άκρη ήρθα κάποτε κι εγώ και δεν ξαναγύρισα.
Έμπαιναν με το ομορφότερο τους πρόσωπο.
Θυμούμαι παίρναμε το ΚΤΕΛ με την μητέρα και με ταξίδι μιας ώρας και κάτι φθάναμε στην παραλία, Επανομή – Αγία Τριάδα – Νέοι Επιβάτες οι τότε προορισμοί.
Κόσμος στο λεωφορείο, στριμωξίδι κι άγιος ο Θεός.
Ήταν και κάποιες βάρκες δεμένες στο ξύλινο μόλο που ανεβαίναμε για βουτιές για να καταλήξουν σε φωνές από τον καϊκτσή.
Όλα τούτα όμως ήταν απλά η αρχή του καλοκαιριού.
Λίγο μετά δάκρυα γέμιζαν τα μάτια από το κλείσιμο του σχολείου.
Φανατικός του διαβάσματος δεν υπήρξα ποτέ, μήτε και του σχολείου.
Θυμούμαι πως όταν μου ανακοίνωσαν στο σαλόνι του σπιτιού μας με μεγάλη χαρά πως από τον Σεπτέμβριο θα βρίσκομαι στο Δημοτικό έβαλα τα κλάματα όχι βέβαια από ευτυχία, είχα μόλις τελειώσει το Νηπιαγωγείο και ήταν μια χρονιά με πειράγματα, μουτζούρες πάνω στο μπλόκ ζωγραφικής, και πολλές φορές κλωτσιές από κάποιους που έμελε να γίνουν οι αιώνιοι αντίπαλοι.
Κάπου εκεί, στο μέσον εκείνης της πρώτης χρονιάς, κάτι έγινε και το λάτρεψα το σχολείο, δε θυμούμαι να πω τι ακριβώς, θυμούμαι όμως πως από τότε και με το που λάβαινε χώρα η τελευταία πράξη αποχαιρετισμού, μπουγέλο στις βρύσες και τις τουαλέτες του σχολείου, ένα δάκρυ μπλέκουνταν με τα νερά που κυλούσαν από τα μαλλιά.
Είναι μια αγάπη που για πρώτη φορά ίσως ομολογώ.
Ένας δύσκολος αποχαιρετισμός ήταν εκείνος της Τετάρτης δημοτικού.
Ήταν το καλοκαίρι της αλλαγής, όχι στην πολιτική ζωή της χώρας μα της ζωής μου.
Μια μετακόμιση σηματοδοτεί μια νέα αρχή.
Σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης, η ηλικία μικρή, αποτέλεσμα ένα.
Αλλαγή παιχνιδιών, παρέας, σχολείου, συμπεριφοράς.
Θα επαναληφθεί μερικά καλοκαίρια αργότερα το ίδιο ακριβώς σκηνικό.
Εκεί όμως, λίγα χρόνια αργότερα θα είχα τον δυσκολότερο αποχαιρετισμό.
Ήταν η τελευταία ημέρα του Γυμνασίου, θεατρική και μουσική παράσταση στο θέατρο του Δημαρχείου.
Καθόμουν με την Γεωργία και την Ιωάννα.
Κάποια στιγμή η Γεωργία ενώ χαιρετούσε την καθηγήτρια των Γαλλικών σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ανακοπή είπαν οι γιατροί και τότε προσθέθηκε άλλη μια λέξη στο λεξιλόγιο μου.
Πέρασαν κι άλλο τα χρόνια, τέλειωσε και το λύκειο.
Παράξενο εκείνο το συναίσθημα, δεν έχω καταφέρει ακόμα να το περιγράψω, η χαρά του καλοκαιριού, το τέλος της σχολικής ζωής, η επαγγελματική για κάποιους, η φοιτητική για κάποιους άλλους σταδιοδρομία και η αναμονή για τη στρατιωτική θητεία.

Παρέα με όλους αυτούς τους αποχαιρετισμούς ήταν και οι άλλοι, εκείνοι με τους αγαπημένους ανθρώπους από του κόσμου τις άκρες.
Στην Ελλάδα κλείνουν νωρίς τα σχολεία, τούτο είχε ως αποτέλεσμα να βρισκόμαστε με τον αδελφό μου πρώτοι απ’ όλους στο χωριό με εξαίρεση εκείνους που έμεναν μόνιμα εκεί.
Κατέφθαναν έπειτα τα ξαδέρφια από την Αμερική, οι συγχωριανοί από τον Καναδά, κ’ ύστερα τα ξαδέρφια από την Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, οι φίλοι από την Γαλλία.
Χώρες και γλώσσες μαζεμένες σ’ ένα χωριό, μ’ ένα παιγνίδι, με μια φωνή.
Βόλεϊ στην εξώπορτα του σχολείου και μακριά γαϊδούρα, ποδόσφαιρο στ’ αλώνια κι άλλα πόσα.
Το πρώτο κομβόι ξεκινούσε δύο το πολύ τρεις ημέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο για την Κεντρική Ευρώπη.
Γερμανία, μέσω της παλιάς Γιουγκοσλαβίας κ’ ίσως επειδή έπαψε να υπάρχει το παλιά και μαζί με εκείνο και η Γιουγκοσλαβία, χάραξε άλλη διαδρομή ο διαβήτης στον χάρτη, ταξίδι ως την Πάτρα πλοίο για Ιταλία κι από εκεί άνετο ταξίδι στην autobahn μέχρι επάνω.
Στάσεις επόμενες από δρόμους διαφορετικούς ήταν η Γαλλία, το Βέλγιο κ’ η Ολλανδία.
Τελευταίοι έφευγαν οι πολλοί μακρινοί, οι της Αμερικής.
Αλεξανδρούπολη - Αθήνα με πτήση συνήθως απογευματινή κι από εκεί με άλλη για το σπίτι, νύχτα εκεί μέρα εδώ 10 ώρες διαφορά, δύσκολη προσαρμογή.
Όλοι αυτοί οι αποχαιρετισμοί συνοδεύονταν από πολλά δάκρια και το παράπονο των μικρών παιδιών.
Το δικό μας δηλαδή που επιθυμία μας μεγάλη ήταν να ήμαστε όλο τον καιρό μαζί.
Περνώντας τα χρόνια καταλάβαμε πως δε γίνεται διαφορετικά.
Τώρα πονούν αλλιώτικα οι αποχαιρετισμοί, υπάρχει εκείνος ο «φόβος» της επόμενης συνάντησης.
Του πότε θα είναι αυτή, υπό ποιες προϋποθέσεις, από πόσους και για πόσο.
Άλλος με τη δουλειά, άλλος με την οικογένεια δεν συμπίπτουν κάποτε τα βήματα άλλοτε οι ημερομηνίες.

Τελευταίος αποχαιρετισμός είναι ο φετινός.
Πρώτος έφυγε ο αδελφός προχθές για εκείνα τα μέρη, σε λίγες ημέρες θα ακολουθήσει η υπόλοιπη οικογένεια.
Μετάθεση έγραφε το χαρτί που έφθασε.
Μεταθέτεις την έδρα της εργασίας και μαζί τη ζωή, τα όνειρα σου, τις ελπίδες.
Σε λίγες ημέρες ένα φορτηγό θα σταθεί έξω από το σπίτι, το συνεργείο θα κατεβάσει τα χαρτοκιβώτια, τα έπιπλα, τις αναμνήσεις, θα τα στοιβάξει επάνω στο φορτηγό κι εκείνο θα ξεκινήσει για το ταξίδι των 400 και βάλε χιλιομέτρων.

Καθώς θα ξεμακραίνει το οικογενειακό αυτοκίνητο το χαμόγελο του μικρού Άγγελου θα ξεχωρίζει σαν ήλιος μικρός από το πίσω τζάμι.

Στον τόπο μου, όταν κάποιος κινεί για ταξίδι ρίχνουν ένα ποτήρι με νερό πίσω του.
Δε ρώτησα ποτέ, υποθέτω πως είναι για να μη διψάσει, για να ΄χει καλό δρόμο και να βρει γρήγορα πάλι εκείνον της επιστροφής.

Λοιπόν αδελφέ…

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Έχω φυλάξει ένα χάρτινο τέλος

Έχω φυλάξει ένα χάρτινο τέλος και σ’ έχω κλείσει εντός του.
Έχω σουγιαδιάσει με λύπη τις νύχτες που υπήρξες μήπως και σε σκοτώσω αλλά μάταιο, σκοτώνεις όσα μέσα σου ζουν αν σκοτώσεις τις νύχτες που έζησες μαζί τους.
Έχουν σκουριάσει οι πληγές, τα όνειρα έχουν κολλήσει σ’ ένα γκισέ έκδοσης εισιτηρίων το πρόσωπο τους και ζητιανεύουν ένα εισιτήριο για μία, έστω, κοντινή διαδρομή.
Το αστείο είναι πως το καταφέρνουν.
Ένα τρένο πάντα θα παίρνει μακριά ότι αγαπώ, κι εμένα μαζί.
Κι εγώ μακριά από εμένα πια ζω.
Ανασαίνω με βρυχηθμούς, όπως τα τρένα.
Επαναλαμβάνω την κίνηση μου επάνω στις ράγιες μήπως και κάπου φθάσω.
Που φθάνουν άραγε τα παλιά τρένα των μακρινών διαδρομών;

Κυκλώνω τις στιγμές, τις ζαλίζω.
Κυκλώνω τη ζωή μου.

Φτιάχνω χάρτινα καραβάκια με το τέλος που σου επιφυλάσσω.
Βυθίζω πρώτα την ναυαρχίδα κι έπειτα παίζω σκοποβολή πολυβολώντας υπεροψία τα υπόλοιπα κι αρχίζουν έναν πόλεμο δικό τους.

Ακόμα κι ενοχές μας διψούν για αρχηγία.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

Είναι μυστικός ο έρωτας

Είναι μυστικός ο έρωτας
κρύβεται στις σκοτεινές γωνιές των δρόμων
στα μισθωμένα ξενοδοχεία της ώρας
στα άδεια βαγόνια του τρένου
στις έρημες απολήξεις των δακτύλων
π’ αναζητούν το άγγιγμα

οι περισσότεροι τον έχουν ξεχάσει
σμίγουν ελεύθερα τα χείλη στα φωτισμένα σαλόνια
ιδρώνουν σε μετάξινα σεντόνια
φιγουράρουν σε φωτογραφίες ποικιλόσχημες

μέρα τη μέρα ξεχάσαμε τον έρωτα
και δίχως πάθος πια
μετρούμε τη ζωή.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Θάλασσα φωτιά

Εκείνος, βέβαια, είχε καθίσει πολύ καιρό πλάι σ’ ένα τζάκι που έκαιγε.
Ήταν πάντα απόγευμα καλοκαιριού στον τόπο του και το σπίτι τ’ αγκάλιαζε η θάλασσα.
Στέκουνταν μπροστά σε μια τζαμαρία, μήτε αγέρας έμπαινε μήτε άμμος, άφηνε το βλέμμα ν’ αλυχτά πάνω στα κύματα.
Ήταν μια θάλασσα φωτιά το βλέμμα του…

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Φοβάμαι, λες

Φοβάμαι, λες.

Φοβάμαι κι έχω κρύψει σ’ ένα βιβλίο παλιό το γαλήνιο πρόσωπο μου να το θυμάμαι.
Ποια βήματα μοιάζουν οικεία όταν έχεις γεννηθεί στο διπλανό κρεβάτι με τη μοναξιά;
Ενώνω τα γόνατά μου με το πρόσωπο κάθε που ξαπλώνω.
Εκείνο το παράξενο που κυοφορώ με πονάει.
Το κάνουν να με πονάει.
Το χέρι το ξένο που μπαίνει μέσα στην ψυχή, που απλώνεται πάνω στο σώμα μα το κυριότερο που δεν καταλαβαίνει.
Αφήνει μια γραμμή αίματος πάνω στα σεντόνια κάθε φορά.
Πάει καιρός που δεν αφήνω την ψυχή μου να κοιμηθεί.
Παραμονεύει ένας εφιάλτης.
Ένα μαχαίρι που θα κόψει τον ομφάλιο λώρο με την ψυχή, άρα με τη ζωή μου.
Τη ζωή μου…

Ξαπλώνω σ’ έναν κρεβάτι μεταλλικό.
Κάποτε αντικρίζω χεράκια μικρά να περνούν μέσα από τα κάγκελά του.
Χαράσσω πάνω τους τις μέρες, όχι στα χέρια για τα κάγκελα λέω, μέρες μιας απόφασης καταδικαστικής.

Νηστεύω τη ζωή μου.
Κλείνω σε μικρά αποστειρωμένα κουτάκια νοσοκομείου τα όνειρά μου.
Πνίγω στα χτυπήματα των δεικτών του ρολογιού τις κραυγές μου.
Οι σιωπές μου με γεννούν ξανά και ξανά και ξανά.
Κι εσύ ρωτάς τ’ όνομα μου, ρωτάς ηλικία και διεύθυνση.
Πώς να σου μιλήσω δίχως φωνή.
Πώς να σου γράψω τ’ όνομά μου, δίχως στοιχεία ύπαρξη χαμένη με χαμένη ταυτότητα και διαβατήριο σχισμένο απ’ την αστυνομία;
Μονάχα που εκεί μένω σε πάω.
Σπίτι ξύλινο παλιό με περιστέρια στη σκεπή του.
Έχω παρέα μου τα περιστέρια.
Ότι μου έχει μείνει.
Και μια σακατεμένη περηφάνια για να σου δείξω πως μένω εκεί.

Το σπίτι μου ρημαγμένο, περισσότερο απ’ τους άνεμους της ψυχής μου παρά απ’ τα χρόνια.
Άδειο σχεδόν.
Μονάχα εκείνο το κρεβάτι το μεταλλικό με τα πόδια τα ριζωμένα στο πάτωμα έχει μείνει.
Δεν αλλάζει θέση πια.
Ριζώνουν οι κινήσεις μέσα στους τοίχους, ριζώνουν οι επιθυμίες, ριζώνουν τα λόγια κυρίως εκείνα που δεν ειπώνονται
Άντε να ξεκολλήσεις τη ζωή σου…

Φοβάμαι εκείνον που φωνάζει ακόμα το όνομα μου τις νύχτες.
Φοβάμαι μη ξυπνήσει όσα υπνώτισα εντός μου και χαθώ αναζητώντας.
Φοβάμαι την ερημιά που σαν το σαράκι κατασπάραξε τα πάντα στο σπίτι εκτός ίσως από εμένα.
Φοβάμαι μην απ’ τις χαραμάδες μπει ο αέρας και χρειαστεί πάλι ν’ ανασάνω.

Κι αν ακόμα ζω είναι που φοβάμαι να πεθάνω…
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Ψεύτικα υποσχέθηκα την επιστροφή

Μάταια ο χρόνος περιφέρεται.

Οι γρίλιες κλειστές
η ψυχή αφημένη
ανάμεσα στο τίποτα και το πουθενά.

Ψεύτικα υποσχέθηκα την επιστροφή
κι ας είχα βουλιάξει στις σκοτεινές νύχτες.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Ηχος πλάγιος. Μόνος... από έναν ποιητή

Η πολυγραφότατη συγγραφέας – ποιήτρια - δημοσιογράφος – κριτικός βιβλίων κυρία Ελένη Γκίκα, μου πρόσφερε βήμα μέσα από το δίστηλο αφιέρωμα του Έθνος Άουτ στο Έθνος της Κυριακής 08 Ιουνίου 2008 το www.blog… και την ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό.

Τον συναντάμε στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.hxosplagiosmonos.blogspot.com/, το όνομα της ιστοσελίδας του «Ήχος, πλάγιος. Μόνος...» όπως κι ο τίτλος του βιβλίου του που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μπαρτζουλιάνος». Ο Ιωάννης Τσιουράκης γράφει ως επί το πλείστον ποίηση. Αντιγράφουμε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Οι ήχοι, λέω, όταν πλαγιάσουν πολύ από τον άνεμο παύουν να είναι ήχοι. Γίνονται μικρά κορδόνια, να μπορούν τα παιδιά να κρατούν τα κόκκινά τους μπαλόνια στο Λούνα Παρκ. Να κρατούν το πλαστικό φορτηγάκι τους καθώς τρέχουν στον δρόμο... Να συγκρατούν ένα παπούτσι επάνω στο πόδι, καθώς εκείνο βρίσκεται σε γρήγορο βηματισμό. Κι εγώ πλάγιασα».

Και όσο για το μπλογκ, βεβαίως ο λόγος και πάλι στον ίδιο:

«Ήταν περίπου έναν χρόνο πριν, μια εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και μια γνωριμία με τα μπλογκ.
Αρχικά με επιφύλαξη για τον νέο τρόπο επικοινωνίας.
Περιήγηση και μελέτη.
Λίγο μετά γεννήθηκε ο «Ήχος Πλάγιος. Μόνος...».
Τίτλος χαρισμένος από κάποιες εικόνες της ψυχής που δεν βρήκαν ποτέ τους καμβά να ζωγραφιστούν, μα μια λέξη ελάχιστη για να περιγραφούν.
Περίοδος με αλλαγές, μία από αυτές η επιστροφή στην πόλη της Θεσσαλονίκης με αποσκευές σχεδόν άδειες πια από εικόνες δικές της.
Μια νέα ανάγκη εσωτερικού μονολόγου, μια ανάγκη επικοινωνίας με νέα πρόσωπα.
Νιώθω, ιδιαίτερα τώρα, πως ήταν η ιδανική στιγμή για ανοίγματα.
Αρχικά με ποιήματα δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, έπειτα με κείμενα αφημένα στο πέλαγος της ψυχής, μήπως και γαληνέψουν κάποτε τα κύματά της.
Αν τα καταφέρνουν τελικά δεν γνωρίζω να πω, νιώθω πως κάποτε οι πλεύσεις των καραβιών αλλάζουν, μακραίνοντας κι ομορφαίνοντας έτσι το ταξίδι.
Άλλωστε είναι ταξίδι οι λέξεις, είτε ένας τις διαβάζει είτε πολλοί.
Βρέθηκαν λοιπόν κι οι πρώτοι συνταξιδιώτες, έπειτα κι άλλοι κι άλλοι... Ταξίδι που συνοδεύθηκε με συζητήσεις τόσο μέσα στα μπλογκ όσο και σε χώρους πιο ιδιωτικούς.
Ήρθαν και οι γνωριμίες με τα πρόσωπα πίσω από τα μπλογκ.
Άνθρωποι με όνειρα, με πάθη, με αγωνίες, με προβλήματα, όμορφοι άνθρωποι.
Φορές πολλές βρέθηκα σ' ένα μπαλκόνι ή έστω περβάζι της ψυχής να κοιτάζω εκείνον τον ουρανό που κάποτε μου έλειπε, ίσως γιατί επιθυμία παλιά ήταν τούτες οι λέξεις να διαβαστούν, οι εικόνες τους να γεννήσουν άλλες εικόνες σ' εκείνους που θα συμπορευθούν, οι ήχοι τους να αλλάξουν λίγο τον ρυθμό της κυμάτων της ψυχής που είπα και πριν.
Έτσι καθώς κοίταζα κι ακόμα κοιτάζω τούτο τον ουρανό στο σημείο εκείνο του ορίζοντα που το μάτι μπερδεύει ουρανό και θάλασσα βλέπω και μερικά καράβια να ταξιδεύουν, πότε έρχονται και πότε φεύγουν.
Εκείνα τα τελευταία, σαν στρέφουν το πρόσωπό τους πίσω οι ταξιδευτές, διακρίνω το λαμπύρισμα στα μάτια από ένα ελάχιστο δάκρυ, έχουν κι ένα χαμόγελο στα χείλη σαν τα παιδιά που γνωρίζουν πως το παιχνίδι δεν τέλειωσε κι ας πάει η μέρα, νύχτωσε πια και πρέπει να μαζευτούν στο σπίτι με μάγουλα κοκκινισμένα από το τρέξιμο στην αλάνα.
Το κέρδος κατά βάθος είναι αυτό.
Η γνώση πως τίποτε δεν τελειώνει, πως τίποτε δεν παύει να ταξιδεύει ακόμα κι αν κάποτε δέσει στο λιμάνι τ απάνεμο, ακόμα κι όταν όλα τριγύρω σιωπούν ή απομακρύνονται και στέκεται μόνο στην άκρη κάποιου βράχου που ο άνεμος αγκαλιάσει στο πέρασμά του...».


http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11619&subid=2&tag=10737&pubid=1100485

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Ηλεκτρικά βήματα

Πρέπει να σε κοιτώ, μοιάζουν να μικραίνουν έτσι οι αποστάσεις.
Έχω να βαδίζω ως τα αστέρια.
Κάθε που βραδιάζει πρέπει να βαδίζω, περιπολώ τις υποψίες ευτυχίας που μένουν στις άκρες του μαξιλαριού.

Σ’ έχω φυλάξει, σ’ έχω φυλάξει σ’ εκείνα τα μικρά κουτάκια με το φως του ήλιου που κρατώ για τις σκοτεινές ημέρες.
Έχω χαράξει πάνω τους ένα λουλούδι και τ’ όνομά σου.

Βαδίζω ακόμα προς τ’ αστέρια.

Ο μικρός πρίγκιπας του παραμυθιού μιλάει στοργικά στο τριαντάφυλλο του.
Χαμογελά.
Χρειάσθηκε μια ζωή να σπαταλήσει να το μάθει.

Όλα αλλάζουν εδώ πάνω.
Μιαν αστραπή κυκλώνει τα βήματά μου, μοιάζουν να πατούν σε σκάλα ηλεκτρική.

Μπλέκουμαι στα νεφελώματα.
Πρέπει να σε κοιτώ, όπως οι μάγοι το αστέρι.
Μονάχα έτσι βρίσκω τον δρόμο της καρδιάς μου.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Ψεύτικες νύχτες

Μπορεί κ’ οι νύχτες μας να ‘ταν ψεύτικες
εν’ αποτσίγαρο σβησμένο στο τασάκι.

- Χάνομαι, είπες.

Κι ένας άνεμος σάρωσε
τα καπνισμένα λόγια χρόνια μας.
.
Η φωτογραφία δική μου. Τραβηγμένη σε κάποια πρόβα της Θεατρικής Ομάδας Σάμου.
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

Θαλπωρή και δάκρυ

Άκουα το δάκρυ να ψηλαφεί μ’ αγωνία τους τοίχους, το πάτωμα, τη στέγη.
Άνοιξα μια τρύπα στον ουρανό να διαρρήξει χρώματα και ήχους λύπης.
Ήσουν εκεί, έτοιμη ν’ ανασάνεις τον λιγοστό αέρα της κίνησης μου και με κείνον στα στήθη ν’ ανέβεις ψηλά ν’ ακουμπήσεις με τα χέρια τον ουρανό κι απ’ τ’ άνοιγμα του ψηλότερα ακόμα να φθάσεις.
Κ’ ήσουν τάχα δυνατή ή ετοιμόρροπη;
Είχες τάχα το δάκρυ εκείνο φυλαγμένο στην ψυχή να σ’ οδηγεί στις αποδράσεις;
Μόνο που εγώ, σ’ ένιωθα να περνάς λιγοστεμένη απ’ τα ελάχιστα της ζωής κι οργισμένη από τα δύσκολα .
Είχες εκείνο τον ήλιο καρφιτσωμένο στα μαλλιά κι ένα μικρό σα σμαράγδι χαμόγελο να μουσκεύει απ’ τα δάκρυα.
Έκανα να μιλήσω, να ρωτήσω τ’ όνομά σου.
Το κατάλαβες.
«Θαλπωρή», είπες, και «δάκρυ» κι ανέβηκες στο καράβι της νύχτας καθώς εκείνο βυθίζονταν στο σκοτάδι και χάθηκες…



Το παραπάνω κείμενο αναρτήθηκε στις 15.9.07 στο Million Dollar Hotel.
Η φωτογραφία είναι από την τότε ανάρτηση.

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Ιωάννης Τσιουράκης

Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

ISBN: 978-960-89745-9-3

Εκδόσεις: Μπαρτζουλιάνος
Επιμέλεια έκδοσης: Ηλίας Μπαρτζουλιάνος
Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Σχέδιο εξωφύλλου: Δημήτρης Γεωργάς

(απο το οπισθόφυλλο)
Οι Ήχοι, λέω, όταν πλαγιάσουν πολύ από τον άνεμο, παύουν να είναι ήχοι.
Γίνονται μικρά κορδόνια να μπορούν τα παιδιά να κρατούν τα κόκκινα τους μπαλόνια στο Λουνα Παρκ.
Να κρατούν το πλαστικό φορτηγάκι τους καθώς τρέχουν στον δρόμο...
Να συγκρατούν ένα παπούτσι επάνω στο πόδι καθώς εκείνο βρίσκεται σε γρήγορο βηματισμό.
Κι εγώ πλάγιασα.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Μνήμη πολέμου

Δεν ήταν που είχαμε τα στρατεύματα μας παρατάξει
μήτε που δεν καταφέραμε να μετρήσουμε τους νεκρούς μας.

Μονάχα ο θάνατος ήταν
που θρόνιασε στα μάτια των παιδιών.

…κ’ η γιαγιά
υφαίνει ακόμα στον αργαλειό τα δικά της παραμύθια…
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Τετάρτη 21 Μαΐου 2008

Τα ολοστρόγγυλα φεγγάρια...

Τα ολοστρόγγυλα φεγγάρια, σα μεγάλες σχεδίες που μοιάζουν του ουρανού, γι’ αστέρια λυπημένα κι έρημα και για άλλα που χτύπησε το κορμί τους η ουρά κάποιου κομήτη, μου φέρνουν στη θύμηση τα παιδικά μου παραμύθια.

Ήταν κάτι λεπτά, πιασμένα στη ράχη με συραπτικό βιβλία, άλλα για τα ζώα της θάλασσας μιλούσαν άλλα για του αγρού.

Καμιά φορά στις επισκέψεις μου σε παλαιοβιβλιοπωλεία ή και σε άλλα που δεν υπερβαίνουν τα δέκα με δώδεκα τετραγωνικά, όλα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τυχαίνει και διακρίνω κάποιο ξεχασμένο.

Παλαιότερα περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια μου θαρρείς βροχής σταγόνες που δε μπορείς να διακρίνεις τη μία από την άλλη.

Αγκιστρώνεται τώρα το βλέμμα, απλώνεται το χέρι μηχανικά και μ’ έναν τρόπο που περισσότερο ιεροτελεστία θυμίζει, ξεκινάει το άνοιγμα πρώτα, το φυλλομέτρημα έπειτα, η παρατήρηση των εικόνων και το διάβασμα.

Πότε πότε τα δύο τελευταία γίνονται σε χρόνο κοινό.

Πήρα να αγοράζω και πάλι τα παλιά μου παραμύθια.

Εχουν μια τεράστια εικόνα στο εσωτερικό τους κι ένα τετράστιχο από κάτω, κι αλήθεια δεν είχα φανταστεί ποτέ πόσο πίσω μπορούσαν τούτες οι λίγες σειρές να με γυρίσουν.


«Το χταπόδι έχει πλοκάμια
που κολλάνε σα βεντούζα,
και ψητό μας το σερβίρουν
όταν πίνουμε τα ούζα.»


Είναι κάποιες στιγμές, που στο παράλογο της δουλειάς μου, αφήνουν μια γαλήνη, έστω περαστική, στιγμιαία, κι αφαιρεί λίγο λίγο το πέπλο το μαύρο από τα μάτια.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Eίδωλo

Χάνεται το είδωλό μου
είναι ο καιρός που οι πράξεις συμπράττουν με τις λέξεις.
Είχαμε κάποτε μιλήσει γι’ αυτό.
Πόσο νέοι τότε.
Κι εγώ που αναλώθηκα στις λέξεις
έχω γεράσει πια
κι αγριεμένος καθώς είμαι από τα χρόνια
αργά τις νύχτες
όπου πια σκιές δεν υπάρχουν
ανεβαίνω ψηλά κι αλυχτώ.
.
.
από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Τρίζουν τα έπιπλα στο πέρασμα του αγέρα

Τρίζουν τα έπιπλα στο πέρασμα του αγέρα.
Πάλιωσε το πιάνο
σάπισαν τα πλήκτρα και οι χορδές του
Σάπισε ο χρόνος.
Ο μέσα μου χρόνος.
Ανάμεσα στα πλήκτρα και τον χρόνο
μια θάλασσα.
Σιωπή.
Μεγαλύτερη κι απ’ της νύχτας.
Τα βήματά σου σ’ ένα κενό.
Ποτέ δεν υπήρξες.
Ποτέ δε θέλησες να υπάρξεις.
Για τούτο τον λόγω δε θα σε χάσω.

…Κ’ ήθελα πολύ να μπορώ να σε έχω χάσει.

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

ΙδιογράφΩς…

Η πρόσκληση ήρθε από την Demon και λέω να παίξω τούτη τη φορά.

1) Να γράψουμε κάτι σε ένα χαρτί
2) Να το σκανάρουμε
3) Να το ποστάρουμε στο blog μας
4) Να βάλουμε το link http://autographcollectors.blogspot.com/ ώστε να ειδοποιήσει το site και να μπει η εγγραφή μας
5)Να προσκαλέσουμε άλλους 5 ή και περισσότερους blogger να συμμετέχουν


Πρόσκληση δεν θα κάνω συγκεκριμένη, όποιος επιθυμείς ας ακολουθήσει.

Το παρακάτω ποίημα γράφθηκε στις 04 Μαρτίου του ’95 και δημοσιεύθηκε στην τότε εφημερίδα του σχολείου.


Τα μάτια σου ακόμα κοιτάζουν το πέλαγο

προσπαθώντας ν’ ανασύρουν πνιγμένα κορμιά
ή χαμένα ναυάγια.
Το δικό μας ναυάγιο το θυμάσαι;
Το ‘λεγαν ψυχή.
Τα μάτια σου φυλλορροούν στ’ αντίκρισμα της παιδούλας
με τα κόκκινα μαλλιά
σου θυμίζουν τη νιότη σου
τη Μαγδαληνή εκείνη που ζωγράφιζε αστέρια
τις νύχτες που τη κρατούσα αγκαλιά
δίχως φεγγάρι
και χρειαζόμασταν λίγο φως.

Ακόμα κοιτάζεις λυπημένη το πέλαγο.

Θεσσαλονίκη 4. III. 1995

Κυριακή 4 Μαΐου 2008

Σύγνεφα

Ένα μαχαίρι θέλω, να τεμαχίσω τις εκτάσεις του φεγγαριού.
Άλλωστε επιθυμώ να σου χαρίσω δύο αχτίδες του.

Οι ένοικοι του φεγγαριού μας μοιάζουν.
Έχουν δύο μάτια, δύο χέρια, δύο πόδια, ένα κεφάλι.
Έχουν όμως και καρδιές δύο.
Εμείς θα τις χρειαζόμασταν μονάχα για να πεθαίνουμε δυσκολότερα αφού πρώτα δίδαμε μιαν ανεξήγητη παράταση στον πόνο.
Για να αγαπούν πολλαπλάσια εκείνοι.

Θέλω να χωρίσω στα δύο ένα φλιτζάνι καφέ, στο ένα να σου διαβάσω το μέλλον, το άλλο θα στο φυλάξω κρυφό, τι άλλωστε μπορεί να αξίζει το πέρασμα του χρόνου αν γνωρίζεις από πριν τις λεπτομέρειες;

Θέλω ένα μαχαίρι να χωρίσω στα δύο τη σιωπή, κι αφού δύο γίνουν, μία να αφήσω στων παπουτσιών μου τις σόλες αθόρυβα να χάνομαι στους νυχτωμένους δρόμους και μια στις άκρες της μικρής μου ζωής να μην πονά από εκείνα που δεν πρέπει.

Κάθε πρωί ανεβαίνω σ’ ένα σύγνεφο, σ’ ένα σύγνεφο σταχτί, κούτσα κούτσα βγαίνουμε στη δημοσιά.
Ένα λεωφορείο διασχίζει τον δρόμο.
Ανεβαίνω και κάθομαι σε θέση παραθύρου, παίρνω στην αγκαλιά μου το σύγνεφο κι ονειρεύομαι…

Αν σου έλεγα ποτέ πως είναι δυνατόν και συμβαίνουν όλα αυτά θα με περνούσες για τρελό.
Έτσι λοιπόν λέω να μην πιάσω ποτέ το μαχαίρι και το πιο σημαντικό το φεγγάρι πια να μη το προσφωνώ φεγγάρι.
Σελήνη θα τ’ ονομάζω, είναι πιο οικείο στα όνειρα μου.

Εκείνο το σύγνεφο μονάχα θα το φυλάξω όπως είναι.
Τα σύγνεφα μοιάζουν με την ψυχή μας.
Έχουν το χρώμα που έχει, έχουν το σχήμα της, έχουν το πάθος της για ταξίδια.
Έχουν κι ένα κρυστάλλινο δωμάτιο καμιά φορά μέσα τους, όταν ονειρεύεται γαλήνια η ψυχή να μη την αγγίζει κανένας άνεμος…



Η φωτογραφία είναι από το DeviantArt. Χρήστης ΒlackDomi http://blackdomi.deviantart.com/art/Cloud-54538019

Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Ο τυφλός λυράρης

Συχνά, περπατώντας νύχτα μέσα στο δάσος, συναντούσαμε έναν λυράρη. Έπαιζε έναν μελαγχολικό σκοπό, άλλαζε ρυθμό στα βήματα μας. Είχε συναντήσει κάποτε έναν άγγελο στο διάβα του. Κοντοστάθηκε. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια «έχεις λυπηθεί πολύ» του είπε, απάντησε ο άγγελος «μα, είσαι τυφλός, πως μπορείς να το βλέπεις μέσα στα μάτια μου;», «τα μάτια της ψυχής είναι που βλέπουν καθαρά» είπε.

Από τότε, ορκίστηκαν πολλοί πως τον συνάντησαν ντυμένο άγγελο στα όνειρά τους κι από το δάσος ακούγονταν ο ήχος της λύρας του να συνοδεύει τα βήματα των περαστικών…

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Διαδρομή

Να σκύψουμε έπρεπε, να βαδίσει επάνω στα χέρια μας. Αφήναμε ένα επιφώνημα αποδοκιμασίας όμως καθώς χτυπούσε το πρόσωπο πέφτοντας επάνω στο καλντερίμι. Δεν έκλαψε, έγειρε στο πλάι κοιτάζοντας στα μάτια τον άνθρωπο.

Ήταν νέος βλέπεις και τον είχαν μόλις σταυρώσει.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Τυλίγομαι μέσα στις σκέψεις

Τυλιγμένες κουβάρι οι σκέψεις, κυλούν ανάμεσα στα πόδια καθώς εκείνα αγγίζουν το πάτωμα.
Δε μιλούν, χτυπούν μονάχα πάνω στο σημείο που χτυπούσαν πριν, ξανά και ξανά.
Μέσα στην καταχνιά της ψυχής, η σιωπή του απλώνει τα χέρια και ξηλώνει τις αφίσες των δρόμων, τις ταπετσαρίες των σπιτιών, τα χρόνια τα παρελθόντα.

Παραπατώ και στα πέτρινα σοκάκια της σιωπής τούτης τα βήματα κρύβονται.
Πως γίνεται να κρατηθείς όταν αδυνατείς να προχωρήσεις να πιάσεις το σκοινί;

Χρόνια τώρα σε κρατώ απ’ το χέρι.
Χρόνια τώρα ανασαίνεις τις λυπημένες ανάσες που εκβάλουν στα στήθη μου.
Γονατίζεις, βυθίζεις τα χέρια σε τούτο το νερό το λυπημένο, νίβεις το πρόσωπο, γεννάς μια χαρούμενη καλημέρα.
Μου φωνάζεις απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του δωματίου, με προσφωνείς με πόσα υποχωριστικά.
«Μοιάζουμε τόσο πολύ» μου είπες κάποτε.
Μα έχω λυπημένα τα χείλη πια, κι εσύ τόσο πολύ χαμογελάς, κι ας μέσα μου ζεις, κι ας ανασαίνεις τις δικές μου ανάσες…

Τυλίγομαι μέσα στις σκέψεις, μέσα σε νύχτες που κούρνιασαν στις γωνιές των δρόμων.
Τυλίγομαι ένα μικρό κουρασμένο κουρέλι και ξεμακραίνω μικρός και φτωχότερος από τους πονεμένους.

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Παραβάτες του χρόνου

Βράδυ Απρίλη.
Ξεχειμωνιάζω σ’ ένα καφέ περνώντας μια εποχή σε δύο ώρες.
Μολύβι και χαρτί απειλούν την ύπαρξη μου

θα τεμαχίσουν με λέξεις την ψυχή

θα την αποθέσουν σε μαξιλάρι κόκκινο.
Φοβάμαι.
.
Ξεχειμωνιάζω.
Βουτώ ένα φακελάκι μαύρο τσάι στις λίμνες του δρόμου.
Στην υγειά μου, στην υγειά σου, στην …
…στην αδιαφορία του χρόνου μας.
.
Πες μου τι θυμάσαι

από τα μεγάλα ταξίδια στους ωκεανούς της ψυχής;
Πες μου τι χρώμα είχε ο ουρανός στις λίμνες

που χάσαμε τα ίχνη της επιστροφής;
Μην πεις χρυσό…
Με χρυσό σφραγίζουν τις ζωές σαν πεθάνουν.
.
Ξεχειμωνιάζω.
Κρατώ ένα ποτήρι βροχή για τις νύχτες.
Κάποτε νιώθω να με καίνε.
Πρέπει να σβήνω με κάτι τον πόνο στις πληγές.
.
Ταξιδεύω.
Πρέπει να βρω την πηγή των ονείρων.
Θυμάσαι πόση σιωπή κρύβει αυτό;
Έχω γράψει το όνομα μου στον καθρέφτη

με τις συχνές επαναλήψεις ίσως δεν πάψω να θυμάμαι.
.
Τι μου έχω άραγε συγχωρέσει;
Τίποτε δεν μου έχω συγχωρέσει.
Πετούν γύρω μου επαναληπτικά μικροί κύκνοι.
Το λευκό τους τρομάζει το μαύρο μου.
.
Κάτω απ’ τη λάσπη του δρόμου τα βήματά μου.
Θα χαθώ.
Εξάλλου χάνομαι επαναληπτικά κάθε που βρέχει.
Έχει βρέξει πολύ.
.
Θα έχω στις τσέπες τα χέρια.
Αδιάφορα.
Αμήχανα.
Παιδιάστικα.
.
Βιάστηκα πολύ με τις βροχές

έτρεξα μέσα τους και γλίστρησα

τώρα πονάω.
Βιάστηκα και με τα όνειρα

τα εξήγησα όλα

έτσι δεν έχω τίποτε να περιμένω από αυτά.
Με τις υποσχέσεις…
Με τους αποχαιρετισμούς…
.
Ξεχειμωνιάζω λοιπόν.
Με όλα εκείνα που έλεγα δεν θυμάμαι να επιστρέφουν.
Με όλα εκείνα που έλεγα θα σιωπήσουν ακόμα να ηχούν.
Ξεχειμωνιάζω κι όλα εδώ.
.
Παραβάτες ενός χρόνου που ολοένα λιγοστεύει.

Θυμάμαι μόνο τα απόνερα των πλοίων

καθώς δένουν στα λιμάνια.

Είναι που θυμώνουν για τα καλά τα νερά

και θέλουν να πνίξουν τα πάντα μέσα τους…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Ακόμα και ο ήχος της μηχανής έχει πάψει

Έγειρα πάλι στο πλάι.
Σε κοιτάζω.
Στέκεις στην άκρη ενός φύλλου, δροσοσταλίδα, τρέμεις.
Μια μπρός το βάρος σε γέρνει μια πίσω.

Θυμάσαι τις Κυριακές που παίρναμε την βάρκα και βγαίναμε στ’ ανοιχτά;
«Θέλω να μοιάσω στον άνεμο» έλεγες, «θέλω να παίρνω μαζί μου τα πράγματα καθώς περνώ, να έχω τ’ αρώματα του δειλινού, το ήχο του συρσίματος του ήλιου στο ηλιοβασίλεμα».
Σάρωσες τη ζωή μας, σάρωσες και τη δική σου ζωή.
Έγινες άνεμος, έγινες πόνος στα στήθη π’ ακόμα ανασαίνουν.

Παίρνεις στα χέρια σου τη σιωπή, πλάθεις έναν όμορφο εφιάλτη, κάνεις τα μάτια να κλείσεις, αλλάζει.
Φορά ένα ρούχο ξεθωριασμένο, στο χρώμα των ματιών σου βουτάει κι ανασαίνει.
Εκείνος.
Μονάχα εκείνος.

Θυμάσαι που παίρναμε κι εκείνο το μηχανάκι, ζουντάπ θαρρώ ήτανε.
Ξεχυνόμασταν στην εθνική, Διδυμότειχο – Ορεστιάδα, μια διαδρομή επαναλαμβανόμενη όσο και οι ανάσες μας.
Έπαιρνε πίσω τα μαλλιά σου ο αέρας, χόρευαν εκείνα θαρρείς συνεπαρμένα απ’ τ’ άγγιγμα του.
Χάθηκε ο αέρας κι εσύ μαζί του.
Ένα ταξίδι μελετημένο από χρόνια…

Σε κρατούσα από το χέρι.
Μου έλεγες «θα γίνω ήλιος ν’ ανατέλλω κάθε πρωί», ξεχνούσες όμως πως έπρεπε πρώτα να δύσεις.
Θύμωνες κάθε που σου το θύμιζα.

Γέρνω πάλι στο πλάι.
Ακόμα και ο ήχος της μηχανής έχει πάψει.
Ο αέρας φέρνει ένα άρωμα ξένο.
Ηλιοβασιλέματα κι ανατολές μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους…

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Νύχτες δίχως επιστροφή

Για να μπορώ να σου γράφω, κρέμασα τη νύχτα στο στήθος.
Έτσι, αναδύομαι σε σκοτεινά πρωινά.

Κάθε φορά που κοιτάζω ψηλά, βλέπω τις σκοτεινές νύχτες να πετούν σχίζοντας κομμάτια τον ουρανό.
Βρέχει ουρανό τότε.

Μια γυναίκα μονάχα ντυμένη στα μαύρα, κατεβαίνει στη θάλασσα, μιλώντας με τα κύματα φέρνει πάλι κοντά τα πλοία τα νεκρικά, ανασταίνει τις περασμένες μέρες.

Στο τραπέζι τα χαρτιά θα μοιρασθούν ίσα, στον δεύτερο γύρο η γυναίκα με τα μαύρα θα κερδίσει.
Στα χέρια των ημερών θα βάλει ένα κέρμα.

Τόσα χρειάζονται οι νύχτες για ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή.





Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Προσμένουν τα μάτια σου...

Θυμάσαι να μου πείς το χρώμα που έχουν τα κύματα όταν παίρνεις ένα πλοίο που σε βγάζει μακριά απ’ όσους αγάπησες ή πάλι τι χρώμα έχουν όταν κοντά σε φέρνει σ’ ότι έχεις μισήσει;

Τα μάτια θηλάζουν την ανάγκη της προσμονής, αφήνουν την αίσθηση στοργικού αγγίγματος καθώς κοιτάζουν, περιμένοντας εκείνον που θα έρθει, όχι για κάποιο όνειρο ή κάτι πιο μακρινό.

Τα μάτια σου μιλούν με τα νερά των βουνών , κ’ ίσως να κλαίνε καθώς κάποτε μιλώ ή γράφω.
Μιλούν με σχήματα, πλάθουν σύγνεφα και τ’ αφήνουν ψηλά για το μεγάλο τους ταξίδι.

Κάποτε κοιτάζω εκείνο το χέρι πως τρέμει στο τράβιγμα του σκεπάσματος του βραδινού, σ’ έναν ύπνο κουρασμένο από χρόνια, βιαστικό κι έρημο.

Προσμένουν τα μάτια σου, αγγιλώνουν τη στιγμή του πετάγματος πάνω από μια θάλασσα που πια δε θυμάται το πέρασμα των πλοίων.

Κάποτε θα δείς γεμάτο το παντελόνι της μνήμης από το πρόσωπο που γνώρησες κι αγάπησες, κι αγκάλιασες στα τόσα βροχερά απόβραδα του Φθινοπώρου σε μια βόλτα, θριματίζοντας τα κίτρινα λυπημένα φύλλα του λιμανιού.
Θα χαθείς στο ταξίδι του βλέμματος του, στο σάλπισμα της ψυχής που θα νιώθει πια την πορεία της.

Τα πιο μεγάλα ταξίδια είναι εκείνα που ποτέ δε ονειρευθηκε καμία ψυχή…



*****Το τραγούδι συνοδεία για εκείνη τη στιγμή.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Kλείνω το στόμα

Με μάτια λυγισμένα σε κοιτάζω
οι σκέψεις μου τρέμουν απ’ την ανημποριά
κλέινεις τα μάτια κι αφήνεις ένα δάκρυ
στο μέτωπο με χτυπάει
ξανά και ξανά

κλείνω το στόμα
δε θ’ ακούσεις ποτέ ξανά από μένα τη λέξη πονάω
δε θα μ’ ακούσεις
βρήκα τον τρόπο να λιγοστεύω τις νύχτες
όχι τον χρόνο συσκότισης τ’ ουρανού
εγώ να λιγοστεύω
να γίνομαι ένα μικρό έντομο στον θολό ουρανό
στον ουρανό εκείνο που αναπνέεις.

Κάποια φορά
καθώς ψηλά θα πετώ
θα χαράξω το όνομα σου μέσα στα σύγνεφα
κι έτσι καθώς θα πέφτει ξανά το σκοτάδι
θα γεμίσεις με θολή και παγωμένη νύχτα.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

Ελάτε μ' ένα ποίημα

Η διαδικασία είναι, πια, γνωστή:

* Εμβόλιμα στο μουσικό πρόγραμμα του μαγαζιού, θα ακούγονται από τα ηχεία ποιήματα, διαβασμένα είτε από τους ίδιους τους ποιητές, είτε από άλλους ποιητές ή ηθοποιούς, είτε από απλούς αναγνώστες.

* Αν κάποιος από τους θαμώνες θελήσει να διαβάσει ένα ποίημα δικό του ή της αρεσκείας του, μπορεί να το κάνει σε οποιαδήποτε στιγμή της νύχτας.

* Ένα ή περισσότερα δρώμενα-εκπλήξεις.

Έτσι ξεκίνησε το "ελάτε μ' ένα ποίημα" το 2007. Μια ανοιχτή πρόσκληση σε όσους καταγράφουν στο χαρτί λέξεις που τις νιώθουν ως ποίηση. Χωρίς αποκλεισμούς και αξιολογήσεις. Ο στόχος ήταν να ακουστούν φωνές και να γλιστρήσουν συναισθήματα ανάμεσα σε μουσικές και φίλους. Πέρσι πήγαμε καλά. Και φέτος θέλουμε να πάει καλά η προσπάθεια. Επειδή γίνεται με αγάπη για την ποίηση και με σεβασμό σε όσους γράφουν.

Οι blogερς που σηκώνουν το βάρος της εκδήλωσης ή έστω που την υποστηρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται στα δυτικά αυτής της πόλης, θέλουν όμως να μεγαλώσει η παρέα τους.

Ο κατάλογος είναι ανοικτός:

emoura: http://emoura.blogspot.com/
ήχος πλάγιος μόνος: http://hxosplagiosmonos.blogspot.com/
michalakis: http://michalakis.blogspot.com/
ο δείμος του πολίτη: http://chldimos.blogspot.com/
το τσαλίμι: http://tsalimi.blogspot.com/

Η παρούσα δημοσίευση είναι αναδημοσίευση απο το blog: το τσαλίμι: http://tsalimi.blogspot.com/

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Νανούρισμα για έναν Άγγελο

Αητέ μου γύρε στο κλαδί
φτερά να ξεκουράσεις
και σαν φεγγίσει η ανατολή
τους ουρανούς ν’ αδράξεις.

Αητέ μου φέρνω στο σταμνί
νερό να σε δροσίσω
πηγής που φέρνει τη χαρά
χαρά να σε ποτίσω.

Κλείσε τα μάτια κι άφησε
σύγνεφο να σε πάρει
της πρώτης άνοιξης κλωνιά
να βάλεις στο κεφάλι.

Κλείσε τα μάτια κι άκουσε
πως κελαηδούν τ’ αηδόνια
άνοιξη μπαίνει κ’ η ψυχή
χορεύει μες στ’ αλώνια.

Άκουσ’ αητέ μου στους αγρούς
πως τραγουδούν τη ζήση
κ’ οι πιθυμιές πως κάνουνε
τη νύχτα να ροδίσει.

Και σαν ξυπνήσεις αητέ
στης χαραυγής τα χέρια
θάλασσες , κάμποι κι ουρανοί
θα σ’ οδηγούν στ’ αστέρια.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Πολυβολείς τις ζωές μου

Πολυβολείς τις στοές μου.

Θέατρα νεκρά προσμένουν τους πρωταγωνιστές τους για την επόμενη παράσταση.
Ακούγεται μόνο το σύρσιμο των φύλλων στο πάτωμα.
Η σκουριά που τραγανίζει τα μέταλλα.

Πολυβολείς τις σιωπές μου.

Κάτω στην προκυμαία λιμνάζουν οι επαίτες, απλώνουν την κουρελού τους και παίρνουν θέση.
Κανείς δεν θα τους καταλάβει κι απόψε.
Κανείς δε θα διώξει την σκόνη απ’ τον καθρέφτη πριν να κοιτάξει το μέσα του είδωλο.

Πολυβολείς τις ζωές μου.

Τα τραγούδια που έλεγα έχασαν τα λόγια τους, γίνηκαν βράχια, κόβω τα χέρια μου σαν κάνω να τ’ αγγίξω.
Σε κοιτάζω στα μάτια.
Στα μάτια σε κοιτάζω κι εσύ ανταποκρίνεσαι.
Τελικά οι δολοφόνοι έχουν μιαν αγριότητα απάθειας που μ’ οδηγεί στα άκρα.
Δεν θα σε χτυπήσω.

Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα κατοστάρικο ξεχασμένο.
Κάτω σπ’ τη σκόνη η ζωή.

Πολυβολείς τις στοές μου.
Δραπέτες κρύβονται στις γωνιές τους ψάχνοντας μιαν έξοδο.
Δε βρίσκουν καμία.
Ανασαίνουν βαριά κι αφήνουν σημάδια από αίμα στους χωμάτινους δρόμους.
Ίσως η σωτηρία τους είναι πως άλλο χώμα θα σκεπάσει το αίμα.

Πολυβολείς τις σιωπές μου.
Τρέμουν, φως κεριού στο απαλό αεράκι τα χέρια μου.
Αδυνατούν να γράψουν λέξεις που δεν μπορώ να πω.
Δακρύζω.
Ολοένα δακρύζω.

Πολυβολείς τις ζωές μου.
Πίσω δέκα μέτρα και μου ρίχνεις.
Μετράω τις ριπές σου.
Σύμβολο θα είναι κάποτε αντίστασης.
Μα τώρα πονώ.
Αιμορραγώ.
Κι αν το θέλεις ποτέ δεν υπήρξαν ήρωας κι ας πολέμησα.
Μετάλλια δύο έχω στο στήθος απ’ τους δικούς μου πολέμους.

Κι όσο πολυβολείς, τριαντάφυλλα φουντώνουν στον κήπο μου
παρέα μοναδική σ’ εκείνους που φύγαν δίχως να ελπίζουν σε μιαν επιστροφή…
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Ελάτε μ’ ένα ποίημα, δεύτερη φορά

Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί αναδημοσίευση της ομότιτλης ανάρτησης από το blog το τσαλίμι.
Παρακαλώ για τις όποιες προτάσεις έχετε κάνετε κλίκ στον σύνδεσμο.



Πέρασε ακριβώς ένας χρόνος από τότε που διατυπώθηκε η ιδέα, να στηθεί μια blog-o-πρωτοβουλία για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης.

Η πρωτοβουλία απέδωσε και έγινε μια όμορφη εκδήλωση.

Και από αυτούς που παραβρέθηκαν και από πολλούς που το πληροφορήθηκαν εκφράστηκε η επιθυμία να επαναληφθεί η εκδήλωση πριν τον επόμενο εορτασμό, δηλαδή πριν τις 21 Μαρτίου 2008. Καλό θα ήταν, αλλά δεν έγινε.

Κοιτώντας τα στατιστικά αυτού του ταπεινού blog βλέπω με έκπληξη πως οι επισκέψεις στις δύο αναρτήσεις που υπενθυμίζω είναι πολλές και απλώνονται σε όλους τους μήνες από τότε. Αγαπάει ο κόσμος την ποίηση. Κι ο κόσμος των blogs την αγαπάει μ’ έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο.

Όταν έφευγα από το μπαράκι που φιλοξένησε εκείνη την εκδήλωση, ήδη σκεφτόμουνα την επόμενη φορά. Τώρα που φτάνει ο καιρός νιώθω αμήχανα.

Τα ερωτήματα που καρφίτσωσα στη μήτρα της πρώτης αφίσας, θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας. Εγώ λέω να κάνουμε και φέτος κάτι. Δεν θέλω όμως να το αποφασίσω μόνος μου. Έχω κάποιες ιδέες και στην αρχή σκεφτόμουνα να τις καταθέσω εδώ σαν πιθανά σενάρια. Προτιμώ τελικά να το αφήσω πιο ελεύθερο. Ιδέες για τη μορφή της εκδήλωσης, για το χώρο φιλοξενίας της, για την προβολή της, για την αφίσα και το bannerάκι της, για τους διοργανωτές και για ό,τι άλλο σκεφτείτε, αφήστε τις με ένα σχόλιο για ν’ αρχίσει η κουβέντα.

Καλό θα είναι να αποφασίσουμε σε λιγότερο από ένα δεκαήμερο, ώστε να μας μείνει χρόνος για να την προετοιμάσουμε σωστά.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Βυθός δίχως τέλος

Τόσα χρόνια χαμένα
σ’ έναν χειμώνα που λησμονήθηκε το πέρασμα του.

Κυκλάμινο θυμωμένο εσύ.
.
- Όχι, φώναξες.
.
Κι ο άνεμος των φύλλων σου
γίνηκε θάλασσα
κι ο κόσμος
χάθηκε σ’ ένα βυθό
δίχως τέλος.
.
.
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008
.
από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Οι γέφυρες της απουσίας

Βρίσκεσαι στην άκρη του δρόμου.
Πέφτει απαλό το χιόνι και σκέπαζει τα ίχνη που αφήσαμε, λίγα λεπτά μόνο πάνω στη γέφυρα και δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο παρά μόνο εσύ κι εγώ.
Μαρμαρωμένοι, θαρρείς και κάποιος από χρόνια είχε τοποθετήσει εκεί τα κορμιά μας να θυμίζουν κάτι.

Οι νύχτες τις Λιμβουργίας εξακολουθούν να είναι το ίδιο παγωμένες, τολμώ και το ξεχνώ κάποτε, κι ευθείς αμέσως μια σουβλιά παγωμένη μου σημαδεύει την καρδιά με το άγγιγμα της.
Όπως τώρα.
Σφίγγω τις γροθιές.
Δεν έχεις αλλάξει, ότι μπορώ να διακρίνω κάτω απ’ το βαρύ σου ντύσιμο έχει μείνει ανέπαφο απ’ τον χρόνο.
Δέκα χρόνια έχουν περάσει, έχουν ασπρίσει κάπως τα μαλλιά μου, δεν έχουν αραιώσει, η φωνή μου βάρυνε, καμιά φορά τα χέρια τρέμουν από το βάρος της μνήμης.
Τα μάτια έχουν τα ίχνη της αγρύπνιας στους δρόμους τους.
Κ’ είμαι εδώ, ταξίδι επαγγελματικό δέκα χρόνια μετά σε μια πατρίδα που λησμόνησα το όνομα της.
Που έδεσα τις εικόνες της με τ’ όνομα σου και τις πέταξα σε βαθιά νερά.
Κι εσύ απέναντι μου, λίγο πιο πέρα απ’ το bistro που καθόμασταν τα μεσημέρια.
Άραγε δημιούργημα της φαντασίας μου, για τούτο και τόσο άφθαρτη;

Με κοιτάζεις.
Τι σκέφτεσαι άραγε;
Κάποτε πίστεψα πως γνώριζα μα μια ίδια σουβλιά παγωμένης νύχτας μου έσφαξε τα σωθικά εκείνο το μεσημέρι.
Τι θυμάσαι άραγε από εκείνο και τι μπορώ τόσα χρόνια μετά να ξεχάσω ή έστω να συγχωρέσω;
Θα ήθελα να μην ήσουν εσύ.
Ας ήταν απλά κάποια που να σου μοιάζει.
Θα το ‘θελα αλήθεια;
Μ’ άφησες να ζω στην αμφιβολία κι ούτε που βρήκα τρόπο ν’ απαγκιστρωθώ απ’ αυτήν.
Ποιος είναι ο ένοχος άραγε εκείνος που σπρώχνει ή εκείνος που δεν αντιδρά στο σπρώξιμο;

Τόσες και τόσες νύχτες χωρισμένες στην αναζήτηση και στο χιόνι.
Κάθε που έχανα την πίστη ή την δύναμη έριχνα την ψυχή μου στο χιόνι, να συντηρείται έστω η αίσθηση της απουσίας.
Δεν το ‘πα σε κανέναν ποτέ για τούτο δεν το έμαθες.
Κάθε απόγευμα τις επόμενες εβδομάδες και μέχρι να φύγω ερχόμουν εδώ, έριχνα ένα κόκκινο χρυσάνθεμο κάθε φορά ελπίζοντας πως έτσι θα πνίξω κάποτε τα σ’ αγαπώ.
Κι απόψε για τούτο ήρθα.

Κι αλίμονο, δεν έμαθα ποτέ αν πρέπει κάποιος ν’ αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να εξελίσσονται ή αν πρέπει ένα σημάδι ν’ αφήνει σε κάθε του βήμα μήπως κάποτε τον ακολουθήσουν ή για τον δρόμο της επιστροφής κινήσει…

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Χάραξα σε μια πέτρα τ’ όνομα σου

Ρίζωσες σε λέξεις που λέγοντας τ’ όνομά σου ξέχασαν να προφέρουν το δικό τους.
Γίνηκες το γύρισμα του κορμιού στον βραδινό ύπνο, η δίψα στα χείλη, το σπρώξιμο του χρόνου στην αιωνιότητα.
Πες μου, σχέδιο ήταν ή απλά έτυχε;
Πες μου πως κατάφερες μια ψυχή να χωρέσεις, που άνοιξαν οι άνεμοι στις άκρες τ’ ουρανού και χόρεψαν τον απτάλικο χορό τους, κι εκείνη να κουρνιάσει στα δυο σου μάτια;

Γυρνώ στα χρόνια τα πριν, σ’ αναζητώ.
Με πόση σιωπή στα χέρια της αναμονής έμαθαν οι αισθήσεις να γράφουν γράμμα το γράμμα μια λέξη που γίνηκε όνομά σου!
Έμαθαν έπειτα τον τρόπο να το προφέρουν, κάτι σαν από τραγούδι παλιό.
Νότα τη νότα έμαθα για εσένα, νότα τη νότα έμαθα εσένα κι άλλο δεν κάνω τώρα απ’ το να σε τραγουδώ.
Αποκοιμήθηκα στις πηγές της μελωδίας σου.
Ποτάμια ντύθηκαν και με παρέσυραν.
Ακούς, ακόμα κελαριστά κυλούν τα νερά, ακόμα τα όνειρα μπορούν και ταξιδεύουν.
Κι αλήθεια, γνωρίζεις σε πόσα “βάσανα” μ’ έβαλαν τούτα τα ταξίδια;
Πρέπει πάντα να έχω έτοιμη μια βαλίτσα, ιδίως για τα πιο μακρινά, μα πιο πολύ πρέπει εισιτήρια πάντα δύο να κρατώ στο χέρι μαζί να σε παίρνω, να βλέπεις τους τόπους που με φθάνεις, μα τι να πρωτοσυλλέξεις από εικόνες, από ήχους, τι να πρωτονιώσεις…

Χάραξα σε μια πέτρα τ’ όνομα σου, έριξα την πέτρα στην ήρεμη θάλασσα, μέτρησα τις αναπηδήσεις, μετρώ ακόμα.
Η θάλασσα γέμισε κυματισμούς, έγινε όμορφη θάλασσα, ζωντανή.
Είναι η ψυχή μου.

Στέκουμαι καμιά φορά στην άκρη του λιμανιού, κ’ είσαι λιμάνι.
Πατώ στις αρμυρισμένες λακκούβες σου, πονάς.
Ακούω τις μέσα σου φωνές, πλέκω πανί γερό το σηκώνω σε ιστίο ψηλό και σε ξεμακραίνω.
Σε πόσα βράχια χτύπησαν τα σκαριά σου, πες μου.
Σε πόσες υποσχέσεις π’ αρνήθηκαν την ύπαρξη τους αγκυλώθηκαν τα δάχτυλα σου;
Πόσα σου βήματα άφησαν ίχνη κόκκινα στους δρόμους των ονείρων;

Μην το αρνείσαι, αλλιώς δε γίνεται.
Μέσα από πόνο μας έβγαλε ο Θεός στην αγάπη.