Βρίσκεσαι στην άκρη του δρόμου.
Πέφτει απαλό το χιόνι και σκέπαζει τα ίχνη που αφήσαμε, λίγα λεπτά μόνο πάνω στη γέφυρα και δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο παρά μόνο εσύ κι εγώ.
Μαρμαρωμένοι, θαρρείς και κάποιος από χρόνια είχε τοποθετήσει εκεί τα κορμιά μας να θυμίζουν κάτι.
Οι νύχτες τις Λιμβουργίας εξακολουθούν να είναι το ίδιο παγωμένες, τολμώ και το ξεχνώ κάποτε, κι ευθείς αμέσως μια σουβλιά παγωμένη μου σημαδεύει την καρδιά με το άγγιγμα της.
Όπως τώρα.
Σφίγγω τις γροθιές.
Δεν έχεις αλλάξει, ότι μπορώ να διακρίνω κάτω απ’ το βαρύ σου ντύσιμο έχει μείνει ανέπαφο απ’ τον χρόνο.
Δέκα χρόνια έχουν περάσει, έχουν ασπρίσει κάπως τα μαλλιά μου, δεν έχουν αραιώσει, η φωνή μου βάρυνε, καμιά φορά τα χέρια τρέμουν από το βάρος της μνήμης.
Τα μάτια έχουν τα ίχνη της αγρύπνιας στους δρόμους τους.
Κ’ είμαι εδώ, ταξίδι επαγγελματικό δέκα χρόνια μετά σε μια πατρίδα που λησμόνησα το όνομα της.
Που έδεσα τις εικόνες της με τ’ όνομα σου και τις πέταξα σε βαθιά νερά.
Κι εσύ απέναντι μου, λίγο πιο πέρα απ’ το bistro που καθόμασταν τα μεσημέρια.
Άραγε δημιούργημα της φαντασίας μου, για τούτο και τόσο άφθαρτη;
Με κοιτάζεις.
Τι σκέφτεσαι άραγε;
Κάποτε πίστεψα πως γνώριζα μα μια ίδια σουβλιά παγωμένης νύχτας μου έσφαξε τα σωθικά εκείνο το μεσημέρι.
Τι θυμάσαι άραγε από εκείνο και τι μπορώ τόσα χρόνια μετά να ξεχάσω ή έστω να συγχωρέσω;
Θα ήθελα να μην ήσουν εσύ.
Ας ήταν απλά κάποια που να σου μοιάζει.
Θα το ‘θελα αλήθεια;
Μ’ άφησες να ζω στην αμφιβολία κι ούτε που βρήκα τρόπο ν’ απαγκιστρωθώ απ’ αυτήν.
Ποιος είναι ο ένοχος άραγε εκείνος που σπρώχνει ή εκείνος που δεν αντιδρά στο σπρώξιμο;
Τόσες και τόσες νύχτες χωρισμένες στην αναζήτηση και στο χιόνι.
Κάθε που έχανα την πίστη ή την δύναμη έριχνα την ψυχή μου στο χιόνι, να συντηρείται έστω η αίσθηση της απουσίας.
Δεν το ‘πα σε κανέναν ποτέ για τούτο δεν το έμαθες.
Κάθε απόγευμα τις επόμενες εβδομάδες και μέχρι να φύγω ερχόμουν εδώ, έριχνα ένα κόκκινο χρυσάνθεμο κάθε φορά ελπίζοντας πως έτσι θα πνίξω κάποτε τα σ’ αγαπώ.
Κι απόψε για τούτο ήρθα.
Κι αλίμονο, δεν έμαθα ποτέ αν πρέπει κάποιος ν’ αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να εξελίσσονται ή αν πρέπει ένα σημάδι ν’ αφήνει σε κάθε του βήμα μήπως κάποτε τον ακολουθήσουν ή για τον δρόμο της επιστροφής κινήσει…
Πέφτει απαλό το χιόνι και σκέπαζει τα ίχνη που αφήσαμε, λίγα λεπτά μόνο πάνω στη γέφυρα και δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο παρά μόνο εσύ κι εγώ.
Μαρμαρωμένοι, θαρρείς και κάποιος από χρόνια είχε τοποθετήσει εκεί τα κορμιά μας να θυμίζουν κάτι.
Οι νύχτες τις Λιμβουργίας εξακολουθούν να είναι το ίδιο παγωμένες, τολμώ και το ξεχνώ κάποτε, κι ευθείς αμέσως μια σουβλιά παγωμένη μου σημαδεύει την καρδιά με το άγγιγμα της.
Όπως τώρα.
Σφίγγω τις γροθιές.
Δεν έχεις αλλάξει, ότι μπορώ να διακρίνω κάτω απ’ το βαρύ σου ντύσιμο έχει μείνει ανέπαφο απ’ τον χρόνο.
Δέκα χρόνια έχουν περάσει, έχουν ασπρίσει κάπως τα μαλλιά μου, δεν έχουν αραιώσει, η φωνή μου βάρυνε, καμιά φορά τα χέρια τρέμουν από το βάρος της μνήμης.
Τα μάτια έχουν τα ίχνη της αγρύπνιας στους δρόμους τους.
Κ’ είμαι εδώ, ταξίδι επαγγελματικό δέκα χρόνια μετά σε μια πατρίδα που λησμόνησα το όνομα της.
Που έδεσα τις εικόνες της με τ’ όνομα σου και τις πέταξα σε βαθιά νερά.
Κι εσύ απέναντι μου, λίγο πιο πέρα απ’ το bistro που καθόμασταν τα μεσημέρια.
Άραγε δημιούργημα της φαντασίας μου, για τούτο και τόσο άφθαρτη;
Με κοιτάζεις.
Τι σκέφτεσαι άραγε;
Κάποτε πίστεψα πως γνώριζα μα μια ίδια σουβλιά παγωμένης νύχτας μου έσφαξε τα σωθικά εκείνο το μεσημέρι.
Τι θυμάσαι άραγε από εκείνο και τι μπορώ τόσα χρόνια μετά να ξεχάσω ή έστω να συγχωρέσω;
Θα ήθελα να μην ήσουν εσύ.
Ας ήταν απλά κάποια που να σου μοιάζει.
Θα το ‘θελα αλήθεια;
Μ’ άφησες να ζω στην αμφιβολία κι ούτε που βρήκα τρόπο ν’ απαγκιστρωθώ απ’ αυτήν.
Ποιος είναι ο ένοχος άραγε εκείνος που σπρώχνει ή εκείνος που δεν αντιδρά στο σπρώξιμο;
Τόσες και τόσες νύχτες χωρισμένες στην αναζήτηση και στο χιόνι.
Κάθε που έχανα την πίστη ή την δύναμη έριχνα την ψυχή μου στο χιόνι, να συντηρείται έστω η αίσθηση της απουσίας.
Δεν το ‘πα σε κανέναν ποτέ για τούτο δεν το έμαθες.
Κάθε απόγευμα τις επόμενες εβδομάδες και μέχρι να φύγω ερχόμουν εδώ, έριχνα ένα κόκκινο χρυσάνθεμο κάθε φορά ελπίζοντας πως έτσι θα πνίξω κάποτε τα σ’ αγαπώ.
Κι απόψε για τούτο ήρθα.
Κι αλίμονο, δεν έμαθα ποτέ αν πρέπει κάποιος ν’ αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να εξελίσσονται ή αν πρέπει ένα σημάδι ν’ αφήνει σε κάθε του βήμα μήπως κάποτε τον ακολουθήσουν ή για τον δρόμο της επιστροφής κινήσει…
13 σχόλια:
"Ποιος είναι ο ένοχος άραγε εκείνος που σπρώχνει ή εκείνος που δεν αντιδρά στο σπρώξιμο;" μία από τις μεγαλύτερες απορίες μου...!!
υπεροχος...οπως παντα αλλωστε...
Γράφεις πάντα όμορφα αλλα και μελαγχολικά , νομίζω οτι το έχω ξαναπεί αυτό.
Καλή σου μέρα.
...αφηνοντας σημαδια στο χιονι παγωμενη μνημη θα γεννιεται...
και το συναισθημα παντα "φρεσκο" και λευκο σαν του πρωτόπεφτου χιονιου αγνωτητας το χρωμα θα ντυνεται...
αγάπη...νοτια νοτισμενου απο χιονι φρεσκοπεφτο
αγαπη....
..πόσο μ' εκφράζουν τούτες οι σκέψεις Ιωάννη...και πώς να διανύσουμε αυτές τις γέφυρες..
Να είσαι καλά. Καλο βράδυ Ήχε.
Καλησπέρα...
Δεν θα πω κάτι πρωτότυπο!!
Μου αρέσει πολύ το μελαγχολικό
της γραφής σου...πολλές φορές
μπαίνω και σε διαβάζω κι ας
μη γράφω πάντα...
Ταξιδεύω...και ονειρεύομαι!!
Καλή συνέχεια**
Αγγελόσκονή μου
Ποτέ δε θα μάθουμε αν και νιώθω πως ο άπληστος δεν φταίει ποτέ που είναι άπληστος την ευθύνη φέρει εκείνος που του επιτρέπει να είναι άπληστος.
Mad2luv μου
κι εσύ άλλωστε…
Τρελοφαντασμένη μου
Και τα δύο μου τα έχεις πει από την αρχή μα πάντοτε έχουνε αξία.
Σ’ ευχαριστώ πολύ.
Να είσαστε καλά.
Μαρίνα μου
καμιά ψυχή που φυλά ανέπαφα τα ίχνη δεν κρατά μήτε στα περβάζια της χιόνι βγαίνει μονάχα για παιγνίδι επάνω του κι έχει βήματα αέρινα.
Τέτοια η ψυχή σου…
Ηλία
δύσκολα μονοπάτια επιλέγει πάντα να περάσει η ψυχή και δε γνωρίζω το πώς.
Να είσαι πάντα καλά.
Μαργαρίτα μου
τα συναισθήματα τούτα είναι ο λόγος για τον οποίο αναρτώ ακόμα.
Κάποτε θα πρέπει να γίνει συζήτηση για το θέμα.
Σ’ ευχαριστώ πολύ.
«Ποιος είναι ο ένοχος άραγε εκείνος που σπρώχνει ή εκείνος που δεν αντιδρά στο σπρώξιμο;»
Αυτή η απορία με κυνηγούσε πολλά χρόνια. Μάλλον έχω καταλήξει στο να κατανείμω την ευθύνη ισομερώς. Κι αυτός που δεν αντιδρά έχει τους λόγους του. Κάτι παίρνει προφανώς που εξισορροπεί αυτά που χάνει. Εκείνο που δεν έχω καταλήξει είναι το ποιόν περιφρονώ πιο πολύ, τον κακό ή τον βολεμένο αδύναμο; Κλίνω προς τον δεύτερο... μηδ' εμού εξαιρουμένης, παρά τα ελαφρυντικά της ανιδιοτέλειας.
Σου αφήνω μια πρόσκληση για το καινούριο παιχνίδι. Προσωπικά το βρίσκω γοητευτικό. Αν το παίξουν σωστά. ;)
Χωρίς δέσμευση φυσικά ε; Ξέρω ότι ο χρόνος όλων μας τρέχει δαιμονισμένα.
Σε φιλώ και καλησπερίζω!
Δημοσίευση σχολίου