Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

Το πλοίο

Υπάρχει ένα πλοίο, δένει σε λιμάνι μικρό.

Ξεκινά μονάχα για ένα ταξίδι.

Ταξίδι που υποσχέθηκαν δύο να κάνουν μα μονάχα ο ένας έφθασε μέχρι εκεί.

.

Τα σπίτια χαμηλά, όμορφα, γαλήνια.

Τα μάτια κενά και μετέωρα πάνω από τις σκεπές τους.

Δεν έχουν που να κοιτάξουν.

Φεύγει πίσω το πλοίο.

.

Στο λιμάνι κάποιοι ψαρεύουν αμέριμνα, όπως σε κάθε λιμάνι.

.

Θυμούμαι πως κάποτε αγκίστρωσα το δάχτυλό μου, παιδί ήμουν.

Πιο πολύ με πονά που ακόμα δεν έμαθα…

.

Αγκιστρώνονται κάποτε κ’ οι ψυχές μας, όπως άλλοτε τα βήματα ή τα λόγια μας.

Έτσι δεν είναι;

Και πάντοτε πονάμε…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Xάρτινο φεγγάρι

Βγήκε ένα χάρτινο φεγγάρι στον ουρανό

απλώσαμε μπουγάδα

ασπρόρουχα η ψυχή μας στην αγκαλιά του.

.

Τόσες σιωπές περάσαμε

μ’ ασκήσεις μοναστικές

για να ‘χουμε το χαμόγελο στα χείλη..

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

O έρωτας στις αισθήσεις

Βαδίζαμε δίχως λέξεις ανάμεσα στα χείλη, τα δάχτυλα μονάχα δεμένα των χεριών π’ ανάμεσα τους δρασκελούσαν μικρές, αθώες ακόμα, σταγόνες ιδρώτα.

Μετρούσαμε την αγωνία στου στήθους το ρίγος.

Την ταραχή πάνω στα δάχτυλα.

Τον έρωτα στις αισθήσεις.

Εκείνον τον τελευταίο, πήραμε οδηγό.

Εκείνον τον τελευταίο ήταν που ποθούσαμε απ’ όλα πιο πολύ.

Ήταν εκείνος πάλι που μας έβγαλε στην όχθη την αντίπερα.

.

Αφήσαμε ίχνη στην άμμο την νοτισμένη.

Καλούπια σωμάτων πάνω στα ίχνη.

Όνειρα πάνω στα σώματα…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Χτύπα το νερό να κυματίσει κι όνειρο η νύχτα θα χαρίσει...

Κοίταξες πως ταξιδεύουν τα φύλλα στο νερό;

Βαρκάκια μοιάζουν, μ’ ανοιχτά τα μικρά τους πανιά, που ταξιδεύουν.

.

.

Χτύπα το νερό να κυματίσει

κι όνειρο η νύχτα θα χαρίσει

στρώσε στρώμα στο φεγγάρι

να φωτίσει σα φανάρι

.

.

Χορεύουν στις αχτίδες ανάμεσα του φεγγαριού απόψε, καθώς εκείνο ξάπλωσε στον παχύ του ουρανό…

.

.

Στήσανε χορό τα ξωτικά

δώσαν στα παιδιά γλυκά

ξεχασθήκαν στην γλυκάδα

βγήκ’ η νύχτα για βαρκάδα

.

.

Μοιάζει παιδικού να είναι τραγουδιού η κίνησή τους…

.

.

Ζάρι παίρνει, ζάρι ρίχνει

και η νύχτα κάτι δείχνει

κάποιος τραγουδά στο δάσος

κι ο τενόρος είναι μπάσος

.

.

…κι εκείνο το τραγούδι φωνή βραχνή τ’ αφήνει ν’ ακουσθεί…

.

.

Άραγε πώς να τραγουδά τους πόθους της η πλάση;

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Κοιμήσου εσύ

Κοιμήσου εσύ, κι εκεί που δεν τα καταφέρνεις για εσένα εγώ θα ονειρευθώ…

Θα ρίξω στο γιαλό καράβια ξύλινα να φθάσουν στην ποδιά σου, να ξεκουράσουν τα πανιά τους στο χρώμα το λευκό της.

Κι έτσι πως θα κινούν για τ’ ανοιχτά ‘πο το χέρι θα σ’ αρπάξουν.

.

Κοιμήσου εσύ, κι έχω ένα όνειρο κρυμμένο στο μαξιλάρι σου 'πό κάτου.

Σα βάλεις το χέρι το κεφάλι ν' ακουμπήσεις θα το νιώσεις.

.

Κοιμήσου εσύ.

Κι έχω στις θάλασσες μιλήσει για να τραγουδούν.

.

Κοιμήσου εσύ.

Κι έχω στους ανέμους μιλήσει να γλυκάνουν το πέρασμα τους.

Στ’ αστέρια, ν’ απαλύνουν το σκοτάδι της νυχτιάς, κι εκείνης, να μη μιλεί, μόνο τη θάλασσα να συντροφεύει στο τραγούδι της…

.

Κοιμήσου εσύ, να γύρω κι εγώ στα γόνατα σου ν’ αποκοιμηθώ…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Δρομολόγια ριμέικ

Δύο κουβέντες στο τηλέφωνο για καληνύχτα.

Η κούραση μας έχει τρυπήσει τα μηνίγγια.

Πόσο θ’ αντέξουμε ακόμα;

Η ανάγκη μας λέει πολύ, η επιθυμία περισσότερο, η πραγματικότητα θα δείξει…

.

Απόψε, λέω να φθάσω ως τα αστέρια, λίγη από τα σκόνη τους να ρίξω να χρυσίσω τα χείλη σου, ονειρεύθηκα κάποτε βλέπεις να γίνω Μίδας.

Ευτυχώς που δεν έγινα…

Έτσι μπορώ να σε ξεκουράζω στιγμιαία έστω από την άκρη ενός τηλεφώνου.

Να σου βάζω στο πλάι τα μαλλιά να φαίνεται το πρόσωπο σου.

Να σε φιλώ, και να έχω την ευτυχία πως δεν θα σε χάσω…

.

Απόψε λέω να σου πλέξω έναν ουρανό.

Θα ‘χει εκείνα τα φώτα τα νυχτερινά του αναμμένα.

Δρομολόγια ριμέικ πάνω απ’ την ψυχή μας θα διαγράφουν αστέρια μικρά με ρίμελ στις βλεφαρίδες κι άρωμα απαλό στο κορμί τους...

Θα ευωδιάσει η νύχτα, θα το δεις…

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Πότε θα ‘ρθεις;

- Έχουμε και κήπο στη ταράτσα!!!

- Δε θέλουμε να δούμε την πόλη…

- Τι να σας φέρω τότε;

- Έναν φυσικό πορτοκάλι και μια Kaiser σας παρακαλώ.

Έτοιμα, είπε, κι απομακρύνθηκε βιαστικά και χαμογελαστά.

.

- Έρχεσαι συχνά εδώ;

- Καθώς μπαίνει η Άνοιξη και μέχρι το Φθινόπωρο.

- Όμορφα είναι!

- Πράγματι!

.

- Μου αρέσει να περπατάμε μαζί…

- Θα ήταν άδεια η πόλη δίχως εσένα…

- Θέλω στη αγκαλιά μου να σ’ έχω.

- Μα δεν έχεις μάθει ν’ αγκαλιάζεις.

- Να με μάθεις θέλω, και ν’ ανασαίνω πάλι βαθιά να με μάθεις…

- Θα σε μάθω…

.

- Πρέπει τώρα να φύγω…

- Άρχισε να αδειάζει η πόλη…

- Θα ξανάρθω.

- Κι ως τότε;

- Μοναξιά… και για μένα μοναξιά…

- Ερημιά… παντού ερημιά…

.

- Να ‘σουν εδώ απόψε!

- Το θέλω πολύ να ‘μαι εκεί.

.

- Πότε θα ‘ρθεις;

- Ανάσα μου, δεν είπαμε;

- Είπαμε, μα μου λείπεις…

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

Απόψε πάλι με κατακλύζεις

«Απόψε πάλι με κατακλύζεις.

Στρέφω το πρόσωπο μου στον καθρέφτη κι ότι κοιτάζω είσαι εσύ.

Ότι ανασαίνω είσαι εσύ.

Όπου υπάρχω…

.

Θα μου πεις καληνύχτα.

Τα χέρια θ’ απλώσω να πιάσω τη λέξη, την αίσθηση της να έχω συντροφιά μέχρι το ξημέρωμα.

.

Κι απόψε πάλι, θα τυλιχτούμε τις ανείπωτες λέξεις.

Θα κλειστούμε, σ’ ένα δωμάτιο εσύ, σ’ εν’ άλλο εγώ.

Ανήμποροι να κατανικήσουμε τις αποστάσεις.

Για λίγο μόνο μας φέρνουν κοντά κάποια τρένα ή λεωφορεία…

Για λίγο μας βάζουν μιαν ανάσα στο στήθος κι έπειτα πάλι πίσω την παίρνουν.

.

Απόψε πάλι, θα βυθιστούμε στην αίσθηση την καυτή της βραδιάς και σ’ ότι πίσω της άφησε η πανσέληνος θα βαδίσουμε ως το ξημέρωμα…»

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Έχω μια εικόνα για εσένα φυλάξει

Είναι παράξενο όταν βρέχει τα καλοκαίρια.

Νοτίζουν οι εικόνες που έκλεισαν εντός τους τα μάτια, τα πέλματα καθώς αγγίζουν το πάτωμα, τα όνειρα, τα λόγια…

Μόνο τα φιλιά έτσι καθώς περισσότερο υγραίνονται νοστιμεύουν, τις αισθήσεις κυκλώνουν, και τις παρασέρνουν οι σταγόνες στον όμορφο τους χορό.

.

Έχω μια εικόνα για εσένα φυλάξει.

.

Λίγα κρινολούλουδα, βαρκάκι μικρό, μια λίμνη παραδομένη στην απλότητα, την γαλήνη και την μαγεία του απογευματινού ήλιου.

Έχεις ντυθεί το λευκό σου φόρεμα, κατεβαίνοντας για τον μόλο βαστάς στο χέρι τα παπούτσια.

Δε σε γνοιάζει που βαδίζεις ξυπόλυτη, αντίθετα το διασκεδάζεις.

Χαμογελάς.

Στέκουμαι συγκρατώντας μετά βίας, κοιτάζοντας σε, το κουπί, έχοντας το άλλο αφήσει δευτερόλεπτα πριν στο ξύλινο σκαρί.

Ζωγραφίζω στον μέσα μου καμβά κάθε σου κίνηση, κάθε φιγούρα χορευτική του φορέματος, κάθε σου λέξη.

Ζωγραφίζονται και οι λέξεις κάποτε…

Σε πιάνω από το χέρι.

Περνάς προσεκτικά μέσα στην βάρκα.

Κάθεσαι.

Με τα κρινολούλουδα στα χέρια και πίσω σου ν’ απλώνεται η λίμνη, μοιάζεις μορφή αναγεννησιακή.

Καθώς ανοιγόμαστε στο νερό σου μιλώ για το φεγγάρι, πριν ακόμα εκείνο βγει, με στίχους της στιγμής που ένας ένας θα χαθούν στον απαλό κυματισμό.

Απλώνω το χέρι, το δικό σου εσύ.

Αγγιζόμαστε κάπου μεταξύ τροπόσφαιρας και στρατόσφαιρας, μεταξύ Βόρειου και Νότιου τροπικού κύκλου…

Μιλούν τα βλέμματα.

Λένε άλλα από εκείνα που λένε τα χείλη.

«Σ’ αγαπώ» ψιθυρίζουν.

Φωνάζουν «Σ’ αγαπώ, και θα μπορούσα τον ήλιο να σβήσω στα πόδια σου.

.

Κι ο ήλιος, πήρε να κρύβει σιγά σιγά το πρόσωπο του στα νερά που βούτηξες λίγο πριν να δροσίσεις τα πόδια σου.

.

.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Υποσχέσεις του Φθινοπώρου

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

«Εγώ, εγώ, δεν πάω μέγαρο θα μείνω με τον παίδαρο…»

Πήχτρα σκοτάδι έξω κι ο οδηγός έχει συντονιστεί για τα καλά με την συχνότητα του ραδιοφώνου τραγουδώντας την επιτυχία της αλησμόνητης Ρίτας «Εγώ, εγώ, δεν πάω μέγαρο θα μείνω με τον παίδαρο…»

.

Α, όλα κι όλα κύριοι, για να οδηγήσω τέτοια ώρα πρέπει να ακούω λαϊκά, απαντά στις παραινέσεις μας για την αλλαγή ρεπερτορίου κι απλώνεται με άνεση στην θέση του επιτρέποντας μου έτσι να τον οραματίζομαι με παλιό χρυσό δαχτυλίδι στον παράμεσο του δεξιού χεριού, καδένα χοντρή στον καρπό κι εκείνη του λαιμού να βγαίνει ελαφρώς έξω από το ανοιχτό πουκάμισο, τσιγάρο κρατημένο με τα δύο μικρότερα δάχτυλα κι ανάμεσα σε στοίβες γύψινων πιάτων που δεν δρομολογήθηκαν ακόμα προς την πίστα να κάνει νόημα στο γκαρσόνι να ανοίξει ένα ακόμα μπουκάλι ουίσκι…

Το μαγαζί επαρχιακό – όχι πως τον μεσοαστικών ή μεγαλοαστικών κέντρων διαφέρουν σε κάτι, με βοηθά απλά το τοπίο που αντικρίζω καθώς παίρνει σιγά σιγά να ξημερώνει – από εκείνα τα afterάδικα, τα πολύ after όμως με ωράριο λειτουργίας 3 και μισή το ξημέρωμα με 9 το πρωί.

.

Το σκέφτομαι, χαμογελώ, αγαλλιάζει η ψυχή μου κι έτσι κλείνω όμορφα πάλι τα μάτια προσπαθώντας να ισορροπήσω το σόκ του εδώ και δεκατέσσερα χρόνια πολύ πρωινού ξυπνήματος.

.

Ξημέρωμα είναι και βρίσκομαι ανάμεσα στις βασίλισσες της λαϊκής σκηνής και τις παρατάσεις των ονείρων μου.

Ξημέρωμα είναι κι έτσι, βασιλικά βασιλικά, με το μάτι να αρνείται πεισματικά να ανοίξει, περνάμε την πύλη και η ζωή εισέρχεται μεγαλόπρεπα στην καθημερινότητα της…

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Η Mary Poppins στην οδό Τσιμισκή

Πρωί είναι και κοιτάζω την Mary Poppins να κατεβαίνει από τον δεύτερο όροφο του Zara της οδού Τσιμισκή.

Έχει τυλιγμένη την ομπρέλα της, την βαστά κλειδωμένη στην μασχάλη, στα χέρια βαστά σακούλες του καταστήματος μεγάλες με φορέματα πολύχρωμα και μπλούζες με πούλιες σε σχήμα πεταλούδας και σε σχήμα χαμόγελου μεγάλου…

Μοιάζει να είναι ευτυχισμένη.

Επιβιβάζεται σε σκαραβαίο τελευταίας τεχνολογίας, από την ανοιχτή του κουκούλα βάζει στο πίσω κάθισμα τις σακούλες, ανοίγει το ραδιόφωνο στη διαπασών κι απομακρύνεται.

.

Αργά το βράδυ, βάζουν πινακίδα εκπτώσεων τα καταστήματα.

Βρίσκεις ότι ονειρεύθηκες ή σχεδόν ότι ονειρεύθηκες.

Τα ράφια με τα χαμόγελα έχουν αδειάσει, με τις καρδιές και τις όμορφες υποσχέσεις…

Με χρυσή πιστωτική η Mary ξεσήκωσε κάθε τι από αυτά.

.

Υπό πίστωση η χαρά μας.

Κι αν δεν έχεις να ξεχρεώσεις τι έγινε;

Σημασία έχει πως άγγιξες μια της άκρη.

Τα κατάσχουν όλα στο τέλος.

Ομπρέλες μαγικές και σκουπόξυλα…

Κι άντε να πετάξεις μετά…

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Αποκόμματα καλοκαιριού




Ταξίδια, που τελειώνουν αφήνοντας την υπόσχεση πως θα επιστρέψουν με άλλους προορισμούς στα μεγάλα τους χέρια, μακριά να μας πάρουν κι έτσι πιασμένες οι ψυχές χέρι χέρι να επιβιβασθούν σ’ ένα πλοίο, τα λευκά σεντόνια να ιδρώσουν του κρεβατιού κάποιου ξενοδοχείου που θα ξεκουράζει τα βήματα και θ’ αλαφιάζει τις στιγμές ανάμεσα στ’ αγγίγματα.

.

Απαλά θα παίζει τζαζ από τ’ ανοιχτό ραδιόφωνο και θα ‘ναι απόβραδο.

Και θα ‘ναι έρωτας κάτω απ’ τ’ αστέρια.

Θα ‘ναι βήματα αργά κατ’ απ’ το βλέμμα τους.

.

Θα ‘ναι λόγια ανείπωτα που σμιλεύονται πάνω στα χείλη.

.

Ήθελα μονάχα να σου πω, πως είναι τα ομορφότερα κογχύλια που συνάντησα στη θάλασσα μου τα μάτια σου…