Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Οι αποχαιρετισμοί του καλοκαιριού

Προ ολίγων ημερών δέχθηκα πρόσκληση από τον φίλο και συγγραφέα Νικόδημου Διακογιάννη ώστε να γράψω ένα κείμενο με θέμα το καλοκαίρι.
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ιστολόγιο του Τέρα Άμου στις 24 Ιουνίου 2008.


Οι αποχαιρετισμοί του καλοκαιριού

Ομολογώ πως πάντοτε μου άφηναν μια γεύση παράξενη τα καλοκαίρια.
Προσέμενα τον ερχομό τους για να συναντήσω ανθρώπους αγαπημένους από την άκρη του κόσμου, από μια τέτοια άκρη ήρθα κάποτε κι εγώ και δεν ξαναγύρισα.
Έμπαιναν με το ομορφότερο τους πρόσωπο.
Θυμούμαι παίρναμε το ΚΤΕΛ με την μητέρα και με ταξίδι μιας ώρας και κάτι φθάναμε στην παραλία, Επανομή – Αγία Τριάδα – Νέοι Επιβάτες οι τότε προορισμοί.
Κόσμος στο λεωφορείο, στριμωξίδι κι άγιος ο Θεός.
Ήταν και κάποιες βάρκες δεμένες στο ξύλινο μόλο που ανεβαίναμε για βουτιές για να καταλήξουν σε φωνές από τον καϊκτσή.
Όλα τούτα όμως ήταν απλά η αρχή του καλοκαιριού.
Λίγο μετά δάκρυα γέμιζαν τα μάτια από το κλείσιμο του σχολείου.
Φανατικός του διαβάσματος δεν υπήρξα ποτέ, μήτε και του σχολείου.
Θυμούμαι πως όταν μου ανακοίνωσαν στο σαλόνι του σπιτιού μας με μεγάλη χαρά πως από τον Σεπτέμβριο θα βρίσκομαι στο Δημοτικό έβαλα τα κλάματα όχι βέβαια από ευτυχία, είχα μόλις τελειώσει το Νηπιαγωγείο και ήταν μια χρονιά με πειράγματα, μουτζούρες πάνω στο μπλόκ ζωγραφικής, και πολλές φορές κλωτσιές από κάποιους που έμελε να γίνουν οι αιώνιοι αντίπαλοι.
Κάπου εκεί, στο μέσον εκείνης της πρώτης χρονιάς, κάτι έγινε και το λάτρεψα το σχολείο, δε θυμούμαι να πω τι ακριβώς, θυμούμαι όμως πως από τότε και με το που λάβαινε χώρα η τελευταία πράξη αποχαιρετισμού, μπουγέλο στις βρύσες και τις τουαλέτες του σχολείου, ένα δάκρυ μπλέκουνταν με τα νερά που κυλούσαν από τα μαλλιά.
Είναι μια αγάπη που για πρώτη φορά ίσως ομολογώ.
Ένας δύσκολος αποχαιρετισμός ήταν εκείνος της Τετάρτης δημοτικού.
Ήταν το καλοκαίρι της αλλαγής, όχι στην πολιτική ζωή της χώρας μα της ζωής μου.
Μια μετακόμιση σηματοδοτεί μια νέα αρχή.
Σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης, η ηλικία μικρή, αποτέλεσμα ένα.
Αλλαγή παιχνιδιών, παρέας, σχολείου, συμπεριφοράς.
Θα επαναληφθεί μερικά καλοκαίρια αργότερα το ίδιο ακριβώς σκηνικό.
Εκεί όμως, λίγα χρόνια αργότερα θα είχα τον δυσκολότερο αποχαιρετισμό.
Ήταν η τελευταία ημέρα του Γυμνασίου, θεατρική και μουσική παράσταση στο θέατρο του Δημαρχείου.
Καθόμουν με την Γεωργία και την Ιωάννα.
Κάποια στιγμή η Γεωργία ενώ χαιρετούσε την καθηγήτρια των Γαλλικών σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ανακοπή είπαν οι γιατροί και τότε προσθέθηκε άλλη μια λέξη στο λεξιλόγιο μου.
Πέρασαν κι άλλο τα χρόνια, τέλειωσε και το λύκειο.
Παράξενο εκείνο το συναίσθημα, δεν έχω καταφέρει ακόμα να το περιγράψω, η χαρά του καλοκαιριού, το τέλος της σχολικής ζωής, η επαγγελματική για κάποιους, η φοιτητική για κάποιους άλλους σταδιοδρομία και η αναμονή για τη στρατιωτική θητεία.

Παρέα με όλους αυτούς τους αποχαιρετισμούς ήταν και οι άλλοι, εκείνοι με τους αγαπημένους ανθρώπους από του κόσμου τις άκρες.
Στην Ελλάδα κλείνουν νωρίς τα σχολεία, τούτο είχε ως αποτέλεσμα να βρισκόμαστε με τον αδελφό μου πρώτοι απ’ όλους στο χωριό με εξαίρεση εκείνους που έμεναν μόνιμα εκεί.
Κατέφθαναν έπειτα τα ξαδέρφια από την Αμερική, οι συγχωριανοί από τον Καναδά, κ’ ύστερα τα ξαδέρφια από την Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, οι φίλοι από την Γαλλία.
Χώρες και γλώσσες μαζεμένες σ’ ένα χωριό, μ’ ένα παιγνίδι, με μια φωνή.
Βόλεϊ στην εξώπορτα του σχολείου και μακριά γαϊδούρα, ποδόσφαιρο στ’ αλώνια κι άλλα πόσα.
Το πρώτο κομβόι ξεκινούσε δύο το πολύ τρεις ημέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο για την Κεντρική Ευρώπη.
Γερμανία, μέσω της παλιάς Γιουγκοσλαβίας κ’ ίσως επειδή έπαψε να υπάρχει το παλιά και μαζί με εκείνο και η Γιουγκοσλαβία, χάραξε άλλη διαδρομή ο διαβήτης στον χάρτη, ταξίδι ως την Πάτρα πλοίο για Ιταλία κι από εκεί άνετο ταξίδι στην autobahn μέχρι επάνω.
Στάσεις επόμενες από δρόμους διαφορετικούς ήταν η Γαλλία, το Βέλγιο κ’ η Ολλανδία.
Τελευταίοι έφευγαν οι πολλοί μακρινοί, οι της Αμερικής.
Αλεξανδρούπολη - Αθήνα με πτήση συνήθως απογευματινή κι από εκεί με άλλη για το σπίτι, νύχτα εκεί μέρα εδώ 10 ώρες διαφορά, δύσκολη προσαρμογή.
Όλοι αυτοί οι αποχαιρετισμοί συνοδεύονταν από πολλά δάκρια και το παράπονο των μικρών παιδιών.
Το δικό μας δηλαδή που επιθυμία μας μεγάλη ήταν να ήμαστε όλο τον καιρό μαζί.
Περνώντας τα χρόνια καταλάβαμε πως δε γίνεται διαφορετικά.
Τώρα πονούν αλλιώτικα οι αποχαιρετισμοί, υπάρχει εκείνος ο «φόβος» της επόμενης συνάντησης.
Του πότε θα είναι αυτή, υπό ποιες προϋποθέσεις, από πόσους και για πόσο.
Άλλος με τη δουλειά, άλλος με την οικογένεια δεν συμπίπτουν κάποτε τα βήματα άλλοτε οι ημερομηνίες.

Τελευταίος αποχαιρετισμός είναι ο φετινός.
Πρώτος έφυγε ο αδελφός προχθές για εκείνα τα μέρη, σε λίγες ημέρες θα ακολουθήσει η υπόλοιπη οικογένεια.
Μετάθεση έγραφε το χαρτί που έφθασε.
Μεταθέτεις την έδρα της εργασίας και μαζί τη ζωή, τα όνειρα σου, τις ελπίδες.
Σε λίγες ημέρες ένα φορτηγό θα σταθεί έξω από το σπίτι, το συνεργείο θα κατεβάσει τα χαρτοκιβώτια, τα έπιπλα, τις αναμνήσεις, θα τα στοιβάξει επάνω στο φορτηγό κι εκείνο θα ξεκινήσει για το ταξίδι των 400 και βάλε χιλιομέτρων.

Καθώς θα ξεμακραίνει το οικογενειακό αυτοκίνητο το χαμόγελο του μικρού Άγγελου θα ξεχωρίζει σαν ήλιος μικρός από το πίσω τζάμι.

Στον τόπο μου, όταν κάποιος κινεί για ταξίδι ρίχνουν ένα ποτήρι με νερό πίσω του.
Δε ρώτησα ποτέ, υποθέτω πως είναι για να μη διψάσει, για να ΄χει καλό δρόμο και να βρει γρήγορα πάλι εκείνον της επιστροφής.

Λοιπόν αδελφέ…

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Έχω φυλάξει ένα χάρτινο τέλος

Έχω φυλάξει ένα χάρτινο τέλος και σ’ έχω κλείσει εντός του.
Έχω σουγιαδιάσει με λύπη τις νύχτες που υπήρξες μήπως και σε σκοτώσω αλλά μάταιο, σκοτώνεις όσα μέσα σου ζουν αν σκοτώσεις τις νύχτες που έζησες μαζί τους.
Έχουν σκουριάσει οι πληγές, τα όνειρα έχουν κολλήσει σ’ ένα γκισέ έκδοσης εισιτηρίων το πρόσωπο τους και ζητιανεύουν ένα εισιτήριο για μία, έστω, κοντινή διαδρομή.
Το αστείο είναι πως το καταφέρνουν.
Ένα τρένο πάντα θα παίρνει μακριά ότι αγαπώ, κι εμένα μαζί.
Κι εγώ μακριά από εμένα πια ζω.
Ανασαίνω με βρυχηθμούς, όπως τα τρένα.
Επαναλαμβάνω την κίνηση μου επάνω στις ράγιες μήπως και κάπου φθάσω.
Που φθάνουν άραγε τα παλιά τρένα των μακρινών διαδρομών;

Κυκλώνω τις στιγμές, τις ζαλίζω.
Κυκλώνω τη ζωή μου.

Φτιάχνω χάρτινα καραβάκια με το τέλος που σου επιφυλάσσω.
Βυθίζω πρώτα την ναυαρχίδα κι έπειτα παίζω σκοποβολή πολυβολώντας υπεροψία τα υπόλοιπα κι αρχίζουν έναν πόλεμο δικό τους.

Ακόμα κι ενοχές μας διψούν για αρχηγία.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

Είναι μυστικός ο έρωτας

Είναι μυστικός ο έρωτας
κρύβεται στις σκοτεινές γωνιές των δρόμων
στα μισθωμένα ξενοδοχεία της ώρας
στα άδεια βαγόνια του τρένου
στις έρημες απολήξεις των δακτύλων
π’ αναζητούν το άγγιγμα

οι περισσότεροι τον έχουν ξεχάσει
σμίγουν ελεύθερα τα χείλη στα φωτισμένα σαλόνια
ιδρώνουν σε μετάξινα σεντόνια
φιγουράρουν σε φωτογραφίες ποικιλόσχημες

μέρα τη μέρα ξεχάσαμε τον έρωτα
και δίχως πάθος πια
μετρούμε τη ζωή.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Θάλασσα φωτιά

Εκείνος, βέβαια, είχε καθίσει πολύ καιρό πλάι σ’ ένα τζάκι που έκαιγε.
Ήταν πάντα απόγευμα καλοκαιριού στον τόπο του και το σπίτι τ’ αγκάλιαζε η θάλασσα.
Στέκουνταν μπροστά σε μια τζαμαρία, μήτε αγέρας έμπαινε μήτε άμμος, άφηνε το βλέμμα ν’ αλυχτά πάνω στα κύματα.
Ήταν μια θάλασσα φωτιά το βλέμμα του…

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Φοβάμαι, λες

Φοβάμαι, λες.

Φοβάμαι κι έχω κρύψει σ’ ένα βιβλίο παλιό το γαλήνιο πρόσωπο μου να το θυμάμαι.
Ποια βήματα μοιάζουν οικεία όταν έχεις γεννηθεί στο διπλανό κρεβάτι με τη μοναξιά;
Ενώνω τα γόνατά μου με το πρόσωπο κάθε που ξαπλώνω.
Εκείνο το παράξενο που κυοφορώ με πονάει.
Το κάνουν να με πονάει.
Το χέρι το ξένο που μπαίνει μέσα στην ψυχή, που απλώνεται πάνω στο σώμα μα το κυριότερο που δεν καταλαβαίνει.
Αφήνει μια γραμμή αίματος πάνω στα σεντόνια κάθε φορά.
Πάει καιρός που δεν αφήνω την ψυχή μου να κοιμηθεί.
Παραμονεύει ένας εφιάλτης.
Ένα μαχαίρι που θα κόψει τον ομφάλιο λώρο με την ψυχή, άρα με τη ζωή μου.
Τη ζωή μου…

Ξαπλώνω σ’ έναν κρεβάτι μεταλλικό.
Κάποτε αντικρίζω χεράκια μικρά να περνούν μέσα από τα κάγκελά του.
Χαράσσω πάνω τους τις μέρες, όχι στα χέρια για τα κάγκελα λέω, μέρες μιας απόφασης καταδικαστικής.

Νηστεύω τη ζωή μου.
Κλείνω σε μικρά αποστειρωμένα κουτάκια νοσοκομείου τα όνειρά μου.
Πνίγω στα χτυπήματα των δεικτών του ρολογιού τις κραυγές μου.
Οι σιωπές μου με γεννούν ξανά και ξανά και ξανά.
Κι εσύ ρωτάς τ’ όνομα μου, ρωτάς ηλικία και διεύθυνση.
Πώς να σου μιλήσω δίχως φωνή.
Πώς να σου γράψω τ’ όνομά μου, δίχως στοιχεία ύπαρξη χαμένη με χαμένη ταυτότητα και διαβατήριο σχισμένο απ’ την αστυνομία;
Μονάχα που εκεί μένω σε πάω.
Σπίτι ξύλινο παλιό με περιστέρια στη σκεπή του.
Έχω παρέα μου τα περιστέρια.
Ότι μου έχει μείνει.
Και μια σακατεμένη περηφάνια για να σου δείξω πως μένω εκεί.

Το σπίτι μου ρημαγμένο, περισσότερο απ’ τους άνεμους της ψυχής μου παρά απ’ τα χρόνια.
Άδειο σχεδόν.
Μονάχα εκείνο το κρεβάτι το μεταλλικό με τα πόδια τα ριζωμένα στο πάτωμα έχει μείνει.
Δεν αλλάζει θέση πια.
Ριζώνουν οι κινήσεις μέσα στους τοίχους, ριζώνουν οι επιθυμίες, ριζώνουν τα λόγια κυρίως εκείνα που δεν ειπώνονται
Άντε να ξεκολλήσεις τη ζωή σου…

Φοβάμαι εκείνον που φωνάζει ακόμα το όνομα μου τις νύχτες.
Φοβάμαι μη ξυπνήσει όσα υπνώτισα εντός μου και χαθώ αναζητώντας.
Φοβάμαι την ερημιά που σαν το σαράκι κατασπάραξε τα πάντα στο σπίτι εκτός ίσως από εμένα.
Φοβάμαι μην απ’ τις χαραμάδες μπει ο αέρας και χρειαστεί πάλι ν’ ανασάνω.

Κι αν ακόμα ζω είναι που φοβάμαι να πεθάνω…
Δημοσιευμένο στο Δέλεαρ, Νοέμβριος 2008

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Ψεύτικα υποσχέθηκα την επιστροφή

Μάταια ο χρόνος περιφέρεται.

Οι γρίλιες κλειστές
η ψυχή αφημένη
ανάμεσα στο τίποτα και το πουθενά.

Ψεύτικα υποσχέθηκα την επιστροφή
κι ας είχα βουλιάξει στις σκοτεινές νύχτες.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Ηχος πλάγιος. Μόνος... από έναν ποιητή

Η πολυγραφότατη συγγραφέας – ποιήτρια - δημοσιογράφος – κριτικός βιβλίων κυρία Ελένη Γκίκα, μου πρόσφερε βήμα μέσα από το δίστηλο αφιέρωμα του Έθνος Άουτ στο Έθνος της Κυριακής 08 Ιουνίου 2008 το www.blog… και την ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό.

Τον συναντάμε στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.hxosplagiosmonos.blogspot.com/, το όνομα της ιστοσελίδας του «Ήχος, πλάγιος. Μόνος...» όπως κι ο τίτλος του βιβλίου του που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Μπαρτζουλιάνος». Ο Ιωάννης Τσιουράκης γράφει ως επί το πλείστον ποίηση. Αντιγράφουμε από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

«Οι ήχοι, λέω, όταν πλαγιάσουν πολύ από τον άνεμο παύουν να είναι ήχοι. Γίνονται μικρά κορδόνια, να μπορούν τα παιδιά να κρατούν τα κόκκινά τους μπαλόνια στο Λούνα Παρκ. Να κρατούν το πλαστικό φορτηγάκι τους καθώς τρέχουν στον δρόμο... Να συγκρατούν ένα παπούτσι επάνω στο πόδι, καθώς εκείνο βρίσκεται σε γρήγορο βηματισμό. Κι εγώ πλάγιασα».

Και όσο για το μπλογκ, βεβαίως ο λόγος και πάλι στον ίδιο:

«Ήταν περίπου έναν χρόνο πριν, μια εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και μια γνωριμία με τα μπλογκ.
Αρχικά με επιφύλαξη για τον νέο τρόπο επικοινωνίας.
Περιήγηση και μελέτη.
Λίγο μετά γεννήθηκε ο «Ήχος Πλάγιος. Μόνος...».
Τίτλος χαρισμένος από κάποιες εικόνες της ψυχής που δεν βρήκαν ποτέ τους καμβά να ζωγραφιστούν, μα μια λέξη ελάχιστη για να περιγραφούν.
Περίοδος με αλλαγές, μία από αυτές η επιστροφή στην πόλη της Θεσσαλονίκης με αποσκευές σχεδόν άδειες πια από εικόνες δικές της.
Μια νέα ανάγκη εσωτερικού μονολόγου, μια ανάγκη επικοινωνίας με νέα πρόσωπα.
Νιώθω, ιδιαίτερα τώρα, πως ήταν η ιδανική στιγμή για ανοίγματα.
Αρχικά με ποιήματα δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά, έπειτα με κείμενα αφημένα στο πέλαγος της ψυχής, μήπως και γαληνέψουν κάποτε τα κύματά της.
Αν τα καταφέρνουν τελικά δεν γνωρίζω να πω, νιώθω πως κάποτε οι πλεύσεις των καραβιών αλλάζουν, μακραίνοντας κι ομορφαίνοντας έτσι το ταξίδι.
Άλλωστε είναι ταξίδι οι λέξεις, είτε ένας τις διαβάζει είτε πολλοί.
Βρέθηκαν λοιπόν κι οι πρώτοι συνταξιδιώτες, έπειτα κι άλλοι κι άλλοι... Ταξίδι που συνοδεύθηκε με συζητήσεις τόσο μέσα στα μπλογκ όσο και σε χώρους πιο ιδιωτικούς.
Ήρθαν και οι γνωριμίες με τα πρόσωπα πίσω από τα μπλογκ.
Άνθρωποι με όνειρα, με πάθη, με αγωνίες, με προβλήματα, όμορφοι άνθρωποι.
Φορές πολλές βρέθηκα σ' ένα μπαλκόνι ή έστω περβάζι της ψυχής να κοιτάζω εκείνον τον ουρανό που κάποτε μου έλειπε, ίσως γιατί επιθυμία παλιά ήταν τούτες οι λέξεις να διαβαστούν, οι εικόνες τους να γεννήσουν άλλες εικόνες σ' εκείνους που θα συμπορευθούν, οι ήχοι τους να αλλάξουν λίγο τον ρυθμό της κυμάτων της ψυχής που είπα και πριν.
Έτσι καθώς κοίταζα κι ακόμα κοιτάζω τούτο τον ουρανό στο σημείο εκείνο του ορίζοντα που το μάτι μπερδεύει ουρανό και θάλασσα βλέπω και μερικά καράβια να ταξιδεύουν, πότε έρχονται και πότε φεύγουν.
Εκείνα τα τελευταία, σαν στρέφουν το πρόσωπό τους πίσω οι ταξιδευτές, διακρίνω το λαμπύρισμα στα μάτια από ένα ελάχιστο δάκρυ, έχουν κι ένα χαμόγελο στα χείλη σαν τα παιδιά που γνωρίζουν πως το παιχνίδι δεν τέλειωσε κι ας πάει η μέρα, νύχτωσε πια και πρέπει να μαζευτούν στο σπίτι με μάγουλα κοκκινισμένα από το τρέξιμο στην αλάνα.
Το κέρδος κατά βάθος είναι αυτό.
Η γνώση πως τίποτε δεν τελειώνει, πως τίποτε δεν παύει να ταξιδεύει ακόμα κι αν κάποτε δέσει στο λιμάνι τ απάνεμο, ακόμα κι όταν όλα τριγύρω σιωπούν ή απομακρύνονται και στέκεται μόνο στην άκρη κάποιου βράχου που ο άνεμος αγκαλιάσει στο πέρασμά του...».


http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11619&subid=2&tag=10737&pubid=1100485

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Ηλεκτρικά βήματα

Πρέπει να σε κοιτώ, μοιάζουν να μικραίνουν έτσι οι αποστάσεις.
Έχω να βαδίζω ως τα αστέρια.
Κάθε που βραδιάζει πρέπει να βαδίζω, περιπολώ τις υποψίες ευτυχίας που μένουν στις άκρες του μαξιλαριού.

Σ’ έχω φυλάξει, σ’ έχω φυλάξει σ’ εκείνα τα μικρά κουτάκια με το φως του ήλιου που κρατώ για τις σκοτεινές ημέρες.
Έχω χαράξει πάνω τους ένα λουλούδι και τ’ όνομά σου.

Βαδίζω ακόμα προς τ’ αστέρια.

Ο μικρός πρίγκιπας του παραμυθιού μιλάει στοργικά στο τριαντάφυλλο του.
Χαμογελά.
Χρειάσθηκε μια ζωή να σπαταλήσει να το μάθει.

Όλα αλλάζουν εδώ πάνω.
Μιαν αστραπή κυκλώνει τα βήματά μου, μοιάζουν να πατούν σε σκάλα ηλεκτρική.

Μπλέκουμαι στα νεφελώματα.
Πρέπει να σε κοιτώ, όπως οι μάγοι το αστέρι.
Μονάχα έτσι βρίσκω τον δρόμο της καρδιάς μου.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Ψεύτικες νύχτες

Μπορεί κ’ οι νύχτες μας να ‘ταν ψεύτικες
εν’ αποτσίγαρο σβησμένο στο τασάκι.

- Χάνομαι, είπες.

Κι ένας άνεμος σάρωσε
τα καπνισμένα λόγια χρόνια μας.
.
Η φωτογραφία δική μου. Τραβηγμένη σε κάποια πρόβα της Θεατρικής Ομάδας Σάμου.
.
.

από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

Θαλπωρή και δάκρυ

Άκουα το δάκρυ να ψηλαφεί μ’ αγωνία τους τοίχους, το πάτωμα, τη στέγη.
Άνοιξα μια τρύπα στον ουρανό να διαρρήξει χρώματα και ήχους λύπης.
Ήσουν εκεί, έτοιμη ν’ ανασάνεις τον λιγοστό αέρα της κίνησης μου και με κείνον στα στήθη ν’ ανέβεις ψηλά ν’ ακουμπήσεις με τα χέρια τον ουρανό κι απ’ τ’ άνοιγμα του ψηλότερα ακόμα να φθάσεις.
Κ’ ήσουν τάχα δυνατή ή ετοιμόρροπη;
Είχες τάχα το δάκρυ εκείνο φυλαγμένο στην ψυχή να σ’ οδηγεί στις αποδράσεις;
Μόνο που εγώ, σ’ ένιωθα να περνάς λιγοστεμένη απ’ τα ελάχιστα της ζωής κι οργισμένη από τα δύσκολα .
Είχες εκείνο τον ήλιο καρφιτσωμένο στα μαλλιά κι ένα μικρό σα σμαράγδι χαμόγελο να μουσκεύει απ’ τα δάκρυα.
Έκανα να μιλήσω, να ρωτήσω τ’ όνομά σου.
Το κατάλαβες.
«Θαλπωρή», είπες, και «δάκρυ» κι ανέβηκες στο καράβι της νύχτας καθώς εκείνο βυθίζονταν στο σκοτάδι και χάθηκες…



Το παραπάνω κείμενο αναρτήθηκε στις 15.9.07 στο Million Dollar Hotel.
Η φωτογραφία είναι από την τότε ανάρτηση.