Έχω φυλάξει ένα χάρτινο τέλος και σ’ έχω κλείσει εντός του.
Έχω σουγιαδιάσει με λύπη τις νύχτες που υπήρξες μήπως και σε σκοτώσω αλλά μάταιο, σκοτώνεις όσα μέσα σου ζουν αν σκοτώσεις τις νύχτες που έζησες μαζί τους.
Έχουν σκουριάσει οι πληγές, τα όνειρα έχουν κολλήσει σ’ ένα γκισέ έκδοσης εισιτηρίων το πρόσωπο τους και ζητιανεύουν ένα εισιτήριο για μία, έστω, κοντινή διαδρομή.
Το αστείο είναι πως το καταφέρνουν.
Ένα τρένο πάντα θα παίρνει μακριά ότι αγαπώ, κι εμένα μαζί.
Κι εγώ μακριά από εμένα πια ζω.
Ανασαίνω με βρυχηθμούς, όπως τα τρένα.
Επαναλαμβάνω την κίνηση μου επάνω στις ράγιες μήπως και κάπου φθάσω.
Που φθάνουν άραγε τα παλιά τρένα των μακρινών διαδρομών;
Κυκλώνω τις στιγμές, τις ζαλίζω.
Κυκλώνω τη ζωή μου.
Φτιάχνω χάρτινα καραβάκια με το τέλος που σου επιφυλάσσω.
Βυθίζω πρώτα την ναυαρχίδα κι έπειτα παίζω σκοποβολή πολυβολώντας υπεροψία τα υπόλοιπα κι αρχίζουν έναν πόλεμο δικό τους.
Έχω σουγιαδιάσει με λύπη τις νύχτες που υπήρξες μήπως και σε σκοτώσω αλλά μάταιο, σκοτώνεις όσα μέσα σου ζουν αν σκοτώσεις τις νύχτες που έζησες μαζί τους.
Έχουν σκουριάσει οι πληγές, τα όνειρα έχουν κολλήσει σ’ ένα γκισέ έκδοσης εισιτηρίων το πρόσωπο τους και ζητιανεύουν ένα εισιτήριο για μία, έστω, κοντινή διαδρομή.
Το αστείο είναι πως το καταφέρνουν.
Ένα τρένο πάντα θα παίρνει μακριά ότι αγαπώ, κι εμένα μαζί.
Κι εγώ μακριά από εμένα πια ζω.
Ανασαίνω με βρυχηθμούς, όπως τα τρένα.
Επαναλαμβάνω την κίνηση μου επάνω στις ράγιες μήπως και κάπου φθάσω.
Που φθάνουν άραγε τα παλιά τρένα των μακρινών διαδρομών;
Κυκλώνω τις στιγμές, τις ζαλίζω.
Κυκλώνω τη ζωή μου.
Φτιάχνω χάρτινα καραβάκια με το τέλος που σου επιφυλάσσω.
Βυθίζω πρώτα την ναυαρχίδα κι έπειτα παίζω σκοποβολή πολυβολώντας υπεροψία τα υπόλοιπα κι αρχίζουν έναν πόλεμο δικό τους.
Ακόμα κι ενοχές μας διψούν για αρχηγία.