Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Σε πόσες ζαριές παίξαμε τη ζωή μας...

Έξω από εμάς λες φτιάχνεται ο κόσμος, παίρνεις τα πόδια μου βαδίζεις να φθάσεις εκεί όπου συντελείται το θαύμα.
Είναι ξένος ο ουρανός, παγωμένη βροχή φέρνει στο πρόσωπο σου.
Μ’ ένα μαχαίρι κόβεις ξεραίνεις ένα κομμάτι του, στύβεις λεμόνι φρέσκο στα χείλη του…
Σε μισεί…
Πονάει το λεμόνι σ’ ανοιχτή πληγή.
Σαθρά τα πόδια μου, δεν αντέχουν αποστάσεις μεγάλες.
Λυγίζουν, σάρωθρα κουρασμένα απ’ την πολυχρησία.
Θα σταθούν στην άκρη του καιρού μα η επιθυμία σου πιο πέρα θα θέλει να τα βγάλει.
Για τούτο θα προχωράς με πέλματα γυμνά σε πυρωμένα όνειρα επάνω, πυροβάτησα ενός ονείρου που δε γνωρίζουμε αν ποτέ θα πραγματοποιηθεί.

Λοιπόν, πες μου, σε πόσες ζαριές παίξαμε τη ζωή μας και την χάσαμε;
Σε πόσες αποστάσεις θα γυρεύουμε να βρούμε τα σκορπισμένα της αποκαΐδια;

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Θεέ μου, έδωσες τόση δύναμη στις λέξεις...

Έλαβα προ ημερών μια πρόσκληση από την Ελληνίδα με θέμα «θα μπορούσε η ποίηση να κάνει τον κόσμο καλύτερο;». Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Η απάντηση μου είναι τούτη που ακολουθεί.


Φθινόπωρο ήταν, απ’ ένα δέντρο κατέβηκαν κίτρινα σαν φύλλα τρία μικρά παιδιά.
Το πρώτο είχε στα χέρια του δεμένο έναν ήλιο, έτρεχε κι έτρεχε ο ήλιος ξοπίσω του.
Έφτασε πλάι σ’ ένα ποτάμι.
Βύθισε μέσα του τον ήλιο να παίξει, έγινε κίτρινο το ποτάμι.
Γύρισε πίσω ο χρόνος, έγιναν κίτρινοι οι κάμποι.
Έλυσε απ’ το ζουνάρι του το δρεπάνι το δεύτερο, άρχισε να θερίζει.
Σήκωσε στοίβες τα στάχια.
Έχτισε σπίτι γερό να μην περνά ο άνεμος, το ποτάμι να μην του βρέχει τα ρούχα καθώς φουσκώνει.
Φθινόπωρο γίνηκε πάλι.
Το τρίτο ανέβηκε σ’ έναν λόφο ψηλό, πήρε μολύβι και χαρτί.
Έγραψε για μια φωτιά που έκαψε τον κάμπο και τα σπίτια του, που μόλυνε τα νερά, που δεν βλάστησε ξανά η γη…
Κάηκε ο χρυσός κάμπος, κάηκαν τα σπίτια του κάμπου, το μαύρο του νερού πότισε καλά τη γη.

Θεέ μου, έδωσες τόση δύναμη στις λέξεις κι άφησες τους ποιητές να κυλιούνται μέσα στα πάθη…

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Καλό ταξίδι φίλε

Γνωρίζω πως δεν θα διαβάσεις ποτέ όσα σου γράφω.

Ένα πέρασμα είμαστε φίλε, η ζωή μας ένα ταξίδι μικρό.
Κάνεις να κοιτάξεις έξω από το παράθυρο κι όλα αλλάζουν με ταχύτητα που δεν προλαβαίνεις να συγκρατήσεις πολλά από εκείνα που σου ομορφαίνουν το ταξίδι.

Γνωριστήκαμε τον πρώτο καιρό της δουλειάς.
Μου έδειξες πως ακόμα και σε τούτο τον κλάδο υπάρχει ανθρωπιά, υπάρχουν αξίες.
Έγινες δάσκαλος μου.
Είχες το ήθος για οδηγό και την αγάπη για τους φίλους.
Γίναμε φίλοι.
Γνώρισα την οικογένειά σου.
Μια σύντροφος πραγματική πλάι σου και δύο παλικάρια.

Ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο εχθές, δεν το έκανα.
Μάθημα σκληρό πως η μέρα που περνά δεν ξανάρχεται.
Τώρα σου γράφω και ξέρω πως δεν σε βοηθά όπως θα σε βοηθούσε το να γνωρίζεις πως υπάρχουν εκείνοι που αγάπησες πλάι σου.
Συγνώμη Νίκο.

Καλό ταξίδι φίλε.

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Αγάπη θα τον λένε, έτσι δεν είναι;

...

- Κι από γιασεμί φτιάχνεται η αγάπη, κι από δάκρυα αστεριών, κι απ’ το λίκνισμα ενός φύλλου μέσα στα στήθη σου φτιάχνεται.
Πρέπει τις νύχτες να κλωθογυρνάς, οι εικόνες να μπλέκονται, το ίχνος του σώματος τους να σμιλεύουν πάνω σ’ άλλο σώμα, την έλλειψη ν’ αφήνουν πίσω καθώς παίρνουν δρόμο άλλο…
- Νιώθω ένα ποτάμι να κυλά στο στήθος μου, νιώθω ένα πέρασμα τ’ αγέρα, κάτι παράξενο σαν πόνο μα πόνος δεν είναι…

Σου έριξα μια κουβέρτα στους ώμους κι έτσι, με την κουβέρτα στους ώμους κατηφόρισες προς τη λίμνη.
Βάδισες ανάμεσα στα γιασεμιά, ένα κλαράκι κανέλλας κρατούσες στα δάχτυλα ανάμεσα.
Χαμογέλασες.

- Τι είναι τούτο που δεν καταλαβαίνω;
- Τούτο είναι η αγάπη.
- Και γιατί δεν την καταλαβαίνω;
- Κανείς μας δεν την καταλαβαίνει. Πότε έρχεται και πως, το ίδιο όταν φεύγει, ποτέ κανείς δεν το κατάλαβε…
- Μα με φοβίζει τούτο.
- Να μη φοβάσαι πρέπει μα ν’ αφήνεσαι…

Έγινες πουλί καθώς αφέθηκες, πλάι στη θάλασσα σ’ έβγαλε ο άνεμος σου και πλάι στο βουνό.

- Πες μου, είναι όμορφα τα ψηλά βουνά;
- Είχα ξεχάσει πως είναι απ’ εδώ πάνω.
- Είναι όμορφα;
- Μαγικά είναι, μ’ ακούς, είπες πιο δυνατά γιατί πια δε μ’ έβλεπες, μαγικά είναι.

Φάνηκα λίγο πιο κάτω, μ’ άπλωσες το χέρι να κρατηθώ ν’ ανέβω.

- Είναι πράγματι όμορφα εδώ πάνω, μα εκείνο που ομορφαίνει το τοπίο είναι εκείνο που κρύβεται στις καρδιάς σου τ’ ανοιχτά.

Πήρες μια κούπα την γέμισες νερό της λίμνης.
Έριξες λίγο στα γιασεμιά, λίγο στον ουρανό ψηλά – κι ας ποτέ δεν έφτασαν οι σταγόνες τόσο ψηλά – λίγες στην καρδιά βαθιά.
Κι έφθασαν βαθιά πολύ εκείνες, με το λεπτό τους το κορμί, το δροσερό, κάθησαν σ’ ένα περβάζι και σε κοίταξαν.

- Είναι αίσθηση γλυκιά για μας να δροσίζουμε την δική σου καρδιά, είπαν…

Νύχτωσε πια.
Πίσω απ’ τ’ αστέρια φανερώθηκε ένα πρόσωπο αγαπημένο.

- Με τα φεγγάρια θα έρχεται, με ρώτησες κι εγώ δεν είχα τι να πω.

Πήρα ένα φύλλο το ‘ριξα καραβάκι στα νερά της λίμνης να ταξιδέψει.

- Μακριά θα σε παίρνει έστω κι αν με τα φεγγάρια έρχεται. Κάποτε θα ‘ρθει. Όλα κι όλοι έρχονται με τον καιρό.
Να θυμάσαι μονάχα τ’ όνομά του.

- Αγάπη θα τον λένε, έτσι δεν είναι, ρώτησες κ’ είχες μια γλυκιά παιδική αγωνία που έκανε το στήθος να πεταρίζει.
- Πάντα αγάπη θα τον λένε. Μόνο αγάπη θα τον λένε.

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Από γιασεμί φτιάχνεται η αγάπη;

Σε κοιτώ καμιά φορά, θυμούμαι πως έτσι κατηφόριζες από παιδί τη οδό των ερινυών.
Αλήθεια, πως γίνεται από παιδί να έχεις τόσες ενοχές;
Είχες στο δωμάτιο κρεμασμένο εν’ αγρίμι, όλος ο κόσμος σου ήταν εκείνο το αγρίμι, τα ίχνη μέσα στα μάτια σου ήταν, τα όνειρα, τα βήματα σου.
Είχες κι ένα λουλούδι κρεμασμένο στα μαλλιά, μεγάλο σα φεγγάρι πανσέληνο που έβγαινε μόλις από τη θάλασσα.

- Πως σε λένε, ήταν η πρώτη μου ερώτηση.
- Αγρίμι, ψέλλισες.
- Μα τ’ αγρίμια δεν ψελλίζουν.
- Φωνάζουν, το γνωρίζω, θα προσπαθήσω ξανά, είπες.

Άρπαξες ένα σύγνεφο, ανέβηκες στη ράχη του κι άρχισες ν’ αλυχτάς.
Πήρες τα χρώματα να ονομάζεις της ψυχής, ένα δύο στην αρχή κι άλλα μετά, πολλά χρώματα.
Μετά έδωσες όνομα και στα φεγγάρια, το πρώτο μονάχα το ονόμασες φόβο, όλα τα επόμενα έμοιαζαν με παιδιά σε παιδική χαρά.
Άρχισε στα μάτια σου να μπαίνει φως, εκείνα πήραν να λάμπουν απ’ το φως, γίνηκαν δύο ήλιοι ίδιοι μ’ εκείνους που ζωγραφίζαμε στο δημοτικό, χρυσοί και χαμογελαστοί.

- Πες μου, θυμάσαι τ’ όνομά σου;
- Είχα ένα όνομα κάποτε.
- Τώρα;
- Το πήρε μακριά ο ποταμός.
- Και τώρα;
- Τώρα γράφουν τα σύγνεφα τ’ όνομά μου, πότε βροχή με φωνάζουν – ξέρεις, εκείνη η απαλή η καθαρτήρια – πότε ευτυχία.

Αρπάζεσαι πάλι από τα σύγνεφα, τα ίδια εκείνα που γράφουν τ’ όνομα σου και φθάνεις πάλι στην θάλασσα.

- Θάλασσα θέλω να ‘μαι.
- Να ‘σαι ψυχή μου, να κυματίζεις πάντοτε, να αγκαλιάζεις το σώμα όποιου αγαπάς.

Έγινες θάλασσα, άπλωσες μιαν όμορφη αρμύρα σαν του φιλιού κι έγινες ξάφνου γλυκιά.

- Γίνεται να ‘ναι γλυκιά η θάλασσα;
- Γίνεται…

Άπλωσες πάνω σου το φως των αστεριών, κι έτσι όπως ήταν σκοτάδι πριν, χρύσισε όλη η πλάση.

- Σε γλυκαίνει τούτη η θέα;
- Ναι, με γλυκαίνει.
- Ε, τότε γίνεται να ‘ναι γλυκιά η θάλασσα.
- Δίκιο έχεις, γίνεται.

Έφτιαξες μια χώρα στους βυθούς σου, έριξες κι αστέρια εκτός της να μπορείς στο σεργιάνι σου να ζωγραφίζεις.
Χτένισες τα μαλλιά σου στην πανσέληνο, δεν θα κλάψω ποτέ ξανά, είπες, μα ξέφυγε ένα δάκρυ.
Όπου ακούμπησε το δάκρυ φύτρωσε ένα γιασεμί.
Γέμισε ο κήπος γιασεμί.

- Από γιασεμί φτιάχνεται η αγάπη, ρώτησες…

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Το τζάμι του δωματίου έχει σπάσει

Κρύβω στις κλειστές μου χούφτες ένα αστέρι μικρό σαν περιστέρι.
Στάζουν χρώμα λευκό τα δάχτυλά μου, και γκρι, και παίρνει ένα χώμα γκρι ο ουρανός.
Θα βρέξει θαρρείς.
Ένα κουβάρι γίνηκαν οι μέρες και σαλπάρισαν.
Πάλι για καράβια μιλούν οι λέξεις μου, πάλι για λιμάνια, για θάλασσες.

Θυμάσαι εκείνο το μικρό καράβι που είχαμε φτιαγμένο από ξύλο και κάθε καλοκαίρι το σπρώχναμε στη θάλασσα;
Κι αν δεν κάναμε ταξίδια μαζί του.
Μετά ταξιδέψαμε για χρόνια με το πλοίο της γραμμής.
Ένας ήχος μακρόσυρτος στις αποσκευές μας.

Στάζει ο ουρανός.
Στάζουν τα μικρά αστέρια την ομορφιά τους.
Γεννιέται μια μικρή λίμνη από αστέρια στα πόδια μου.
Ακόμα κι εδώ λάμπουν, ακόμα κι έτσι ακουμπισμένα στη γη λάμπουν.

Έτσι έλαμπαν τα αστέρια κάποιο βράδυ καλοκαιριού.
Προσμέναμε κάποιον να έρθει, εκείνος ο κάποιος έφτασε μέσα στο λάμψη των αστεριών.
Άφησε τις αποσκευές του πλάι στον ήλιο και βούτηξε στο φως.
Ήμασταν παιδιά τότε, είχαμε κι ένα σουγιαδάκι στην τσέπη του παντελονιού να κόβουμε λουλούδια για την μητέρα ή την ξαδέλφη.

Στάζει ολοένα ο ουρανός.
Το τζάμι του δωματίου έχει σπάσει.
Γλύφει το σπάσιμο του το νερό και περνάει.

Το βράδυ, θ’ ανακατέψω το γκρίζο των περιστεριών με το χρώμα των αστεριών και την βροχή.
Θα πλάσω ένα πρόσωπο χαρούμενο.

Το βράδυ, λέω να κρατήσω απ’ το χέρι την μορφή την παιδική μου και να τρέξω μαζί της στο πάρκο της γειτονιάς…

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

Κρύβεις το μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι

Είπες, θα σταθώ κάποιο βράδυ στην άκρη ενός βράχου να ξορκίσω τον καιρό.
Μα ο καιρός δεν ξορκίζεται, μήτε και τα καράβια βυθίζονται όλα, κάποτε κάποιο καράβι φθάνει στον προορισμό του κι ένας ένας οι πολεμιστές κατεβαίνουν, παίρνουν θέσεις μάχης, κι έτσι, με ψηλά το σπαθί τους καταμέτωπο ορμούν.

Κατεβαίνεις κάθε ξημέρωμα άυπνη απ’ το πάνω δωμάτιο του σπιτιού, κρύβεις το μαχαίρι κάτω από το μαξιλάρι και περιμένοντας, κάνεις πως κοιμάσαι.
Τι περιμένεις αλήθεια, και ποιος τάχα πρώτος θα το φέρει;
Τα εντός σου αφήνουν μια κραυγή, θρυμματίζει τα χρόνια που έζησες, εκείνα που θα ζήσεις, και λίγο πριν τ’ αγγίξεις, τα σύγνεφα.
Τους φώναζες, παιδί ακόμα μικρό, να περιμένουν να πάρεις την ζακέτα σου απ’ το δωμάτιο να φύγεις μαζί τους, μα επιστρέφοντας εκείνα είχανε κιόλας φύγει.

Φεύγουν όλα όσα αγαπήσαμε για να μείνουμε με τα πιο μεγάλα κενά στην ψυχή να σεργιανίζουν στα έρημα σπίτια της.

Φως μου, όσοι άνεμοι μας έστησαν στον τοίχο μας εκτέλεσαν κι εκείνοι που άλλαξαν πορεία, έσυραν τα κορμιά μας τα σκοτωμένα πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου και τα κομμάτιασαν.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

Έπαψε ο χρόνος να κυλά στα ξύλινα ρολόγια

…κι εγώ, να φανερώνομαι καθώς φεύγεις, πάνω απ’ τα ίχνη σου, εκεί, όπου στέκοσουν ετοιμόρροπα μέσα στις νύχτες μιλώντας για τα μεγάλα ταξίδια.
Μα δεν ταξίδεψες ποτέ, για τούτο δεν είχες την μνήμη της διαδρομής, μήτε και τον ήχο γνώριζες του τρένου καθώς φεύγει μακριά.

Έτσι, ξεκλείδωσα κάποτε τον χρόνο που σου δόθηκε, μα δεν τον κράτησες, για τούτο ολοένα τα σύγνεφα φέρνουν κύκλους πάνω απ’ το γυμνό σου σώμα καραδοκώντας την στιγμή που ο ήλιος κρύβεται αργά μέσα στη λίμνη και που ξοπίσω του απλώνονται χιλιάδες φεγγάρια λυπημένα να σε κρύψουν.

Αλίμονο, τόσες εποχές φώναξαν τ’ όνομά σου κι εσύ απάντησες τη στιγμή που έπαψε ο χρόνος να κυλά στα ξύλινα ρολόγια…

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

Σαλπάρουν τα πλοία

«Σαλπάρουν τα πλοία για τους πιο μακρινούς τους προορισμούς.
Ρίχνουν μια τελευταία, αργή ματιά στο λιμάνι, αποχαιρετούν, και σφυρίζοντας, λύνουν κάβους και ξεμακραίνουν.
Όπως τα πλοία είναι οι άνθρωποι, γι’ αλλού ξεκινούν κι αλλού τους βγάζουν οι άνεμοι» έλεγε ο καπετάνιος.
«Κατεβαίνουν ως την αυλόπορτα εκείνοι, ρίχνουν ένα βλέμμα αργό, προσεκτικό, παρατηρούν στιγμές των πραγμάτων που δεν πρόσεξαν ποτέ πριν, την σκουριά που έλιωσε το κάγκελο του επάνω ορόφου, την μπογιά που στένεψε το ρούχο το ρούχο της και ξεκολλάει απ’ τα ξύλινα θυρόφυλλα, το απαλό αναιπέσθητο τρίξιμο της μεταλλικής πόρτας στην αυλή, αφήνοντας τελευταίο το βλέμμα εκείνων που μένουν πίσω, στον λυπημένο αποχαιρετισμό, γιατί είναι πάντοτε λυπημένοι οι αποχαιρετισμοί.»



Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Απλώθηκε μια νύχτα τριγύρω…

Απλώθηκε μια νύχτα τριγύρω…

Μονάχα απ' τα μάτια σου
δυο λάμπες θυέλλης
έριχναν λίγο λίγο το φως τους
να φωτίσουν τον κόσμο…

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

Ο ήχος ενός πλοίου που φεύγει

Πες μου πως ακούγεται ο ήχος ενός πλοίου που φεύγει παίρνοντας μαζί του άνθρωπο αγαπημένο.
Πες μου πως είναι να ξυπνάς πλάι στην πηγή που έπλυνε το πρόσωπο του πριν φύγει.

Κι εσύ, που έμαθες να μιλάς με ποιήματα και παραβολές, τα λόγια φανέρωσε του ήλιου καθώς νυχτώνει και πια δεν μπορεί να κουρνιάζει σε κανένα προσκέφαλο, καρτερώντας πίσω απ’ τις γρίλιες του χρόνου να ξεχυθεί.