Έμαθα ν’ ανασαίνω βαθιά, και βαθιά ανασαίνοντας να καταδύομαι ως τα βάθη του πελάγου κι απ’ του πελάγου τα βάθη ως την άκρη τ’ ουρανού.
Παρεμπιπτόντως, έμαθα και να πετάω.
Ν’ ανοίγω κάτι μεγάλα φτερά, δυνατά, πίσω στην πλάτη.
Νύχτα με βροχή ήταν κι έπρεπε να φθάσω κοντά σου.
Ακολούθησαν κι άλλες όμοιες μ’ εκείνη από τότε.
Κι άλλοτε πάλι από τα μακρινά μου ταξίδια έπρεπε να επιστρέφω, έστω για λίγο, έστω για τόσο, να σε κοιτάξω όπως στέκεσαι στην άκρη του παραθύρου σου, εκείνου τ’ ανοιχτού χειμώνα καλοκαίρι, που ‘βλεπε στην πλατεία και να επιστρέψω.
Να σου αφήσω στα μαλλιά ένα λουλούδι, από εκείνα τα δικά μου, τα μικρά, τα πολύχρωμα που ‘πλεκα με τις λέξεις – εκείνα είχε ανάγκη η ψυχή σου – και να καταδυθώ στα πιο σκοτεινά σπήλαια της θάλασσας· κι εκεί να σ’ ανακαλύψω.
Παρεμπιπτόντως, έμαθα και να πετάω.
Ν’ ανοίγω κάτι μεγάλα φτερά, δυνατά, πίσω στην πλάτη.
Νύχτα με βροχή ήταν κι έπρεπε να φθάσω κοντά σου.
Ακολούθησαν κι άλλες όμοιες μ’ εκείνη από τότε.
Κι άλλοτε πάλι από τα μακρινά μου ταξίδια έπρεπε να επιστρέφω, έστω για λίγο, έστω για τόσο, να σε κοιτάξω όπως στέκεσαι στην άκρη του παραθύρου σου, εκείνου τ’ ανοιχτού χειμώνα καλοκαίρι, που ‘βλεπε στην πλατεία και να επιστρέψω.
Να σου αφήσω στα μαλλιά ένα λουλούδι, από εκείνα τα δικά μου, τα μικρά, τα πολύχρωμα που ‘πλεκα με τις λέξεις – εκείνα είχε ανάγκη η ψυχή σου – και να καταδυθώ στα πιο σκοτεινά σπήλαια της θάλασσας· κι εκεί να σ’ ανακαλύψω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου