Τρίτη 1 Μαΐου 2007

Παράξενος Χρόνος

Αφήνω σημάδια δικά μου απ’ όπου περνάω.
Και τα λόγια μου φαντάζουν κουρασμένα που δάκρυα όμοια χάνονται στο χώμα.
Χαμογελώ, όχι από υποχρέωση ή φόβο μήπως κάποιος με καταλάβει.
Χρόνια τώρα μήτε στα δάχτυλα της μιας παλάμης μετρούνται όσοι κατάλαβαν όσα να πω είχα, οι λοιποί, γοητευμένοι από το απέναντί τους άγνωστο και παραδομένοι στην άνεση της ανεπάρκειας του δε μπήκαν στον κόπο να πλησιάσουν.
Φοβούμαι πως έτσι από πάντα ήταν κι έτσι θα είναι.
Λέω πως πρέπει να συμβιβασθώ .
Όταν το παράθυρο μου ανοίξω στον ήλιο να έχω τη γνώση πως μόνο εγώ βλέπω την εικόνα που πλάθει η ψυχή μου.
Ίσως κάποτε υπάρξει εκείνη που ίδια θα νιώθει ή τουλάχιστον την ψυχή μου να νιώθει, θα βρίσκεται τόσο μακριά που οι άνεμοι μόνο θα φθάνουν, οι άνεμοι και το όνειρο.
Ανοίγω τα φτερά μου κι αγγίζω ουρανό.
Δε φαντάσθηκα την τόση ερημιά τ’ ουρανού, την τόση σιωπή.

Νοσταλγώ τα κύματα, νοσταλγώ τον ήλιο του νησιού.
Εκφράσεις ανθρώπων αγαπημένων που άλλαξαν πια.
Δεν άκουσα από τότε το κύμα να σπάει, μήτε κάποιο πλοίο να σφυρίζει μπαίνοντας στο λιμάνι.
Άλλον αέρα αλμυρό και δροσερό δεν έβαλα στα στήθη μου.
Πως έχασα έτσι τα εισιτήρια για τα δρομολόγια της ψυχής μου;
Ποιο μέσο θα πάρει τώρα να με ταξιδέψει;
Ξέχασα το πέρασμα των πουλιών, πάνω στην πλώρη σε μέρα που οι άνεμοι πνέουν δυνατά.
Θέλω ν’ απλώσω τα χέρια, πάλι ν’ αγγίξω έστω τα χνάρια της ζωής μου μα καίγομαι.
Κ’ ίσως να είναι από αναζήτηση του έστω ελάχιστου.
Θεό, μου λένε, ψάχνω όχι άνθρωπο, για τούτο λέω να ψάξω τον Θεό, που ο άνθρωπος μ’ έχει πονέσει.

Κι αν έζησα δεν ήταν για εμένα ήταν για ότι αναζήτησα.
Κι αν έκλαψα για ότι αναζήτησα ήταν όχι για εμένα.

Ο παράξενος χρόνος που έζησα, δίχως υπεκφυγές, "δε θα ‘μαι δω", μου είπε, κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Δεν έζησα.
Κ’ είναι σοφός ο λόγος σου Άγιε Μπρεχτ, που λέγε πίσω μην κοιτάξεις πριν στο τέλος φθάσεις, ποτέ πριν απολογισμό μην κάνεις, θ’ αναζητείς και θα τυραννιέσαι.
Απομένω στις άκρες όσων έχω περάσει.
Με βοηθά να βλέπω πιο καθαρά.
Γελά η ψυχή μου κ’ είναι στιγμές που το χαίρεται.
Τότε πρέπει να την δεις.
Θα την λατρέψεις.
Και θα σ’ εξομολογήσει, πίστεψέ με.
Γοητεύονται οι άνθρωποι απ’ τα χαμόγελα, λέω πρέπει να φοβούμαστε τα μεγάλα αναίτια χαμόγελα.
Κρατώ ένα σύγνεφο να ταξιδεύω.
Την γύρισα σχεδόν την Ελλάδα, βγήκα και παραέξω.
Αν με ρωτήσεις για μνήμες πάλι για τους ανθρώπους θα σου πω.
Πάντα για τους ανθρώπους θα μιλώ.

Είναι κάποιες στιγμές που νιώθω πως ίδια βλέπουμε κάποιες εικόνες ακούω τους συνειρμούς σου, τα βήματά σου εντοπίζω στα περάσματα.
Κι όταν περνάει η ψυχή μου και παρεκτρέπεται, μου μιλάς, δε μου φωνάζεις, μου μιλάς με στοργή και με την ίδια στοργή τα χέρια σου απλώνεις και με συγκρατείς, με μερεύεις.
Κ’ είναι τότε που νιώθω την ανάγκη να σου πω ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Πρέπει κάποτε να μάθουμε να λέμε ευχαριστώ σ’ όσους μας κάνουν ευτυχισμένους.
Μα θα επιστρέψουν στα χείλη σου κουβέντες όπως "ντροπή, εγώ ευχαριστώ" κι άλλες ακόμα του ίδιου «αμαρτωλού» παρελθόντος.

Σκέφτομαι πως κάποτε πρέπει ν’ αλλάξει η τύχη μας.
Αναρωτιέμαι το πότε.

Στα βλέφαρά μου μένουν οι φωτεινές μέρες.
Ακόμα με δυσκολία κοιμούμαι.
Αν λάχει πάλι κι ονειρευθώ θα είναι για όσα επιθυμώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: