Πέφτει σκοτάδι.
Από τα σπλάχνα της νύχτας ακούγεται το περπάτημα κάποιου.
Δεν κοιτάζει κανείς.
Κάπου δεξιά υπάρχει σταματημένο ένα μικρό αυτοκίνητο, μια κοπέλα με μαγιό κάθεται στη θέση του οδηγού.
Ετοιμάζεται να φύγει.
Φεύγει.
Σε μια αφίσα κοιτάζει το πρόγραμμα συναυλιών του καλοκαιριού.
- Που διάθεση, ψιθυρίζει.
Κατηφορίζει προς τη θάλασσα, στο σημείο απ’ όπου πριν λίγο είχε φύγει η κοπέλα.
Αγγίζει την θάλασσα.
Χάνεται το άγγιγμα στο σκοτάδι.
Αργότερα θα φανερωθεί ένα μουδιασμένο φεγγάρι πίσω απ’ το απέναντι βουνό.
Βρίσκονταν πριν λίγο εκεί.
Το σπίτι απόμεινε με φώτα αναμμένα, δεν είναι κανείς πια μέσα.
Το κοιτάζει από εκεί που βρίσκεται.
Η κοπέλα επιστρέφει.
Έχει ντυθεί.
- Σε πρόσμενα, λέει αφήνοντας απαλά πίσω του την φωνή της να τον αγκαλιάσει.
- Δεν κατάφερα να φύγω νωρίτερα. Ας κατέβουμε ως την πλατεία.
Γνέφει καταφατικά.
Προχωράνε.
Έναν δρόμο πριν την πλατεία γέρνει το κεφάλι του, την φιλά στα χείλη.
Εκείνη αποσβολωμένη τον κοιτάζει.
Ρωτάει με το βλέμμα της «γιατί;»
- Θα φύγω, έπρεπε κάποτε να το μάθεις.
Το αλάτι έχει σφίξει τα χείλη.
Έμεινε εκεί να κοιτάζει το σκοτάδι που τον κατάπιε.
Ο ήχος των βημάτων ίσως και να ήταν δικός του.
Ποιος γνωρίζει να πει.
Τα σκοτάδια κρύβουν πάντα την μικρή τους αλήθεια…
Από τα σπλάχνα της νύχτας ακούγεται το περπάτημα κάποιου.
Δεν κοιτάζει κανείς.
Κάπου δεξιά υπάρχει σταματημένο ένα μικρό αυτοκίνητο, μια κοπέλα με μαγιό κάθεται στη θέση του οδηγού.
Ετοιμάζεται να φύγει.
Φεύγει.
Σε μια αφίσα κοιτάζει το πρόγραμμα συναυλιών του καλοκαιριού.
- Που διάθεση, ψιθυρίζει.
Κατηφορίζει προς τη θάλασσα, στο σημείο απ’ όπου πριν λίγο είχε φύγει η κοπέλα.
Αγγίζει την θάλασσα.
Χάνεται το άγγιγμα στο σκοτάδι.
Αργότερα θα φανερωθεί ένα μουδιασμένο φεγγάρι πίσω απ’ το απέναντι βουνό.
Βρίσκονταν πριν λίγο εκεί.
Το σπίτι απόμεινε με φώτα αναμμένα, δεν είναι κανείς πια μέσα.
Το κοιτάζει από εκεί που βρίσκεται.
Η κοπέλα επιστρέφει.
Έχει ντυθεί.
- Σε πρόσμενα, λέει αφήνοντας απαλά πίσω του την φωνή της να τον αγκαλιάσει.
- Δεν κατάφερα να φύγω νωρίτερα. Ας κατέβουμε ως την πλατεία.
Γνέφει καταφατικά.
Προχωράνε.
Έναν δρόμο πριν την πλατεία γέρνει το κεφάλι του, την φιλά στα χείλη.
Εκείνη αποσβολωμένη τον κοιτάζει.
Ρωτάει με το βλέμμα της «γιατί;»
- Θα φύγω, έπρεπε κάποτε να το μάθεις.
Το αλάτι έχει σφίξει τα χείλη.
Έμεινε εκεί να κοιτάζει το σκοτάδι που τον κατάπιε.
Ο ήχος των βημάτων ίσως και να ήταν δικός του.
Ποιος γνωρίζει να πει.
Τα σκοτάδια κρύβουν πάντα την μικρή τους αλήθεια…
1 σχόλιο:
Έχω ξημερώσει κι εγώ πολλές φορές με την Τάνια.
Την καλησπέρα μου.
Δημοσίευση σχολίου