Κουράσθηκα απόψε να σε περιμένω.
Πήρα το τρένο που έλεγα.
Ταξιδεύω.
Μη ρωτήσεις για πού, έχω ξεχάσει
Ίσως και το εισιτήριο γράφει λάθος διαδρομή.
Τα βαγόνια κινούνται σα να χορεύουν στις γραμμές.
Είμαι μόνος.
Ψάχνω για εκείνο το τελευταίο βλέμμα
που θα με ξεκουράσει
μα είναι όλα τους ψεύτικα ή τόσο μακρινά
που φοβάμαι και κοιτάζω έξω από το παράθυρο.
Τα φώτα που σβήνουν. Τα τοπία που χάνονται,
κερδίζοντας κάτι από το βλέμμα μου που ξοδεύεται τριγύρω.
Τώρα γράφω για να ‘χω κάτι ν’ απασχολώ τη μοναξιά μου.
Στάση πρώτη. Γαλλικός.
Ταξιδεύω βουβός, νεκρός σχεδόν,
αφήνω την ώρα να περάσει.
Σιωπή.
Ποια φωτιά; Ποια μουσική;
Σιωπή και η ζέστη του βαγονιού.
Στάση τρίτη. Μουριές. Ταξιδεύω, στο ίδιο βαγόνι
ακίνητος, ακλόνητος από την επιθυμία μου να σε δω.
Τα πάντα έχουν κρυφθεί
στην παράξενη ησυχία που προσφέρουν
τα σβησμένα τώρα πια φώτα.
Μόνο κάποιοι στρατιώτες δε σταμάτησαν να ψιθυρίζουν…
Μόλις που ακούγεται ένα ροχαλητό
το τρένο χορεύει
ο πόνος στο κεφάλι σταθερός.
Κάνω μια σκέψη
πως όλα τελειώνουν κάπως ξεχασμένα
πως δηλαδή φεύγουν από τη μνήμη κάπως κουρασμένα
και δίχως να έχουν γνωρίσει τη δόξα
του ωραίου και του μεγάλου.
Σε σκέφτομαι διαρκώς.
Ο διάδρομος άδειος, ούτε πόδια απλωμένα
ούτε τσιγάρα πατημένα
μόνο μια σιωπή στηριγμένη στη γυάλινη βιτρίνα
ζωγραφίζει τα παιδιά της στο κενό του.
Κάποτε πρέπει να σταματήσω να σου γράφω.
άλλοι πίνουν
άλλοι τραβάνε πρέζα
κι εγώ
εκμεταλλεύομαι πρόστυχα το κορμί της ποίησης
να σου γράφω.
Ίσως πάψω.
Μια στάση ακόμα. Δίχως αριθμό.
Κάποιος μου ζήτησε την ώρα πριν από λίγο ˙
όλοι τώρα κοιμούνται
το τρένο κουνιέται αλλόκοτα καθώς ξεκινάει.
Ταξιδεύω όπως τα πουλιά το φθινόπωρο
μόνο που δεν έχω φτερά κι ούτε τόπο αλλάζω
απλώς ταξιδεύω
και καρφιτσώνω αργότερα σ’ ένα βιβλίο εισιτήρια κι αποδείξεις.
Μέσα σ’ ένα τρένο η ζωή περνάει τόσο δύσκολα
όσο σ’ ένα λεωφορείο ή ένα σπίτι άδειο
που γερνάει και κουράζεται όσο περνούν τα χρόνια.
Θέλω να πω
πως τα λουλούδια που βλέπω στον ύπνο μου
έχουν χρώμα κόκκινο.
Κάποια στάση.
Άγνωστη - όπως οι δρόμοι που περνάμε καθημερινά
δίχως να μάθουμε ποτέ πως λέγονται,
γιατί ποτέ δεν κοιτάξαμε τις πινακίδες τους -
κι άσημη – σα τα ονόματά μας στους τηλεφωνικούς καταλόγους
που πνίγονται αβοήθητα –
Δεν έχω τι άλλο να πω. Τι άλλο να σου πω;
Σε σκέφτομαι κι ας μη θυμούμαι μήτε τη μορφή σου,
το σφύριγμα, το περπάτημά σου.
Σε σκέφτομαι
κι ας ξέρω πως μπορεί να μην έρθεις ποτέ.
Στάση διαρκείας.
Κι ο θάνατος ατέλειωτος είναι.
Ξημερώνει.
Μια παρέα άρχισε να μοιράζει το γέλιο της.
Ξεκινάμε.
Θα ήθελα τώρα να ανάψω ένα τσιγάρο
όμως πάλι τι θα ήταν, της χαράς ή της λύπης;
Δεν είναι γέλιο αυτό που μοιράζουν
αλλά μια άλλη μορφή της ευτυχίας,
Στοίχειωσα σε τούτο το σταθμό,
τελικά παίξιμο του τρένου ήταν, δε φεύγουμε
ίσως γιατί τ’ αστέρια δεν έχουν σβήσει στον ουρανό
κι ο άγνωστος περαστικός
δεν έπαψε να κοιτάζει από τα παράθυρα μέσα…
Τώρα ξεκινάμε,
(κι ίσως πάλι να μη φτάσουμε ποτέ στο πουθενά).
Σε πλησιάζω
κι ίσως, αν δεν είχα στα χείλη μου το χαμόγελο
του ανθρώπου που αρνείται να χαμογελάσει
να μ’ αναγνώριζες, να με πλησίαζες.
Κάποια μοίρα θα υπάρχει φαίνεται
που κρατάει όλους αυτούς τους ανθρώπους στα τρένα
αυτούς που ταξιδεύουν πέρα δώθε με κάθε διαδρομή
και γυρίζουν κουρασμένοι στα σπίτια τους
κι αυτούς που ταξιδεύουν για να ξεχαστούν σ’ έναν τόπο.
Ταξιδεύω. Έτσι απλά.
Γιατί για να κρύψω αυτά που θέλω
πρέπει να μιλήσω με λόγια απλά.
Ταξιδεύω ακόμα.
Στάση τελευταία, κρύο πολύ.
Έχει ξημερώσει.
Φεύγω πια.
Σα φάντασμα περαστικό από κάποια διαδρομή…
Ταξιδεύοντας για Αλεξανδρούπολη 24. XI. 1995