Παρατηρούσε το καθρέφτισμα του προσώπου της πάνω στα γαλήνια νερά της λίμνης.
Σε μια στιγμή, άπλωσε το χέρι και βύθισε ένα της δάχτυλο στο νερό.
Ένας κυματισμός απαλός έκανε το νερό να χορέψει για λίγο.
Μερικά νούφαρα πιο κάτω ανέβηκαν το ένα στο σβέρκο του άλλο, ακούσθηκε ένας μικρός ψίθυρος, σα να μην ξύπνησαν, σαν μόλις για λίγο να άνοιξαν τα μάτια κι έπειτα έκρυψαν κάτω από τα βλέφαρα την στιγμιαία απεικόνιση της γειτονιάς τους, κοιμήθηκαν πάλι.
Κοίταξε βαθιά μέσα στο νερό, είδε λίγες πέτρες μαζεμένες σε μια γωνιά να κάνουν παιγνίδια μ’ ένα μικρό ψαράκι, δύο βούρλα συζητούσαν για εκείνον τον άνεμο που πέρασε το πρωί και χάλασε το τραγούδι τους.
Πάνω στα βραχάκια κάθουνταν ένα παιδί «δε θα ‘ναι πάνω από δώδεκα» σκέφτηκε.
Εκείνο κοίταζε το φεγγάρι που ανέβαινε ολοένα στον ουρανό.
Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα.
Θυμήθηκε την ανοιχτή θάλασσα.
Μόλις εχθές ήταν εκεί.
Την γνώριζε από τις διηγήσεις των υπολοίπων.
Τα μεγάλα κύματα, τα πλοία τα φορτηγά, τα οχηματαγωγά, τα επιβατηγά…
Για τις φωνές τις παιδικές στα καταστρώματα που χάνουνταν με τη σειρά τους στο ξαλάφρωμα των σκέψεων από τον άνεμο.
Μήτε και σε ποτάμι είχε βρεθεί ποτέ, στάθηκε πολλές φορές στο πλάι μα την γεύση του νερού του, την αίσθηση του πάνω στο σώμα της, τα ρομαντικά τραγούδια από λέγονται στην κοίτη του, ποτέ δεν τα έζησε.
Και να που τώρα αυτή την μια, την ελάχιστη στιγμή είναι εκεί ώστε να την απολαύσει.
«Ε, τι ονειρεύεσαι πάλι;» άκουσε τη φωνή πλάι της.
Έστρεψε το βλέμμα κι αντίκρισε την μικρή της αδερφή.
«Αν δε βουτήξεις, θα αργήσει να νυχτώσει πάνω στα νερά» ψέλλισε πάλι εκείνη «ακούς εκεί, μια φεγγαραχτίδα που ονειρεύεται…» γέλασε αχνά και βούτηξε στα νερά, σκοτείνιασαν εκείνα στο σημείο που βούτηξε.
Παραδίπλα, μια δέσμη απογευματινό φως φώτιζε ακόμα τον βυθό.
«Τα πιο όμορφα είναι εκείνα που μόνο για λίγο μπορείς να τα ζήσεις μα τα φυλάς όσο θα ζεις στην ψυχή σου, κι όσο εκεί μέσα θα τα έχεις εκείνα με την ίδια πάντοτε ομορφιά θα στολίζουν τα δωμάτια που μένουν, γιατί θα εξακολουθούν να ζουν» σκέφτηκε μεγαλόφωνα.
Μια κουκουβάγια που άκουσε την σκέψη από το κλαδί της συμφώνησε αφήνοντας δύο ήχους δυνατούς να βγουν από το μισάνοιχτο στόμα της.
Ακούσθηκε η συγνώμη της κι αμέσως μετά έσβησε κι εκείνη η τελευταία δέσμη φωτός αφήνοντας στα πλάσματα της νύχτας τα νερά του ποταμού…
Σε μια στιγμή, άπλωσε το χέρι και βύθισε ένα της δάχτυλο στο νερό.
Ένας κυματισμός απαλός έκανε το νερό να χορέψει για λίγο.
Μερικά νούφαρα πιο κάτω ανέβηκαν το ένα στο σβέρκο του άλλο, ακούσθηκε ένας μικρός ψίθυρος, σα να μην ξύπνησαν, σαν μόλις για λίγο να άνοιξαν τα μάτια κι έπειτα έκρυψαν κάτω από τα βλέφαρα την στιγμιαία απεικόνιση της γειτονιάς τους, κοιμήθηκαν πάλι.
Κοίταξε βαθιά μέσα στο νερό, είδε λίγες πέτρες μαζεμένες σε μια γωνιά να κάνουν παιγνίδια μ’ ένα μικρό ψαράκι, δύο βούρλα συζητούσαν για εκείνον τον άνεμο που πέρασε το πρωί και χάλασε το τραγούδι τους.
Πάνω στα βραχάκια κάθουνταν ένα παιδί «δε θα ‘ναι πάνω από δώδεκα» σκέφτηκε.
Εκείνο κοίταζε το φεγγάρι που ανέβαινε ολοένα στον ουρανό.
Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα.
Θυμήθηκε την ανοιχτή θάλασσα.
Μόλις εχθές ήταν εκεί.
Την γνώριζε από τις διηγήσεις των υπολοίπων.
Τα μεγάλα κύματα, τα πλοία τα φορτηγά, τα οχηματαγωγά, τα επιβατηγά…
Για τις φωνές τις παιδικές στα καταστρώματα που χάνουνταν με τη σειρά τους στο ξαλάφρωμα των σκέψεων από τον άνεμο.
Μήτε και σε ποτάμι είχε βρεθεί ποτέ, στάθηκε πολλές φορές στο πλάι μα την γεύση του νερού του, την αίσθηση του πάνω στο σώμα της, τα ρομαντικά τραγούδια από λέγονται στην κοίτη του, ποτέ δεν τα έζησε.
Και να που τώρα αυτή την μια, την ελάχιστη στιγμή είναι εκεί ώστε να την απολαύσει.
«Ε, τι ονειρεύεσαι πάλι;» άκουσε τη φωνή πλάι της.
Έστρεψε το βλέμμα κι αντίκρισε την μικρή της αδερφή.
«Αν δε βουτήξεις, θα αργήσει να νυχτώσει πάνω στα νερά» ψέλλισε πάλι εκείνη «ακούς εκεί, μια φεγγαραχτίδα που ονειρεύεται…» γέλασε αχνά και βούτηξε στα νερά, σκοτείνιασαν εκείνα στο σημείο που βούτηξε.
Παραδίπλα, μια δέσμη απογευματινό φως φώτιζε ακόμα τον βυθό.
«Τα πιο όμορφα είναι εκείνα που μόνο για λίγο μπορείς να τα ζήσεις μα τα φυλάς όσο θα ζεις στην ψυχή σου, κι όσο εκεί μέσα θα τα έχεις εκείνα με την ίδια πάντοτε ομορφιά θα στολίζουν τα δωμάτια που μένουν, γιατί θα εξακολουθούν να ζουν» σκέφτηκε μεγαλόφωνα.
Μια κουκουβάγια που άκουσε την σκέψη από το κλαδί της συμφώνησε αφήνοντας δύο ήχους δυνατούς να βγουν από το μισάνοιχτο στόμα της.
Ακούσθηκε η συγνώμη της κι αμέσως μετά έσβησε κι εκείνη η τελευταία δέσμη φωτός αφήνοντας στα πλάσματα της νύχτας τα νερά του ποταμού…
6 σχόλια:
Γιάννη, χαίρομαι όταν γράφεις για τα παιδιά και για όνειρα με ένα τρόπο ρομαντικό και παραμυθένιο. Σ' ευχαριστώ που ομορφαίνεις τη ζωή μας με την υπέροχη γραφή σου. Αύριο με περιμένει κουραστική μέρα με τα παιδιά αλλά είμαι αισιόδοξη, σκέφτομαι θετικά και πιστεύω πως θα τα καταφέρω να τα διαπαιδαγωγήσω σωστά. Όταν σκεφτόμαστε θετικά, στη ζωή μας όλα έρχονται όπως τα επιθυμούμε και τα όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα.
Πολύ όμορφο το παραμύθι σου. Με ταξίδεψε μαγικά. Μέρα καλή
Παιδί
σαν βλέμμα καθαρό
σαν όμορφη μέρα
..Καλημέρα
Ελένη μου εκείνο που δεν μπορώ ακόμα να προσδιορίσω με τα παραμύθια είναι αν τελικά απευθύνονται σε μικρά ή λιγότερο μικρά παιδιά…
Σ’ ευχαριστώ πολύ Λάκη.
Καλή επιτυχία με την παρουσίαση των Γυναικών της συγγνώμης στην Λευκωσία.
Χάρις καλώς όρισες.
Να υποθέσω η γνωστή Χάρις της παρουσίασης;
Μα κι έτσι να μην είναι εγώ χαίρομαι.
Καλό σου ξεκίνημα…
Δημοσίευση σχολίου