Ξαποσταίνουν σιγά σιγά τα χρόνια μέσα στα μάτια
συνωστίζονται οι λυπημένες μέρες
σαν ήλιοι του μεσονυκτίου λάμπουν οι χαρούμενες
ξεχνούμε ονόματα
θυμόμαστε όμως τα παιδικά μας παιχνίδια.
Φυλλορροούν οι λέξεις των παλιών ημερολογίων
δυσκολεύονται κ’ οι σελίδες στο γύρισμά τους.
Οι τσάντες, αφημένες στο ίδιο δωμάτιο της ψυχής
με τα τελευταία βιβλία, τα δώρα του αποχαιρετισμού
κι ένα γράμμα που έμεινε αδιάβαστο.
Τα βράδια, ένα βιβλίο παλιό, χαμηλόφωνα μου μιλάει
γυρεύει κι εκείνο ανθρώπους
μα μέσα στις λειψές του σελίδες κανείς δεν υπάρχει
κι έτσι κανείς δεν αποκρίνεται
για τούτο μέσα του
διψάει ολοένα η μοναξιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου