Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Ο τυφλός λυράρης

Συχνά, περπατώντας νύχτα μέσα στο δάσος, συναντούσαμε έναν λυράρη. Έπαιζε έναν μελαγχολικό σκοπό, άλλαζε ρυθμό στα βήματα μας. Είχε συναντήσει κάποτε έναν άγγελο στο διάβα του. Κοντοστάθηκε. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια «έχεις λυπηθεί πολύ» του είπε, απάντησε ο άγγελος «μα, είσαι τυφλός, πως μπορείς να το βλέπεις μέσα στα μάτια μου;», «τα μάτια της ψυχής είναι που βλέπουν καθαρά» είπε.

Από τότε, ορκίστηκαν πολλοί πως τον συνάντησαν ντυμένο άγγελο στα όνειρά τους κι από το δάσος ακούγονταν ο ήχος της λύρας του να συνοδεύει τα βήματα των περαστικών…

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Διαδρομή

Να σκύψουμε έπρεπε, να βαδίσει επάνω στα χέρια μας. Αφήναμε ένα επιφώνημα αποδοκιμασίας όμως καθώς χτυπούσε το πρόσωπο πέφτοντας επάνω στο καλντερίμι. Δεν έκλαψε, έγειρε στο πλάι κοιτάζοντας στα μάτια τον άνθρωπο.

Ήταν νέος βλέπεις και τον είχαν μόλις σταυρώσει.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Τυλίγομαι μέσα στις σκέψεις

Τυλιγμένες κουβάρι οι σκέψεις, κυλούν ανάμεσα στα πόδια καθώς εκείνα αγγίζουν το πάτωμα.
Δε μιλούν, χτυπούν μονάχα πάνω στο σημείο που χτυπούσαν πριν, ξανά και ξανά.
Μέσα στην καταχνιά της ψυχής, η σιωπή του απλώνει τα χέρια και ξηλώνει τις αφίσες των δρόμων, τις ταπετσαρίες των σπιτιών, τα χρόνια τα παρελθόντα.

Παραπατώ και στα πέτρινα σοκάκια της σιωπής τούτης τα βήματα κρύβονται.
Πως γίνεται να κρατηθείς όταν αδυνατείς να προχωρήσεις να πιάσεις το σκοινί;

Χρόνια τώρα σε κρατώ απ’ το χέρι.
Χρόνια τώρα ανασαίνεις τις λυπημένες ανάσες που εκβάλουν στα στήθη μου.
Γονατίζεις, βυθίζεις τα χέρια σε τούτο το νερό το λυπημένο, νίβεις το πρόσωπο, γεννάς μια χαρούμενη καλημέρα.
Μου φωνάζεις απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του δωματίου, με προσφωνείς με πόσα υποχωριστικά.
«Μοιάζουμε τόσο πολύ» μου είπες κάποτε.
Μα έχω λυπημένα τα χείλη πια, κι εσύ τόσο πολύ χαμογελάς, κι ας μέσα μου ζεις, κι ας ανασαίνεις τις δικές μου ανάσες…

Τυλίγομαι μέσα στις σκέψεις, μέσα σε νύχτες που κούρνιασαν στις γωνιές των δρόμων.
Τυλίγομαι ένα μικρό κουρασμένο κουρέλι και ξεμακραίνω μικρός και φτωχότερος από τους πονεμένους.

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Παραβάτες του χρόνου

Βράδυ Απρίλη.
Ξεχειμωνιάζω σ’ ένα καφέ περνώντας μια εποχή σε δύο ώρες.
Μολύβι και χαρτί απειλούν την ύπαρξη μου

θα τεμαχίσουν με λέξεις την ψυχή

θα την αποθέσουν σε μαξιλάρι κόκκινο.
Φοβάμαι.
 
Ξεχειμωνιάζω.
Βουτώ ένα φακελάκι μαύρο τσάι στις λίμνες του δρόμου.
Στην υγειά μου, στην υγειά σου, στην …
…στην αδιαφορία του χρόνου μας.
 
Πες μου τι θυμάσαι

από τα μεγάλα ταξίδια στους ωκεανούς της ψυχής;
Πες μου τι χρώμα είχε ο ουρανός στις λίμνες

που χάσαμε τα ίχνη της επιστροφής;
Μην πεις χρυσό…
Με χρυσό σφραγίζουν τις ζωές σαν πεθάνουν.
 
Ξεχειμωνιάζω.
Κρατώ ένα ποτήρι βροχή για τις νύχτες.
Κάποτε νιώθω να με καίνε.
Πρέπει να σβήνω με κάτι τον πόνο στις πληγές.
 
Ταξιδεύω.
Πρέπει να βρω την πηγή των ονείρων.
Θυμάσαι πόση σιωπή κρύβει αυτό;
Έχω γράψει το όνομα μου στον καθρέφτη

με τις συχνές επαναλήψεις ίσως δεν πάψω να θυμάμαι.
 

Τι μου έχω άραγε συγχωρέσει;
Τίποτε δεν μου έχω συγχωρέσει.
Πετούν γύρω μου επαναληπτικά μικροί κύκνοι.
Το λευκό τους τρομάζει το μαύρο μου.
 
Κάτω απ’ τη λάσπη του δρόμου τα βήματά μου.
Θα χαθώ.
Εξάλλου χάνομαι επαναληπτικά κάθε που βρέχει.
Έχει βρέξει πολύ.
 
Θα έχω στις τσέπες τα χέρια.
Αδιάφορα.
Αμήχανα.
Παιδιάστικα.
 
Βιάστηκα πολύ με τις βροχές

έτρεξα μέσα τους και γλίστρησα

τώρα πονάω.
Βιάστηκα και με τα όνειρα

τα εξήγησα όλα

έτσι δεν έχω τίποτε να περιμένω από αυτά.
Με τις υποσχέσεις…
Με τους αποχαιρετισμούς…
 
Ξεχειμωνιάζω λοιπόν.
Με όλα εκείνα που έλεγα δεν θυμάμαι να επιστρέφουν.
Με όλα εκείνα που έλεγα θα σιωπήσουν ακόμα να ηχούν.
Ξεχειμωνιάζω κι όλα εδώ.
 
Παραβάτες ενός χρόνου που ολοένα λιγοστεύει.

Θυμάμαι μόνο τα απόνερα των πλοίων

καθώς δένουν στα λιμάνια.

Είναι που θυμώνουν για τα καλά τα νερά

και θέλουν να πνίξουν τα πάντα μέσα τους…




από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Ακόμα και ο ήχος της μηχανής έχει πάψει

Έγειρα πάλι στο πλάι.
Σε κοιτάζω.
Στέκεις στην άκρη ενός φύλλου, δροσοσταλίδα, τρέμεις.
Μια μπρός το βάρος σε γέρνει μια πίσω.

Θυμάσαι τις Κυριακές που παίρναμε την βάρκα και βγαίναμε στ’ ανοιχτά;
«Θέλω να μοιάσω στον άνεμο» έλεγες, «θέλω να παίρνω μαζί μου τα πράγματα καθώς περνώ, να έχω τ’ αρώματα του δειλινού, το ήχο του συρσίματος του ήλιου στο ηλιοβασίλεμα».
Σάρωσες τη ζωή μας, σάρωσες και τη δική σου ζωή.
Έγινες άνεμος, έγινες πόνος στα στήθη π’ ακόμα ανασαίνουν.

Παίρνεις στα χέρια σου τη σιωπή, πλάθεις έναν όμορφο εφιάλτη, κάνεις τα μάτια να κλείσεις, αλλάζει.
Φορά ένα ρούχο ξεθωριασμένο, στο χρώμα των ματιών σου βουτάει κι ανασαίνει.
Εκείνος.
Μονάχα εκείνος.

Θυμάσαι που παίρναμε κι εκείνο το μηχανάκι, ζουντάπ θαρρώ ήτανε.
Ξεχυνόμασταν στην εθνική, Διδυμότειχο – Ορεστιάδα, μια διαδρομή επαναλαμβανόμενη όσο και οι ανάσες μας.
Έπαιρνε πίσω τα μαλλιά σου ο αέρας, χόρευαν εκείνα θαρρείς συνεπαρμένα απ’ τ’ άγγιγμα του.
Χάθηκε ο αέρας κι εσύ μαζί του.
Ένα ταξίδι μελετημένο από χρόνια…

Σε κρατούσα από το χέρι.
Μου έλεγες «θα γίνω ήλιος ν’ ανατέλλω κάθε πρωί», ξεχνούσες όμως πως έπρεπε πρώτα να δύσεις.
Θύμωνες κάθε που σου το θύμιζα.

Γέρνω πάλι στο πλάι.
Ακόμα και ο ήχος της μηχανής έχει πάψει.
Ο αέρας φέρνει ένα άρωμα ξένο.
Ηλιοβασιλέματα κι ανατολές μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους…

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Νύχτες δίχως επιστροφή

Για να μπορώ να σου γράφω, κρέμασα τη νύχτα στο στήθος.
Έτσι, αναδύομαι σε σκοτεινά πρωινά.

Κάθε φορά που κοιτάζω ψηλά, βλέπω τις σκοτεινές νύχτες να πετούν σχίζοντας κομμάτια τον ουρανό.
Βρέχει ουρανό τότε.

Μια γυναίκα μονάχα ντυμένη στα μαύρα, κατεβαίνει στη θάλασσα, μιλώντας με τα κύματα φέρνει πάλι κοντά τα πλοία τα νεκρικά, ανασταίνει τις περασμένες μέρες.

Στο τραπέζι τα χαρτιά θα μοιρασθούν ίσα, στον δεύτερο γύρο η γυναίκα με τα μαύρα θα κερδίσει.
Στα χέρια των ημερών θα βάλει ένα κέρμα.

Τόσα χρειάζονται οι νύχτες για ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Προσμένουν τα μάτια σου...

Θυμάσαι να μου πείς το χρώμα που έχουν τα κύματα όταν παίρνεις ένα πλοίο που σε βγάζει μακριά απ’ όσους αγάπησες ή πάλι τι χρώμα έχουν όταν κοντά σε φέρνει σ’ ότι έχεις μισήσει;

Τα μάτια θηλάζουν την ανάγκη της προσμονής, αφήνουν την αίσθηση στοργικού αγγίγματος καθώς κοιτάζουν, περιμένοντας εκείνον που θα έρθει, όχι για κάποιο όνειρο ή κάτι πιο μακρινό.

Τα μάτια σου μιλούν με τα νερά των βουνών , κ’ ίσως να κλαίνε καθώς κάποτε μιλώ ή γράφω.
Μιλούν με σχήματα, πλάθουν σύγνεφα και τ’ αφήνουν ψηλά για το μεγάλο τους ταξίδι.

Κάποτε κοιτάζω εκείνο το χέρι πως τρέμει στο τράβιγμα του σκεπάσματος του βραδινού, σ’ έναν ύπνο κουρασμένο από χρόνια, βιαστικό κι έρημο.

Προσμένουν τα μάτια σου, αγγιλώνουν τη στιγμή του πετάγματος πάνω από μια θάλασσα που πια δε θυμάται το πέρασμα των πλοίων.

Κάποτε θα δείς γεμάτο το παντελόνι της μνήμης από το πρόσωπο που γνώρησες κι αγάπησες, κι αγκάλιασες στα τόσα βροχερά απόβραδα του Φθινοπώρου σε μια βόλτα, θριματίζοντας τα κίτρινα λυπημένα φύλλα του λιμανιού.
Θα χαθείς στο ταξίδι του βλέμματος του, στο σάλπισμα της ψυχής που θα νιώθει πια την πορεία της.

Τα πιο μεγάλα ταξίδια είναι εκείνα που ποτέ δε ονειρευθηκε καμία ψυχή…

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Kλείνω το στόμα

Με μάτια λυγισμένα σε κοιτάζω
οι σκέψεις μου τρέμουν απ’ την ανημποριά
κλέινεις τα μάτια κι αφήνεις ένα δάκρυ
στο μέτωπο με χτυπάει
ξανά και ξανά

κλείνω το στόμα
δε θ’ ακούσεις ποτέ ξανά από μένα τη λέξη πονάω
δε θα μ’ ακούσεις
βρήκα τον τρόπο να λιγοστεύω τις νύχτες
όχι τον χρόνο συσκότισης τ’ ουρανού
εγώ να λιγοστεύω
να γίνομαι ένα μικρό έντομο στον θολό ουρανό
στον ουρανό εκείνο που αναπνέεις.

Κάποια φορά
καθώς ψηλά θα πετώ
θα χαράξω το όνομα σου μέσα στα σύγνεφα
κι έτσι καθώς θα πέφτει ξανά το σκοτάδι
θα γεμίσεις με θολή και παγωμένη νύχτα.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

Ελάτε μ' ένα ποίημα

Η διαδικασία είναι, πια, γνωστή:

* Εμβόλιμα στο μουσικό πρόγραμμα του μαγαζιού, θα ακούγονται από τα ηχεία ποιήματα, διαβασμένα είτε από τους ίδιους τους ποιητές, είτε από άλλους ποιητές ή ηθοποιούς, είτε από απλούς αναγνώστες.

* Αν κάποιος από τους θαμώνες θελήσει να διαβάσει ένα ποίημα δικό του ή της αρεσκείας του, μπορεί να το κάνει σε οποιαδήποτε στιγμή της νύχτας.

* Ένα ή περισσότερα δρώμενα-εκπλήξεις.

Έτσι ξεκίνησε το "ελάτε μ' ένα ποίημα" το 2007. Μια ανοιχτή πρόσκληση σε όσους καταγράφουν στο χαρτί λέξεις που τις νιώθουν ως ποίηση. Χωρίς αποκλεισμούς και αξιολογήσεις. Ο στόχος ήταν να ακουστούν φωνές και να γλιστρήσουν συναισθήματα ανάμεσα σε μουσικές και φίλους. Πέρσι πήγαμε καλά. Και φέτος θέλουμε να πάει καλά η προσπάθεια. Επειδή γίνεται με αγάπη για την ποίηση και με σεβασμό σε όσους γράφουν.

Οι blogερς που σηκώνουν το βάρος της εκδήλωσης ή έστω που την υποστηρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται στα δυτικά αυτής της πόλης, θέλουν όμως να μεγαλώσει η παρέα τους.

Ο κατάλογος είναι ανοικτός:

emoura: http://emoura.blogspot.com/
ήχος πλάγιος μόνος: http://hxosplagiosmonos.blogspot.com/
michalakis: http://michalakis.blogspot.com/
ο δείμος του πολίτη: http://chldimos.blogspot.com/
το τσαλίμι: http://tsalimi.blogspot.com/

Η παρούσα δημοσίευση είναι αναδημοσίευση απο το blog: το τσαλίμι: http://tsalimi.blogspot.com/

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Νανούρισμα για έναν Άγγελο

Αητέ μου γύρε στο κλαδί
φτερά να ξεκουράσεις
και σαν φεγγίσει η ανατολή
τους ουρανούς ν’ αδράξεις.

Αητέ μου φέρνω στο σταμνί
νερό να σε δροσίσω
πηγής που φέρνει τη χαρά
χαρά να σε ποτίσω.

Κλείσε τα μάτια κι άφησε
σύγνεφο να σε πάρει
της πρώτης άνοιξης κλωνιά
να βάλεις στο κεφάλι.

Κλείσε τα μάτια κι άκουσε
πως κελαηδούν τ’ αηδόνια
άνοιξη μπαίνει κ’ η ψυχή
χορεύει μες στ’ αλώνια.

Άκουσ’ αητέ μου στους αγρούς
πως τραγουδούν τη ζήση
κ’ οι πιθυμιές πως κάνουνε
τη νύχτα να ροδίσει.

Και σαν ξυπνήσεις αητέ
στης χαραυγής τα χέρια
θάλασσες , κάμποι κι ουρανοί
θα σ’ οδηγούν στ’ αστέρια.