Θα πάρω πάλι το τρένο, βραδινό, για Διδυμότειχο.
Οι ενοχές μου όλες εκεί, απλωμένες κατά μήκος της γραμμής, μέχρι τέλους.
Χρόνια που λείπω, χρόνια που έπαψα ν’ ανασαίνω εκείνον τον αέρα, τον μπλεγμένο με τ’ άρωμα των νερών του ποταμού, με τα κομμένα στον κάμπο τριφύλλια, τα καλαμπόκια και τα λιόσπορα.
Διψά η ψυχή μου για μια βόλτα τελευταία με τις ρόδες ενός κάρου να σχίζουν την γαλήνη του απογεύματος στον κάμπο.
Λένε, πως κάποτε, κάποιος, συνάντησε έναν άγιο εκεί.
Ψηλαφώ με τις άκρες των δαχτύλων να βρω κάποιο άγγιγμα παλιό.
Ξεπροβάλουν εικόνες, και ήχοι, ψήγματα απ’ ένα μακρινό παρελθόν.
Στήριγμα γερό, κι ίσως για όσους έμειναν σημασία καμία να μην έχει, για εμάς που φύγαμε όμως, καταφύγιο στο γύρισμα του καιρού...
Ο ήλιος πάντα μεγάλος, ίδιο μεγάλο και το φεγγάρι, και τα μάτια που κοιτάζω μένουν πάντοτε παιδικά και διψασμένα διαρκώς για εικόνες και χρώματα.
Στέκουμαι στην άκρη του μπαλκονιού, του τότε, του στενού, μ’ εκείνα τα θαλασσιά του κάγκελα – μου είναι ξένο όπως μοιάζει τώρα – από την άκρη του βλέπω το παλιό χωριό στην άλλη όχθη του ποταμού, τα σπίτια των θείων μου, νομίζω πως θ’ ακούσω κάποιον να μιλάει χωρίς να μπορώ να τον δω, όμως κανείς δεν ακούγεται.
«Παλιέ μου φίλε, τι γυρεύεις;»
Ακριβώς όπως το γράφει ο ποιητής.
Τι γυρεύεις;
Όλα έχουν αλλάξει εκτός από τις δικές σου αναμνήσεις.
Δεν παγώνει ο χρόνος ν’ αρχίσουν όλα εκεί που τ’ άφησες πριν χρόνια.
Οι άνθρωποι φεύγουν, αλλάζουν, γυρεύουν άλλα λιμάνια, άλλους ήχους ν’ ακούσουν, άλλα χέρια να κρατήσουν.
Όπως εσύ.
Τι γυρεύεις εκτός από τις παλιές σου αναμνήσεις;
Το σπίτι άλλαξε, τα έπιπλα δόθηκαν, τα εργαλεία πετάχτηκαν, οι κτήτορες του μας άφησαν, οι άνθρωποι γύρω είτε λιγοστέψαν είτε άλλαξαν.
«Παλιέ μου φίλε, τι γυρεύεις;»
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020
Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020
Τα θέλω μας
Μεταμορφώνουν τα θέλω μας οι νύχτες
ρίχνονται σαν πόθοι στα ξέστρωτα κρεβάτια
για να συρθούν κατάκοπα με το ξημέρωμα
και να χαθούν στις πιο σκονισμένες μας λέξεις.
ρίχνονται σαν πόθοι στα ξέστρωτα κρεβάτια
για να συρθούν κατάκοπα με το ξημέρωμα
και να χαθούν στις πιο σκονισμένες μας λέξεις.
Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020
Κυριακές
Τις Κυριακές, μετά την εκκλησία
πετάνε λυπημένα τα πουλιά
θαρρείς γνωρίζουνε για τα μνημόσυνα
θαρρείς και τα βαραίνει το στάρι
που με τη γλύκα του κατακαίει την ψυχή.
Οροπέδιο, τεύχος 22, Χειμώνας 2019
πετάνε λυπημένα τα πουλιά
θαρρείς γνωρίζουνε για τα μνημόσυνα
θαρρείς και τα βαραίνει το στάρι
που με τη γλύκα του κατακαίει την ψυχή.
Οροπέδιο, τεύχος 22, Χειμώνας 2019
Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020
Ο καιρός μας
Ξεχάσαμε την οσμή των ανθρώπων
μαθαίνουμε πάλι το βλέμμα να κοιτάμε
υποψιαζόμαστε το χαμόγελο
στρογγυλεύουμε τις άκρες των λέξεων
τώρα που δύσκολα ακούγονται
να μην πονάνε
κι απομένουμε
με την ελπίδα της απόδρασης
κάθε που σφυρίζει ένα τρένο
στον αντικρινό σταθμό.
μαθαίνουμε πάλι το βλέμμα να κοιτάμε
υποψιαζόμαστε το χαμόγελο
στρογγυλεύουμε τις άκρες των λέξεων
τώρα που δύσκολα ακούγονται
να μην πονάνε
κι απομένουμε
με την ελπίδα της απόδρασης
κάθε που σφυρίζει ένα τρένο
στον αντικρινό σταθμό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)