Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Δύο λέξεις

Κι εγώ που χώρεσα τη νύχτα σε δυο λέξεις
να μην μπορώ την ψυχή μου να χωρέσω πουθενά;




από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

Ζήσαμε σε χρόνους μίσθιους

Ζήσαμε σε χρόνους μίσθιους
γυρεύουμε τώρα να μικρύνουμε τις αποστάσεις
μα έχουν ερημώσει οι διάδρομοι του σπιτιού
θρυμματίζει η σκόνη τα έπιπλα των δωματίων
δεν κάνει αντίλαλο η φωνή

για τούτο
μη με ρωτήσεις
γιατί απομένει πάντα ένα παράπονο πάνω στα χείλη.



από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Είναι κάποιες φορές

είναι κάποιες φορές
που σκοντάφτω στο περβάζι των ματιών σου
κι αφήνομαι εκεί
γονυπετής

εξάλλου
έχω νηστέψει τόσο την μορφή σου
που τώρα μπορώ να σε προσεύχομαι

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Με την ανάγκη στο αίμα

όσα μέσα μου κοιμήθηκαν τώρα πονούν
ξυπνούν με την ανάγκη στο αίμα να φωνάξουν

πιο κάτω, σπίτια αραχνιασμένα με ξεντύνουν
αφήνουν ένα νανούρισμα πάνω στα στρωμένα κρεβάτια

κι όλα τριγύρω βουβά
όλα τριγύρω ντυμένα ένα κόκκινο χρώμα
σα χώμα
π’ αφήνουν πίσω τους δυο σύννεφα ματωμένα

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Δείπνο για δύο

Βράδυ από τα τελευταία του καλοκαιριού.
Μπαίνει αθόρυβα ένα σαράκι στο στήθος και σκαλίζει, που να ‘σαι;

- Που είσαι πες μου;

Γιατί η στοργή απέμεινε ραγισμένο κρυστάλλινο ποτήρι σ’ ένα τραπέζι στρωμένο για δύο.
Γιατί μονάχα ο ένας σηκώνει το ποτήρι σε πρόποση…

Έχει κυλίσει σαν ιδρώτας η ζέστη πάνω στα στήθη.
Χτυπά, χτυπά και δονεί τα στήθη.
Αναρωτιέμαι πόσα στήθη έμαθαν να χτυπούν από την μοναξιά, από την ερημιά τους.

- Που είσαι;

Τα ημερολόγια των απουσιών σου έχουν γεμίσει.
Τα ποτήρια της ερημιάς...
Κρασί λευκό, μόνο για δύο στυφό πάνω στα χείλη.

Που είσαι;
Έπαψα να μιλώ και με την απουσία σου ακόμα.
Δεν μιλώ πια.

Αφουγκράζομαι
το ράγισμα του ποτηριού που εξακολουθεί.