Βράδυ από τα τελευταία του καλοκαιριού.
Μπαίνει αθόρυβα ένα σαράκι στο στήθος και σκαλίζει, που να ‘σαι;
- Που είσαι πες μου;
Γιατί η στοργή απέμεινε ραγισμένο κρυστάλλινο ποτήρι σ’ ένα τραπέζι στρωμένο για δύο.
Γιατί μονάχα ο ένας σηκώνει το ποτήρι σε πρόποση…
Έχει κυλίσει σαν ιδρώτας η ζέστη πάνω στα στήθη.
Χτυπά, χτυπά και δονεί τα στήθη.
Αναρωτιέμαι πόσα στήθη έμαθαν να χτυπούν από την μοναξιά, από την ερημιά τους.
- Που είσαι;
Τα ημερολόγια των απουσιών σου έχουν γεμίσει.
Τα ποτήρια της ερημιάς...
Κρασί λευκό, μόνο για δύο στυφό πάνω στα χείλη.
Που είσαι;
Έπαψα να μιλώ και με την απουσία σου ακόμα.
Δεν μιλώ πια.
Αφουγκράζομαι
το ράγισμα του ποτηριού που εξακολουθεί.