Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020

Πέρασαν τα χρόνια...

Πέρασαν τα χρόνια και μαζί τους έσυραν τη ζωή μας πάνω στα κύματα.
Τι θυμάσαι, τι πραγματικά συγκράτησες στα κλειστά σου χέρια απ’ όλο αυτό το ταξίδι;
Οι δρόμοι μας διαφορετικοί, σταθμοί που μόνο οι ταξιδιώτες τους είναι γραφτό ν’ ανταμώνουν, ποτέ οι ίδιοι.

Θυμάσαι που κάποτε ανοίγαμε πανιά;
«Για τα νησιά τα Φώκλαντ» φωνάζαμε κ’ οι θάλασσες ανοίγονταν μπροστά μας απέραντες, μαγικές και σιωπηλές συνάμα.
Και φεύγαμε, δίχως αποσκευές, τι να τις κάναμε τις αποσκευές οκτώ χρονών παιδιά;
Και φτάσαμε ψηλά, εκεί που μόνο οι άνεμοι χωρίζουν την ψυχή από το σώμα.
Κ’ ήμασταν κάποτε χέρι χέρι πιασμένοι.

Στα πιο μεγάλα ταξίδια υπάρχει πάντα μια βαριά αποσκευή που σε βγάζει σ’ έν’ άλλο λιμάνι.
Θαρρείς και πρέπει να φθάσεις εκεί, να παραδόσεις εκείνο που σου ορίσθηκε κι έπειτα να ξεμακρύνεις έχοντας όμως πια έναν άλλο προορισμό χαραγμένο στους χάρτες σου.
Όσο να κλείσεις τα μάτια, να τ’ ανοίξεις, τόσο θέλει η ζωή για να σε βγάλει αλλού.
Μία ν’ απλώσεις το χέρι να κόψεις τον άνεμο κι άλλαξαν όλα.

Μπορείς ακόμη να βγάλεις το κεφάλι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του τρένου καθώς εκείνο καλπάζει φθάνοντας στον τελευταίο για εμάς σταθμό;
Θυμάσαι τι χρώμα είχαν τα σπίτια που χαιρετούσαμε καθώς έφευγε το ίδιο εκείνο τρένο και μαζί του το καλοκαίρι;

Κάποτε φοβούνται κ’ οι αναμνήσεις, όταν όλα έχουν αλλάξει, όταν έχεις αποχαιρετήσει τους ανθρώπους για ένα επόμενο ή τελευταίο ταξίδι, τότε, φοβούνται κ’ οι αναμνήσεις.

Κλείσε κάποια στιγμή τα μάτια κι αναλογίσου.

Πότε σώπασες;
Πότε έκοψες τις ρίζες που σε κράτησαν δυνατό στους ανέμους;
Πότε έκλεισες τους πομπούς κι ένας βόμβος ραγίζει την γαλήνη του απογεύματος από την ανοιχτή συχνότητα της ψυχής μας;

Θυμήσου με πόσο κόπο χτίζονται εκείνα που μένουν στον χρόνο και πως μοιάζουν εκείνα που ράγισαν σε μια στιγμή.

*** *** ***

Θα μετρηθούμε πάλι με τον άνεμο, αρχές Φλεβάρη βλέπεις και κρατάει καλά ο χειμώνας.
Ακούς τα βήματα των φύλλων απέναντι στο πάρκο;
Θυμίζουν τα χαμηλά σπίτια που στέκουν και περιμένουν, με την ταράτσα και το πλυσταριό τους ακόμα ανέπαφα, τους παλιούς νοικάρηδες, τα παλιά γέλια και τα παιχνίδια, τ’ αγνάντι καθώς περνούν ψιθυρίζοντας τα γερασμένα τρένα.
Αν έκλεισες στα χέρια τότε τον ήχο τους, τώρα είναι τραγούδι.
Μια μπαλάντα γλυκιά για όσους ταξίδεψαν και δε γύρισαν, για εκείνους που επέστρεψαν, για τα λόγια που χάθηκαν στη λήθη το χρόνου καθώς έπαψαν οι αποχαιρετισμοί.

Φύλαξες την εικόνα του παλιού σχολείου;
Του γυμνασίου με τις μικρές αίθουσες και την δυο δρασκελιές αυλή του;
Δεν είναι οι χώροι που μας στένευαν, οι ψυχές και τα όνειρα ήταν που ξεχείλιζαν.
Ρημάζει τώρα, ζωή που αφέθηκε στη λησμονιά.
Κ’ η γειτονιά, με τα χαμόσπιτα και τα όνειρα της, υπάρχει ακόμα.
Η μνήμη και τα όνειρα την κρατάνε, πώς ονειρεύεσαι αν δεν θυμάσαι;
Κι ας άλλαξαν τα ονόματα στις πινακίδες, τα πάρκα ας βρήκαν άλλο τρόπο να διασκεδάζουν τα παιδιά τους.

Είναι και κάποια τρένα που πέφτουν, καθώς κουρασμένα πηγαίνουν στον τελευταίο τους προορισμό και κανείς δεν ακούει το πέσιμο τους.

Κάποτε κουτσό, χαρτάκια, παιχνίδι με καπάκια, φυσοκάλαμα, ψεύτικα λεφτά και μπίλιες.
Ντύθηκαν άλλο ρούχο οι παλιές αλάνες.
Μα εμείς τις είχαμε μετρήσει με τα ρούχα που λερώναμε στο παιχνίδι, κάποτε με τους καυγάδες μας, κι άλλοτε μ’ ένα μικρό πράσινο ποδήλατο.
Το θυμάσαι εκείνο το ποδήλατο;
Κι ένα μαγαζί σε δρόμο αδιέξοδο.
Κι αλήθεια, με τον καιρό το κατάλαβα, πως αδιέξοδοι είναι μονάχα οι δρόμοι.

Ο ήχος της μελλόντικας υπάρχει ακόμα στα παιδικά μου ακούσματα, σ’ ένα σπίτι μ’ ενυδρείο, με σικ στους τοίχους, κι αγάπη, πάνω απ’ όλα, όπως κι όλα τα σπίτια.
Ήταν από εκεί που ξεκινούσαν τα ταξίδια.
Εκεί που τελείωναν.

Είναι ακόμα ανοιχτό το φως.
Περιμένει ένα χέρι παιδικό να πατήσει τον διακόπτη.
Ίσως τότε μονάχα, φανερωθεί από εκείνη την ντουλάπα σπιτάκι, ένα όνειρο μεγάλο και μας συνεπάρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: