Από τότε, ορκίστηκαν πολλοί πως τον συνάντησαν ντυμένο άγγελο στα όνειρά τους κι από το δάσος ακούγονταν ο ήχος της λύρας του να συνοδεύει τα βήματα των περαστικών…
Δευτέρα 28 Απριλίου 2008
Ο τυφλός λυράρης
Από τότε, ορκίστηκαν πολλοί πως τον συνάντησαν ντυμένο άγγελο στα όνειρά τους κι από το δάσος ακούγονταν ο ήχος της λύρας του να συνοδεύει τα βήματα των περαστικών…
Πέμπτη 24 Απριλίου 2008
Διαδρομή
Ήταν νέος βλέπεις και τον είχαν μόλις σταυρώσει.
Δευτέρα 21 Απριλίου 2008
Τυλίγομαι μέσα στις σκέψεις
Τυλιγμένες κουβάρι οι σκέψεις, κυλούν ανάμεσα στα πόδια καθώς εκείνα αγγίζουν το πάτωμα.
Δε μιλούν, χτυπούν μονάχα πάνω στο σημείο που χτυπούσαν πριν, ξανά και ξανά.
Μέσα στην καταχνιά της ψυχής, η σιωπή του απλώνει τα χέρια και ξηλώνει τις αφίσες των δρόμων, τις ταπετσαρίες των σπιτιών, τα χρόνια τα παρελθόντα.
Παραπατώ και στα πέτρινα σοκάκια της σιωπής τούτης τα βήματα κρύβονται.
Πως γίνεται να κρατηθείς όταν αδυνατείς να προχωρήσεις να πιάσεις το σκοινί;
Χρόνια τώρα σε κρατώ απ’ το χέρι.
Χρόνια τώρα ανασαίνεις τις λυπημένες ανάσες που εκβάλουν στα στήθη μου.
Γονατίζεις, βυθίζεις τα χέρια σε τούτο το νερό το λυπημένο, νίβεις το πρόσωπο, γεννάς μια χαρούμενη καλημέρα.
Μου φωνάζεις απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο του δωματίου, με προσφωνείς με πόσα υποχωριστικά.
«Μοιάζουμε τόσο πολύ» μου είπες κάποτε.
Μα έχω λυπημένα τα χείλη πια, κι εσύ τόσο πολύ χαμογελάς, κι ας μέσα μου ζεις, κι ας ανασαίνεις τις δικές μου ανάσες…
Τυλίγομαι μέσα στις σκέψεις, μέσα σε νύχτες που κούρνιασαν στις γωνιές των δρόμων.
Τυλίγομαι ένα μικρό κουρασμένο κουρέλι και ξεμακραίνω μικρός και φτωχότερος από τους πονεμένους.
Κυριακή 6 Απριλίου 2008
Παραβάτες του χρόνου
Βράδυ Απρίλη.
Ξεχειμωνιάζω σ’ ένα καφέ περνώντας μια εποχή σε δύο ώρες.
Μολύβι και χαρτί απειλούν την ύπαρξη μου
θα τεμαχίσουν με λέξεις την ψυχή
θα την αποθέσουν σε μαξιλάρι κόκκινο.
Φοβάμαι.
Ξεχειμωνιάζω.
Βουτώ ένα φακελάκι μαύρο τσάι στις λίμνες του δρόμου.
Στην υγειά μου, στην υγειά σου, στην …
…στην αδιαφορία του χρόνου μας.
Πες μου τι θυμάσαι
από τα μεγάλα ταξίδια στους ωκεανούς της ψυχής;
Πες μου τι χρώμα είχε ο ουρανός στις λίμνες
που χάσαμε τα ίχνη της επιστροφής;
Μην πεις χρυσό…
Με χρυσό σφραγίζουν τις ζωές σαν πεθάνουν.
Ξεχειμωνιάζω.
Κρατώ ένα ποτήρι βροχή για τις νύχτες.
Κάποτε νιώθω να με καίνε.
Πρέπει να σβήνω με κάτι τον πόνο στις πληγές.
Ταξιδεύω.
Πρέπει να βρω την πηγή των ονείρων.
Θυμάσαι πόση σιωπή κρύβει αυτό;
Έχω γράψει το όνομα μου στον καθρέφτη
με τις συχνές επαναλήψεις ίσως δεν πάψω να θυμάμαι.
Τι μου έχω άραγε συγχωρέσει;
Τίποτε δεν μου έχω συγχωρέσει.
Πετούν γύρω μου επαναληπτικά μικροί κύκνοι.
Το λευκό τους τρομάζει το μαύρο μου.
Κάτω απ’ τη λάσπη του δρόμου τα βήματά μου.
Θα χαθώ.
Εξάλλου χάνομαι επαναληπτικά κάθε που βρέχει.
Έχει βρέξει πολύ.
Θα έχω στις τσέπες τα χέρια.
Αδιάφορα.
Αμήχανα.
Παιδιάστικα.
Βιάστηκα πολύ με τις βροχές
έτρεξα μέσα τους και γλίστρησα
τώρα πονάω.
Βιάστηκα και με τα όνειρα
τα εξήγησα όλα
έτσι δεν έχω τίποτε να περιμένω από αυτά.
Με τις υποσχέσεις…
Με τους αποχαιρετισμούς…
Ξεχειμωνιάζω λοιπόν.
Με όλα εκείνα που έλεγα δεν θυμάμαι να επιστρέφουν.
Με όλα εκείνα που έλεγα θα σιωπήσουν ακόμα να ηχούν.
Ξεχειμωνιάζω κι όλα εδώ.
Παραβάτες ενός χρόνου που ολοένα λιγοστεύει.
Θυμάμαι μόνο τα απόνερα των πλοίων
καθώς δένουν στα λιμάνια.
Είναι που θυμώνουν για τα καλά τα νερά
και θέλουν να πνίξουν τα πάντα μέσα τους…
από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια